Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024

Τι Εκκλησία θέλουμε; - π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος

Τι Εκκλησία θέλουμε;

π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος


Πώς θα περάσουμε, στην πράξη,
από την κληρονομημένη πίστη στην επιλεγόμενη πίστη;

«Η Λειτουργία με βοήθησε να καταλάβω τον παγκόσμιο χαρακτήρα της Εκκλησίας μου, πέρα από τα σύνορα και τους ωκεανούς. Ανέπνεα βαθιά. Αισθανόμουν τον δεσμό-ομφάλιο λώρο ανάμεσα στη ζωή μου και την Ευχαριστία της Κυριακής.

Μέσω της Λειτουργίας μπήκα στη μελέτη της Βίβλου. Η μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού με έκανε να καταλάβω την ενσάρκωσή Του, την ταπείνωσή Του, αυτόν τον Θεό, Άρτο και Οίνο, “φίλο” των ανθρώπων, καθώς και το “πώς” της σύνδεσής Του μαζί μας!»

Τα παραπάνω τα γράφει μια γυναίκα, η οποία ομολογεί ότι βοηθήθηκε να μπει στην Εκκλησία από την Δεύτερη Βατικανή Σύνοδο!! Ελπίζω το κείμενο, που σχολιάζεται στο διήμερο του εορτασμού των 80 χρόνων της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, σ’ αυτό το “πώς” να στοχεύει.

Είμαστε εδώ απόψε καταληκτήρια παρέα στο διήμερο αυτό Συνέδριο, εμείς, μια ομάδα από κληρικούς με ενοριακή δέσμευση, προκειμένου να “διαβάσουμε” σ’ όλους, και σε μας μαζί, τα μηνύματα, που οι άνθρωποι-χριστιανοί σήμερα, κυριολεκτικώς ρίχνουν σαν μποτίλιες στο πέλαγος, αφού εμείς δυστυχώς “καταφέραμε”, σαν Εκκλησία να χαθεί το οικογενειακό βίωμα της ενορίας-πατρικού σπιτιού.

Οι σημερινοί… θαλασσοπορούντες άνθρωποι είναι πνευματικά χωρισμένοι σε τρεις ουσιαστικά τάξεις-τοποθετήσεις. Πρώτον, στους Χριστιανούς, που θέλουν να είναι μέλη της Εκκλησίας και οι οποίοι όμως υποδιαιρούνται και πάλι, σε χριστιανούς υγιείς πνευματικά, ήρεμους και προσγειωμένους, και σε χριστιανούς, φανατικούς, ανασφαλείς και… αυταπατώμενους! Τόσο που να φαντάζονται ζήλο τον φανατισμό και εγρήγορση την ανασφάλεια! Δεύτερον, στους ήρεμα αμέτοχους αλλά και προβληματισμένους και ως προς το νόημα της ζωής, αλλά και για την ποιότητα του χριστιανισμού που εκφράζεται από την Εκκλησία, καθώς επίσης και για το κατά πόσον μπορεί να είναι και να γίνει και για αυτούς τρόπος ζωής, η σχέση με την Εκκλησία! Και τρίτον, στους ανθρώπους, που αντιτίθενται στον Χριστό και είτε αδιαφορούν είτε πολεμούν την Εκκλησία.

Λαμβανομένου ύπ’ όψιν του γεγονότος ότι ο Χριστός θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθείναι», οι ποιμένες της Εκκλησίας [ακριβώς εκ της ευθύνης του «διδόναι αὐτοῖς τό σιτομέτριον» (Λουκ. 12, 42)] πρέπει στον τρόπο της ζωής τους και στις ενέργειές τους, να έχουν διαρκώς υπ’ όψιν τις παραπάνω μνημονευθείσες τρεις κατηγορίες ανθρώπων, και, κατά το παράδειγμα του Αρχηγού της Εκκλησίας, να έχουν μέριμνα και φροντίδα και αγωνία ποιμαντική, όχι για τα εις την μάνδραν ενεννήκοντα εννέα (… άλλες αυταπάτες!) αλλά για τα, εις τα όρη και τας ατραπούς περιπλανώμενα μέλη του ποιμνίου τους και να τους αγωνιά το σε ποια «γλώσσα» θα μιλήσουν σε αυτούς, ώστε να είναι κοινή και να συνεννοηθούν!

Το κείμενο που μας δόθηκε και επί του οποίου κάνουμε κρίσεις και σχολιάζουμε και εν πολλοίς το παρουσιάζουμε, διατρέχει τον άμεσο κίνδυνο, εξ αυτής της διαρθώσεώς του και της συμπερίληψης στις σχολιαστικές του σκέψεις 35(!) βασικών θεμάτων (όπως στον υπότιτλο παρουσιάζονται και καταλογραφούνται!!), να καταλήξει μια… μπροσούρα- ένα φυλλάδιο μεγαλούτσικο 114 σελίδων, με (παρακαλώ να μη παρεξηγηθώ) “προπαγανδιστικό” διαφημιστικό θρησκευτικό περιεχόμενο!

Μοιραία φλυαρεί χωρίς να εξαντλεί, παρά την κεφαλαιοκατάταξη (εννιά “κεφάλαια”), τα θέματα! Επαναλαμβάνει πολλάκις πλατειάζοντας κουραστικά και διατρέχει τον αμεσότατο κίνδυνο να «μιλάει για όλα και για κανένα» θέμα. Αναγκαστικά γίνεται ένα pot purri θεολογικοκοινωνικοφιλοσοφικών γνωμών, που συμπεριλαμβά-νουν εκκλησιαστικές τοποθετήσεις.

«Η προσωπική, εσωτερική αλλαγή δίχως την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων και δομών είναι μια ιδεαλιστική ψευδαίσθηση· σαν να ήταν ο άνθρωπος μονάχα μια ψυχή και όχι συνάμα και ένα σώμα. Η αλλαγή των εξωτερικών σχέσεων δίχως εσωτερική ανανέωση είναι υλιστική ψευδαίσθηση· σαν να ήταν ο άνθρωπος μονάχα προϊόν των κοινωνικών του σχέσεων και τίποτε παραπάνω» (Jurgen Moltman, Ο Σταυρωμένος Θεός, Εκδ. Άρτος Ζωής, σελ. 67) μας προλαβαίνει ο Moltman!!

Ο Χριστός δεν έγραψε απολύτως τίποτε. Οι Απόστολοι μας δίδαξαν ότι εμείς είμαστε η επιστολή που στέλνει ο Χριστός στον κόσμο (Β΄ Κορ. 3,3)! Όταν ο Χριστός και οι Απόστολοι έφυγαν τους… διαδέχθηκαν τα Ευαγγέλια! Και κατόπιν οι γεγονότες χριστιανοί (μάρτυρες και μη) που ήταν «ένα Ευαγγέλιο που περπατάει»!!

«Κάντε τον Χριστό γνωστό με πράξεις και όχι με λόγια. Οι άνθρωποι θα ανακαλύψουν την τρυφερότητα του Θεού και θα ζήσουν την αγάπη του Θεού, όταν δεν θα τα βλέπουν ως προπαγάνδα, αλλά ως ποιότητα ζωής-μαρτυρία» έλεγε ένας παπάς εκατοντούτης, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά το Γραφικό: Ὅπως ἴδωσι τά καλά ὑμῶν ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ὑμῶν

Δηλαδή; Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι εμπνευσμένες αρχές, ήγουν θεωρία, αλλά εκκλησιαστική πρακτική. Δεν επιλύονται τα πάντα με αποφάσεις που λαμβάνονται σε μια σύνοδο ή με μια υποχρεωτική εγκύκλιο! Όλα χρειάζονται, χρόνο, υπομονή, διάλογο, ανοχή, φιλανθρωπία και μια οξυδερκή “υπακοή” στις καταστάσεις.

Πώς λέγεται (τρόπος και ποιότητα) σήμερα στον κάθε “Ναθαναήλ” το: Ἔρχου καί ἴδε; Έλα και δες!!; Οι διαβεβαιώσεις μας για τον Χριστό-Θεό δεν είναι παρά φευγαλέα δακτυλικά σημάδια στην επιφάνεια του ωκεανού. Η αποστολή και το καθήκον μας είναι να δείξουμε και να διδάξουμε την ειρηνική και ζωογόνο πορεία των εντολών του Χριστού. Εμείς οι κληρικοί θα απογοητεύσουμε (επί της ουσίας) αν προσφέρουμε λιγότερα. Άλλωστε δεν χειροτονηθήκαμε για να κηρύττουμε δικές μας αντιλήψεις! Η Εκκλησία σήμερα πρέπει και μπορεί να γίνει για τους ανθρώπους ο προνομιακός τόπος (η συνθήκη πείτε το) μιας αληθινής εμπειρίας του υπερβατικού Θεού. Σήμερα που, όπως έλεγε ο Charls Pégny, ο σύγχρονος κόσμος χαρακτηρίζεται «από τρομακτική σπανιότητα και ένδεια του ιερού».

«Η Εκκλησία είναι το έλεος του Θεού που κατεβαίνει στην ανθρωπότητα», γράφει ένα αρχαίο κείμενο. Τα προβλήματα και της σύγχρονης Εκκλησίας είναι ουσιαστικά δύο, μέσα στα οποία συμπερικλείονται και πολλά άλλα σαν υποσύνολα.

Πρώτο είναι το πρόσωπο του Χριστού. Θεμελιακός απαράβατος όρος για την ύπαρξη και της Εκκλησίας και των χριστιανών. Όμως αυτό το αυτονόητο sine qua non υποτονεί και χάνεται κάτω από την σκόνη και τον κουρνιαχτό, που κουβαλάνε οι αιώνες, ως επικαθήμενη ιστορία-“σκουριά” για το θεσμικό Εκκλησιαστικό μέρος και κρύβουν το πρόσωπο του Χριστού για τους “πιστούς”, με το αυτονόητο και εξοικειωμένο της “φυσικής” συσχέτισης της καθημερινότητας. Με το άκουσμα δηλαδή του ονόματος του Χριστού… είτε ως λατρεία είτε ως βλασφημία! Ο μακαρίτης Γέροντάς μας, Μητροπολίτης Πρεβέζης Μελέτιος, έλεγε: Ευλογούμε αρειανούς. Οπαδούς του Αρείου δηλαδή, που δεν δεχόντουσαν την Θεότητα του Χριστού. Και σήμερα το ίδιο είναι το διακυβευόμενο. Είναι ο Χριστός, Θεός της ζωής μου, και κατ’ επέκτασιν ρυθμιστής της; Ελλοχεύει σε κάθε βήμα ο κίνδυνος της αυτονόητης συνηθείας, που δεν λέει φωναχτά την γνώμη της, ούτε τολμά να αρνηθεί την πίστη, που… έτσι κι αλλιώς… δεν έχει, αλλά παρά ταύτα… σταυροκοπιέται φοβισμένα, πάει στις γιορτές στο Ναό, βαφτίζει τα παιδιά, και έχει επωδό της ασυνέπειας του, ανάμεσα στα πιστεύματα και τις ενέργειες, την δαιμονική φράση: Έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τα αφήσουμε. Ένας “Χριστός” μορμολύκειο και φάντασμα! Παραγέμισμα εορταστικό, και αδιάφορο παντελώς πρόσωπο, με την χειρότερης μορφής αδιαφορία, αυτή την… “πλαστική”, που δεν ζωντανεύει ατυχώς.

Αυτό είναι το μέγιστο και δυσβάσταχτο πρόβλημα, που λανθασμένα εμείς οι κληρικοί προσπαθούμε να… κουκουλώσουμε κάτω από θαύματα και άγια φώτα, που τελικώς σκοτίζουν το θέμα. Πίστις-θαύμα-Χριστός είναι ανακουφιστική αφέλεια που δεν λειτουργεί όπως επιθυμούμε, αφού δεν γεννάει οπωσδήποτε το θαύμα πίστη. Και η πίστη μπορεί να είναι ψυχολογική ανάγκη αυτοεξασφάλισης, από το υπερβατικό γενικώς και το υπερπέραν, τα οποία δεν είναι απαραιτήτως ο Χριστός αλλά… μια ανωτέρα δύναμις. Η καλή εκδοχή όλων αυτών είναι ένας θεϊσμός και η κακή μια μεταλλαγμένη ειδωλολατρεία. Ο ιερέας έχει το δύσκολο έργο να αναδείξει και το πρόσωπο του Χριστού και τα εκκρεμούντα θέματα. Να αποσαφινήσει ότι μέσα στην Εκκλησία υπάρχει ουσιαστικά και μόνον το Πρόσωπο του Χριστού αυτόφωτα. Όλα τα άλλα πρόσωπα, οι άγιοι δηλαδή και η Παναγία ακόμα, είναι ετερόφωτοι εκ του Χριστού, και Αυτόν και αυτοί λατρεύουν.

Ξεκινώντας με την κραυγή του πατέρα της παρελθούσης Κυριακής, «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ», αρχίζει ένα ξεκίνημα κατήχησης για το θεμελιακό θέμα της αποδοχής και λατρείας του προσώπου του Χριστού, στην οποία θα ξεκαθαριστεί ότι η αμφιβολία είναι μέρος της πίστης και όχι αντίπαλός της. Κάθαρση της πίστης και όχι φονέας της. Βεβαίωση της πραγματικά ζωντανής πίστης αφού μια πίστη που δεν αμφιβάλει είναι πεθαμένη πίστη. Δυστυχώς το θέμα βρίσκεται στην σιωπή αυτονόητης δήθεν ύπαρξης πίστεως, που όσο πιο αυτονόητη είναι τόσο και πιο ανύπαρκτη!!

«Δεν υπάρχει κανένα περιεχόμενο της πίστης, όσο υψηλό κι αν είναι, που να μην μπορεί να γίνει κατανοητό σε κάθε νοημοσύνη ανοιχτή στην αλήθεια. Ένα πράγμα που μπορούμε να μάθουμε από τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι ότι μπορείς να είσαι βαθύς χωρίς να είσαι ασαφής. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Μέγας λέει ότι η Αγία Γραφή είναι “απλή και βαθιά, σαν ένα ποτάμι στο οποίο μπορούν να περπατήσουν τα αρνιά και να κολυμπήσουν οι ελέφαντες”. Η θεολογία μας πρέπει να εμπνέεται από αυτό το πρότυπο. Ο καθένας θα πρέπει να μπορεί να βρει σ’ αυτήν ψωμί για τα δόντια του: Οι απλοί, την τροφή τους, και οι μορφωμένοι, τη βοσκή τους. Για να μην αναφέρουμε ότι συχνά αποκαλύπτεται στους “μικρούς” αυτό που παραμένει κρυφό “από τους σοφούς και μορφωμένους”» (Κήρυγμα του π. Raniero Cantalamessa στις 24.3.2023).

Το δεύτερο μεγάλο θέμα-πρόβλημα είναι η συνεπαγωγική απόδειξη του πρώτου: Η Ευχαριστία. «Αυτό να κάνετε για να με θυμάστε», λέει ο Χριστός στους αδελφούς και τα παιδιά Του. Και αυτό έχει κατρακυλίσει σε μια ιδιότυπη θρησκευτική τελετή και για τους πολλούς, ασυνείδητη και καθ’ εαυτή, όσον και αν αφορά τους ίδιους!

Η συμμετοχή είναι συγκυριακή και περιοδική, στην καλή περίπτωση, γιατί υπάρχει και μια πλειοψηφία που το θέμα το συνδυάζει με το Πάσχα κατά βάσιν… άντε και τα Χριστούγεννα. Σε ένα τέτοιο ρυθμό συμμετοχής δεν μπορούμε να μιλάμε για γεγονός, που αφορά την καθημερινότητα της ζωής του ανθρώπου και τον εσωτερικό του κόσμο. Δεν του λείπει. Δεν το κατανοεί. Δεν συμμερίζεται την θυσία. Δεν διατηρεί θέση… στο Τραπέζι! Ακόμα και η άπαξ ή δις του έτους συμμετοχή στο Σώμα και το Αίμα, γίνεται για το… καλό. Όχι από την σχέση, αλλά από την συνήθεια!! Παράμετροι τεχνικές, υπερβολές στη νηστεία, ωράριο λειτουργίας ακατάλληλο, γλώσσα με ακατανόητο περιεχόμενο ύμνων λατρείας, και παντελώς ξένο, όλα μαζί και καθένα ξεχωριστά τον αποξενώνουν από την όντως Ζωή που είναι η Ευχαριστία. Η απάντηση των λίγων νεαρών εφήβων στην Αφρική την εποχή των διωγμών στους ειδωλολάτρες που τους προέτρεπαν να ΜΗ πηγαίνουν στην Θεία Λειτουργία (με την απειλή θανάτου σε περίπτωση παράβασης της εντολής) ότι: Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς την Ευχαριστία(!) σήμερα ηχεί παράτερα ακόμα και στους εξ έθους εκκλησιαζομένους.

Η συνειδητή σχέση με το πρόσωπο του Χριστού κάνει τον Ναό σπίτι του Πατέρα μας κι εμάς συνδαιτημόνες. Ο κόπος και η ποιμαντική φροντίδα του ιερέα, πρέπει γι’ αυτά τα δύο, να είναι ανύστακτη, και να αποφεύγει-πάση δυνάμει να ανέχεται να υποτονούν αυτά, (Χριστός και Ευχαριστία), εν ονόματι δραστηριοτήτων (ξεκούραστων και ανακουφιστικών αλλά γιατί όχι και εμπόνων!) που κάνουν τον Ναό της Ενορίας πολιτιστικό ή εθνικό κέντρο και τον ίδιο από πατέρα… “γυμναστή” με αποδοχή και κύρος! Η αγάπη όσο υγιέστερη είναι τόσο λιγότερο μας αφήνει να εξωκοίλουμε.

«Όταν επικαλούμαστε το Άγιο Πνεύμα (συμπεριλαμβανο-μένης της παρούσας περίπτωσης της Συνόδου) σκεφτόμαστε πρώτα απ’ όλα το Άγιο Πνεύμα ως φως που μας φωτίζει σε κάθε κατάσταση και μας προτείνει τις σωστές λύσεις. Σκεφτόμαστε λιγότερο το Άγιο Πνεύμα ως αγάπη. Αντίθετα, αυτή είναι η πρώτη και πιο ουσιαστική λειτουργία του Πνεύματος που χρειάζεται η Εκκλησία. Μόνο η αγάπη οικοδομεί· η γνώση -ακόμη και η θεολογική και εκκλησιαστική γνώση- συχνά μόνο διογκώνει και διχάζει. Αν αναρωτηθούμε γιατί είμαστε τόσο πρόθυμοι να γνωρίζουμε (και σήμερα, τόσο ενθουσιασμένοι με την προοπτική της τεχνητής νοημοσύνης!) και τόσο λίγο ενδιαφερόμαστε για την αγάπη, η απάντηση είναι απλή: Η γνώση μεταφράζεται σε εξουσία, η αγάπη σε διακονία!» (Κήρυγμα π. Raniero Cantalamessa, Κήρηγμα 17.3.2023).

Αύριο λοιπόν, ποιο θα είναι το πρόσωπο της Εκκλησίας; Στην Ελλάδα; Στην Ρωσία; Στην Ευρώπη; Στην Αφρική; Παντού…; Βλέπουμε έναν κόσμο να καταρρέει, χωρίς να ξέρουμε τί θ’ ακολουθήσει. Σ’ αυτόν τον τομέα κανείς (έστω κι αν κάποιοι θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε κάτι τέτοιο) δεν διαθέτει μια λύση-θαύμα. Η ανησυχία μπορεί να θολώσει την κρίση. Με την κούραση μπορεί να στερέψει η μεγαλοψυχία.

Εντούτοις, ο Θεός εργάζεται, και μπορεί κανείς να χαίρεται με τα ζητούμενα και τα επινοούμενα. Αρκεί να αφήσουμε τον Θεό να φωτίζει τα ερωτήματα που τίθενται ανέκαθεν στην Εκκλησία: Τι θέλουμε να γνωστοποιήσουμε στην κοινωνία στην οποία ζούμε; Τι θέλουμε να βιώσουμε ταυτόχρονα και σε συνδυασμό με τους άλλους;

Μόνο ο Χριστός θα μπορέσει να βοηθήσει τις κοινότητές μας να ζήσουν με εμπιστοσύνη και ειρήνη και να επιτύχουν το Πασχάλιο πέρασμα στο οποίο Εκείνος μας καλεί.

Λοιπόν, Τοῦ Κυρίου δεηθώμεν…

π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος

 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Διαβάζουμε στο παρόν άρθρο:
"αφού μια πίστη που δεν αμφιβάλει είναι πεθαμένη πίστη" και απορούμε τι θέλει να πει ο αρθρογράφος.

Τι σχέση έχει το παραπάνω με το "Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;" του Κυρίου προς τον Πέτρο ή με το
"ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται·"

Ο Κύριος δε θέλει να αμφιβάλλουμε ...απλά πράματα!

Δημητρίου Γιάννης