(ψέλνει ο Κυπριανός)
Αγαπητοί ακροατές της ΡαδιοΧρηστότητας, χαίρετε. Συμπληρώνεται σήμερα ένας
χρόνος ακριβώς από τότε που οι ώρες και τα λεπτά πάγωσαν στην κοιλάδα των
Τεμπών, από τότε που οι καρδιές των απανταχού Ελλήνων πλακώθηκαν από τα βαριά
πέπλα της οδύνης και του πένθους. Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνο το βράδυ της
Καθαράς Τρίτης ή εκείνο το πρωινό της Καθαράς Τετάρτης, οπόταν και η είδηση της
μετωπικής σύγκρουσης των δύο τρένων στη Λάρισα έγινε ευρέως γνωστή; Τις ημέρες
εκείνες όλοι οι Έλληνες είχαμε γίνει σαν ένας άνθρωπος και όλοι οι αγνοούμενοι
και οι κεκοιμημένοι των Τεμπών είχαν γίνει δικοί μας συγγενείς. Έτσι άλλωστε
συμβαίνει σε κάθε ανθρώπινη τραγωδία. Οι ημέρες της περσινής Τεσσαρακοστής
είχαν κυλήσει με έναν ρυθμό αλλιώτικο. Υπήρχε στην ατμόσφαιρα διάχυτη η μνήμη
του θανάτου, αλλά και μία έντονη σταυροαναστάσιμη αίσθηση. Η ψυχή μας πήρε
ανάσα ζωής το βράδυ της Ανάστασης, όπου πλέον ένδοξα και πανηγυρικά εορτάσαμε
την νέκρωση του θανάτου και τη νίκη της ζωής. Μόνο το «Χριστός Ανέστη» ήταν
ικανό να πλημμυρίσει ελπίδα την ψυχή μας, ανοίγοντάς μας ένα παράθυρο στο Φως.
Η ζωή του Κυπριανού Παπαϊωάννου, του Κύπρου μας, όπως τον έλεγαν οι φίλοι και οι συγγενείς, ήταν ένα τέτοιο παράθυρο στο Φως· μέσα από αυτό το παράθυρο ποθούμε σήμερα να ατενίσουμε. Και σε αυτό θα μας βοηθήσει ο σεβαστός και αγαπητός πατήρ Χριστόδουλος Παπαϊωάννου, εφημέριος στον Ιερό Ναό Αγίων Αποστόλου Πέτρου και Παύλου στο χωριό Αυγόρου της Κύπρου, της Μητροπολιτικής Περιφέρειας Κωνσταντίας και Αμμοχώστου.
Ο πατήρ Χριστόδουλος είναι έγγαμος, πολύτεκνος
πατέρας, κάτοχος του πτυχίου Θεολογίας, μέσω του οποίου διακόνησε για πολλά
χρόνια την παιδεία και το μάθημα των Θρησκευτικών στη Μέση Εκπαίδευση. Το πιο
σπουδαίο, όμως, παράσημό του είναι ότι είναι, εν πρώτοις, ιερεύς και
πνευματικός της Εκκλησίας του Χριστού, και εκ δευτέρου, είναι ο βιολογικός και
πνευματικός γεννήτορας του Κυπριανού μας, στον οποίο είναι εξ ολοκλήρου
αφιερωμένη η παρούσα εκπομπή.
-Πατέρα Χριστόδουλε την ευχή σας.
-Του Κυρίου Μαργαρίτα, του Κυρίου.
-Καλώς ήρθατε στη ΡαδιοΧρηστότητα. Τιμή μας που σας έχουμε σήμερα μαζί μας!
-Καλώς σας ακούμε, καλώς σας βρίσκουμε.
-Πάτερ μου, είναι το ετήσιο μνημόσυνο σήμερα του Κυπριανού και όλων των
παιδιών και των ανθρώπων που κοιμήθηκαν στα Τέμπη στις 28 Φεβρουαρίου του 2023.
Εμείς, θα θέλαμε να κάνουμε ένα αφιέρωμα στον Κυπριανό, παίρνοντας λίγο τα
πράγματα από την αρχή, να κάνουμε δηλαδή μία αναδρομή στη ζωή του Κυπριανού,
και να μας πείτε για αρχή πώς ήταν ο Κυπριανός ως παιδάκι και τι ανατροφή
φροντίσατε εσείς από την πλευρά σας να του δώσετε.
-Κοίταξε, κόρη μου. Όταν αποφασίσαμε με την παπαδιά να κάνουμε οικογένεια,
σκεφτήκαμε, ότι εμείς δεν είμαστε άξιοι να μεγαλώνουμε παιδιά που ανήκουν εις
τον Θεόν, που μπορούν να ονομάζουν τον Θεόν Πατέρα. Γιατί η δική μας πίστη,
είναι μία πίστη που οδηγεί τον άνθρωπο στην υιοθεσία από τον Θεόν Πατέρα,
αποκτά ο άνθρωπος Πατέρα τον Θεόν, μέσω του Ιησού Χριστού. Το ξέρουμε πολύ καλά
παιδί μου ότι, ο άνθρωπος, όταν ξεκινά να ζήσει χριστιανικά, ο στόχος είναι να
φτάσει στην υιοθεσία. Αυτό το πράγμα το είχαμε εμπεδώσει, γι αυτό, ένα πράγμα
που είπαμε ότι θα κρατήσουμε με την παπαδιά ήταν πάντα να έχουμε ενωμένα τα
παιδιά με το Θεό, όσο μας είναι δυνατόν. Αποφασίσαμε και βαφτίσαμε όλα τα
παιδιά μας γρήγορα, λίγο μετά τις 40 ημέρες από τη γέννηση τους. Τα βαφτίζαμε
και προσπαθούσαμε να τα έχουμε ενωμένα με το Θεό, μέσω του Μυστηρίου της Θείας
Ευχαριστίας.
Εμείς, σαν άνθρωποι, παιδί μου, έχουμε πολλές αδυναμίες, και εγώ και όλοι
οι άνθρωποι έχουν τις δικές τους αδυναμίες, αλλά ο Θεός είναι Δυνατός, κι έτσι
είπα: «Θεέ μου!». Πάντοτε παρακαλώ το Θεό, να μου συγχωρεί τις αδυναμίες μου,
να αναπληρώνει τα κενά που έχω ως πατέρας και έχουμε ως οικογένεια. Τις
ελλείψεις τις δικές μας να τις αναπληρώνει ο Ίδιος ο Θεός μέσω της μυστηριακής
ζωής. Γι’ αυτό και βάλαμε με την παπαδιά αυτή την αρχή: να κοινωνούν τα παιδιά
όσο γίνεται πιο τακτικά, από 40 ημερών και έπειτα που τα βαφτίσαμε. Αλλά ο
Κυπριανός, όπως και τα άλλα μου παιδιά βέβαια, είχαν αυτή την καλή προαίρεση. Ο
Κυπριανός όμως παρατήρησα εγώ, από μικρό παιδί, είχε «κάτι», μία ιδιαίτερη
έλξη. Χωρίς να το διδάξουμε εμείς, αυτός ελκυόταν προς τον Θεό.
Γι’ αυτό και όταν έκανα ένα εκκλησάκι στην αυλή του σπιτιού μου, από 8
χρονών τον Κυπριανό τον είχα να είναι ο εκκλησιαστικός μου· δηλαδή του επέτρεψα
να μπαίνει μέσα στο Ιερό της μικρής εκείνης εκκλησίας αφιερωμένης στον Άγιο
Νεκτάριο, -ουσιαστικά ήταν απλώς ένα προσευχητάρι που το διαμορφώσαμε εμείς ως
μία εκκλησία μικρή- και τελούσα εκεί κάποτε λειτουργίες -όταν δεν
είχα στην Ενορία μου Λειτουργία- καμιά αγρυπνιούλα… Από 8 χρονών λοιπόν, τον
είχα υπεύθυνο να ανάβει τα καντήλια, να καθαρίζει την Αγία Τράπεζα, στο μικρό
αυτό εξωκκλησάκι μου. Και τα έκανε όλα με πολλή ευχαρίστηση! Πάντοτε, από μόνος
του έτρεχε, να το κρατά σε μία κατάσταση πολύ καλή, χωρίς να του λέω τίποτε.
Είχε μία αίσθηση ιδιαίτερη και, πολλές φορές, επιστρέφοντας στο σπίτι, τον
έβρισκα στο εκκλησάκι, είτε να ψέλνει, είτε να το καθαρίζει. Δηλαδή αφιέρωνε
χρόνο από μόνος του, δεν χρειάστηκε ποτέ να του κάνω μία παρατήρηση ότι:
«Ξέρεις, Κυπριανέ, δεν ήταν αναμμένο το καντήλι σήμερα». Πάντοτε, από μόνος
του, το άναβε τη νύχτα για να καίει όλο το βράδυ. Πριν πάει να κοιμηθεί έκανε
τις προσευχές του εκεί, άναβε και τα καντήλια ανελλιπώς, διάβαζε παράκληση στον
Άγιο Νεκτάριο από μικρός· 3 χρονών μου είχε ψάλλει το «Θεοτόκε Παρθένε» χωρίς
να του το διδάξω, απλώς επειδή το άκουγε που το ψάλλαμε εμείς στο τραπέζι, όταν
κάναμε μία μικρή προσευχή ως οικογένεια, πριν να φάμε κάτι. Και ξαφνικά άκουσα
να μου ψάλλει τον ύμνο αυτόν -2,5 χρονών ήταν τότε- αλάνθαστα!
Και λέω, κοίταξε, πώς το παιδί αυτό, είχε μουσικό αυτί και αντιλαμβανόταν
τους ήχους πολύ εύκολα. Μαζί με τον άλλον, τον μεγαλύτερό μου τον γιο, είχαν
αυτό το χάρισμα να ψέλνουν καλά και να εκφράζονται μουσικά, και για αυτό,
«ανταγωνίζονταν» με τον Κυπριανό ποιος θα είναι ο πιο καλός. Τους έπιανα, χωρίς
να τους πει κάποιος, να κάνουνε μαζί τα πνευματικά τους. Και με αυτό τον τρόπο,
παιδί μου, μεγάλωναν τα παιδιά μου, χωρίς πιέσεις, χωρίς να τους λέω πολλά
πράγματα, απλά μέσα στην Εκκλησία, μέσα στα κατηχητικά, μέσα στη ζωή της
ενορίας. Συμμετείχαν τα παιδιά σε όλα αυτά και τα έβλεπες ότι «ανέπνεαν» και
είχαν χαρά! Ο Κυπριανός είχε και ένα χιούμορ, του άρεσε να αστειεύεται, του
άρεσε να κάνει τους άλλους να νιώθουν όμορφα. Ακόμη και με τα παιδιά που δεν
ήταν των κατηχητικών και της εκκλησίας, δεν είχε κανένα πρόβλημα να
επικοινωνήσει. Έπαιζε και λίγο ποδόσφαιρο, αλλά δεν τσακωνόταν ποτέ. Είχε αυτή
την αυτοσυγκράτηση. Γενικά είχε κάτι που ξεχώριζε, γινόταν αγαπητός. Έβρισκε
έναν τρόπο να επικοινωνεί και να γίνεται αγαπητός.
Στην πρώτη τάξη του Δημοτικού, μία φορά, ήρθε σπίτι -η πρώτη φορά που
ανακάλυψα ότι έκανε πνευματικό έργο- και μου λέει:
-Πατέρα έχω έναν φίλο, ο οποίος είναι πολύ καλός, πάρα πολύ καλός,
αλλά τι να κάνουμε για να έρχεται στην Εκκλησία;
Δηλαδή είχε, έτσι, έναν ιεραποστολικό ζήλο, να βοηθά τους άλλους να
πλησιάζουν τον Θεό πιο πολύ. Είχε αγωνία, αναρωτιόταν: «τι να κάνουμε;», επειδή
αυτός ένιωθε πολύ ωραία μέσα στην Εκκλησία, και ήθελε και οι άλλοι να το ζήσουν
αυτό.
Από 4 χρονών τον έπαιρνα μαζί μου, εκεί που κάναμε την
προσκομιδή. Πάντα τον έβλεπα να στέκει δίπλα μου. Δεν καθόταν πότε
μέσα στο Ναό, έστεκε δίπλα μου και ήταν συνεχώς
προσηλωμένος. Συμμετείχε ψυχικά. Αν και μικρό παιδί, μέσα στην
Εκκλησία δεν έτρεχε, να πάει από εδώ, να πάει από εκεί. Τίποτα! Ήταν προσηλωμένος.
Ε κατάλαβα, ότι είχε μία κλίση, η οποία, βέβαια, σιγά σιγά μεγάλωνε και έπαιρνε
μία μορφή. Εγώ δεν έλεγα στα παιδιά μου κάτι για να τους επηρεάσω προς το
εκκλησιαστικότερο, γιατί τους έβλεπα ότι από μόνοι τους έκαναν την κίνηση και
χαιρόμουν, είναι η αλήθεια. Όταν μεγάλωσαν ήθελαν να μάθουν μουσικά. Τους
έστειλα σε δασκάλους, που ήξεραν βυζαντινή μουσική, να μάθουν. Από Δ’, Ε’
Δημοτικού, πήγαιναν σε δάσκαλο. Συζητούσαν μεταξύ τους για τα θέματα που
μάθαιναν εκεί. Μου έλεγε ο Κυπριανός πόσο ενθουσιασμένος ήταν. Έτσι, κατ’ αυτή
την έννοια, μεγάλωσε ο Κυπριανός, Μαργαρίτα μου.
- Αντιλαμβάνομαι πάτερ, ότι, η μεταξύ σας σχέση πατέρα- γιού ήταν πάρα πολύ
καλή και επεδίωκε τον διάλογο μαζί σας.
- Μαργαρίτα μου, τον διάλογο, τον επεδίωκε περισσότερο, όταν μεγάλωσε λίγο,
δηλαδή στην εφηβεία. Όταν ήταν μικρός, ήταν πολύ υπάκουος, σε σημείο που άρχισα
να σκέφτομαι μήπως μας φοβάται, βρε παιδί μου, και είναι τόσο υπάκουος; Έτρεχε
στην υπακοή. Δεν είδα τέτοια υπακοή. Ξέρεις, ήταν και λεπτό
παιδί, είχε εγκράτεια από μικρός και τον είδα ότι και στο φαγητό του
ήταν πολύ μετρημένος, από μόνος του. Νήστευε από 6 χρονών.
Βέβαια, όλα μου τα παιδιά, επειδή ξεκίνησαν από μικρά να νηστεύουν, μετά το
ζητούσαν από μόνα τους. Αλλά ο Κυπριανός, δεν έκανε ποτέ ιδιοτροπίες για τα
θέματα της νηστείας. Είχε αυτή την εγκράτεια στα της γης πράγματα. Το
παρακολούθησα αυτό το πράγμα και μου έκανε εντύπωση, γιατί εγώ δεν είμαι τόσο
εγκρατής. Εμείς έχουμε και τα πάθη μας, κοιλιόδουλοι είμαστε… Εγώ, τουλάχιστον…
Και το παλεύω πολύ το δικό μου... Αλλά, ο Κυπριανός είχε μία εγκράτεια που μου
θύμιζε τον παππού μου. Τον δικό μου παππού, όχι τον παππού του Κυπριανού, τον
πατέρα Ιωάννη, που είναι κι αυτός ιερέας, και πήρε κι από αυτόν πολλά μαθήματα,
αλλά τον πατέρα του πατρός Ιωάννου, του πατέρα μου, με τον οποίο και στο σώμα
και στην ψυχοσύνθεση έμοιαζαν. Άρεσε και στους δύο να ντύνονται όμορφα,
συγυρισμένα. Πάντοτε ο Κυπριανός, όταν τον έβαζα μια δουλειά, την έκανε με το
«σεις και με το σας». Την έκανε με ακρίβεια. Δεν ήταν αυτό που λέμε θα τα κάνω
όλα γρήγορα να τελειώνω. Ήξερα αν βάλω τον Κυπριανό να κάνει μια δουλειά θα την
κάνει στην εντέλεια. Αυτό δεν το συναντάς εύκολα.
Λοιπόν… Και άκουγε. Και την μάνα του την άκουγε. Δεν ήταν μόνο με μένα που
είχε σχέση καλή, αλλά και με την μητέρα του. Και όπως σου είπα, είχε διάθεση να
κοπιάσει για τους άλλους. Έτρεχε να βοηθήσει. Δεν το έκανε με το στανιό. Έχω
έναν συνεργάτη που με βοηθά, όταν θέλω να κάνω κάποιες χειρωνακτικές εργασίες,
και όταν τον έβλεπε ο Κυπριανός, από μόνος του έτρεχε και του έλεγε: «Έλα θείε,
πες μου, τι θέλεις να κάνω; Να κάνω αυτό, να κάνω εκείνο; Είμαι δίπλα σου»,
χωρίς να του πω εγώ. Είχε αυτό το «κάτι» που με προβλημάτιζε... Γιατί εντάξει,
ήταν ένα από τα παιδιά της σύγχρονης εποχής, που δεν είναι συνηθισμένα με τον
κόπο. Ε, αυτός επέλεγε τον κόπο. Κι αυτό, μου έκανε και μένα εντύπωση που είμαι
ο πατέρας του. Κι έτσι, τον είχα μέσα στην καρδιά μου πολύ… Πολύ… δεν μπορείς
να φανταστείς... Ένα παιδί, για το οποίο έλεγα: «Βρε παιδί μου, τι θα γίνει
αυτό το παιδάκι; Αυτός είχε μαζεμένα τα χαρίσματα». Όπου πήγαινε, του έλεγαν τα
καλύτερα λόγια, όπου πήγαινε. «Α, ο Κύπρος είναι πολύ φρόνιμος», «μα τι παιδί
καλό», «μα τι ευγενικό», και από εκκλησιαστικούς ανθρώπους και μη
εκκλησιαστικούς, πάντοτε άκουγα τα καλύτερα. Και του έλεγα εγώ: «Πρόσεξε μην
ακούς αυτά που σου λέει ο κόσμος. Αυτά που σου λέει ο κόσμος, τα εύγε και τα
καλά, πρόσεξε μην τα ακούς, γιατί θα σε πιάσει η υπερηφάνεια. Εμείς ό,τι
κάνουμε για το Θεό το κάνουμε. Άσε τους ανθρώπους να λένε τα καλά λόγια, δεν θα
τα λαμβάνεις υπόψη. Και προσπαθούσα έτσι πολλές φορές να τον συγκρατήσω, αλλά
αυτός με απλότητα τα έκανε. Δεν το υπολόγιζε. Είχε έτσι, μια κληρονομική καλή
φύση.
-Είχε μία φυσική ταπείνωση.
- Ναι, κάτι που δεν ήταν συνηθισμένο, παιδί μου, αυτό το πράγμα στους
άλλους. Γιατί και εγώ καθηγητής είμαι, δούλεψα σχεδόν 25 χρόνια στα σχολεία,
γνωρίζω πώς είναι τα παιδιά από το Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο. Έχω δει πολλά
παιδιά στη ζωή μου, ο Κυπριανός είχε αυτή την ιδιαιτερότητα. Αφού σπάζω το νου
μου, να θυμηθώ μία φορά που διαφωνήσαμε.
-Και δεν μπορείτε να βρείτε;
-Δεν βρήκα, όχι. Δεν ξέρω, δεν ξέρω πώς τα κατάφερνε, ας πούμε. Πάντοτε
είχα κατά νου ότι ο Κυπριανός έχει μία καλοσύνη σε μεγάλο βαθμό. Κι έλεγα να
δούμε τι σχεδιάζει ο Θεός γι’ αυτό το παιδί.
Δύο τρεις φορές κιόλας κινδύνευσε. Είχε ένα δυστύχημα, όταν ήταν στο
στρατό. Είχε ένα μοτοποδήλατο μικρό και του είπε η μάνα του: «Πήγαινε φέρε κάτι
από το σούπερ μάρκετ». Παίρνει το μοτοποδήλατο, πάει, του κόβει κάποιος το
δρόμο· μία γυναίκα με ένα μωρό πίσω. Κι αυτός έδωσε μια τούμπα στον αέρα από τη
σύγκρουση και έκατσε με τα πόδια. Σκέψου, μετά από λίγο περνούσα από εκεί και
βλέπω κάποιον κάτω. Λέω: «Ποιος είναι εκεί;» Κατεβαίνω κάτω, μέσα στο χωριό
μας, λέμε τώρα, στο Αυγόρου, κατεβαίνω να δω, πηγαίνω, ήταν ο Κυπριανός. Λέω:
«Κύριε Ελέησον! Τι έγινε βρε του λέω;». Μου λέει: «Πονάει το μικρό μου το
δαχτυλάκι του ποδιού». Ενώ, ο αστυνομικός εκεί, μου είπε, ότι όπου και να
χτυπούσε, θα πάθαινε μεγάλη ζημιά το παιδί. Και είχε σπάσει μόνο στο δεξί του
πόδι το μικρό του το δαχτυλάκι. Δηλαδή, τίποτα! Ούτε νοσοκομείο δεν τον πήγαμε.
-Φοβερό!
-Και λέω κοίταξε πώς ο Θεός προστατεύει από τέτοια πράγματα. Κι όμως,
βλέπεις ότι τελικά του επιφυλασσόταν ο αιφνίδιος θάνατος με άλλο τρόπο, με
άσχημο τρόπο, έτσι όπως έγινε στις 28 του Φλεβάρη του ’23. Κάτι που
μας σόκαρε πραγματικά, Μαργαρίτα... Μας σόκαρε αυτό το γεγονός… Όταν γίνεται
ένα μαζικό δυστύχημα, λες πραγματικά, πώς μπορεί να βγάλεις άκρη μετά από αυτό
το γεγονός; Αλλά θα το κουβεντιάσουμε και πιο ύστερα αυτό.
- Στους διαλόγους, πάτερ μου, που είχατε όταν μεγάλωσε πλέον ο Κυπριανός,
τι τον απασχολούσε, τι απορίες είχε;
-Αυτός ήθελε να μάθει τα πάντα για τον αγώνα του ’55-’59. Για τους 4 ήρωες
του Αχυρώνα του Λιοπετρίου, το Χάνι της Γαβριάς της Κύπρου. Ήθελε να μάθει τα
πάντα γι’ αυτούς τους ήρωες. Για τον Γρηγόρη Αυξεντίου είχε μία έντονη αγάπη.
Τραγουδούσε στις εθνικές εορτές με πολλή διάθεση, ένιωθε αυτόν τον αγώνα του
‘55. Ήθελε να μάθει για τους ήρωες των φυλακισμένων μνημάτων και τις επιστολές
τους…
-Τους ήρωες της αγχόνης.
-Ναι, για αυτούς τους 9 ήρωες. Έμαθε για τον Ιάκωβο Πατάτσο, τον
Αντρέα Δημητρίου, τον Παλληκαρίδη… Για όλους αυτούς μιλούσε με
πολύ ενθουσιασμό. Ήθελε να μάθει τα πάντα.
(τραγούδι «ο Βαγορής» από τον Κυπριανό)
(συνέχεια π. Χριστόδουλος)
Ήθελε να μάθει για τη Ρωμιοσύνη, για τη βυζαντινή εποχή, την
ένδοξη εποχή, που ο χριστιανισμός ήταν σε μία έντονη βίωση μέσα στον κόσμο, που
νοιάζονταν οι άνθρωποι για την αγιότητα και πάλευαν. Ήθελε να δει τι είναι η
Ρωμιοσύνη και πως μπορεί ένας Ρωμιός να ζήσει γνήσια, κατά Θεόν. Και κάναμε
μεγάλες συζητήσεις. Ενθουσιάστηκε όταν του έδωσα κάποιες ομιλίες του πατρός
Γεωργίου Μεταλληνού, δεν ξέρω αν ποτέ σας ακούσατε κάποιες από τις θέσεις αυτού
του «γίγαντα»· μιλάμε για έναν «γίγαντα» πνευματικό, ο οποίος ήταν δάσκαλος μας
στη Θεολογική Σχολή των Αθηνών. Είχα εγώ κάποιες ομιλίες του -τις είχα
ηχογραφήσει ο ίδιος, όταν πήγαινα σε κάποιες συνάξεις που έκανε- και όταν τις
άκουσε ο Κυπριανός μου είπε: «Θέλω ό,τι είπε ο Μεταλληνός να το μάθω». Και
άκουγε τις ομιλίες και κουβεντιάζαμε, γι’ αυτά τα θέματα που έθετε: για τη
Ρωμιοσύνη, για τη Ρωμανία, για τον πατέρα Ιωάννη Ρωμανίδη κλπ.
-Είχατε πει κιόλας στον επικήδειο, ότι ο Κυπριανός είχε ρωμαίικη συνείδηση.
-Αυτό είναι, ναι. Το καταλάβαινε αυτό το πράγμα, και δεν ένιωθε ποτέ του
κόμπλεξ, όταν μιλούσε γι’ αυτά τα θέματα ανάμεσα στους νέους φίλους του.
Μάλλον, τους έδειχνε τον δρόμο, για να ανοίξουν λίγο του νου και να καταλάβουν
τι σημαίνει ρωμαίικη συνείδηση. Κι αυτό μου άρεσε εμένα, γιατί έδειχνε ένα
υγιές ενδιαφέρον. Μετά άρχισε να κοιτάζει λίγο τις αιρέσεις. Ήθελε να μάθει για
τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, επειδή εμείς εκεί κοντά μας, σε ένα άλλο χωριό κοντά
στο Αυγόρου, έχουμε πολλούς μάρτυρες του Ιεχωβά, ήθελε να μάθει για αυτές τις
αιρέσεις, να μπορεί να συζητά μαζί τους, να μπορεί να καταλάβει τι λάθος λένε
αυτοί και πού είναι η ορθόδοξη θέση.
Τον τελευταίο καιρό, τα τελευταία 3 χρόνια, που είχε γνωρίσει τη
Χριστίνα ήθελε να μάθει: «Πώς θα κάνω εγώ οικογένειά σωστή, τι πρέπει να
προσέξω;». Μιλήσαμε πάρα πολλές ώρες γι’ αυτά τα θέματα και άκουγε και ρουφούσε
σαν σφουγγάρι. Και ο ίδιος διάβαζε αρκετά βιβλία γι’ αυτά τα θέματα·
τον ενδιέφεραν. Κι έτσι, μαζί με τη Νομική, αυτός ανέπτυσσε και μια ρωμαίικη
αληθινή συνείδηση και τον έβλεπα και τον καμάρωνα. Δεν του είπα ποτέ εγώ ότι:
«Εσύ παιδί μου κάνεις να ιερωθείς». Πραγματικά, ήταν πεντακάθαρο το παιδί και
θα μπορούσε άνετα να ιερωθεί.
-Το είχε αυτό μέσα του επιθυμία;
- Ναι, δεν τον είπα ποτέ εγώ τίποτα, αλλά τώρα την τελευταία χρονιά, μου
λέει: «Ξέρεις, κουβέντιασα με την αρραβωνιαστικιά μου το θέμα ότι μπορεί να
γίνω ιερέας, το έχω μέσα στην ψυχή μου, αλλά δεν θέλω να προκαταλαμβάνω, δεν
ξέρω αν είμαι άξιος». Ταπεινά προσέγγιζε το θέμα, αλλά εγώ ως ιερέας και ο
παππούς του ιερέας και ο νονός του ιερέας, τον έβλεπα, ότι θα μπορούσε άνετα να
γίνει ένας καλός ιερέας, που θα βοηθούσε πολλούς. Είχε και ένα χάρισμα να
μεταδίδει αυτό το οποίο είχε μέσα στην ψυχή του. Να σου πω όμως, εδώ, κάτι
Μαργαρίτα και στους ακροατές σας. Αυτό το πράγμα που μετέδιδε στους άλλους,
αυτό μου το μετέφερε και εμένα, δεν μπορώ να πω ονόματα και πράγματα, μία
Γερόντισσα εκεί στην Ελλάδα, η οποία θέλησε να μου μιλήσει και μου λέει: «Είχα
κάνει πολλή προσευχή για τον Κυπριανό, δεν ξέρω γιατί τον ξεχώρισα από αυτούς
που πέθαναν εκεί, αλλά μου έκανε εντύπωση, και η ψυχή μου ήθελε να κάνει
προσευχή γι’ αυτό το πράγμα, και με πληροφόρησε ο Θεός για το ποιος ήταν ο
Κυπριανός και πώς πέθανε».
Αυτό ήταν για μένα το πιο συγκλονιστικό που είχα ακούσει και με παρηγόρησε
αυτό αρκετά· όταν σε πιάνουν κάποιοι άλλοι άνθρωποι… Διότι όταν έγινε το
δυστύχημα, στάθηκα πίσω και λέω: «Θεέ μου δεν μπορώ να ερμηνεύσω τίποτε εγώ,
δεν μπορώ…». Ένιωθα τόσο σοκ γι’ αυτό το θέμα, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη.
Και λέω: «Θεέ μου ό,τι έχω ανάγκη να ακούσω, Εσύ σαν καλός Πατέρας, σαν Θεός,
δες τον πόνο μου και δωσ’ μου τα φάρμακα, τα οποία έχω ανάγκη, για να μπορέσω
να παρηγορηθώ από αυτή την αιφνίδια φυγή του γιου μου». Και πραγματικά σας το
λέω ότι εξεπλάγην με το πώς ενεργεί ο Θεός.
Είμαστε σχεδόν ένα χρόνο μετά. Σε αυτό το διάστημα πήρα απαντήσεις
περισσότερες από αυτές που ήθελα. Διότι σκεπάζει ένα πέπλο άγνοιας το πώς έγινε
το δυστύχημα. Και πώς ήταν εκείνες τις στιγμές ο γιος μου. Αυτή ήταν η
πραγματική μου αγωνία· όταν γίνεται κάτι, αμέσως, άνθρωποι είμαστε, εγώ πατέρας
είμαι, πιο πολύ πόνο είχα για το δικό μου το παιδί. Βέβαια σαν ιερέας
προσευχόμουν για όλους. Αλλά, ο πόνος είναι πόνος! Και επειδή δεν μπορούσα εγώ
να απαντήσω, είπα: «Θεέ μου δώσε εσύ τις απαντήσεις», και μια τέτοια απάντηση
πιστεύω ήταν αυτή που σου λέω τώρα.
Όταν θέλησε αυτή η Γερόντισσα να μιλήσουμε, μου λέει εγώ έκανα πολλή
προσευχή για το γιο σου και είδα. Πες μου, λέει, «ο γιος σου τη νύχτα ξυπνούσε
στον ύπνο του, τρόμαζε, ταραζόταν;». Ξέρεις, είχε μία ευαισθησία με τον ύπνο ο
Κυπριανός, εγώ το ήξερα, δεν το έλεγα βέβαια σε κάποιον, ήταν ένα πράγμα πολύ
ιδιαίτερο και προσωπικό, και το είδε αυτή η Γερόντισσα. «Ταραζόταν», μου λέει,
«ο μικρός σου ο γιος, ο Κυπριανός, στον ύπνο του, διότι ήταν πάρα πολύ
ευαίσθητος, και όταν άκουγε ότι κάποιος είχε κάτι, τη νύχτα δεν μπορούσε να
ησυχάσει. Έπρεπε να βρει μια λύση, τι να κάνει για να βοηθήσει αυτή την
κατάσταση και ταραζόταν στον ύπνο του». Από μικρό παιδί την είχε αυτήν την
ευαισθησία. Μου είπε πολλά πράγματα, δεν μπορώ να τα πω όλα αυτά τα
πράγματα, γιατί εντάξει, είναι και προσωπικά, αλλά μου έκανε εντύπωση ότι
ψυχογράφησε τον Κυπριανό και μου είπε λεπτομέρειες που μόνο εγώ ήξερα. Και
κατάλαβα ότι όντως αυτήν η γυναίκα είχε δει το τι συνέβαινε. Γι’ αυτό και
κατάλαβα ότι ο Θεός δεν μας άφησε απληροφόρητους για τη ζωή του Κυπριανού σε
αυτή τη δύσκολη στιγμή. Γιατί όλοι μας, όταν πεθαίνει κάποιος θέλουμε να
είμαστε κοντά του, να του κλείσουμε τα μάτια. Όταν φεύγει με έναν αιφνίδιο
τρόπο κάποιος, μας μένει ένα μεγάλο κενό. Και ήρθαν όλες αυτές οι πληροφορίες,
που έδωσαν διάφοροι, και αναπλήρωσαν ένα κενό που έπρεπε να μάθω για να
παρηγορήσω την ψυχή μου και εγώ και η παπαδιά. Έχει πολλά πράγματα που μπορώ να
σας πω πάνω σε αυτό, αλλά δεν θα πω κάτι περαιτέρω, κάτι πιο υστέρα θα σας πω
προς το τέλος, γιατί όπως καταλαβαίνετε και ο κόσμος ακούγοντας με μπορεί να
νομίζει ότι, ξέρεις… «Να, λέει για τον γιο του, γιατί θέλει να
παρηγοριέται…». Βέβαια εγώ, λέω αυτά που λένε οι άλλοι. Όταν με
πιάνει και μου λέει τη ζωή του Κυπριανού αυτή η Γερόντισσα… Και μου έλεγε ότι:
«Προσευχόταν ο Κυπριανός εκείνη την ώρα στους Ταξιάρχες και έκανε παράκληση.
Αυτό το είχε σαν κανόνα και μόνο εγώ το ήξερα ως πνευματικός του. Τον έβαλα εγώ
να διαβάζει παράκληση στους Ταξιάρχες και να μνημονεύει ονόματα. Και μου λέει
και αυτό η Γερόντισσα: «Ότι ήθελε να κάνει την παράκληση που είχε ως κανόνα στο
τρένο για να μην την είχε όταν θα πήγαινε στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη»,
καταλαβαίνεις ότι αυτή γνώριζε…
-Και πώς να το αμφισβητήσετε, όταν ο Ουρανός μιλά; Και πώς να πούμε εμείς
κάτι αντίθετο ή να βάλουμε κακό λογισμό, αφού ο Θεός έδωσε τις απαντήσεις Του;
-Όταν μιλά ο Θεός, παιδί μου… Εγώ, σιώπησα και άκουγα, γιατί
κατάλαβα, ότι αυτή γνώριζε. Ο Θεός της έδειξε αυτά που εγώ έπρεπε να ακούσω.
-Αυτή η Γερόντισσα, δηλαδή πάτερ μου, είδε κατά κάποιο τρόπο, τις
τελευταίες στιγμές του Κυπριανού, όταν έκανε την παράκληση.
- Ναι, ναι. Είδε τις τελευταίες στιγμές του. Θα τολμήσω να σας πω τι μου
είπε, για να καταλάβετε μέχρι ποιο σημείο με παρηγόρησε εμένα. Όταν έκανε,
λέει, την παράκληση στους Ταξιάρχες, αφού αποχαιρέτησε την αρραβωνιαστικιά του
και πήγε στο τρένο, μου είπε κιόλας μια λεπτομέρεια, ότι είχε σκέψη να
επιστρέψει με το αεροπλάνο... Εγώ του έστειλα χρήματα για να επιστρέψει με το
αεροπλάνο πίσω στην Θεσσαλονίκη από την Αθήνα, αλλά σου λέει: «Να κάνω
οικονομία». Ήταν και οικονόμος. Σου λέει έχω γάμους, έχω υποχρεώσεις, να
κάνω οικονομία. Άρχισε να σκέφτεται πολύ ώριμα το παιδί. Και λέει:
«Θα πάω με το τρένο που είναι και πιο φθηνό, για να διαβάσω και λίγο μες στο
τρένο» κ.λπ. Και η Γερόντισσα, μου είπε και αυτό, ότι είχε μία σκέψη για το
αεροπλάνο. Εγώ το ήξερα. Άρα βλέπεις κατάλαβα, ότι ήξερε τι έλεγε. Δεν ήταν
κάποια που προσπαθούσε να παρηγορήσει κάποιον κ.λπ.. Και μου έλεγε, ότι όταν
ξεκίνησε να κάνει την παράκληση στους Ταξιάρχες -γιατί αυτός έψελνε στον Ναό
των Ταξιαρχών στη Θεσσαλονίκη- και του άρεσε πολύ. Και όταν του είπα εγώ: «Ποια
παράκληση θες να κάνεις γιε μου, για να διαβάζεις κάποια ονόματα;». Είχα μια
μεγάλη λίστα με ονόματα, που είχαν κάποια θέματα, αλλά δεν προλάβαινα όλα να τα
διαβάσω και ζήτησα από κάποια παιδιά που είχαν αίσθηση να τα διαβάζουν. Μοίρασα
κάποια ονόματα, για να είμαι σίγουρος ότι κάποιοι προσεύχονται, να μην το αφήσω
έτσι. Ένας από αυτά τα παιδιά ήταν και ο Κυπριανός. Και μου το είπε η
Γερόντισσα αυτή. Οπότε άκουσα και τα άλλα που μου είπε, όταν είδα ότι δεν λέει
λόγια του «αέρα». Και άρχισε να μου λέει, ότι την ώρα που διάβαζε την
παράκληση, μέσα του ο Κυπριανός άρχισε να «ακούει» απαντήσεις στα πολλά
ερωτήματα, τα οποία είχε. Είχε πολλά ερωτήματα και απορίες ως άνθρωπος· απορίες
υπαρξιακές. Και μου λέει η Γερόντισσα: «Ενώ έλεγε την παράκληση δεν μπορούσε να
συγκεντρωθεί σε αυτά που έλεγε, γιατί «άκουγε» δυνατά τις απαντήσεις μέσα του».
Και έμεινε και άκουγε τις απαντήσεις. Και κάποια στιγμή αναρωτήθηκε:
«Μα ποιος μου απαντά μέσα μου;». Διότι οι απαντήσεις ήταν καθ’ όλα σοφές και
ορθόδοξες και ικανοποιείτο αυτός που «άκουγε» τις απαντήσεις. Και έλεγε: «Μα,
ποιος είναι αυτός που μου απαντά;». Και «ακούει» φωνή να του λέει: «Εγώ σου
απαντώ παιδί μου!». Και γυρίζει προς τα πάνω και βλέπει το πρόσωπο του Χριστού.
Τον είδε, λέει, τον Χριστό χρυσό, ολόχρυσο μέσα σε ένα Φως, το οποίο δεν
μπορούσε να περιγραφεί. Και τόσο πολύ ενθουσιάστηκε αυτός, ένιωσε αυτή την
πληρότητα, παιδί μου... Αυτό που δεν μπορώ εγώ να σου πω, γιατί εγώ δεν το
βίωσα αυτό το πράγμα… Αλλά, μου είπε η Γερόντισσα, ότι ένιωσε τέτοια χαρά…! Ενώ
είχε ανθρώπινη χαρά, ένιωσε το αποκορύφωμα της χαράς που μπορεί να νιώσει
άνθρωπος στην καρδιά του. Και λέει: «Χριστέ μου! Πώς με καταδέχτηκες να σε
δω;». Και του λέει: «Παιδί μου, άκου! Σε λίγο θα γίνει κάτι μεγάλο· θα φύγουν
πολλοί. Θέλεις να ‘ρθεις μαζί μου ή θέλεις να κάνω κάτι και να μείνεις εδώ στη
γη;». Τον ρώτησε αυτό το πράγμα. Αυτός προβληματίστηκε. Και μετά έμαθα από
κάποια άλλη περίπτωση ότι του είχε δώσει ο Θεός δύο μέρες να σκεφτεί και να
αποφασίσει. Αυτός είναι ο Θεός μας. Βλέπεις… Δεν αδικήθηκε το παιδί. Του έδωσε
δύο μέρες… Γι’ αυτό, την τρίτη μέρα τον βρήκαμε εμείς. Την τρίτη μέρα
ανακαλύψαμε ποιος είναι, μάθαμε ότι βρέθηκε ο Κυπριανός. Μέχρι τότε ήταν
ήμασταν στο μαύρο σκοτάδι. Και το σώμα του… Το σώμα του είναι ένα μεγάλο θαύμα
-για μένα- ότι βρέθηκε ολόκληρο, γιατί όλοι έτρεξαν να μου πουν ότι
τεμαχίστηκε, κάηκε… Μου έλεγαν τέτοια πράγματα και έμπηγαν και άλλα μαχαίρια
στην καρδιά μου… Αλλά μέσα μου εγώ είχα ελπίδα από τον Άγιο Νεκτάριο. Εκείνη
την νύχτα που έμαθα για το ατύχημα και έκανα την πρώτη παράκληση στον Άγιο,
λέω: «Άγιέ μου, πάω να τον φέρω, αν δεν είναι ζωντανός, τουλάχιστον, θέλω το
σώμα του». Και άκουσα μέσα μου την απάντηση ότι: «Θα τον φέρεις ολόκληρο τον
γιο σου». Και ήμουν βέβαιος γι’ αυτό που άκουσα. Οπότε, ό,τι και να μου έλεγαν,
δεν είχα αμφιβολία. Επέμενα: «Θα μείνω εδώ μέχρι να τον πάρω
ολόκληρο». Ενώ μου είχαν φέρει τον σταυρό του, μου είχαν φέρει το
δαχτυλίδι του αρραβώνα του, μου είπαν μην κοιτάζεις για άλλα… Δεν έχει άλλα…
Και μου πήραν DNA για
να κάνουν ταυτοποίηση, αν είναι μέσα σε αυτά που έβρισκαν. Όμως μετά, την τρίτη
ημέρα, μου φώναξαν ότι βρέθηκε, τα βέβαια πλέον. Βρέθηκαν εκείνη την μέρα 14
σώματα και το σώμα του Κυπριανού ήταν αναγνωρίσιμο... Κι έλεγα πώς
αυτό το παιδί, ενώ τα περισσότερα σώματα είχαν μεγάλα θέματα, έμεινε ολόκληρο;
Είχα αυτή την απορία. Και κάποιος άλλος, τρίτος άνθρωπος, που είχε κάποιες
ασθένειες και θα έκανε εξετάσεις στο συκώτι του, συμπλήρωσε αυτό που έλεγε η
Γερόντισσα… Ότι δηλαδή ρώτησε πράγματι ο Χριστός τον Κυπριανό: «Θέλεις να
μείνεις;», αλλά δεν ξέραμε το παρακάτω, πώς θα γινόταν… Και μου έλεγε αυτός ο
άνθρωπος, που του είπαν οι γιατροί ότι πρέπει να κάνει αξονική του συκωτιού,
γιατί του βρήκαν ένζυμα κλπ, ότι σου στέλνει το μήνυμα αυτό ο γιος σου ότι: η
Αγία Μαρίνα μπήκε μπροστά στο σώμα του για να μείνει ολόκληρο και να μην
τεμαχιστεί από τη σύγκρουση.
-Η Αγία Μαρίνα! Από την οποία έφευγε, από το μοναστήρι της στην Άνδρο…
-Από την οποία έφυγε. Εκεί πήρε τον κατώτερο βαθμό της ιεροσύνης, έγινε
αναγνώστης, εκεί στο μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας. Αγαπούσε την Αγία Μαρίνα,
έφυγε από την Αγία Μαρίνα, είχε μία ιδιαίτερη σχέση με την Αγία Μαρίνα, και λέω
είναι δυνατόν Αγία μου -έλεγα από μέσα μου- τόση ευλογία του έδωσες και τόση
αγάπη σου είχε, να μην έχεις κάνει κάτι γι’ αυτό το παιδί; Και
μου αποκάλυψε αυτό το πράγμα. Και έτσι, μου έφυγε ένας κόμπος που
είχα στο στήθος. Όταν έβλεπα την εικόνα της Αγίας, θα σου το πω, αυτό είναι αλήθεια,
είχα ένα κόμπο μέσα στην ψυχή μου… Έλεγα: «Δεν μπορούσες Αγία μου να κάνεις και
εσύ ένα θαύμα; Κάτι;» Τέλος πάντων… Ήταν μεγάλο το θέμα, αλλά το
είχα έτσι μέσα μου. Και όταν άκουσα αυτό το πράγμα, μου έστειλε η Αγία αυτή την
απάντηση, λέω: «Κοίταξε πόσο αδικούμε τους αγίους που μας αγαπούν!». Δεν πρέπει
να είμαστε βιαστικοί στα θέματα τα πνευματικά, αλλά να περιμένουμε και ο Θεός
είναι πολύ φιλεύσπλαχνος Πατέρας και οι Άγιοι είναι φίλοι μας· να τους
εμπιστευόμαστε και δεν μας εγκαταλείπουν. Οπότε πήραμε απάντηση. Και λέει ο
Κυπριανός στον ασθενή με το συκώτι του, ότι το σώμα του δεν τεμαχίστηκε, από
την αγία Μαρίνα προστατευόμενο. Και επίσης του είπε ότι θα πας αύριο στον
αξονικό και το συκώτι σου θα είναι καθαρό. Και να πεις ότι: «Η Αγία
Μαρίνα στάθηκε μπροστά από το σώμα μου και ότι ήμουν δύο μέρες εκεί, έξω από το
σώμα μου. Και μου έδωσε διορία ο Χριστός δύο μέρες για να μπορέσω ν’ αποφασίσω
πού θέλω να πάω. Αν αποφάσιζα να πάω πίσω, το σώμα μου ήταν ολόκληρο θα
μπορούσα να ζήσω». Και όταν είδα εγώ το σώμα του Κύπρου, είδα ότι δεν είχε
κατάγματα και χτυπήματα, και λέω: «Μα… αυτό το σώμα θα μπορούσε να ζήσει παιδί
μου…». Ε, αυτοί που ήταν υπεύθυνοι στο γραφείο κηδειών και είδαν το σώμα, μου
είπαν τη γνώμη τους ότι: «Δεν είναι από το χτύπημα που πέθανε ο γιος σου, αλλά
μάλλον από τις αναθυμιάσεις». Και εγώ λέω είναι δώρο από την αγία Μαρίνα
βέβαια, και το πιστεύω, γιατί πραγματικά οι συγκυρίες με έπεισαν ότι οι Άγιοί
μας είναι κοντά μας και είναι φίλοι μας, και στις δύσκολες στιγμές πάλι είναι
κοντά μας. Και όταν άκουσα ότι ήταν δική του η απόφαση ότι: «Όχι, Χριστέ μου,
δεν μπορώ να χάσω αυτό που ζω τώρα», είχε φύγει λοιπόν με απόφαση και δική του.
Άρα ο Χριστός, βλέπεις, κάνει αυτό το διάλογο σε ανύποπτο χρόνο που εμείς δεν
μπορούμε να «πιάσουμε». Δεν μας αδικεί ο Θεός, μπορεί να μην γνωρίζουμε, αλλά
ο Θεός και γνωρίζει και προλαβαίνει.
(Κυπριακό νανούρισμα «Αγιά Μαρίνα» από: Cypriot lullaby Χορωδιακή Χορωδιακή
επεξεργασία - Choral transcription: Άλκης Μπαλτάς - Alkis Baltas)
(συνέχεια π. Χριστόδουλος)
Μιας και ανοίγω αυτό το θέμα Μαργαρίτα μου, να σου πω και το άλλο, διότι
ήταν ένα μεγάλο δυστύχημα, έτσι; Στο οποίο πέθαναν πολλοί άνθρωποι αλλά, όπως
ξέρεις, θα μπορούσαν να πεθάνουν πολύ περισσότεροι ή και όλοι, αν γινόταν η
σύγκρουση μέσα στο τούνελ. Δεν ξέρω τι γνωρίζετε γι’ αυτό το πράγμα…
-Έτσι είπαν όλοι οι εμπειρογνώμονες, ότι αν γινόταν η σύγκρουση μέσα στο
τούνελ...
-Θα ήταν τελειωμένη υπόθεση… θα έπεφτε και ο δρόμος από πάνω… Θα ήταν
τρομερές οι απώλειες. Δεν θα ζούσε κανένας.
-Και μάλιστα νομίζω πάτερ, για δύο δευτερόλεπτα δεν έγινε η σύγκρουση μέσα
στο τούνελ.
-Για 8 δευτερόλεπτα, δηλαδή ίσα ίσα που βγήκε το τρένο από το τούνελ.
Και από δύο πνευματικούς ανθρώπους είχαμε την πληροφόρηση ότι πέθαναν μόνο
αυτοί, για τους οποίους ο Θεός είχε κάποιο τρόπο να μη χαθούν. Κι σώθηκαν αυτοί
οι άνθρωποι εξαιτίας της δυσκολίας που πέρασαν μέσα στο τρένο. Άλλοι κάηκαν σε
ψηλές θερμοκρασίες, άλλοι τεμαχίστηκαν, άλλοι πέθαναν με βίαιο τρόπο… Και αυτός
ο βίαιος τρόπος, βοήθησε τις ψυχές τους… ωσάν να πλήρωσαν τα χρέη που
χρωστούσαν τα πνευματικά. Και οι προσευχές και άλλων ανθρώπων μέσα στο τρένο,
που είχαν πίστη στο Θεό, και ένας από αυτούς ήταν και ο Κυπριανός, αλλά είχε
και άλλους αγνούς και προσευχόμενους πνευματικούς ανθρώπους εκεί, βοήθησαν. Τις
ψυχές αυτών των ανθρώπων κατέβηκε ο ίδιος ο Αρχάγγελος Μιχαήλ να τις πάρει. Αυτό
συμβαίνει με τους ανθρώπους που εμπιστεύονται τον Θεό, έρχεται ο ίδιος ο
Αρχάγγελος Μιχαήλ! Και οι δαίμονες δεν μπόρεσαν να πάρουν τις ψυχές τους, που
είχαν δικαίωμα να το κάνουν. Γιατί, όπως καταλαβαίνεις, έφευγε ο κόσμος- και
επειδή έρχονται πάλι τα ίδια - έφευγε από τα καρναβάλια. Και εμείς ξέρουμε ότι
όταν καρναβαλίζεται κάποιος, μετέχει σε αυτό που αρνήθηκε στο βάπτισμά του,
κατά τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων. Οι συμμετοχές στις πομπές και τις λατρείες
και τις παρελάσεις των ειδωλολατρικών γιορτών- το έκαναν και τότε, και τώρα
συνεχίζουν να το κάνουν- είναι επιστροφή σε αυτά που αποτάσσεται κανείς στο
βάπτισμα. «Αποτάσσεσαι την πομπή και την λατρεία και τα έργα του σατανά;».
Δεν είναι έτσι που λέμε στο βάπτισμα; Ναι, λες, αποτάσσομαι! Και η
Εκκλησία σε βαφτίζει, όταν λες: «Συντάσσομαι με το Χριστό». Έ, όταν μετέχεις σε
τέτοια πράγματα… Και αυτό ξέρεις ποιος μου το είπε αγαπητή μου Μαργαρίτα;
-Ποιος πάτερ μου;
-Είναι μια τραγική ιστορία και ταυτόχρονα πολύ πολύ πνευματική. Είναι μία
κοπελίτσα, η οποία είναι στη δική μου ηλικία. Ο πατέρας αυτής της κοπέλας έκανε
του κόσμου τις αμαρτίες και είχε σχέση με αποκρυφισμούς. Αυτή η κοπελίτσα,
λοιπόν, από την κοιλιά της μάνας της δαιμονίστηκε, διότι ο πατέρας της έκανε
τελετές και επικαλείτο τον σατανά, για να κάνουν ένα είδος, όπως το ονομάζουν
αυτοί, καθαγιασμού, αλλά με τις δαιμονικές ενέργειες- δυνάμεις του σατανά. Και
δαιμονίστηκε το παιδάκι αυτό από την κοιλιά της μάνας του, από έμβρυο η κόρη
αυτή. Αυτή ονομαζόταν Κατερίνα και είχε μία μεγάλη περιπέτεια στη ζωή της, εκεί
πέριξ της περιοχής της Αθήνας… Δεν θα πω περισσότερα, γιατί ζει και ο αδερφός
της και η αδερφή της κ.λπ. Αλλά, αυτό ήταν μία πραγματικότητα για μένα, γιατί
αυτή την είχα γνωρίσει το 2006, πριν σχεδόν 17 χρόνια, πόσα έχει… την είχα
γνωρίσει εκεί γιατί ήμουν γνωστός με έναν ιερομόναχο που τη βοηθούσε
πνευματικά, είχε δαιμόνια μέσα της πολλά αυτή. Δεν ήταν ψυχασθενής, όπως πολλοί
νομίζουν. Θυμάμαι μια φορά, το 2006, όταν με αυτόν τον ιερομόναχο διαβάζαμε
κάποιες ευχές σε αυτήν την κοπέλα, γύρισε και μου έλεγε εμένα ότι: «Σπάσαμε το
χέρι της παπαδιάς σου, βρε παπά σταμάτα να διαβάζεις, γιατί σπάσαμε το χέρι της
παπαδιάς σου, θα σου κάνουμε μεγάλη ζημιά….». Κι εγώ ήμουν στην Αθήνα τότε...
Και δεν ήξερα τίποτα εγώ γι’ αυτό το πράγμα… Μετά που τελειώσαμε, τη νύχτα,
παίρνω τηλέφωνο, εδώ, στην Κύπρο, και μου λέει η παπαδιά: «Είναι μέσα στο γύψο
το χέρι μου, σήμερα το πρωί έπεσα και το έσπασα». Το γνώριζε αυτό. Και λέω
τώρα… ποια ψυχιατρική ασθένεια είναι ικανή να γνωρίζει τι γίνεται από την
Ελλάδα στην Κύπρο…; Ας μου απαντήσει κάποιος! Πώς είναι δυνατόν τόσο καθαρά να
γνώριζε; Αλλά να γνώριζε και τόσα άλλα πράγματα, δεν μπορείς να φανταστείς, τι
αποκαλύψεις είχε αυτή η μικρή, γιατί ήταν αθώα, αλλά βασανιζόταν από αυτά τα
πονηρά πνεύματα, που ο πατέρας της ο ίδιος είχε βάλει μέσα της. Άρα είχε
εξουσία σε αυτό. Εγώ την γνώριζα, επειδή ο γνωστός μου αυτός ιερομόναχος ήταν ο
πνευματικός της. Αυτός ήρθε στην κηδεία του Κυπριανού. Όταν έφυγε από εδώ (ενν.
την Κύπρο), πήγε στην Αθήνα, επειδή ήθελε να ενισχύσει την Κατερίνα με κάποιες
ευχές, για να μπορεί να ησυχάζει. Βασανιζόταν πάρα πολύ. Ούτε να κοιμηθεί ούτε
να φάει μπορούσε για μέρες ολόκληρες. Τώρα περνούσε τα τελευταία της. Τώρα
πέθανε αυτή. Πέθανε 23 του Ιούλη το ’23. Έφυγε πρώτα ο Κυπριανός και μετά αυτή.
Αλλά πριν φύγει μάς έδωσε μεγάλη παρηγοριά και κάποιες απαντήσεις, τις οποίες
έπρεπε να ακούσουμε και θέλω να τις μοιραστούμε, γιατί είναι πολύ επίκαιρες
αυτές, από το στόμα αυτών των δαιμόνων που ήταν μέσα της. Γιατί είναι και
πληροφορία εξ αντιθέτου αυτή. Βέβαια λένε και πολλά ψέματα οι δαιμονισμένοι- να
το ξέρετε- να μην ακούτε. Ό,τι πει ένας δαιμονισμένος, δεν σημαίνει ότι είναι
και αλήθεια, ανακατεύει την αλήθεια με το ψέμα. Αυτά όμως που είπε εκείνη τη
μέρα, στον φίλο μου, τον ιερομόναχο, ήταν αλήθεια. Με παίρνει τηλέφωνο τη νύχτα
και μου λέει: «Πέρασα από την Κατερίνα και μόλις μπήκα στο σπίτι της να της
διαβάσω κάποιες προσευχές να τη βοηθήσω λίγο, χωρίς να ξέρει τίποτε αυτή,
άρχισε να φωνάζει: «’Έρχεσαι από την κηδεία του παιδιού, έρχεσαι από την κηδεία
του παιδιού;;; Αυτό δεν ήταν κηδεία, αυτό γάμος ήταν! Αυτός αθώος ήταν που
έφυγε, αλλά οι άλλοι καρναβαλίστηκαν και τους κάψαμε». Εφώναζε το δαιμόνιο που
ήταν μέσα. Ακούς; Άκου λόγια. «Αυτοί έφευγαν από τις δικές μου γιορτές,
καρναβαλίστηκαν και τους κάψαμε».
-Πραγματικά, παρά πολύ επίκαιρο, άνοιξε ήδη το Τριώδιο…
-Είναι πάρα πολύ επίκαιρο, και νομίζω ο νοών νοείτο. Δεν χρειάζονται πολλά.
Είπε και άλλα, βέβαια. Και πού να τα ξέρει αυτά, μια κοπέλα μέσα στο σπίτι
κλεισμένη, ούτε τηλέφωνο έχει ούτε τηλεόραση, το μόνο που άκουγε ήταν το
ραδιόφωνο της Εκκλησίας της Ελλάδας. Τίποτε δεν έβαζε να ακούσει. Ήταν
αποκομμένη. Αυτός ο άνθρωπος για να αντιμετωπίσει το θέμα της, πολλή άσκηση
έκανε, πολλές παρακλήσεις, αγωνιζόταν πολύ, για να σμικρύνεται η ενέργεια του
δαίμονα. Μόλις μπήκε στο σπίτι ο ιερομόναχος, του αποκάλυψε τα πάντα για την
κηδεία, του αποκάλυψε ποιοι ήταν παρόντες και γιατί τους κάψανε. Για τους
καρναβαλιστές, λέει. «Πήραμε εξουσία» λέει. «Τρία χρόνια δεν είχαμε κάνει
τίποτα, δεν είχαμε την εξουσία για τρία χρόνια». Ξέρεις, 3 χρόνια με τον
κορονοϊό δεν έκαναν καρναβάλια και παρελάσεις. Τρία χρόνια δεν είχαν εξουσία–
δεν καρναβαλίστηκαν οι άνθρωποι. Τώρα που καρναβαλίστηκαν πήραμε εξουσία και
τους κάψαμε. Αλλά λέει το εξής: Άκου τι είπε, τώρα, άκου, διότι είναι μαθήματα
αυτά. Και αφού τα έδωσε ο Θεός κι εμείς τα πήραμε, να τα μεταδώσουμε και
παρακάτω, γιατί είναι ωφέλιμα.
-Πάρα πολύ…
-Και λέει το δαιμόνιο πήγαμε εγώ και οι φίλοι μου να πάρουμε τις ψυχές και
δεν μπορέσαμε, γιατί ήταν εκεί ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Δεν μπορέσαμε να πάρουμε
τις ψυχές, που είχαμε εξουσία να τις πάρουμε, από τους καρναβαλιστές κ.λπ..
-Το έλεος του Θεού.
-Δεν μπορέσαμε να τις πάρουμε. Και βρήκε ο Θεός κάποιο τρόπο και μας τους
πήρε από τα χέρια. Τα σώματα τα κάψαμε, αλλά τις ψυχές δεν μπορέσαμε να τις
πάρουμε.
Και όταν άκουσε η παπαδιά μου- γιατί γνώριζε και αυτή αυτήν την κοπέλα- και
ήξερε ότι αποκαλύπτει πράγματα. Όταν άκουσε λοιπόν ότι μίλησε για τον Κυπριανό,
μου λέει: «Θέλω να με πάρεις στην Αθήνα να μιλήσω λίγο με αυτή την κοπέλα, να
δω τι λέει αυτή». Ήθελε να ακούσει. Και λέω: «Να πάμε». Και όταν πήγαμε εκεί,
μου έλεγε αυτά τα πράγματα. Και μου είπε ξανά αυτά που μου είπε ο ιερομόναχος.
Μου είπε, μου αποκάλυψέ αυτά τα πράγματα, και λέει: «Πήγαμε να πάρουμε τις
ψυχές των παιδιών, αλλά επειδή, πρώτον κάηκαν, και δεύτερον επειδή, ήταν
παρόντα εκεί παιδιά που ήταν αθώα, και προσευχήθηκαν και αυτά, ο Θεός τους
άνοιξε δρόμο να φύγουν να πάνε προς τα πάνω και κανένας από αυτούς δεν
κολάστηκε».
-Δόξα τω Θεώ.
-Δηλαδή έφυγαν μεν αυτά τα παιδιά, σώθηκαν όμως οι ψυχές τους. Τουλάχιστον
δεν κολάστηκαν. Και πρόσθεσε: «Με τις προσευχές που θα κάνουν τώρα όλα αυτοί
που τους αγαπούν, θα ανεβαίνουν και πνευματικά επίπεδα, με τις προσευχές και τα
μνημόσυνα». Και αυτό μου το έλεγε η Κατερίνα, όχι ως δαιμονισμένη, αλλά όταν
μιλούσε αυτή καθ’ αυτή, γιατί είχε πολλές αποκαλύψεις από το Θεό, σαν άνθρωπος,
η Κατερίνα. Και αντιδρούσαν τα δαιμόνια όταν έλεγε αυτό το
πράγμα. «Εγώ σας λέω να κάνετε πολλές λειτουργίες για αυτές τις
ψυχές και θα δείτε ότι θα πάνε πάνω. Αλλά αυτός- της είχα πάει μια φωτογραφία
του Κυπριανού- είναι πολύ ψηλά, και θέλω να πάω κι εγώ εκεί. Σε λίγο θα φύγω,
να πάω κοντά του, θα φύγω από εδώ, δεν έχω πολύ καιρό...». Κι όντως. 23/6 είχε
φύγει κι αυτή από τον κόσμο τούτο. 52 χρόνων ήταν.
-Πάτερ μου στην κηδεία, όσοι παρευρίσκονταν, ομολογούν μέχρι σήμερα ότι
ήταν μια κηδεία πάρα πολύ ξεχωριστή, είχαν την αίσθηση ότι ήταν Διακαινήσιμος
Εβδομάδα, και όχι Μεγάλη Σαρακοστή. Η αίτια, η πηγή αυτής της χαράς, που
φαίνεται και πολύ ευδιάκριτα και σε εκείνη την τελευταία αναμνηστική
φωτογραφία, γιατί για τα δεδομένα του κόσμου το να αποχαιρετάς ένα νέο παιδί
ντυμένος στα λευκά είναι τελείως ακατανόητο.
-Δεν είναι όμως ακατανόητο για έναν που πιστεύει στην Ανάσταση παιδί μου.
Αν ο Κυπριανός δεν ήταν έτοιμος να φύγει από αυτόν τον κόσμο, κι αν δεν είχαμε
τη βεβαιότητα ότι το παιδί είναι μέσα στο Φως του Θεού, δεν θα τολμούσαμε ούτε
στα λευκά να τον ντύσουμε, αλλά θα ήμασταν προσκλαίοντες. Όμως, με έναν
παράδοξο τρόπο, όπως έλεγε και η κόρη μου η μεγάλη, η αδελφή του Κυπριανού, δεν
μας άφησε ο Κυπριανός να θρηνήσουμε. Είχε μια ιδιαιτερότητα. Ο θάνατος ενός
ανθρώπου που είναι πιστός, το κατάλαβα πλέον πρακτικά, δεν είναι ο ίδιος
θάνατος με κάποιον που δεν είναι ενωμένος με το Θεό. Μας έδωσε εξουσία ο
Χριστός να νικάμε οι άνθρωποι το φόβο του θανάτου. Βέβαια είναι πόνος
ανθρώπινος… Σου λέω κάποια στιγμή που ανθρώπινα άφησα τον εαυτό μου να σκεφτεί
τι έχει γίνει, πήγα να λιποθυμήσω από τον πόνο. Δεν αντέχεται παιδί μου
ανθρώπινα. Αν δεν ενεργήσει η Θεία Χάρις, ο άνθρωπος δεν μπορεί να το
αντιμετωπίσει με τις δικές του δυνάμεις, γιατί δεν έχει εξουσία στο θάνατο.
Αυτός που έχει εξουσία στο θάνατος είναι ο ίδιος ο Χριστός που νίκησε και
πάτησε το θάνατο. Και νιώθω και εγώ ότι ήταν έτοιμος ο Κυπριανός. Και αυτό
μπορεί να πει κάποιος είναι πλάνη του προσώπου μου, ξέρεις να πουν ότι για
να παρηγορηθώ τα λέω, αλλά κι ένα σωρό άνθρωποι ομολογούν το ίδιο. Θα σας
πω και ένα κάπως αστείο γεγονός, δεν ξέρω… Ήσουν στην κηδεία εσύ Μαργαρίτα;
-Εγώ πάτερ μου όχι, αλλά κάθε φορά που κατεβαίνω στην Κύπρο περνώ από το
κοιμητήριο και προσκυνώ τον τάφο.
- Ναι, ναι. Να σου πω κάτι. Ένιωθες μία ιδιαίτερη χάρη εκείνη τη μέρα.
Πραγματικά εγώ το ένιωθα, και ήταν τελείως απρογραμμάτιστο. Έγινε μια σύναξη,
μια λαοθάλασσα εκείνη τη μέρα. Εν τω μεταξύ εγώ είχα ζητήσει να μην ειδοποιηθεί
κανένας, είχα ζητήσει να μας αφήσουν μόνους μας να αγρυπνήσουμε με τον
Κυπριανό. Και η ώρα 10 την επόμενη μέρα (06/03/23), θα πηγαίναμε (ενν. στην
εκκλησία για την εξόδιο ακολουθία). Η ώρα 8 το βραδύ της Κυριακής
(05/03/23) ξεκίνησε η ολονυχτία. Εγώ τον έφερα από την Θεσσαλονίκη,
η ώρα 5 το απόγευμα της Κυριακής. Θα τον ετοίμαζα στο σπίτι 2-3 ώρες, αλλά
τελικά κράτησε 5 η περιποίηση του Κυπριανού, μέχρι να τον πλύνουμε, να τον
περιποιηθούμε και να τον ετοιμάσουμε πήγε η ώρα 11. Και από τις 8 το βράδυ στην
εκκλησία έλεγαν τα Ψαλτήρια και διάβαζαν Αποστόλους, και μαζεύτηκε
μπόλικος κόσμος εκεί, που εμείς, όπως σου είπα, δεν είχαμε καλέσει κάποιους.
Λοιπόν, και μαζεύτηκε από μόνος του, αφτιασίδωτα ο κόσμος, δηλαδή είχε μία
εσωτερική έλξη, για να έρθει όποιος ήρθε, και ήρθαν άνθρωποι από όλη την Κύπρο-
και άγνωστοι του Κυπριανού, είδα πάρα πολλά νέα πρόσωπα. Και έκατσαν εκεί,
γεμάτη η εκκλησιά μέσα έξω, μέχρι η ώρα 10 το άλλο πρωί που κάναμε την κηδεία,
δηλαδή από τις 8 μέχρι τις 10 της επομένης ήταν η εκκλησία φίσκα. Κι ένιωσα
τότε τι σημαίνει σύναξη και τι σημαίνει παρηγορία, τόσοι άνθρωποι να
προσεύχονται… Ε, και η φωτογραφία αυτή ήταν μετά από τόσες πολλές ώρες
προσευχής. Επειδή ήταν Σαρακοστή, τελέσαμε τη Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων
Δώρων και κοινώνησε κόσμος πολύς σαν να ήταν Πάσχα και μετά έγινε η κηδεία.
Στην κηδεία τώρα, να σου πω κάτι. Στην κηδεία, εμείς ήμασταν μέσα στο ναό. Έξω,
υπήρχαν διάφοροι που μαζευτήκαν, κάποιοι από περιέργεια, κάποιοι επειδή ήταν
δικό μας παιδί, ακούστηκε στο χωριό. Έξω λοιπόν, στεκόταν ένας άνθρωπος
κυνηγός, που δεν πολυερχόταν στην εκκλησία, μια δύο φορές το χρόνο. Αλλά στην
κηδεία ήρθε αυτός, στεκόταν απ’ έξω και του «έδωσε» ο ήλιος και κατάλαβε, γιατί
είχε ήλιο, ήταν καθαρή μέρα. Σε κάποια στιγμή αυτός, επειδή κουράστηκε, κοίταζε
τον ουρανό, από εδώ από εκεί, γιατί τον πείραξε και ο ήλιος που τον χτυπούσε,
κοίταζε μακριά, βλέπει ένα σύννεφο σε όλο τον ορίζοντα προς την πλευρά του
Σταυροβουνίου. Ήξερε αυτός, γιατί πήγαινε κυνήγι εκεί και ήξερε πού είναι.
Λοιπόν… Κοιτάζει από εκεί και λέει: «Βρε παιδί μου… αυτό το σύννεφο», μαύρο
σύννεφο, ένα μικρό…, «φαντάζεσαι αυτό το σύννεφο, γιατί γίνονται διάφορα
πράγματα εδώ, να έρθει και να σταθεί πάνω από εδώ που γίνεται η κηδεία; Ε, άμα
γίνει αυτό το πράγμα, θα πάω κι εγώ να εξομολογηθώ!». Άκου τώρα λογισμό, τον
οποίο μου τον είπε μετά από μια εβδομάδα. Ήρθε και ήθελε να με βρει, να μου πει
αυτό το πράγμα. «Θα πάω κι εγώ να εξομολογηθώ», λέει. Την ώρα που τέλειωσε
σχεδόν η κηδεία και ήταν ο επικήδειος λόγος μέσα κ.λπ. φυσάει ένας κρύος αέρας
και άρχισε να έρχεται - να έρχεται το σύννεφο… σκέπασε το Αυγόρου, μαύρισε ο
τόπος και άρχισε να ψιχαλίζει. Μέχρι να πάμε στο κοιμητήριο έριξε και χαλάζι.
Έρχεται ο πάτερ και μου λέει: «Έλα να βγούμε έξω να πάμε, γιατί θα μας πιάσει η
βροχή φαίνεται. Σκοτείνιασε ο τόπος». Λέω: «Σοβαρά; Αφού ήταν καθαρά, δεν
φαινόταν τίποτα». Μου λέει: «Σκοτείνιασε». Βγαίνουμε έξω, άρχισε να ψιχαλίζει.
Πηγαίνοντας, κατεβαίνοντας τον κατήφορο για το κοιμητήριο με τα πόδια, ήταν οι
λοκατζήδες εκεί, κρατούσαν το φέρετρο του Κυπριανού. Ερχόντουσαν οι άνθρωποι,
«έτρωγε» τα νερά ο κόσμος που ήταν τόσες ώρες στην εκκλησία, «έτρωγαν» χαλάζι,
όλοι μας «φάγαμε χαλάζι και νερό». Μόλις πλησιάσαμε στο κοιμητήριο ρίχνει κι
έναν κεραυνό δίπλα μας… Λοιπόν, ήταν όλα μαζεμένα... Πήγαμε μέσα στα νερά, κάναμε
την ταφή, μόλις είπαμε δι’ ευχών έβγαλε ήλιο. Τέτοιο ήλιο που στεγνώσαμε! Κι
μου έλεγε κάποιος: «Κοίταξε τώρα χιούμορ που έχει, ο Κυπριανός μας έχει
κάνει…». Κι έρχεται ο κυνηγός και μου λέει: «Τέτοιο πράγμα δεν μπορώ να το
καταλάβω, δεν μπορώ να καταλάβω τι ήταν αυτό το πράγμα». Και να μην φεύγει ούτε
ένας από την πορεία προς το κοιμητήριο. Μία έλξη υπήρχε, μία χάρις, αυτό μου
έλεγαν μετά. Εγώ ήμουν μέσα στην εκκλησία, δεν γνώριζα τι γινόταν έξω. Και μετά
μου είπαν όσοι βγήκαν έξω, ο μόνος τόπος που ήταν συννεφιασμένος ήταν πάνω από
το Αυγόρου.
(Ηχητικό με τα συνθήματα των λοκατζήδων στην κηδεία του Κυπριανού)
- Ο άνθρωπος τελικά εξομολογήθηκε;
- Ναι! (γέλια). Και λέω Κύριε ελέησον! Και μάλιστα, Μαργαρίτα μου, έγιναν
ακόμη τρία θαύματα μεγάλα για μένα. Εγώ, επειδή κάποτε είμαι έτσι και
λίγο αυστηρός, έτσι μου βγαίνει, και κάνω αυστηρές παρατηρήσεις κάποτε… Είχα
τρεις ανθρώπους στους οποίους είχα κάνει κάποτε παρατηρήσεις, για κάτι που
είχαν κάνει, και μου κρατούσαν μούτρα. Και μάλιστα ο ένας 14 χρόνια, όχι τώρα.
Κι όποτε με έβλεπε, έφευγε. Κι ήταν πόνος για μένα. Προσευχόμουν, αλλά δεν
έφευγε αυτό το πράγμα, υπήρχε μια ψύχρα. Τρία πλάσματα ήταν αυτά. Εκείνη τη
νύχτα (ενν. της κηδείας) ήρθαν και τα τρία αυτά τα πλάσματα και μου έλεγαν:
«Δεν θέλω να έχω τίποτα μαζί σου, θέλω να με συγχωρέσεις…». Και λέω: «Κοίταξε
θαύματα που γίνονται!». Αυτά είναι τα μεγάλα, να ξέρεις, η αλλοίωση της ψυχής
του ανθρώπου είναι το μεγαλύτερο θαύμα! Το να αλλοιώνεται η ψυχή προς το
πνευματικότερο και να συγχωρεί… Μπορεί να κρατά κανείς κακία και να πηγαίνει…
και να χάσει την ψυχή του για τέτοια πράγματα. Εκείνη τη νύχτα λοιπό μου έδωσε
αυτό το δώρο ο Κυπριανός, κάτι από την καρδούλα αυτού του μικρού, που δεν είχε
τίποτε με κανέναν, που δεν κρατούσε τίποτε με κανέναν, ούτε μια κακία ούτε έναν
λογισμό. Και λέω: «Πόσα καλά βγήκαν από την κοίμηση του Κυπριανού!».
Λοιπόν… Νομίζω είπαμε αρκετά. Μαργαρίτα μου, να είστε καλά, χάρηκα για την
επικοινωνία. Ο Θεός να είναι μαζί σας! Να εύχεστε και εσείς για εμάς, γιατί το
έχουμε ανάγκη. Είναι δύσκολο ένας πατέρας, οι γονείς να χάνουν τα παιδιά τους,
ο πόνος είναι πολύς… αλλά και ο Θεός μας είναι μεγαλύτερος!
-Κλείνοντας, πάτερ μου, θέλουμε να ακούσουμε από την πατρική σας καρδία μία
συμβουλή, μια νουθεσία ή έναν λόγο παρηγοριάς ό,τι θέλετε εσείς.
-Κοίταξε… Θα πω αυτό, που είπα πολλές φορές, και αυτό είναι η αλήθεια. Το
πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν πέθανε ο Κυπριανός είναι, αν εγώ έχω κάτι που να
με κρατά δέσμιο με την Κυπριανό, όσον αφορά κακίες ανθρώπινες και μικρότητες.
Δεν πρέπει να αφήνουμε να περάσει η μέρα και να μην τακτοποιούμε τις σχέσεις
μας με τους ανθρώπους. Λέω: «Φαντάζεσαι να είχα κάτι εναντίον του γιού μου ή
κάτι αυτός εναντίον μου και να έφευγε έτσι;». Αυτό είναι το χειρότερο που
μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο.
-Πώς να το σηκώσεις;
-Γι’ αυτό να συγχωρούμε Μαργαρίτα μου… Αυτό είναι το μεγαλύτερο
μήνυμα και αυτό που βγαίνει από μέσα μου… Όλοι είμαστε άνθρωποι, κάνουμε λάθη.
Σου είπα… Όλοι μας κάνουμε λάθη! Λοιπόν, δεν θα πρέπει να κρατούμε αυτά τα λάθη
και να τα κουβαλούμε μέσα μας. Γιατί, κοίταξε τώρα, ανά πάσα στιγμή ο χωρισμός…
Πώς θα μπορούσα εγώ να λύσω τώρα το πρόβλημα, αν είχα μια κακία με το γιο μου;
Θα το είχα μέσα μου καρφί μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία! Ενώ, τι ωραίο πράγμα η
συγχώρεση! Ελευθερώνεσαι! Λοιπόν… Χάρηκα, να είστε καλά, καλή δύναμη σε όλους!
-Πάτερ μου, ευχαριστούμε πάρα πολύ μέσα από τα βάθη της καρδιάς μας. Ο
λόγος σας μας έθρεψε, μας παρηγόρησε, μας συγκίνησε, γέμισε τη καρδία μας
δοξολογία και δέος. Ευχαριστούμε πάρα πολύ!
- Να είστε καλά, καλή δύναμη να έχετε όλοι.
-Καλή δύναμη! Την ευχή σας!
-Του Κυρίου να έχετε.
(Μη αποστρέψης… ψέλνει ο Κυπριανός)
-Ποιος επίλογος είναι ικανός τώρα, αγαπητοί ακροατές, να ανακεφαλαιώσει ή
να περιγράψει αυτή τη μυσταγωγία του λόγου που μόλις ακροαστήκαμε. Εμείς να
ευχηθούμε ο καλός Θεός, η Κυρία Θεοτόκος, η Αγία Μαρίνα ο Άγιος Νεκτάριος και
πάντες οι Άγιοι να δίνουν σε όλη την οικογένεια του πατρός Χριστοδούλου, ό,τι ο
έσω άνθρωπος έχει ανάγκη και ο Κυπριανός από τον ουρανό να κάνει τόσο αισθητή
την παρουσία του, που να νιώθουν λες και δεν έφυγε ποτέ. Το ίδιο ευχόμαστε και
για τις υπόλοιπες οικογένειες ασφαλώς. Ο Κυπριανός μας, τελειωθείς εν ολίγω,
επλήρωσε χρόνους μακρούς. Αναδείχθηκε άξιος μιμητής της αγαπημένης του Αγίας
Μαρίνας στο μαρτύριο και την αγνότητα. Και αν ακόμη ο μισόκαλος διάβολος θέλησε
να τον κατασπαράξει, αυτός με το νοητό και πνευματικό σφυρί του, τον
κατατρόπωσε και τον εξαφάνισε, όπως ακριβώς η Αγία Μαρίνα. Ασφαλώς, τυχαίο δεν
μπορεί να είναι επίσης το γεγονός, πώς ο Κυπριανός έφερε το όνομα του
Ιερομάρτυρος Κυπριανού, του πρώην τρανού μάγου και νυν μεγάλου
διώκτη των πονηρών πνευμάτων. Καθώς φαίνεται, ο Κυπριανός Παπαϊωάννου, έλαβε το
όνομα, έλαβε και εις τα δυσμάς του βίου του παρόμοια χάρη με τον Άγιο του,
τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών. Και τώρα ηγλαϊσμένος και φωτόμορφος
βρίσκεται μέσα στο άκτιστο φως του Θεού, το οποίο του λύνει όλες του τις
απορίες. Γιατί όπως έλεγε η αγιασμένη γερόντισσα της Κρήτης Γαλακτία: «Το φως
του Θεού είναι γεμάτο πληροφορίες». Ας αναπαύονται, εν ειρήνη, μέσα σε αυτό
όλοι οι κεκοιμημένοι των Τεμπών, και όλοι οι κεκοιμημένοι, και ας πρεσβεύουν
από εκεί που είναι να παρηγορεί ο Θεός τις καρδιές των δικών τους ανθρώπων, που
τις πέρασε ρομφαία δίστομος. Μακάρι να αξιωθούμε και οι λοιποί μία θέση του
παραδείσου, όπως και η δική τους. Αιωνία ας είναι η μνήμη τους.
(Ω Πανύμνητε Παρθένε- ψέλνει ο Κυπριανός)
3 σχόλια:
Του εν Χριστώ αδερφού μας
είναι το σωστό
Προς: 21 Μαΐου 2024 στις 5:14 μ.μ.
Έκανα την διόρθωση αν και δεν είναι σωστό να παρεμβαίνω σε ξένα κείμενα.
Συμφωνώ
Δημοσίευση σχολίου