Ἂν πιστεύῃς, ἄστρα κατεβάζεις!
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης
Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ
τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ μυροβλύτου. Ἑορτάζει ὁ λαός μας, ἑορτάζουν προπαντὸς ὅσοι
ἔχουν τὸ ὄνομά του, ἄντρες καὶ γυναῖκες· καὶ εἶνε πολλοί. Πολὺ δημοφιλὴς ὁ ἅγιος
Δημήτριος. Τὸν τιμοῦν πόλεις καὶ χωριά· κι ὄχι μόνο ἐμεῖς, ἀλλὰ καὶ οἱ Σέρβοι
καὶ οἱ Βούλγαροι καὶ οἱ ῾Ρουμᾶνοι καὶ οἱ ῾Ρῶσοι. Εἶνε ἕνα ὄνομα πολὺ ἀγαπητὸ στὴν
Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Πρὸ παντὸς ὅμως σήμερα ἑορτάζει ἡ πρωτεύουσα τῆς Μακεδονίας
μας, τῆς Βορείου Ἑλλάδος, ἡ Θεσσαλονίκη.
Ἀλλὰ ποιός εἶνε λοιπὸν ὁ ἅγιος
Δημήτριος;
* * *
Ὁ ἅγιος Δημήτριος δὲν γεννήθηκε ἅγιος. Κανείς δὲν γεννιέται ἅγιος. Ὅλοι ἁμαρτωλοὶ πέφτουμε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μας. Γιὰ νὰ γίνῃ κανεὶς ἅγιος, πρέπει νὰ πολεμήσῃ. Μέσα σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους, ἕνας ἀναδεικνύεται ἅγιος, ἰδίως στὴν ἐποχή μας, πού εἶνε γεμάτη πειρασμοὺς καὶ σκάνδαλα. Ἔγινε λοιπὸν ἅγιος κατόπιν μεγάλου ἀγῶνος καὶ πολέμου.
Γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ τρίτου αἰῶνος
στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, ποὺ φρόντισαν νὰ φυτέψουν στὴν τρυφερὴ
καρδιά του τὴν ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὴν πίστι στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἀπὸ
μικρὸς ὁ ἅγιος Δημήτριος ξεχώριζε μεταξὺ τῶν συνομηλίκων του· ῥωμαλέος καὶ μὲ ἀθλητικὸ
παράστημα, μὲ μοναδικὴ εὐφυΐα καὶ κάλλος. Νωρὶς ἀκόμα, 18 ἐτῶν, κατετάγη στὸ ῥωμαϊκὸ
στρατό· καί, χάρι στὴν ἀνδρεία ποὺ ἔδειξε στοὺς πολέμους, ἀπὸ βαθμὸ σὲ βαθμὸ ἀνέβηκε
στὰ ἀνώτερα ἀξιώματα, ἔγινε χιλίαρχος, δηλαδὴ στρατηγός. Καὶ συνέχιζε νὰ
διαπρέπῃ.
Παραπάνω ὅμως ἀπὸ τὰ ἀξιώματα –ποὺ εἶνε μία
«ματαιότης ματαιοτήτων»(Ἐκκλ. 1,2)–, εἶχε κάτι ἄλλο, ποὺ τὸ θεωροῦσε ἀνώτερο·
καὶ τὸ ἀνώτερο αὐτό, ποὺ σήμερα ἐμεῖς δὲν τὸ ἐκτιμοῦμε, εἶνε ὅτι ἦταν
Χριστιανός, πίστευε στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Πίστευε μὲ ὅλη τὴν ψυχή του, ὅτι κάτω ἀπ᾽ τὸν
οὐρανὸ δὲν ὑπάρχει ἄλλος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ παρὰ μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστάς·
πίστευε στὴν ἁγία Τριάδα· πίστευε σὲ ὅ,τι διδάσκει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Καὶ ὡμολογοῦσε
τὴν πίστι του, δὲν τὴν ἔκρυβε. Ἐμεῖς χίλιες κουβέντες λέμε, μὰ τὸ ὄνομα Χριστὸς
δὲν τὸ ἀναφέρουμε. Ντρεπόμαστε νὰ ποῦμε πὼς εἴμαστε Χριστιανοὶ ἢ νὰ κάνουμε τὸ
σταυρό μας.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος, ἐνῷ ἦταν ἔνδοξος
ἀξιωματοῦχος, μὲ ἐξουσία, διέδιδε τὴν πίστι στὸν Κύριο. Θεωροῦσε χαμένη τὴν ἡμέρα
ποὺ δὲν θὰ ἔφερνε κάποιον εἰδωλολάτρη στὸ Χριστό. Μιλοῦσε σὲ ὅλους, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως
ἀπευθυνόταν καὶ κατηχοῦσε παιδιὰ καὶ νέους· ἦταν ὁ ἀξιωματικὸς καὶ κατηχητής. Αὐτὸ
τὸ βλέπουμε σὲ μιὰ ἀρχαία εἰκόνα του ποὺ βρέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου
Θεσσαλονίκης, ἡ ὁποία τὸν παριστάνει μαζὶ μὲ παιδιά, ὡς διδάσκαλο.
Ἡ δρᾶσι ὅμως αὐτὴ τοῦ ἁγίου
Δημητρίου προκάλεσε ἀντίδρασι. Ἐρέθισε τὸ φθόνο καὶ τὴν κακία εἰδωλολατρῶν καὶ Ἰουδαίων
τῆς πόλεως. Τὸν κατήγγειλαν ὡς Χριστιανό. Κατὰ τὴν ἀνάκρισι δὲν ἀρνήθηκε τὴν
πίστι του. Ἀμέσως τὸν συνέλαβαν, τὸν δίκασαν, τὸν καθαίρεσαν ἀπὸ τὸ ἀξίωμα, τὸν
καταδίκασαν καὶ τὸν φυλάκισαν μέσα σὲ ἕνα δημόσιο λουτρὸ κοντὰ στὸ στάδιο. Ἐνῷ
λοιπὸν ἐκρατεῖτο, συνέβη κάτι ποὺ ἐπέσπευσε τὸ μαρτυρικό του τέλος.
Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἦρθε στὴ
Θεσσαλονίκη ὁ αὐτοκράτωρ Μαξιμιανὸς(286-305 μ.Χ.) μὲ ἀθλητὰς ποὺ θὰ μετεῖχαν σὲ
ἀγῶνες, ὥστε μὲ τὸ θέαμα νὰ εὐχαριστῆται ὁ λαός. Μεταξὺ τῶν ἀθλητῶν ξεχώριζε ἕνας
παλαιστὴς μὲ ἀνάστημα πρώτου μεγέθους, σὰν γίγαντας, ποὺ νικοῦσε πάντα καὶ
θριάμβευε στοὺς ἀγῶνες πάλης· κανείς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν νικήσῃ. Ἦταν εἰδωλολάτρης
καὶ λεγόταν Λυαῖος. Ὁ κήρυκας στὸ στάδιο φώναζε κάθε μέρα· –Ποιός Χριστιανὸς
θέλει νὰ παλέψῃ μὲ τὸ Λυαῖο; Τὸ εἶπε μιά, τὸ εἶπε δυό, τὸ εἶπε τρεῖς. Κανείς δὲν
τολμοῦσε ν᾽ ἀντιπαραταχθῇ σ᾽ ἐκεῖνο τὸν κολοσσό – καὶ ἦταν φυσικό. Ξαφνικά,
μέσα σ᾽ ἐκείνη τὴ σιωπή, ἀκούγεται ἀπάντησι· «Ἐγώ»! Γυρίζουν καὶ τί νὰ δοῦν· ἦταν
ἕνας νέος 18 ἐτῶν. Λεγόταν Νέστωρ καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ κρατουμένου Δημητρίου. Ὁ
Μαξιμιανὸς τὸν συμβούλευε νὰ λυπηθῇ τὰ νιᾶτα του. Ὁ ἀγώνας ἦταν ἄνισος, ὅλοι τὸν
θεωροῦσαν χαμένο· δὲν μπορεῖ ἕνα σκυλάκι νὰ τὰ βάλῃ μ᾽ ἕνα λιοντάρι. Ὁ νέος ὅμως
ἐπέμενε κ᾽ ἔτσι ἦρθε ἡ ὥρα τῆς ἀναμετρήσεως. Προτοῦ ὅμως ν᾽ ἀντιπαραταχθοῦν, ὁ
Νέστορας πῆγε στὴ φυλακή, γονάτισε μπροστὰ στὸν ἅγιο Δημήτριο καὶ ζήτησε τὴν εὐχή
του γιὰ νὰ συγκρουσθῇ μὲ τὸ γίγαντα. Καὶ ὁ διδάσκαλός του τὸν σταύρωσε τοῦ εἶπε·
–«Καὶ τὸν Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις». Καὶ πράγματι ἔτσι ἔγινε.
Ὅταν δόθηκε τὸ σύνθημα, ὁ νεαρὸς φωνάζει δυνατὰ «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει
μοι!» καὶ ὁρμᾷ. Καὶ δὲν ἄργησε, σὲ μιὰ στιγμή, νὰ ῥίξῃ κάτω τὸ Λυαῖο καὶ νὰ τὸν
θανατώσῃ, ἀφήνοντας κατάπληκτους καὶ τὸ βασιλιᾶ καὶ ὅλο τὸ θέατρο.
Οἱ εἰδωλολάτρες δὲν παραδέχτηκαν
τὴ νίκη τοῦ Νέστορος. Ὠργισμένος ὁ Μαξιμιανὸς δίνει διαταγὴ νὰ τὸν θανατώσουν ἐπὶ
τόπου. Ἐν συνεχείᾳ, ἐπειδὴ ὅλοι εἶχαν ἀκούσει τὴν ἐπίκλησί του «Θεὲ τοῦ
Δημητρίου, βοήθει μοι», βεβαιώθηκαν ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ θρίαμβο τοῦ νεαροῦ καὶ τὴν ἐξόντωσι
τοῦ γίγαντα ἦταν ὁ φυλακισμένος χιλίαρχος, μὲ διαταγὴ τοῦ Μαξιμιανοῦ στρατιῶτες
πηγαίνουν καὶ θανατώνουν τὸν ἅγιο Δημήτριο μὲ λόγχες μέσα στὴ φυλακὴ τρυπώντας
τον στὸ πλευρό, ὅπως τρυπήθηκε ὁ Κύριός μας στὸ σταυρό.
Αὐτὸς μὲ λίγα λόγια εἶνε ὁ βίος
τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τὸ μαρτυρικό του τέλος. Ἐκεῖ ποὺ μαρτύρησε ἔγινε πηγὴ ἀναβλύζουσα
θαυματουργὸ μύρο, γι᾽ αὐτὸ λέγεται μυροβλύτης.
* * *
Μερικοὶ εἰρωνεύονται· Αὐτὰ ὅλα εἶνε
παραμύθια ποὺ μᾶς λέτε οἱ παπᾶδες· «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» ἔκαναν οἱ ἅγιοι θαύματα!…
Παραμύθια, ἀγαπητοί μου, εἶνε αὐτὰ ποὺ λένε αὐτοὶ οἱ κύριοι, ἀλλὰ ἡ θρησκεία
μας δὲν εἶνε παραμύθι· εἶνε γεγονός, ποὺ ἀποδεικνύεται καὶ στὶς ἡμέρες μας μὲ
πολλὰ θαύματα. Κ᾽ ἕνα μεγάλο θαῦμα στὸν 20ὸ αἰῶνα ποιό ἦταν; Δυστυχισμένα τὰ
σημερινὰ παιδιὰ καὶ οἱ νέοι ποὺ δὲν γνωρίζουν πλέον τὴν ἱστορία μας.
Τὸ 1912 ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν
σκλάβα· ὁ Ἕλληνας τί ἦταν· ἕνας μικρὸς Νέστορας, καὶ ὁ Τοῦρκος σὰν Λυαῖος ἐξουσίαζε
ἀκόμη ὅλη τὴ Μακεδονία. Κι ὅμως ἔγινε τὸ θαῦμα, ποὺ ὁ κόσμος δὲν φανταζόταν· σὰν
σήμερα, ναὶ τὴν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Δημητρίου! ὁ στρατός μας μπῆκε στὴ Θεσσαλονίκη
καὶ ὕψωσε τὴ σημαία μας στὸ Λευκὸ Πύργο. Θαύμασε ὁ κόσμος. Μετὰ ἀπὸ σκλαβιὰ
πέντε αἰώνων ὄχι μόνο ἡ Θεσσαλονίκη ἀλλὰ ὅλη ἡ Μακεδονία ἐλευθερώθηκε.
Μεγάλη δύναμι ἡ πίστις. Πιστεύεις; Τότε ἄστρα
κατεβάζεις ἀπ᾽ τὸν οὐρανό. Ἐγὼ πιστεύω, θὰ μοῦ πῇς. Ἂν πιστεύῃς, τότε «δεῖξε
μου τὴν πίστι σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου» (Ἰακ. 2,18). Τὸ δέντρο φαίνεται ἀπὸ τοὺς
καρπούς, κι ὁ Χριστιανὸς ἀπὸ τὰ ἔργα του. Ποιά ἔργα; Ξύπνησες; Κάνε τὸ σταυρό
σου, γονάτισε προσευχήσου. Πῆγες στὸ χωράφι ἢ σὲ ἄλλη ἐργασία σου; Πρὶν πιάσῃς
δουλειὰ ζήτα τοῦ Θεοῦ τὴν εὐλογία. Κάθεσαι νὰ φᾷς; Μὴ βάλῃς μπουκιὰ στὸ στόμα, ἐὰν
δὲν θυμηθῇς Ἐκεῖνον ποὺ σοῦ στέλνει ὅλα τ᾽ ἀγαθά. Βράδιασε, βγῆκαν τὰ ἄστρα; Ἂν
εἶσαι πατέρας καὶ μάνα, φώναξε τὰ παιδιά σου κάτω ἀπ᾽ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας
καὶ κάντε μαζὶ τὴ βραδινὴ προσευχή σας. Χτύπησε ἡ καμπάνα τὴν Κυριακή; Τρέξε στὴν
ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅπως τὰ πουλιὰ στὴ φωλιά τους. Στὴν καθημερινὴ ζωή σου μὴν
κάνεις ποτέ τὸ κακό· κάνε πάντα τὸ καλό, κι ὄχι μόνο στὸ φίλο ἀλλὰ καὶ στὸν ἐχθρό.
Νά ᾽σαι εὐεργετικὸς σὲ ὅλους. Τὰ κάνουμε αὐτά; Ἀμφιβάλλω. Αὐτὴ εἶνε ἡ γενεά
μας, ἡ ὁποία ἀποστάτησε ἀπ᾽ τὸ Θεό.
Συμβαίνουν ἐκεῖνα ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος
Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τρία σημάδια, λέει, θὰ δείχνουν ὅτι πλησιάζει ἡ συντέλεια. •
Τὸ ἕνα εἶνε, ὅταν δῆτε τὶς γυναῖκες γυμνὲς στὸ δρόμο. Ἤδη τὶς βλέπουμε· καὶ δὲν
ντρέπονται. • Τὸ δεύτερο εἶνε, ὅτι θὰ βγῇ ἕνα κουτὶ τοῦ διαβόλου, ποὺ θὰ τρελάνῃ
τὴν ἀνθρωπότητα. Ποιό εἶνε; Ἡ τηλεόρασι. Ἐκεῖ ἔχουν ὅλοι καρφωμένα τὰ μάτια· ἔγινε
ὁ δάσκαλός τους. • Καὶ τὸ τρίτο εἶνε, ὅτι θὰ λείψουν οἱ κληρικοί, δὲν θὰ ὑπάρχουν
παπᾶδες. Θὰ βαδίζετε, λέει, χιλιόμετρα γιὰ νὰ βρῆτε ἱερέα.
Σ᾽ αὐτὸ συμβάλλει καὶ ἡ ὀλιγοτεκνία.
Κ᾽ ἐσεῖς ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, ἔχετε εὐθύνη· ἔπρεπε νὰ ἔχετε πολλὰ παιδιά, ἀλλ᾽ ἂς ὄψωνται
οἱ ἐκτρώσεις καὶ ἡ ἀποφυγὴ τεκνογονίας! Κι ὅσα παιδιὰ γεννιῶνται, θέλετε νὰ
γίνουν διάσημοι· δικηγόροι – νὰ λένε ψέματα, γιατροὶ – νὰ κάνουν ἐκτρώσεις,
μηχανικοί – νὰ γκρεμίζωνται τὰ σπίτια…, ἀλλὰ παπᾶδες ὄχι. Θέλετε ὅμως νὰ ὑπάρχῃ
παπᾷς γιὰ νὰ στεφανώνῃ, νὰ βαπτίζῃ, νὰ κηδεύῃ, νὰ ἁγιάζῃ.
Οἱ πιστοὶ καὶ εὐσεβεῖς εἶνε μειοψηφία, εἶνε «τὸ μικρὸν ποίμνιον»(Λουκ. 12,32). Ἀλλὰ δὲν θὰ νικήσουν οἱ δαίμονες, δὲν θὰ νικήσῃ ὁ ἀντίχριστος· θὰ νικήση ὁ Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου