Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Αθανάσιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξάνδρειας - Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη

 
Αθανάσιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξάνδρειας
(295/96 - 328-373)
 
του
Πρωτοπρεσβυτέρου
Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ. – Δρος Φ.
 
 
   Στον άγοντα τα ονομαστήριά του ελλογιμώτατο
και πολιό καθηγητή κ. Αθανάσιο Κοτταδάκη,
με εξαιρετική τιμή και πολλή εν Κυρίω αγάπη.
 

         Ο Μέγας Αθανάσιος υπήρξε ο μέγας εκείνος ιεράρχης και ρηξικέλευθος θεολόγος, ο εξέχων πατέρας και διδάσκαλος της Εκκλησίας, ο σπουδαίος θεολόγος και κύριος θεωρητικός αντίπαλος του Αρειανισμού, ο οποίος με τη μακροχρόνια και πολυσχιδή δράση του απέβη η εμβληματικότερη εκκλησιαστική φυσιογνωμία του 4ου αι. Ο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας επωμίστηκε την ευθύνη να απαλλάξει την Εκκλησία από την πολυεπίπεδη και βαθιά κρίση στην οποία την εισήγαγε ο Αρειανισμός τον 4ο αι., με αφορμή την αντιμετώπιση του οποίου έθεσε τα θεμέλια της ορθής διατυπώσεως του τριαδολογικού δόγματος με την κατοχύρωση του «ομοουσίου», αλλά και με τις ερμηνευτικές του προσεγγίσεις στο έργο του Ωριγένη κυρίως, τροχοδρόμησε ορθά, υπερβαίνοντας τη δουλική προσκόλληση στην αλληγορία, τη θεολογική πορεία της «Αλεξανδρινής Σχολής», την οποία αναπροσανατόλισε πνευματικά και επανασυνέδεσε με τη προγενέστερη θεολογική διεργασία των Ιγνατίου Αντιοχείας, Ειρηναίου Λυώνος, Διονυσίου Αλεξανδρείας και Θεογνώστου τον 2ο και τον 3ο αι. Για τους μακρούς αυτούς αγώνες του στην κατεύθυνση της υπερασπίσεως της ορθοδόξου πίστεως μάλιστα, αλλά και της αυτοτέλειας της Εκκλησίας από τον επερχόμενο, οδυνηρό τελικά γι’ αυτήν, εναγκαλισμό της με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, υπέστη τις μεγαλύτερες από κάθε άλλον εκκλησιαστικό άνδρα και επίσκοπο διώξεις από τους αιρετικούς, αλλά και τις περισσότερες εξορίες από τους αυτοκράτορες Μ. Κωνσταντίνο, Κωνστάντιο Β΄, Ιουλιανό και Βάλη, αναδεικνυόμενος σε σύμβολο και πρόμαχο της εγγύησης της ορθής θεολογικής πορείας της Εκκλησίας.

         Παρά ταύτα, οι ειδήσεις για την παιδική και την πρώιμη νεανική του ηλικία είναι ελάχιστες και όχι πάντοτε ασφαλείς, ώστε η γέννησή του να τοποθετείται από την έρευνα πιθανότατα περί το έτος 295/96 στην Αλεξάνδρεια και η καταγωγή του να προσδιορίζεται από, εύρωστη μάλλον, οικογένεια εθνικών, με την αρωγή της οποίας κατάφερε να αποκτήσει αρκετά ικανοποιητική ελληνική παιδεία στις εθνικές σχολές και κατόπιν με παρότρυνση πιθανότατα του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας (313-328) [Ιστορία Πατρ. Αλεξανδρείας,8, Evetts, ΡΟ 1 (1907), σ. 408] να προσλάβει σημαντική θεολογική κατάρτιση στην Κατηχητική Σχολή της γενέτειράς του (Γρ. Θεολ., Εις Αθανάσιον, 6). Παρά την εθνική καταγωγή των γονέων του, ο Αθανάσιος προσελκύστηκε σε αρκετά μικρή ηλικία μάλλον και λίγο μετά το θάνατο του πατέρα του στον χριστιανισμό («he  become  a  Galilaean»), ενώ θα πρέπει να βαπτίστηκε αργότερα μαζί με τη μητέρα του, εφόσον είχε ήδη συνδεθεί νωρίτερα, ίσως και πριν από την εκλογή του, με τον αρχιεπίσκοπο Αλέξανδρο (Ιστορία Πατρ. Αλεξανδρείας,8, Evetts, ΡΟ 1(1907), σ. 407-408). Έτσι, εκτιμώντας πιθανώς τις ικανότητές του ο αλεξανδρινός αρχιεπίσκοπος, τον προχείρισε αμέσως μετά την ανάρρησή του στον θρόνο αρχικά αναγνώστη και κατόπιν τον διόρισε γραμματέα του (Ιστορία Πατρ. Αλεξανδρείας,8, Evetts, ΡΟ 1(1907), σ. 405 και 408), αλλά και το έτος 319 τον χειροτόνησε διάκονο και τον κατέστησε έναν από τους στενότερους συνεργάτες του. Ζώντας κοντά στον έμπειρο αλεξανδρινό αρχιεπίσκοπο, ο νεαρός Αθανάσιος γνώρισε και κατανόησε πλήρως την εκκλησιαστική κατάσταση της εποχής, αλλά και μυήθηκε πολύ νωρίς στον ασκητικό μοναστικό βίο, αποκτώντας πιθανόν στενό πνευματικό δεσμό με τον περίφημο ερημίτη Μέγα Αντώνιο (c. 251-356), ενώ, έχοντας κερδίσει εν τω μεταξύ την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του επισκόπου του, τού ασκούσε σημαντική επιρροή οπωσδήποτε ήδη πριν από την έκρηξη της αρειανικής έριδας περί το 318, δεδομένου μάλιστα ότι οι αρειανοί τον θεωρούσαν αργότερα ως υπαίτιο (Αθ., Απολογητικός, Β΄, 6) για την επιμονή του Αλεξάνδρου να αρνείται να αποκαταστήσει εκκλησιαστικά και να δεχθεί σε κοινωνία στην Αλεξάνδρεια τον Άρειο το 327. (Ιστορία Πατρ. Αλεξανδρείας,8, Evetts, ΡΟ 1 (1907), σ. 406-407).

        Το γεγονός αυτό σημαίνει κατά προέκταση, ότι ο Αθανάσιος θα πρέπει να είχε αναμειχθεί ενεργά στην αντιμετώπιση του Αρειανισμού ίσως και πριν από τη χειροτονία του σε διάκονο, ώστε η αρωγή του στα θεολογικά ζητήματα προς τον επίσκοπο Αλέξανδρο από το 319 και οπωσδήποτε μετά το 320, που έλαβε χώρα η συνοδική διαδικασία εναντίον του Αρείου στην Αλεξάνδρεια, να είναι διαρκής, σταθερή και αποφασιστική, αποτυπωμένη με ενάργεια, σε θεωρητικό επίπεδο αρχικά στη συνοδική επιστολή που απέστειλε μεταξύ 322 και 324 «προς Αλέξανδρον Θεσσαλονίκης» (PG 18, 548-572) με σκοπό την αναίρεση των αιρετικών αντιλήψεων του Αρείου, η οποία θα πρέπει να λογίζεται μάλλον ως έργο του νεαρού Αθανασίου. Αλλά και κατόπιν σε πρακτικό επίπεδο, ο Αθανάσιος λειτούργησε ως συνοδός και στενός σύμβουλος του Αλεξάνδρου στα θεολογικά και τα ευρύτερα εκκλησιαστικά ζητήματα, με στόχο την υπεράσπιση της ορθόδοξης πίστης για τη θεότητα και το «ομοούσιον» του Υιού με τον Πατέρα από τη σύγκλιση της Α΄ Οικουμενικής  Συνόδου το 325 μέχρι και τον θάνατό του την άνοιξη του 328, με αποκορύφωμα την άρνησή του, υποστηριζόμενος από τον Αθανάσιο, να δεχθεί, μετά την αποκατάστασή του από νέα σύνοδο στη Νίκαια το φθινόπωρο του 327 και παρά την αυτοκρατορική απαίτηση, τον Άρειο σε εκκλησιαστική κοινωνία [Ιστορία Πατρ. Αλεξανδρείας,8, Evetts, ΡΟ 1(1907), σ. 409. Σωζομενός, Ιστορία, ΙΙ, 16, 2 και 27, 4. Σωκράτης, Ιστορία, Ι, 14. Αθ., Απολογητικός, Β΄, 6].

        Από την ενεργό του συμμετοχή στην προσυνοδική διαδικασία εξάγεται συνεπώς με σαφήνεια νομίζουμε, ότι ο Αθανάσιος συνέδραμε ουσιαστικά τον αρχιεπίσκοπο  Αλέξανδρο στις τοπικές προπαρασκευαστικές της Νίκαιας συνόδους στην Αλεξάνδρεια, αλλά και οπωσδήποτε στις διασκέψεις και τις διαβουλεύσεις μεταξύ των μελών της κατά τη διάρκεια των εργασιών της Οικουμενικής Συνόδου, οπότε έγινε ευρύτερα γνωστός, πρωταγωνιστώντας ως εκπρόσωπος του Αλεξάνδρου στις θεολογικές ζυμώσεις και συζητήσεις, οι οποίες οδήγησαν στις, αποτυπωμένες στα επτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, τελικές συνοδικές διατυπώσεις, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι «ομοούσιος τω Πατρί», «Υιός του Θεού», «Θεός αληθινός» και «γεννηθείς … εκ της ουσίας του Πατρός», με τις οποίες αναιρέθηκε η θεμελιώδης αρειανική επιχειρηματολογία περί του Υιού ως του πρώτου δημιουργήματος και κτίσματος του Πατέρα (Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, ΙΙΙ, 6. Θεοδώρητος, Ιστορία, Ι, 8. Σωζομενός, Ιστορία, Ι, 20, 1 και 21, 1). Παράλληλα με την αντιμετώπιση του Αρειανισμού, όμως, ο Αθανάσιος ξεκίνησε και τη συγγραφική του δραστηριότητα, συνθέτοντας περί το 323 ή 324 τα δύο θεμελιώδη έργα του «Κατά Ειδώλων <Ελλήνων>» [PG 25, 3-95. Camelot, SCh 18 bis (1977)] και «Περί Ενανθρωπήσεως» [PG 25, 96-199. C. Kannengiesser, SCh 199 (1973)], ενώ είναι περίπου βέβαιο επίσης ότι στο διάστημα αυτό έλαβαν την πρώτη τους μορφή (την τελική το 338) οι περίφημοι τρεις λόγοι του «Κατά Αρειανών» [PG 26, 12-468. Metzler- Hansen-Savvidis, Or. I-II, Tetz, Werke, Bd. I, fasc. 1/2 (1996-1998), σ. 65-260. Savvidis, Or. III, Tetz, Werke, Bd. I, fasc. 3 (2000), σ. 261-379], με τους οποίους επιδίωξε τη βαθύτερη θεμελίωση της εκκλησιαστικής διδασκαλίας για τη θεότητα του Υιού, με παράλληλη αναίρεση της αρειανικής θεολογικής μεθόδου και επιχειρηματολογίας.

         Την άνοιξη του 328 και μικρό διάστημα πριν από τον θάνατό του στις 27 Απριλίου (Αθ., Απολογητικός, Β΄, 59), ο γηραιός αρχιεπίσκοπος Αλέξανδρος υπέδειξε ως διάδοχο του για τον αλεξανδρινό θρόνο τον, πρεσβύτερο μάλλον μετά το 325, Αθανάσιο [Ιστορία Πατρ. Αλεξανδρείας,8, Evetts, ΡΟ 1(1907), σ. 411], γεγονός που προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις, με κορυφαία την αναζωπύρωση του Μελιτιανού Σχίσματος και την εκλογή μελιτιανού επισκόπου Αλεξανδρείας (Αθ., Απολογητικός, Β΄, 65). Ευάριθμη ομάδα ορθοδόξων επισκόπων της αιγυπτιακής διοικήσεως, όμως,  προχώρησε, έχοντας την ομόθυμη υποστήριξη του χριστιανικού στοιχείου της πόλεως [Γρ. Θεολ., Εις Αθανάσιον, 8-10. Ιστορία Πατρ. Αλεξανδρείας,8, Evetts, ΡΟ 1(1907), σ. 403], αλλά και του διαρκώς ισχυροποιούμενου αιγυπτιακού μοναχισμού, στην εκλογή και τη χειροτονία του Αθανασίου σε επίσκοπο σε ηλικία τριάντα τριών ετών περίπου στις 8 Ιουνίου 328, γεγονός που αναγνώρισαν κατόπιν και οι λοιποί, υποκείμενοι στον θρόνο της Αλεξάνδρειας, επίσκοποι της Αίγυπτου και της Λιβύης (Αθ., Απολογητικός, Β΄, 6. Σωζομενός, Ιστορία, ΙΙ, 10), διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό στον νεαρό αρχιεπίσκοπο την κανονικότητα της ανάρρησής του στον θρόνο του απ. Μάρκου. Παρά την ευρεία αποδοχή της εκλογής του Αθανασίου, οι αντιδράσεις εναντίον του δεν έπαψαν. Με πρωταγωνιστή και καθοδηγητή τον αυτοκρατορικό συγγενή και φιλοαρειανό επίσκοπο Ευσέβιο Νικομήδειας, παλαιό συμμαθητή («συλλουκιανιστήν» : Θεοδώρητος, Ιστορία, Ι, 5,4. Σωζομενός, Ιστορία, ΙΙΙ, 5) και του Αρείου στην Αντιόχεια, ομάδα αρειανών της πόλεως σε συνεργασία με μελιτιανούς επιχείρησαν την ακύρωση της εκλογής του μέσω συνοδικής καταδίκης, συκοφαντώντας τον στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ότι επέβαλε παράνομη φορολογία στους κατοίκους της Αλεξάνδρειας, ότι δωροδοκούσε με μεγάλη ποσότητα χρυσού τον διεφθαρμένο ανώτερο αυτοκρατορικό υπάλληλο Φιλούμενο, αλλά και ότι φόνευσε και τεμάχισε τον επίσκοπο Αρσένιο, ασκώντας με τα μέλη του μαγεία.

        Έπειτα από αυτή την εξέλιξη και παρά το ασύστατο και αναπόδεικτο των κατηγοριών, αλλά και ύστερα από την άρνησή του να υπακούσει στις υποδείξεις του Κωνσταντίνου και να δεχθεί σε εκκλησιαστική κοινωνία τον Άρειο [Αθ., Απολογητικός, Β΄, 60. Ιστορία Πατρ. Αλεξανδρείας,8, Evetts, ΡΟ 1 (1907), σ. 411-412], το δυσμενές κλίμα στο αυτοκρατορικό περιβάλλον επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο εις βάρος του Αθανασίου, ώστε το 333 ο αυτοκράτορας να διατάξει εναντίον του ανακρίσεις με σκοπό να τον παραπέμψει σε δίκη από σύνοδο, προσκαλώντας τον παράλληλα στην Κωνσταντινούπολη. Την αρνητική του στάση απέναντι στον Άρειο, εν τω μεταξύ, ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας γνωστοποίησε με επιστολές και επισκέψεις σε επισκοπές και μοναστικά κέντρα της Αιγύπτου, με αποτέλεσμα να καταφέρει να ενδυναμώσει το φρόνημα των πιστών και να διαφυλάξει την εκκλησιαστική ενότητα. Επιθυμώντας, επίσης, να δικαιολογήσει την αντίθεσή του στην αυτοκρατορική απαίτηση για εκκλησιαστική αποκατάσταση του Αρείου, αλλά και να αποδείξει ως αβάσιμες τις εναντίον του κατηγορίες, προσπάθησε μάταια να επικοινωνήσει με τον αυτοκράτορα, ώστε το 334 ο Κωνσταντίνος να αποδεχθεί τελικά την εισήγηση των μελιτιανών για σύγκληση συνόδου, η οποία θα έκρινε συνολικά τον Αθανάσιο, καθώς ήταν πλέον απόλυτα πεπεισμένος, αλλά και βαθιά επηρεασμένος από τον Ευσέβιο Νικομηδείας, ότι η επιμονή του αρχιεπισκόπου στις αποφάσεις της Νίκαιας και η συνέχιση της πολεμικής του εναντίον του ολοένα και περισσότερο εξαπλούμενου Αρειανισμού στην Ανατολή, αντιστρατευόταν στην πολιτική του περί επικράτησης της ειρήνης και της ενότητας στην Εκκλησία και κατά προέκταση στο απέραντο Ρωμαϊκό Κράτος.

           Έτσι, με επικεφαλής τον Ευσέβιο Νικομηδείας, αρειανοί και μελιτιανοί κατάρτισαν το κατηγορητήριο εναντίον του Αθανασίου και ο αυτοκράτορας συγκάλεσε το 335 σύνοδο στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας αρνήθηκε να προσέλθει με το αιτιολογικό ότι η απόφαση ήταν προειλημμένη εναντίον του. Η στάση του αυτή οδήγησε στην εκ νέου σύγκληση της συνόδου στην Τύρο της Φοινίκης, όπου ο Αθανάσιος εξαναγκάστηκε να προσέλθει, καθώς και πάλι η σύνθεσή της ήταν ετεροβαρής υπέρ των αρειανών, δεδομένου ότι από τα μέλη της οι αρειανόφρονες ήταν εξήντα ενώ οι ορθόδοξοι μόνον σαράντα εννέα και όλοι Αιγύπτιοι. Παρά την ανατροπή των κατηγοριών εις βάρος του, όμως, το γεγονός ότι η απόφαση της συνόδου θα ήταν καταδικαστική, αλλά και η πληροφορία ότι σχεδιαζόταν σε βάρος του δολοφονική απόπειρα, οδήγησαν τον αρχιεπίσκοπο στην απόφαση να διαφύγει κρυφά από την Τύρο και να κατευθυνθεί, ανταποκρινόμενος στην αυτοκρατορική πρόσκληση, στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να επιζητήσει ακρόαση από τον Κωνσταντίνο, ενώ η σύνοδος, που μεταφέρθηκε εν τω μεταξύ στα Ιεροσόλυμα, επικύρωσε την καταδίκη και την καθαίρεσή του.

          Η αποτυχία εξασφάλισης προσωπικής συνάντησης με τον αυτοκράτορα μέσω της κανονικής οδού, λόγω μάλλον των πολλών εμποδίων της αρειανοκρατούμενης αυτοκρατορικής αυλής, ανάγκασαν τον Αθανάσιο, που ήταν καλά πληροφορημένος για το καθημερινό του πρόγραμμα, να εμφανιστεί απρόοπτα ενώπιον του έφιππου Κωνσταντίνου κατά την επιστροφή του από τον συνήθη απογευματινό του περίπατο, από τον οποίο  ζήτησε να τον δεχθεί σε ακρόαση, αίτημα που έγινε αποδεκτό. Η συνάντησή τους, ωστόσο, δεν οδήγησε στην απαλλαγή του αρχιεπισκόπου από τις κατηγορίες, δεδομένου ότι ο αυτοκράτορας ήταν εγκλωβισμένος από το φιλοαρειανικό του περιβάλλον, αλλά και επιθυμούσε διακαώς την παύση των ταραχών στο Κράτος από την εκκλησιαστική έριδα, προσπάθεια στην οποία ο αρχιεπίσκοπος δεν συνέπραττε αρνούμενος την αποκατάσταση του Αρείου. Για να εξομαλύνει μάλιστα πράγματα ο Κωνσταντίνος, αποφάσισε να μετακληθεί η σύνοδος, η οποία είχε προβεί ήδη στην καθαίρεση του αρχιεπισκόπου, από την Τύρο και τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη και να επανεξετάσει, προφανώς υπό την αυτοκρατορική εποπτεία, την υπόθεση. Η δυσκολία των αρειανοφρόνων να στηρίξουν τις κατηγορίες που δικαιολογούσαν την καταδίκη του Αθανασίου όμως, τους οδήγησε στην επιστράτευση άλλης σοβαρότατης συκοφαντίας εναντίον του, σύμφωνα με την οποία ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας απειλούσε ότι θα εμπόδιζε την αποστολή σιταριού για την τροφοδοσία των κατοίκων της Κωνσταντινουπόλεως (Αθ., Απολογητικός, Β΄, 9).

         Η ασύστατη αυτή κατηγορία επέτεινε, καθώς φαίνεται, τον θυμό του αυτοκράτορα εναντίον του ασυμβίβαστου αρχιεπισκόπου, ώστε να αποδεχθεί τελικά τη συνοδική του καθαίρεση και τον Ιούλιο του 335, καθώς δεν κατάφερε να τον μεταπείσει, να τον εξορίσει στα Τρέβηρα της Γαλατίας (σημ. Trier Γερμανίας), όπου ασκούσε τη διοίκηση ο νεότερος γιός του Κωνσταντίνος Β΄ και επίσκοπος της πόλεως ήταν ο Μαξιμίνος, πρόσωπα φιλικά διακείμενα στον Αθανάσιο, γι’ αυτό και τον υποδέχθηκαν με τιμές αλλά και τον φιλοξένησαν εκεί όχι ως εξόριστο, αλλά μάλλον ως υψηλό επισκέπτη. Ο αυτοκράτορας, ωστόσο, παρά τις πολλές εκκλήσεις των κατοίκων της Αλεξάνδρειας για την ανάκληση του Αθανασίου από την εξορία, με προεξάρχοντα τον περίφημο ερημίτη και πνευματικό του πατέρα Μέγα Αντώνιο, παρέμενε αμετακίνητος στην απόφασή του, ωστόσο δεν επέτρεψε την εκλογή και την χειροτονία, όπως θα ήταν φυσιολογικό μετά την καθαίρεσή του, νέου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, αλλά ούτε απαγόρευσε στον εξόριστο Αθανάσιο να επικοινωνεί με το ποίμνιό του, γεγονός που σημαίνει ότι η αποκατάστασή του επρόκειτο πιθανώς να πραγματοποιηθεί στο εγγύς μέλλον και εφόσον θα καταπραΰνονταν οι αντιδράσεις και θα καθησύχαζαν τα πνεύματα στην Ανατολή, δεδομένου ότι εκτός από τον Αθανάσιο στην εξορία είχαν οδηγηθεί και οι ηγέτες των αρειανών.

       Ο θάνατος του Μ. Κωνσταντίνου το 337 και η παραχώρηση αμνηστίας από τον γιό του Κωνσταντίνο Β΄ (337-340) με την έκδοση διατάγματος για επάνοδο των εξόριστων ορθοδόξων, συμπεριέλαβε και τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, που έγινε δεκτός με ενθουσιασμό στην έδρα του στις 23 Νοεμβρίου 337 (Αθ., Απολογητικός, Β΄, 87 και Ιστορία Αρειανών, 8. Φιλοστόργιος, Ιστορία, ΙΙ, 18). Για να ομαλοποιηθεί η κατάσταση στην αρχιεπισκοπή μάλιστα, ο Αθανάσιος συγκάλεσε σύνοδο εκατό περίπου επισκόπων των περιοχών Αίγυπτου, Λιβύης και Πενταπόλεως, με τις αποφάσεις της οποίας ανανεώθηκε η καταδίκη των ενεργειών των αρειανών, διακηρύχθηκε η προσήλωση στις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας, αλλά και αποκαταστάθηκε, με την άρση της καθαιρέσεως, η κανονικότητα της θέσεως του ως αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας (Αθ., Απολογητικός, Β΄, 3-19), γεγονός που του επέτρεψε να επιδοθεί απρόσκοπτα στον αντιαρεινικό του αγώνα, δίνοντας, στο πλαίσιο αυτό, την τελική τους μορφή στο πλέον θεμελιώδες θεολογικό του έργο που είναι οι τρείς λόγοι του «Κατά Αρειανών» εντός του 338.

       Οι αρειανοί, εν τω μεταξύ, στηριζόμενοι στην αρωγή του αρειανόφρονα αυτοκράτορα της Ανατολής Κωνσταντίου Β΄ (337-361), που αντέδρασε βίαια στις αποφάσεις του αδερφού του Κωνσταντίνου Β΄ για αμνήστευση των ορθοδόξων, εφηύραν νέες κατηγορίες εναντίον του αρχιεπισκόπου Αθανασίου, ώστε τον Απρίλιο του 339 να επιτύχουν τη σύγκληση νέας συνόδου στην Αντιόχεια, στην οποία επέβαλαν και πάλι την καθαίρεσή του, συμπαρασύροντας μάλιστα και την Εκκλησία της Ρώμης στην αναγνώρισή της, γεγονός που τους επέτρεψε, έπειτα από πολλές δυσκολίες, να εκλέξουν νέο αρχιεπίσκοπο τον Καππαδόκη Γρηγόριο [Σωκράτης, Ιστορία, ΙΙ, 10. Αθ., Απολογητικός, Β΄, 30. Ιστορία Πατρ. Αλεξανδρείας,8, Evetts, ΡΟ 1(1907), σ. 414], η εγκατάσταση του οποίου στην Αλεξάνδρεια προκάλεσε μεγάλη αναταραχή, με συνέπεια να λάβουν χώρα σοβαρά περιστατικά βιαιοτήτων και διωγμών εναντίον ορθοδόξων κληρικών και λαϊκών. Έπειτα από αυτή την εξέλιξη, ο Αθανάσιος, αφού συνέθεσε και απέστειλε την «εγκύκλιον επιστολήν» [PG 25, 221-240. Opitz, Werke, Bd. II (1935/41), σ. 166-177] προς ενημέρωση των συνεπισκόπων του για την αντικανονική του εκθρόνιση, αναχώρησε οικειοθελώς από την Αλεξάνδρεια με τη συνοδεία δύο μοναχών και προορισμό τη Ρώμη, όπου έγινε δεκτός με σεβασμό και ιδιαίτερες τιμές [Σωκράτης, Ιστορία, ΙΙ, 11. Φιλοστόργιος, Ιστορία, ΙΙΙ, 3. Σωζομενός, Ιστορία, ΙΙΙ, 6, 9-11. Αθ., Ιστορία Αρειανών, 10]. 

        Η παρουσία του εξόριστου αρχιεπισκόπου στη Ρώμη και η ενημέρωση για τα εκκρεμούντα θεολογικά ζητήματα των δυτικών, οδήγησε τον πάπα Ιούλιο Α΄ το 340/41 στη σύγκληση συνόδου εκεί,  στην οποία συμμετείχαν μόνον δυτικοί επίσκοποι, οι οποίοι, ως υπέρμαχοι της πίστης της Νίκαιας, αθώωσαν και αποκατέστησαντον Αθανάσιο και τον Μάρκελλο Αγκύρας (Αθ., Απολογητικός, Β΄, 20-35 και Ιστορία Αρειανών, 15). Αντιδρώντας στην κίνηση αυτή οι ανατολικοί επίσκοποι, αρειανόφρονες στην πλειοψηφία τους, συγκρότησαν άλλη σύνοδο στην Αντιόχεια το 341, όπου καταδίκασαν τα δύο παραπάνω πρόσωπα, αλλά και πρότειναν εναλλακτικά τέσσερα συμβιβαστικά σύμβολα, σε ένα από τα οποία ο Υιός χαρακτηριζόταν ως «απαράλλακτος» εικόνα της ουσίας του Πατέρα (Αθ., Περί των εν Αριμίνω, 22-25. Σωκράτης, Ιστορία, ΙΙ, 8. Σωζομενός, Ιστορία, ΙΙΙ, 5), οδηγώντας τα πράγματα σε ρήξη. Για την αποσόβηση του διαφαινόμενου σχίσματος ωστόσο,  συμφωνήθηκε η σύγκλιση κοινής συνόδου Ανατολής και Δύσεως στα Μεδιόλανα, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε το 343 στη Σαρδική (σημ. Σόφια Βουλγαρίας) υπό την προεδρία του επισκόπου Οσίου Κορδούης (Αθ., Ιστορία Αρειανών, 15-19. Απολογητικός, Β΄, 36-44. Προς Κωνστάντιον, 4. Σωκράτης, Ιστορία, ΙΙ, 20. Σωζομενός, Ιστορία, ΙΙΙ, 11). Αλλά και η προσπάθεια αυτή απέβη άκαρπη, εφόσον οι αρειανόφρονες ανατολικοί επίσκοποι, με την πρόφαση ότι πλειοψηφούσαν οι ορθόδοξοι, εγκατέλειψαν τη σύνοδο στη Σαρδική και συγκρότησαν νέα σύνοδο στη Φιλιππούπολη, η οποία ανανέωσε την καθαίρεση του Αθανασίου, αλλά και καταδίκασε σημαίνοντα πρόσωπα ορθοδόξων επισκόπων της Δύσεως

        Η αθώωση και η εκκλησιαστική αποκατάσταση του Αθανασίου στη Σαρδική δεν έγινε αποδεκτή,  λόγω πιθανώς της νέας καταδίκης του στην Φιλιππούπολη, από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄,  ο οποίος μάλιστα προειδοποίησε τον αρχιεπίσκοπο ότι σε περίπτωση που θα επανερχόταν στην Αλεξάνδρεια επρόκειτο να θανατωθεί. Το 345 όμως, και έπειτα από συνεχείς και έντονες πιέσεις του αυτοκράτορα της Δύσεως Κώνστα Α΄ (337-350), αλλά και τον θάνατο του αντικαταστάτη του Αθανασίου, Καππαδόκη Γρηγορίου, ο Κωνστάντιος συναίνεσε στην αποκατάστασή του, προσκαλώντας τον επίμονα να επανέλθει στην έδρα του, διαβεβαιώνοντάς τον μάλιστα εγγράφως για την ασφάλεια της ζωής του. Πράγματι, ο αρχιεπίσκοπος, αφού επισκέφθηκε πρώτα τη Ρώμη και τα Τρέβηρα για να ευχαριστήσει και να αποχαιρετήσει τους συμπαραστάτες του, αναχώρησε για την Αλεξάνδρεια, όπου, αφού πέρασε πρώτα από την Αντιόχεια, τη Λαοδίκεια για να συναντήσει τους φίλους του Απολιναρίους και τα Ιεροσόλυμα, έφτασε στις 31 Οκτωβρίου 346 και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό στην έδρα του (Historia Athanasii, 2, Fromen, Ηistoria Αcephala, σ. 69. Σωζομενός, Ιστορία, ΙΙΙ, 20. Σωκράτης, Ιστορία, ΙΙ, 23. Φιλοστόργιος, Ιστορία, ΙΙΙ, 12. Γρ. Θεολ., Εις Αθανάσιον, 27. Αθ., Απολογητικός, Β΄, 51-57. Προς Κωνστάντιον, 3-5. Ιστορία Αρειανών, 21-23 και 25).

         Έτσι, από το φθινόπωρο του 346 ξεκίνησε μια επταετής περίπου ειρηνική περίοδος για τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, ο οποίος αφοσιώθηκε στο ποιμαντικό του έργο, αλλά και επιδόθηκε εντονότερα στην προσπάθεια επαναφοράς όσων παρασύρθηκαν από τον Αρειανισμό στην ορθόδοξη πίστη, έργο το οποίο ενίσχυσε και με τη σύνθεση περί το 350/51 των παραγματειών του «περί της εν Νικαία Συνόδου» [PG 25, 416-476. Opitz, Werke, Bd. II (1935/41), σ. 1-45] και «περί Διονυσίου Αλεξανδρείας» [PG 25, 480-523. Opitz, Werke, Bd. II (1935/41), σ. 46-67]. Η επιτυχία του στο έργο της επανενσωμάτωσης των αρειανών στην Εκκλησία ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να προκαλέσει τη σφοδρή αντίδραση των ηγετών τους, που διαπίστωναν έντονη συρρίκνωση της επιρροής τους, αλλά και ύπαρξη σοβαρών  απωλειών ομοφρόνων τους στην Ανατολή. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, παρόλο που αρχικά δεν συναινούσε στα σχέδιά τους, να μεταβάλλει στάση το 353 και να δρομολογήσει τεχνηέντως, έπειτα και από την εξουδετέρωση του Μαγνεντίου, δολοφόνου του αδερφού του Κώνστα, την απομάκρυνση του αρχιεπισκόπου από την Αλεξάνδρεια, προσκαλώντας τον παραπλανητικά και σε πρώτο στάδιο τον Μάιο του 353 σε ακρόαση, παρόλο που δεν την είχε ζητήσει, με σκοπό να τον εξορίσει ή να τον εξοντώσει. Η άρνηση του Αθανασίου να αναταποκριθεί στην αυτοκρατορική πρόσκληση, οδήγησε στη σύγκληση δύο συνόδων στη Δύση, μίας στην Αρελάτη (Arles) εντός του 353 και μιας άλλης στα Μεδιόλανα το 355, όπου, έπειτα από απαίτηση του παρόντος εκεί αυτοκράτορα, καταδικάστηκε ως αιρετικός μαζί με τον Φωτεινό Σιρμίου και τον Μάρκελλο Αγκύρας, ενώ οι ελάχιστοι από τους επισκόπους, που δεν συμφώνησαν με την απόφαση και μειοψήφισαν, εξορίστηκαν (Σωζομενός, Ιστορία, IV, 8. Σωκράτης, Ιστορία, ΙΙ, 36. Αθ., Ιστορία Αρειανών, 31). Με σκοπό μάλιστα τη μεσταστροφή ολόκληρης της Δύσης στον Αρειανισμό εξαναγκάστηκαν τόσο ο εξόριστος πάπας Ρώμης Λιβέριος το 357 να υπογράψει ημιαρειανικό σύμβολο πίστεως και να καταδικάσει τον Αθανάσιο, όσο και λίγο αργότερα ο εμβληματικός επίσκοπος Κορδούης Όσιος, να αποδεχθεί επίσης και αυτός ημιαρειανικό σύμβολο.

           Τις καταδικαστικές για τον αρχιεπίσκοπο αποφάσεις των συνόδων Αρελάτης και Μεδιολάνων απεστάλησαν από τον Κωνστάντιο Β΄ να εφαρμόσουν με κάθε μέσον στην Αλεξάνδρεια, αρχικά χωρίς επιτυχία ο νοτάριος Διογένης το 355 και από τον Ιανουάριο του 356 ο δούξ Συριανός, με αποτέλεσμα, έναν μήνα αργότερα, τη νύκτα της 8ης Φεβρουαρίου, ο Αθανάσιος, έπειτα και από απόπειρα σύλληψης και δολοφονίας του σε αγρυπνία στον ναό του Αγίου Θεωνά της Αλεξάνδρειας, να φυγαδευθεί (Historia Athanasii, 4-5, Fromen, Ηistoria Αcephala, σ. 71-72. Αθ., Ιστορία Αρειανών, 59) από ομάδα κληρικών και μοναχών σε ασφαλές μέρος της πόλεως αρχικά και στη συνέχεια να οδηγηθεί και να εγκατασταθεί, ως αυτοεξόριστος ουσιαστικά, κοντά στους μοναχούς της ερήμου της Άνω Αιγύπτου (Σωζομενός, Ιστορία, IV, 8. Ιστορία Πατρ. Αλεξανδρείας,8, Evetts, ΡΟ 1 (1907), σ. 403), γεγονός για το οποίο κατηγορήθηκε ότι φυγομαχεί, ώστε να αναγκαστεί να συνθέσει το Πάσχα του 357 ειδική απολογητική πραγματεία προκειμένου να δικαιολογήσει «την εν τω διωγμώ φυγήν αυτού» [PG 25, 644-680. Opitz, Werke, Bd. II (1935/41), σ. 68-86]. 

        Εξαιτίας των συνεχιζόμενων διώξεων εναντίον του ακόμη και στην αιγυπτιακή έρημο από τους αρειανούς άρχοντες της Αλεξάνδρειας, ο αρχιεπίσκοπος αναγκαζόταν να μετακινείται διαρκώς με την αρωγή των μοναχών και να αλλάζει τόπο διαμονής, προκειμένου να διαφύγει τη σύλληψη και τον βέβαιο θάνατο. Η συμπαράσταση των Αιγυπτίων μοναχών στον εμπερίστατο Αθανάσιο υπήρξε πολύπλευρη και ουσιαστική, καθώς όχι μόνο κατάφεραν να διασφαλίσουν τη μυστικότητα των συνεχών μετακινήσεων και της φιλοξενίας του αρχιεπισκόπου, αλλά και να διευκολύνουν τόσο την έντονη συγγραφική του δραστηριότητα, όσο και τη σχεδόν απρόσκοπτη ποιμαντική στήριξη των ορθοδόξων της Αλεξάνδρειας, παρόλο που οι αρειανοί κατάφεραν να εκλέξουν κάποιον, επίσης Καππαδόκη, Γεώργιο ως διάδοχό του στις 24 Φεβρουαρίου 357 [Σωζομενός, Ιστορία, IV, 8-10. Historia Athanasii, 5, Fromen, Ηistoria Αcephala, σ. 72-73. Ιστορία Πατρ. Αλεξανδρείας,8, Evetts, ΡΟ 1 (1907), σ. 415. Τον Γεώργιο χαρακτηρίζει ο Γρ. Θεολ., (Εις Αθανάσιον, 16) : «τέρας Καππαδόκιον, πονηρὸν τὸ γένος, πονηρότερον τὴν διάνοιαν»], ο οποίος, αν και εκδιώχθηκε έπειτα από εξέγερση στις 2 Οκτωβρίου 358, επανήλθε κατόπιν για να δολοφονηθεί άγρια στις 24 Δεκεμβρίου 361 από εξαγριωμένους εθνικούς (Historia Athanasii, 8, Fromen, Ηistoria Αcephala, σ. 74. Σωκράτης, Ιστορία, ΙΙΙ, 2).

           Η ταραχώδης χρονική περίοδος από το 356 μέχρι το 361 ωστόσο, υπήρξε, παρά τις ποικίλες δυσκολίες που αντιμετώπισε, εξαιρετικά γόνιμη συγγραφικά για τον αρχιεπίσκοπο Αθανάσιο, αφού συνέθεσε κάποια από τα πλέον σημαντικά του έργα, που αφορούσαν στη υπεράσπιση της συνόδου και της πίστης της Νίκαιας έναντι της αρειανικής κακοδοξίας. Ειδικότερα, κατά τα έτη 357/58 απηύθυνε μια σύντομη επιστολή [PG 25, 692-695. Opitz, Werke, Bd. II (1935/41), σ. 181-183] προς τους μοναχούς της αιγυπτιακής ερήμου εναντίον των αρειανών, αλλά και μία μακροσκελή επιστολιμαία διατριβή με τίτλο «περί των γεγενημένων παρά των αρειανών επί Κωνσταντίου» [PG 25, 691-796. Opitz, Werke, Bd. II (1935/41), σ. 183-230], γνωστή και ως Historia Arianorum (Ιστορία Αρειανών), στην οποία καταδίκαζε με έντονο τρόπο τις ενέργειες του αυτοκράτορα Κωνσταντίου στη Δύση. Το 358 συγγράφει επίσης τον δεύτερο απολογητικό του λόγο «κατά Αρειανών» [PG 25, 248-409. Opitz, Werke, Bd. II (1935/41), σ. 87-168], καθώς και την απολογία του «προς τον βασιλέα Κωνστάντιον» [PG 25, 596-641. Opitz, Werke, Bd. II (1935/41), σ. 87-168. Szymusiak, SCh 56bis (1987)]. Παράλληλα με τα αντιαρεινικά του έργα, ο αρχιεπίσκοπος συνέθεσε επίσης το 356/57 τον περίφημο βίο του Μ. Αντωνίου [PG 26, 837-976. Bartelink, SCh 400 (1994)], όπως επίσης και το 358/59 τις θεμελιώδεις για την πνευματολογία της Εκκλησίας και την προετοιμασία της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, «επιστολές προς Σεραπίωνα Θμούεως» [PG 26, 529-676. Lebon, SCh 15 (1947). Wyrwa, Epistulae IIV, Savvidis, Werke, Bd I/Ι, 4 (2010), σ. 387-446], όπου επιχείρησε να υπογραμμίσει το γεγονός, ότι από τις αποφάσεις της Νίκαιας προέκυπτε σαφώς πως και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι επίσης, όπως ο Υιός, κτίσμα και δημιούργημα του Πατέρα, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των αρειανών, αλλά Θεός. To 361 ο Αθανάσιος απευθύνει νέα παραινετική «εγκύκλιον επιστολήν» στους επισκόπους της Αιγύπτου και της Λιβύης [PG 25, 537-593. Metzler-Hansen-Savvidis, Epistula, Tetz, Werke, Bd. I, fasc. 1 (1996), σ. 1-64] να μην υπογράψουν διαφορετικό σύμβολο από αυτό της Νίκαιας, αλλά και μετά το θάνατό του Κωνσταντίου Β΄ και πριν από την επάνοδό του στην Αλεξάνδρεια το 361/62 συνέθεσε την πολυσήμαντη επιστολιμαία διατριβή «περί των γενομένων εν τη Αριμίνω …και εν Σελευκία …συνόδων» [PG 26, 681-793. Opitz, Werke, Bd. II (1935/41), σ. 231-278. Annick-Morales, SCh 563 (2013)], αξιολογώντας από ορθόδοξη σκοπιά το έργο των συνόδων στο Rimini και στη Σελεύκεια το 359 (Θεοδώρητος, Ιστορία, ΙΙ, 21).

.       Ο θάνατος του Κωνστάντιου Β΄ και η ανάρρηση στον αυτοκρατορικό θρόνο του Ιουλιανού (361-363) τον Νοέμβριο του 361 οδήγησε στην προσωρινή λήξη της εξορίας του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, εφόσον ο εθνικών φρονημάτων νέος αυτοκράτορας χορήγησε αμνηστία στους εξόριστους από τον προκάτοχό του ορθοδόξους, ώστε ο Αθανάσιος να επανέλθει στην έδρα του στις 21 Φεβρουαρίου 362 (Historia Athanasii, 10, Fromen, Ηistoria Αcephala, σ. 75-76), όπου συγκάλεσε σύνοδο (Αθ., Τόμος προς Αντιοχείς, 9), εγκαινιάζοντας μια νέα προσπάθεια καταλλαγής και συνδιαλλαγής με τους αρειανίζοντες, επιχειρώντας μάλιστα να διευκολύνει την επάνοδο στην Εκκλησία όσων από αυτούς φρονούσαν ορθόδοξα περί του Υιού, αλλά δίσταζαν να χρησιμοποιούν τον όρο «ομοούσιος», συντάσσοντας και αποστέλλοντας τον περίφημο «τόμον προς Αντιοχείς» [PG 26, 796-809. Brennecke et al., Werke, III/I (2014), σ. 592-603]. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα, κατέβαλε επιπλέον προσπάθεια να καταδείξει και το γεγονός της έμμεσης παραδοχής της θεότητας του Αγίου Πνεύματος με βάση το Σύμβολο της Νίκαιας, αλλά και να ζητήσει την μη περαιτέρω συζήτηση για τον όρο «υπόστασις», τον οποίο ταύτιζε με την ουσία, χωρίς όμως να εμποδίζει τη χρήση της φράσης «τρεις υποστάσεις», όταν αυτή χρησιμοποιούνταν για τα πρόσωπα της αγίας Τριάδος, όπως επίσης και να αντιμετωπίσει τον πρώιμο Απολιναρισμό, με την προβολή των όρων του Συμβόλου της Νίκαιας για τον Ιησού Χριστό ως «σαρκωθέντα» και «ενανθρωπήσαντα», αλλά και να διατυπώσει τις ουσιώδεις προϋποθέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη θεολογική βάση για την ενότητα Ανατολής και Δύσεως στην πίστη.

         Το γεγονός ωστόσο, ότι ο αρχιεπίσκοπος, παράλληλα με το θεολογικό, συνέχιζε και το ποιμαντικό του έργο, επιδιδόμενος ιδιαίτερα στην κατήχηση εθνικών γυναικών της αλεξανδρινής αριστοκρατίας, προκάλεσε της οργή του, ευαίσθητου στην προσέλκυση εθνικών στον χριστιανισμό, αυτοκράτορα Ιουλιανού, ο οποίος έδωσε εντολή όχι μόνο να εκδιωχθεί ο Αθανάσιος από την Αλεξάνδρεια, αλλά και να συλληφθεί και να εκτελεστεί («αναιρεθήναι») [Σωζομενός, Ιστορία, V, 15. Σωκράτης, Ιστορία, IΙΙ, 14]. Η δυσμενής αυτή εξέλιξη οδήγησε τον αρχιεπίσκοπο στην απόφαση να εγκαταλείψει και πάλι στις 24 Οκτωβρίου 362 την έδρα του και να κατευθυνθεί με ευάριθμη συνοδεία ακτοπλοϊκώς μέσω Νείλου προς τη Θηβαΐδα. Σε καταδίωξη τους, μάλιστα, από άλλο πλοίο με στρατιωτικό απόσπασμα που επιδίωκε να φονεύσει τον Αθανάσιο, το πλήρωμα του πλοίου που τον μετέφερε, εκμεταλλευόμενο την πλούσια βλάστηση εντός του ποταμού, κατόρθωσε να μεταβάλλει, χωρίς να γίνει αντιληπτό, πορεία και να κατευθυνθεί προς Αλεξάνδρεια, αλλά και το πλήρωμά του κατόρθωσε στη συνέχεια να αποπροσανατολίσει τους ερχόμενους από την αντίθετη κατεύθυνση διώκτες τους, ώστε ο αρχιεπίσκοπος να επιστρέψει ασφαλής στην έδρα του, από όπου, μετά από σύντομη παραμονή στις παρυφές της, αναχώρησε και πάλι, λόγω σοβαρού κινδύνου να συλληφθεί, για την Θηβαΐδα και εγκαταστάθηκε κοντά στους Ταβεννησιώτες μοναχούς, οι οποίοι με τον ηγούμενο τους Θεόδωρο τον φιλοξένησαν για δέκα μήνες περίπου (Historia Athanasii, 12-13, Fromen, Ηistoria Αcephala, σ. 76-77).

          Η σύντομη διαδοχή του Ιουλιανού, που φονεύθηκε στις 26 Ιουνίου 363, από τον φιλορθόδοξο Ιοβιανό (363-364), τερμάτισε την εξορία του Αθανασίου [Ιστορία Πατρ. Αλεξανδρείας,8, Evetts, ΡΟ 1(1907), σ. 420. Φιλοστόργιος, Ιστορία, VΙΙΙ, 5], ο οποίος, έπειτα από απαντητική επιστολή που του απέστειλε [PG 26, 813-824], επισκέφθηκε επίσης τον νέο αυτοκράτορα στην Αντιόχεια, εξηγώντας του την εκκλησιαστικοθεολογική κατάσταση και λαμβάνοντας έγκριση για την τακτική που θα ακολουθούσε, αλλά και εφοδιάστηκε με επίσημα αυτοκρατορικά έγγραφα επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια τον Φεβρουάριο του 364 [Ιστορία Πατρ. Αλεξανδρείας,8, Evetts, ΡΟ 1(1907), σ. 421], εποχή δυστυχώς κατά την οποία ο Ιοβιανός πέθανε και τον διαδέχθηκε ο Bαλεντινιανός Α΄ (364-375), ο οποίος όρισε αύγουστο της Ανατολής τον αρειανόφρονα αδερφό του Βάλη (364-378) [Φιλοστόργιος, Ιστορία, VΙΙΙ, 8]. Η κατάσταση μεταβλήθηκε ριζικά για τους ορθοδόξους, δεδομένου ότι εξαπολύθηκαν απηνείς διώξεις εναντίον τους με διάταγμα που εξέδωσε στις 5 Μαΐου 365 ο νέος αυτοκράτορας, σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε να οδηγηθούν στην εξορία όσοι είχαν εξοριστεί από τον Κωνστάντιο (Historia Athanasii, 15, Fromen, Ηistoria Αcephala, σ. 81-82. Σωζομενός, Ιστορία, VI, 7. Σωκράτης, Ιστορία, IV, 2), μεταξύ των οποίων και ο σχεδόν εβδομηντάχρονος πλέον αρχιεπίσκοπος Αθανάσιος.

         Έτσι ο γηραιός ιεράρχης, επειδή μάλλον και παρά την υποκριτική υπόσχεση του επάρχου της Αλεξάνδρειας ότι το διάταγμα δεν επρόκειτο να εφαρμοστεί στην περίπτωση του, είχε πληροφορηθεί την επικείμενη σύλληψή του, εγκατέλειψε οικειοθελώς την έδρα του τη νύχτα της 5ης  Οκτωβρίου 365, κατά την οποία ο έπαρχος, πράγματι, επιχείρησε να τον συλλάβει κυκλώνοντας τον ναό του αγίου Διονυσίου, όπου επρόκειτο να τελέσει αγρυπνία. Ο Αθανάσιος όμως, όχι μόνο δεν βρισκόταν στον ναό, αλλά είχε φυγαδευθεί ήδη και κρυβόταν στην Αλεξάνδρεια και μάλιστα «εν πατρώω μνήματι» (Σωκράτης, Ιστορία, IV, 13. Historia Athanasii, 16, Fromen, Ηistoria Αcephala, σ. 82-83) στο κοιμητήριο της πόλεως προφανώς, όπου διατηρούσε πιθανότατα τάφο η οικογένειά του και θα λογιζόταν ως άσυλο σε περίπτωση επικείμενης απόπειρας συλλήψεώς του. Η νέα αυτή περιπέτεια του αρχιεπισκόπου είχε διάρκεια τέσσερις μήνες περίπου, καθώς αμνηστεύθηκε τελικά από τον Bάλη (Historia Athanasii, 17, Fromen, Ηistoria Αcephala, σ. 83) και επανήλθε στα καθήκοντά του την 1η Φεβρουάριου του 366, χωρίς να απομακρυνθεί πλέον μέχρι το θάνατό του το 373 από την έδρα του, εκτός από ένα σύντομο διάστημα, τον Σεπτέμβριο του 367, οπότε ο αρειανός επίσκοπος Λούκιος προσπάθησε να τον εκθρονίσει (Historia Athanasii, 18, Fromen, Ηistoria Αcephala, σ. 84).

           Από την τελευταία περίοδο του βίου του Μ. Αθανασίου είναι αξιοσημείωτη η προσπάθειά του από το 370 και έπειτα για τη λύση του Αντιοχειανού Σχίσματος, χωρίς όμως να πάψει να υποστηρίζει και να συμπαθεί τους, υπό τον τότε επίσκοπό τους Παυλίνο, σχισματικούς ουσιαστικά Ευσταθιανούς. Για τον λόγο αυτό και παρά τις εκκλήσεις του Μ. Βασιλείου, ο γηραιός αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας δεν μπόρεσε να αποδεχθεί ως κανονικό επίσκοπο Αντιοχείας τον Μελέτιο, αλλά ούτε και να αναγνωρίσει την καταδίκη ως κακόδοξου του φίλου του Μαρκέλλου Αγκύρας, τον οποίο θεωρούσε ένθερμο αντιαρειανό και βαθιά προσηλωμένο στις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Έτσι, χωρίς να περιστείλει το ποιμαντικό του έργο, αλλά και τον αγώνα του για τη στερέωση της ορθόδοξης πίστης εναντίον των αρειανών, αφού συνέθεσε το 368 δύο επιστολές προς τον ηγούμενο Ωρσίσιον [PG 26, 977-980], το 369/71 την πραγματεία «προς τους εν Αφρική επισκόπους» [PG 26, 1029-1048], την εκτεταμένη επιστολή προς τον επίσκοπο «Αδέλφιον» [PG 26, 1072-1084], αλλά και την περίφημη επιστολή του «προς Επίκτητον Κορίνθου» [PG 26, 1049-1069] περί το 371/72, πέθανε ειρηνικά στις 2 ή 3 Μαΐου του 373 στην Αλεξάνδρεια (Historia Athanasii, 19, Fromen, Ηistoria Αcephala, σ. 85), έπειτα από σαράντα οκτώ χρόνια περίπου στον αλεξανδρινό θρόνο, καθώς και οκτώ πριν από την επικύρωση της πίστης της Νίκαιας κατά τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο το 381 στην Κωνσταντινούπολη. Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία στις 18 Ιανουαρίου και στις 2 Μαΐου.

 

            Σημείωση: Πλήρη βιο-βλιογραφία για τον Μέγα Αθανάσιο, βλ. στο πρόσφατο λήμμα : π. Ευάγγελος Κ. Πριγκιπάκης, «Αθανάσιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας (295/96-373)», στο Α.Γ.Κ. Σαββίδη (επιμ.), Νέο Βιογραφικό Λεξικό Βυζαντίου[ΝΒΛΒ], τ. ΙΙ/ΙΙΙ, Αθήνα : Παπαζήσης, 2024, σ. 44-67.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια π. Ευάγγελε η εργασίας σας για τον άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας είναι καταπληκτική.