Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ κ. Βαρθολομαίου κατά τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου «Ἡ θεολογική παρακαταθήκη τοῦ πρωθιερέως Γεωργίου Φλωρόφσκυ»


  Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ κ. Βαρθολομαίου κατά τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου «Ἡ θεολογική παρακαταθήκη τοῦ πρωθιερέως Γεωργίου Φλωρόφσκυ» 
(Πόλις, 1η Σεπτεμβρίου 2019)

Προσφιλέστατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί Ἱεράρχαι,
Ἱερώτατε ἅγιε Περγάμου, Ἐπίτιμε Πρόεδρε τοῦ Συνεδρίου,
Ἐντιμολογιώτατε Διευθυντά τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν,
Ἐλλογιμώτατοι Κοσμήτορες καί ἐκπρόσωποι τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν,
Ἐλλογιμώτατοι καθηγηταί καί εἰσηγηταί,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες ὀφφικιάλιοι,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Σᾶς ὑποδεχόμεθα ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει καί σᾶς καλωσορίζομεν ἐγκαρδίως εἰς τήν Πόλιν τοῦ Κωνσταντίνου καί εἰς τό ἱστορικόν Κέντρον τῆς Ὀρθοδοξίας, διά νά τιμήσωμεν ὁμοθυμαδόν τήν συμπλήρωσιν τεσσαρακονταετίας ἀπό τῆς ἐκδημίας τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, μιᾶς ἐμβληματικῆς φυσιογνωμίας τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας, σπουδαίου μελετητοῦ τῶν Πατέρων, καθηγητοῦ καί συγγραφέως, ὀνομαστοῦ θεολόγου καί, κατά τόν μαθητήν αὐτοῦ ἅγιον Περγάμου, «οἰκουμενικοῦ διδασκάλου», πάμπολλα καί πολυτιμότατα προσενεγκόντος εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, εἰς τήν καλήν μαρτυρίαν αὐτῆς εἰς τήν ἐποχήν μας, ἀλλά καί εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν καί τήν εὐδόκιμον παρουσίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς αὐτήν. Τό «Λεξικόν τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως» τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ἀποκαλεῖ τόν Φλωρόφσκυ «παγκοσμίως ἀνεγνωρισμένον ὀρθόδοξον ἐκπρόσωπον εἰς τήν Οἰκουμενικήν κίνησιν».
Συνδιοργανωτής τοῦ Συνεδρίου εἶναι τό Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, τήν πεντηκονταετίαν λειτουργίας τοῦ ὁποίου ἑωρτάσαμεν πρό διετίας ἐν Θεσσαλονίκῃ.
Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πάντοτε ἐθεώρει τήν καλλιέργειαν «τοῦ καλλικάρπου δένδρου τῆς πατερικῆς σοφίας» ἔργον λυσιτελέστατον, καθ᾿ ὅτι εἰς τάς πατερικάς συγγραφάς «τά τῆς πίστεως ἡμῶν δόγματα καί ἠθικά διδάγματα τήν ἀρίστην καί τελείαν αὐτῶν εὖρον ἑρμηνείαν καί ἔκφρασιν», προέβη τό ἔτος 1965, εἰς τήν ἵδρυσιν τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν, μέ ἕδραν τήν Ἱεράν Πατριαρχικήν καί Σταυροπηγιακήν Μονήν τῶν Βλατάδων ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῆς Θεσσαλονίκης, μέ σκοπόν τήν μελέτην καί ἔρευναν τῶν ἔργων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πατερικῆς θεολογίας. Εἶναι βέβαιον ὅτι καί τό ἔργον τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ συνετέλεσεν εἰς τήν λῆψιν τῆς ἀποφάσεως ἐκείνης ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.
Ἡ ἀξιόλογος ἐκδοτική προσφορά, εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκουν τό περιοδικόν «Κληρονομία» καί ἡ σειρά «Ἀνάλεκτα Βλατάδων», ἡ ἐπανέκδοσις τῆς «Ἐκκλησιαστικῆς Ἀληθείας», τά πολύτιμα ἀρχεῖα μικροταινιῶν καί φωτογραφιῶν χειρογράφων, πού διασώζουν σπουδαίους καί σπανίους θησαυρούς τῆς πατερικῆς σοφίας, ἡ πλουσιωτάτη βιβλιοθήκη, ἡ πληθύς τῶν ὀργανωθέντων συνεδρίων, ἡμερίδων καί διαλέξεων, τά ἐρευνητικά προγράμματα καί ἄλλαι δραστηριότητες, συγκροτοῦν καί χαρακτηρίζουν τήν ταυτότητα τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν, τό ὁποῖον δικαίως ἀποτελεῖ καύχημα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.
Ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Διευθυντοῦ τοῦ Ἱδρύματος Ἐντιμολογιωτάτου Καθηγητοῦ κ. Συμεών Πασχαλίδου, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ἀνάμεσά μας ὡς μέλος τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Συνεδρίου καί ὡς ὁμιλητής, τιμῶμεν τούς Διευθυντάς καί πάντας τούς συντελεστάς τῆς καλῆς λειτουργίας καί δαψιλοῦς καρποφορίας του, τούς τε ζῶντας καί τούς μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένους.
Τό ἔργον τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ εἶναι καί θά παραμείνῃ καί διά τάς ἐπερχομένας γενεάς πηγή ἐμπνεύσεως καί προσανατολισμοῦ τῆς θεολογικῆς ἐργασίας. Κεντρικός ἄξων τῆς σκέψεως καί τῆς μαρτυρίας τοῦ Φλωρόφσκυ ἦτο ἡ «δημιουργική ἐπιστροφή εἰς τούς Πατέρας», διά τήν ὀρθήν κατανόησιν καί τήν ἐφαρμογήν τῆς ὁποίας ἠνάλωσε τήν ὑπερπεντηκονταετῆ ἐνασχόλησίν του μέ τήν θεολογίαν.
Οἱ Πατέρες εἶναι «μάρτυρες τῆς ὀρθῆς πίστεως» εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας. Διά τόν λόγον αὐτόν ἡ ἐπίκλησις τῶν Πατέρων δέν εἶναι μία ἀναφορά εἰς τό παρελθόν. «’Τό πνεῦμα τῶν Πατέρων’ εἶναι ἕνας οὐσιαστικός ὅρος ἀναφορᾶς στήν ὀρθόδοξη Θεολογία, ὄχι μικρότερης σημασίας ἀπό τόν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καί στήν πραγματικότητα δέν χωρίζεται ποτέ ἀπ᾿ αὐτόν». Ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων ἀποτελεῖ «μία μόνιμη λογική κατηγορία τῆς Χριστιανικῆς πίστεως». Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, «’τό ἕπεσθαι τοῖς Πατρᾶσι’ δέν σημαίνει ἁπλῶς νά παραθέτῃς τίς προτάσεις τους. Σημαίνει νά ἀποκτήσῃς τό πνεῦμα τους, τό φρόνημά τους».
Αὐθεντική Πατερική θεολογία εἶναι λόγος περί τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐν τῇ θεανθρωπίνῃ κοινωνίᾳ τῆς ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπον καί τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεόν. «Μέ τήν ἴδια της τήν ὕπαρξη ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ διαρκής μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐγγύηση καί ἡ ἀποκάλυψη τῆς νίκης καί τῆς δόξας του. Θά μπορούσαμε μάλιστα νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση ὅλου τοῦ ἔργου του. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἡ Ἐκκλησία». Νά θεολογῶμεν «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατρᾶσι» σημαίνει «νά ἐπιστρέψουμε κατά δημιουργικό τρόπο στήν ‘ἀρχαία’ ἐμπειρία, νά τήν ξαναζήσουμε στά βάθη τοῦ εἶναι μας καί νά ἐνσωματώσουμε τή σκέψη μας στή συνεχῆ δομή τῆς ἐκκλησιαστικῆς πληρότητας». Ἀξιοσημείωτος εἶναι ἐν τῷ πλαισίῳ τούτῳ ἡ ἄποψις τοῦ τότε καθηγητοῦ Joseph Ratzinger καί μετέπειτα Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ’, διατυπωθεῖσα εἰς ἄρθρον του εἰς τό Α’ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Κληρονομία» τό ἔτος 1969, ὅτι «ἡ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ποτέ δέν προσεπάθησε νά εἶναι κάτι διαφορετικόν ἀπό Πατερική Θεολογία».
Γεγονός καθοριστικῆς σημασίας διά τήν ἱστορίαν καί τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας εἶναι κατά τόν Φλωρόφσκυ ἡ σύζευξις Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, οἱ κύριοι συντελεσταί τῆς ὁποίας ἀνήκουν εἰς τήν χορείαν τῶν μεγάλων Ἑλλήνων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως γράφει, ἐπέτυχαν νά ἐκφράσουν ἀριστοτεχικῶς καί χωρίς μινιμαλιστικάς ἐναρμονίσεις, μέ τήν γλῶσσαν καί τήν ὁρολογίαν τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, «μία ἐξ ὁλοκλήρου καινούργια ἐμπειρία».
Ἡ «ἀπολογία ὑπέρ τοῦ Ἑλληνισμοῦ» ὡς «αἰώνιας κατηγορίας τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως», ἀναφέρεται εἰς «τόν Ἑλληνισμό τοῦ δόγματος, τῆς λειτουργίας, τῆς εἰκόνος». Ὁ Ἑλληνισμός «εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό ἕνας προσωρινός σταθμός στήν Ἐκκλησία». Ὁ Φλωρόφσκυ ὑπευνθυμίζει μέ ἔμφαση: «Τό ‘Εὐαγγέλιο’ καί ἡ χριστιανική θεολογία, ἅπαξ διά παντός, διατυπώθηκαν ἐξ ἀρχῆς μέ ἑλληνικές κατηγορίες. Πατερικότητα καί καθολικότητα, ἱστορικότητα καί Ἑλληνισμός εἶναι διαφορετικές ἀπόψεις ἑνός μοναδικοῦ καί ἀδιαίρετου δεδομένου». Ἐν τῇ συναφείᾳ ταύτῃ πρέπει νά κατανοῆται καί ἡ περίφημη φρᾶσις τοῦ Φλωρόφσκυ εἰς τό Α’ Θεολογικόν Συνέδριον τῶν Ἀθηνῶν τοῦ 1936: «Ἄς γίνουμε περισσότερο Ἕλληνες, διά νά εἴμεθα ἀληθινά καθολικοί, ἀληθινά Ὀρθόδοξοι».
Εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει «μία ἀπόλυτος πνευματική καί ὀντολογική ταυτότης», διασώζεται «ἡ αὐτή πίστις, τό αὐτό πνεῦμα, τό αὐτό ἦθος». Τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τρέφει καί ζωογονεῖ καί καθοδηγεῖ τήν Ἐκκλησίαν διηνεκῶς, καθ᾿ ὅλην τήν πορείαν της «μέ τήν αὐτήν ἀποτελεσματικότητα ὅσον καί κατά τήν ἀρχαιότητα». Συνεπής πρός τήν τοποθέτησιν ταύτην εἶναι ὁ προσδιορισμός τῆς θέσεως τῆς Βυζαντινῆς θεολογίας εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Φλωρόφσκυ. «Βυζαντινή θεολογία ἦταν πολύ περισσότερον ἀπό ἁπλή ‘ἐπανάληψη’ τῆς πατερικῆς θεολογίας, οὔτε ὅσα ἦταν νέα σέ αὐτήν ὑπολείπονται ποιοτικά σέ σύγκριση μέ τήν ‘χριστιανική ἀρχαιότητα’. Πράγματι, ἡ βυζαντινή θεολογία ἦταν μία ὀργανική συνέχεια τῆς πατερικῆς περιόδου».
Ἡ πιστότης τοῦ Φλωρόφσκυ εἰς τήν «παράδοσιν τῆς ἀληθείας» ὡς διαρκοῦς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὄχι μόνον δέν τόν ἐμπόδισε νά ἀσχοληθῇ μέ τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν, ἀλλά ἐνέπνευσε καί ἐτροφοδότησε τό ἐνδιαφέρον καί τήν προσφοράν του εἰς αὐτήν. Συμμετεῖχεν εἰς τόν διαχριστιανικόν διάλογον, εἶχε σημαντικόν ρόλον εἰς τήν ἵδρυσιν καί τήν ἀνάπτυξιν τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἐμελέτα τά ἔργα τῶν δυτικῶν θεολόγων, συνεζήτει μέ αὐτούς, παρέπεμπε χωρίς δισταγμόν εἰς τά κείμενά των καί ἀνεδείκνυε τήν ἀξίαν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας διά τήν ἀνακάλυψιν καί συνειδητοποίησιν τῆς κοινῆς κληρονομίας τῶν Χριστιανῶν.
Κατά τόν Φλωρόφσκυ, ὅλοι οἱ Χριστιανοί «κατά κάποιο τρόπο ἀνήκουν στόν ἴδιο πνευματικόν χῶρο». Δέν πρόκεται περί «παραλλήλων παραδόσεων», ἀλλά περί μιᾶς παραδόσεως, ἡ ὁποία ἠλλοτριώθη καί διεσπάσθη. Ὑπάρχει μία «ἀρχική συγγένεια στό κοινό παρελθόν», τήν ὁποίαν ὀφείλομεν νά ἐνθυμώμεθα πάντοτε. Παρά τάς ἰδιομορφίας των, «Ἀνατολή καί Δύση ἀνήκουν ὀργανικά μαζί στήν ἑνότητα τῆς Χριστιανοσύνης». Δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθοῦν καθ᾿ ἑαυτάς, δέν ἀποτελοῦν «ἀνεξαρτήτους μονάδας», δέν εἶναι αὐτάρκεις καί αὐτοερμηνευόμεναι. «Στή διαδρομή τῆς ἱστορίας τους ἔχουν περισσότερα σημεῖα ἐπαφῆς, παρά συγκρούσεις ἤ διαμάχες. Κάποιος θά μποροῦσε νά τίς ἀποκαλέσῃ πολιτισμικά ἀδελφές. Καί τολμῶ νά πῶ ὅτι αὐτές οἱ ἀδελφές ἦταν σιαμαῖες».
Ἀνατολή καί Δύσις εἶναι μέρη τοῦ ἑνός χριστιανικοῦ κόσμου, πού, κατά τό σχέδιον τοῦ Θεοῦ, «δέν ἔπρεπε νά εἶχε διασπασθῆ». «Ἡ τραγωδία τῆς διαιρέσεως εἶναι τό μεγαλύτερο καί κρισιμώτερο πρόβλημα τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας». Ἄν αὐτό κατανοηθῇ, τότε ὑπάρχουν βάσιμοι ἐλπίδες διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Εἰς τό θέμα τοῦτο καί τήν ἐπιτυχίαν αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει ἰδιαιτέραν ἁρμοδιότητα καί ἀποστολήν: «Εἶναι μία ζωντανή παρουσία μιᾶς ἀδιάσπαστης παραδόσεως στή θεολογική σκέψη καί στή λατρεία. Ἀντιπροσωπεύει ὄχι μιά ὁρισμένη «ἰδιαίτερη» παράδοση, ἀλλά τήν παράδοση τῶν αἰώνων, τήν παράδοση τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας». Ὅταν ὁ Φλωρόφσκυ διακηρύσσῃ ὅτι «ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν … σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία», ἐννοεῖ τήν ἐπιστροφήν εἰς ἐκείνην τήν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία ἐνσαρκώνει τήν ἀκλόνητον πιστότητα εἰς τήν κοινήν παράδοσιν τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας.
Αὐτήν τήν αὐτοσυνειδησίαν τῆς Ὀρθοδοξίας προέβαλε καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης. «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὗσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ αὐτῆς πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου ... Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη ‘ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως’, ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς».
Τοῦτο ὑπῆρξε τό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καθ᾿ ὅλην τήν μακράν συμμετοχήν του εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν, ὄχι ὡς ἁπλοῦς ἑταῖρος, ἀλλά ὡς εἷς ἐκ τῶν θεμελιωτῶν της. Χωρίς θεολογικούς μινιμαλισμούς, προσεγγίζομεν τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν ἐν τῇ ἱστορικῇ ἀναφορικότητι αὐτῆς πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, ἐν κοινῇ πεποιθήσει μετά τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὅτι «ὅλες οἱ δυνατότητες τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης μποροῦν νά φανερωθοῦν καί νά πραγματωθοῦν μόνο στό πλαίσιο μιᾶς σταθερῆς ἐπαφῆς μέ σύνολο τό χριστιανικό κόσμο». Πιστεύομεν ὅτι οἱ ἐπίσημοι διαχριστιανικοί θεολογικοί διάλογοι ἐνισχύονται διά τῆς συμβολῆς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ λόγου, διά τοῦ «διαλόγου τῆς ζωῆς» εἰς τόν καθημερινόν βίον τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί διά τῆς ἐπικοινωνίας καί τῶν συναντήσεων τῶν ἀρχηγῶν τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν Ὁμολογιῶν. Γενικώτερον, θεωροῦμεν ὅτι ἡ Οἰκουμενική Κίνησις ἀπελευθέρωσε ἀξιολόγους δημιουργικάς δυνάμεις ἐν τῷ χριστιανικῷ κόσμῳ.

Ἐκλεκτή ὁμήγυρις,

Ὁ λόγος τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι πολύ ἀληθινός, διά νά μείνῃ εἰς τό περιθώριον τῆς συζητήσεως περί τῶν μεγάλων συγχρόνων ἐρωτημάτων καί προβλημάτων. Ἄν καί καμμία περίοδος εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος δέν ὑπῆρξεν «εἰδυλλιακή», καί παρά τό γεγονός ὅτι δέν συνηθίζομεν νά κρίνωμεν τόν σύγχρονον πολιτισμόν ἐπί τῇ βάσει «ἁμαρτωλογικῶν κριτηρίων», ἐπιθυμοῦμεν νά ὑπενθυμίσωμεν ὅτι τά μεγάλα προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἀπόρροια τῶν λεγομένων «νεωτερικῶν ἁμαρτημάτων», πυρήν τῶν ὁποίων εἶναι ἡ αὐτοσωτηρική αὐτόνομος ἐλευθερία, τό «περίκλειστο ἄτομο» καί ὁ δικαιωματισμός του, ὡς καί ἡ θεώρησις τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης ὡς «ἤθους τῶν ἀδυνάτων». Εἰς αὐτόν, ὅμως, τόν κόσμον ζῇ καί κινεῖται καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ηὐλογήθη ὑπό τοῦ ἀγαθοδότου Θεοῦ νά εἶναι κληρονόμος καί φύλαξ τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, τήν ὁποίαν συγκροτοῦν οἱ Ἅγιοι καί οἱ Μάρτυρες τῆς πίστεως, ἡ λειτουργική ζωή, ἡ ἀδιάσπαστος ἑνότης τῆς πίστεως πρός τόν Θεόν καί τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον, ὁ ἔνθεος ζῆλος τοῦ ἱεροῦ κλήρου, οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες τῶν μοναχῶν καί τῶν μοναζουσῶν, ὁ σταυροαναστάσιμος βίος τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ χριστοτερπής διακονία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἡ ἐλπίς ζωῆς αἰωνίου.
Ἡ πρότασις ζωῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα εἰς τόν «μή – πολιτισμόν» τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, ὅπως τόν ἀποκαλεῖ ὁ καθηγητής Χρῆστος Γιανναρᾶς, καί ἀπέναντι εἰς τήν θρησκειοποίησιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος, εἶναι ὁ «πολιτισμός τοῦ προσώπου», ἡ ἐκκλησιοτραφής «κοινή ἐλευθερία», «ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε» (Γαλ. ε’, 1). Ὁ Χριστός εἶναι ἐλευθερωτής καί ἡ Ἐκκλησία Του εἶναι «κίνημα βιωμένης ἐλευθερίας». Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ στροφή πρός τό ἐγώ θεωρεῖται ἀπώλεια τῆς ἐλευθερίας, συρρίκνωσις τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ἡ ὑψίστη ἐλευθερία τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι τό «τέλος τοῦ δικαιώματος», τό ὁποῖον ταυτίζεται μέ τόν ἑαυτοκεντρισμόν καί τό «ζητεῖν τά ἑαυτοῦ». Ἡ ἐν Χριστῷ καί κατά Χριστόν ἐλευθερία δέν εἶναι μόνον θυσία τοῦ ἔχειν, ἀλλά «προπαντός τοῦ εἶναι» μας. Ὁ Χριστός ἀπορρίπτει, ἐκτός ἀπό τό «θησαυρίζειν ἑαυτῷ» (Λουκ. 12, 21) τοῦ ἄφρονος πλουσίου, καί τήν αὐτοδικαιωτικήν κενοδοξίαν τοῦ Φαρισαίου (Λουκ. 18, 9 – 14).
Αὐτό τό ἦθος τῆς ἐλευθερίας καί αἱ ἀξίαι τάς ὁποίας ἐνσαρκώνει, εἶναι ἀνάχωμα κατά τῆς συγχρόνου καταναλωτικῆς, οἰκονομοκεντρικῆς καί τεχνοκρατικῆς κουλτούρας. Ὁ ὀρθόδοξος τρόπος τοῦ βίου εἶναι μαρτυρία πολιτισμοῦ τῆς ἀλληλεγγύης, κοινοτικοῦ πνεύματος, ἀναστασίμου ἤθους καί ἀκλονήτου πίστεως εἰς τήν ἐσχατολογικήν «κοινήν ἀνάστασιν».
Ἡ ζωτική αὐτή μαρτυρία τῆς ἤδη συντελεσθείσης ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως τῆς προσδοκίας τῆς πληρώσεως τῆς Θείας Οἰκονομίας δέν εἶναι δυνατόν νά δοθῇ ἀπό μίαν «κλειστήν» καί σκυθρωπήν Ὀρθοδοξίαν. Ὁ λύχνος, ὁ τοποθετημένος «ὑπό τόν μόδιον» (Ματθ. ε’, 15), δέν φωτίζει. Ποτέ εἰς τήν ἱστορικήν της πορείαν, ἡ ἐσωστρέφεια δέν ἐξέφραζεν οὐσιαστικῶς τήν Ἐκκλησίαν καί δέν τήν ὠφέλησεν, ἀφοῦ ἡ κλειστότης δέν εἶναι ἡ ὀρθή κατανόησις τοῦ «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου» χαρακτῆρος της. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό «θαῦμα τοῦ Καινοῦ» ἐν τῷ κόσμῳ, δέν εἶναι «ἀντίπαλος» τῆς ἱστορίας, ἀλλά ὁ «ἐλευθερωτής» της.
Ἔκφρασις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία θεολογία μέ ὑπαρξιακόν βάθος καί μήνυμα, μία θεολογία, ἡ ὁποία ἀντλεῖ τάς ἀρχάς της ἀπό τήν ἀκένωτον πηγήν τῆς παραδόσεως καί τήν προσωπικήν μετοχήν εἰς τό ἐκκλησιαστικόν γεγονός. Κατά τόν Φλωρόφσκυ, κριτήριον γνησιότητος τῆς θεολογίας δέν εἶναι οὔτε ἡ ὑποκειμενική μας θεώρησις, οὔτε ὁ ἑκάστοτε πολιτισμός, ἀλλά ὁ Χριστός καί ἡ πιστότης εἰς Αὐτόν. «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν προσαρμόζεται οὔτε διαμορφώνεται διά τῶν παροδικῶν ἠθῶν καί ἀπόψεων μιᾶς ὁποιασδήποτε ἐποχῆς, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς δικῆς μας. Δυστυχῶς ὑπάρχει συχνά ἡ τάση νά μετροῦμε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ μέ τό δικό μας ἀνάστημα, ἀντί νά ἐλέγχουμε τό φρόνημά μας μέ τό ἀνάστημα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά καί τό ’μοντέρνο φρόνημα’ ἐπίσης ὑπόκειται στήν κρίση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ». Ὀρθῶς, ὁ «οἰκουμενικός διδάσκαλός» μας τονίζει ὅτι εἶναι «αὐταπάτη» νά πιστεύωμεν «ὅτι οἱ χριστολογικές διενέξεις τοῦ παρελθόντος εἶναι ἄσχετες πρός τή σύγχρονη κατάσταση. Στήν πραγματικότητα, συνεχίζονται καί ἐπαναλαμβάνονται στίς διενέξεις τῆς ἐποχῆς μας».
Ὁ θεράπων τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστήμης εἶναι παραδοσιακός καί πρωτοπόρος, ἤ ἀκριβέστερον: ἐπειδή εἶναι παραδοσιακός εἶναι καί πρωτοπόρος, καί ἐπειδή πρωτοπορεῖ, ἀντλεῖ οὐσιαστικά στοιχεῖα ἀπό τήν παράδοσιν. Ὁ γνησίως παραδοσιακός δέν εἶναι συντηρητικός. Ἐκτιμᾷ τό παλαιόν ὄχι ἐπειδή εἶναι παλαιόν, ἀλλά ἐπειδή εὗρεν ἐντός τοῦ παλαιοῦ χρονικῶς, τό ἀληθές ἀξιολογικῶς. Ἔχει ἐπίγνωσιν τοῦ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ἀνταποκριθῇ εἰς τήν ἀποστολήν του, ὅταν δέν αἰσθάνεται τόν παλμόν τῶν συγχρόνων του, ὅταν ἀγνοῇ τήν ἐποχήν του, μέσα εἰς τήν ὁποίαν καί διά τήν ὁποίαν ὀφείλει νά ἑρμηνεύσῃ τό Εὐαγγέλιον καί νά διατυπώσῃ τήν θεολογικήν ἀλήθειαν. Ὁ γνήσιος θεολόγος γνωρίζει ἐπίσης ὅτι τό «φονταμενταλιστικό παραλήρημα», εἶναι, εἰς τήν χριστιανικήν ἔκφρασίν του, ἡ μονοφυσιτίζουσα ἄρνησις τῆς οἰκουμενικότητος καί φωτεινότητος τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας.
Ἀνεξάντλητος πηγή θεολογικῆς ἐμπνεύσεως εἶναι τά ὑπέροχα κείμενα τῶν Πατέρων. Ὁ Φλωρόφσκυ ἐξῇρε συχνάκις τόν ὑπαρξιακόν χαρακτῆρα τῆς Πατερικῆς θεολογίας καί τήν συναρπαστικήν ἐπικαιρότητά της. «Συχνά διακατέχομαι», γράφει, «ἀπό ἕνα παράξενο συναίσθημα. Ὅταν μελετῶ τούς ἀρχαίους κλασικούς τῆς χριστιανικῆς θεολογίας, τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τούς βρίσκω περισσότερο σχετικούς μέ τά προβλήματα καί τίς ταλαιπωρίες τοῦ καιροῦ μου ἀπό ὅτι τήν παραγωγή τῶν νέων θεολόγων. Οἱ Πατέρες πάλευαν μέ ὑπαρξιακά προβλήματα, μέ τίς ἀποκαλύψεις τῶν αἰώνιων θεμάτων πού καταγράφηκαν στήν Ἁγία Γραφή. Θά διακινδύνευα νά διατυπώσω τή γνώμη ὅτι ὁ Ἅγ. Ἀθανάσιος καί ὁ Ἅγ. Αὐγουστῖνος εἶναι πολύ περισσότερο ἐνημερωμένοι ἀπό ὅτι πολλοί ἀπό τούς συγχρόνους μας θεολόγους. Ὁ λόγος εἶναι πολύ ἁπλός: ἀσχολοῦνταν μέ πράγματα καί ὄχι μέ χάρτες, ἐνδιαφέρονταν ὄχι τόσο πολύ μέ τό τί μπορεῖ νά πιστέψει ὁ ἄνθρωπος, ὅσο μέ τό τί ἔχει πράξει ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο». Εἰς τά κείμενα τῶν Πατέρων δέν ὑπάρχουν βεβαίως ἕτοιμοι συνταγαί καί ἀπαντήσεις. Ἀπαιτεῖται μελέτη, ἐπισταμένη θεολογική ἐργασία, «γρήγορος νοῦς» καί «καθαρά καρδία» διά νά μᾶς ἀποκαλυφθῇ ὁ πλοῦτος τῆς Πατερικῆς σοφίας, διά νά εὕρωμεν τάς ἀπαντήσεις εἰς πολλάς παρανοήσεις τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας, αἱ ὁποῖαι κυκλοφοροῦν σήμερον ἐντός καί ἐκτός τοῦ χώρου τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τό γεγονός ὅτι αἱ αὐταί θέσεις, αἱ ὁποῖαι ἐμφανίζουν τήν Ὀρθοδοξίαν ὡς κλειστήν, ἐθνοκεντρικήν, ἄνευ πραγματικοῦ ἐνδιαφέροντος διά τόν διάλογον μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον καί διά τήν συνάντησιν μέ τόν σύγχρονον πολιτισμόν, διατυποῦνται ὑπό μέν τῶν ἐκτός μέ κριτικήν καί ἐπικριτικήν διάθεσιν, ὑπό δέ τῶν ἐντός ὡς ἔπαινος, ὡς χαρακτηριστόν τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου φρονήματος καί τῆς πιστότητος εἰς τήν παράδοσιν τῶν Πατέρων.
Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν τῶν προκλήσεων, κατανοοῦμεν ἅπαντες τήν σημασίαν τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς κοινῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς καί θεολογικῆς μαρτυρίας. Ζῶμεν ἐντόνως τάς διαφωνίας μεταξύ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τό θέμα τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν σύγχρονον κόσμον. Ἐβιώσαμε, πόσον εὔθραστος εἶναι ἡ πανορθόδοξος ἑνότης καί εἰς τήν περίπτωσιν τῆς συγκλήσεως καί πραγματοποιήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης, καθώς καί εἰς τό ζήτημα τοῦ Οὐκρανικοῦ αὐτοκεφάλου.
Δυστυχῶς, ἡ εὐχαριστιακή καί ἡ ἐσχατολογική ταυτότης τῆς Ἐκκλησίας ἀπειλοῦνται σήμερον ὄχι μόνον ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἐκκοσμικεύσεως, ἀλλά καί ἀπό τάσεις ἀγόνου πνευματικότητος καί εὐσεβείας ἐντός τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθώς καί ἀπό τάς ἐντάσεις εἰς τάς διορθοδόξους σχέσεις.
Καλούμεθα νά ὑπηρετήσωμεν τήν ἀλήθειαν τῆς εὐχαριστιακῆς πραγματώσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τήν Θείαν Εὐχαριστίαν τρέφεται ὁλόκληρος ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πνευματικότης καί ἡ ποιμαντική διακονία της. Τά πάντα εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἡ δομή, ἡ θεία λατρεία, ἡ διακονία, εἶναι φανέρωσις τῆς εὐχαριστιακῆς ταυτότητος αὐτῆς. Μόνον ἐάν ἡ Ἐκκλησία λειτουργῇ ὡς «εὐχαριστιακή κοινότης», ἀναδεικνύεται εἰς μεταμορφωτικήν δύναμιν καί εἰς τήν κοινωνίαν, ἐνδυναμοῦται ἡ μαρτυρία αὐτῆς ἐν τῷ κόσμῳ. Ὡς εὐχαριστιακή κοινότης τοποθετεῖ ἡ Ἐκκλησία τήν ἐλευθερίαν ἀπέναντι εἰς τόν νομικισμόν, τόν κοινοτισμόν καί τήν σχέσιν ἀπέναντι εἰς τόν ἀτομοκεντρισμόν, τήν μοναδικότητα καί ἀπόλυτον ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἀπέναντι εἰς τήν μαζοποίησιν καί τήν μετατροπήν τοῦ ἀνθρώπου εἰς μετρήσιμον μέγεθος καί ἀντικαταστατόν ἀντικείμενον.
Ἡ ἐργαλειοποίησις τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί ἡ μετατροπή της εἰς μέσον ἀσκήσεως ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς καί πιέσεων ἀποκαλύπτει ἀλλοτρίωσιν καί ἀπομάκρυνσιν ἀπό τάς βασικάς ἀρχάς τῆς Εὐχαριστιακῆς Ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία, ὁμοῦ μέ τήν «Ἐπιστροφήν εἰς τούς Πατέρας» καί τήν συνδεομένην μέ αὐτήν ἀνάπτυξιν τῆς θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ προσώπου, ἀποτελεῖ τήν καθοριστικήν σύγχρονον συμβολήν τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν χριστιανικήν θεολογίαν καί εἰς τόν πνευματικόν πολιτισμόν. Ὁ καθηγητής Χρῆστος Γιανναρᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ εἰς τό ἔργον του «Δρόμοι τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας», περιγράφει τήν πορείαν τῆς Ρωσσικῆς Χριστιανοσύνης μετά τήν Ἄλωσιν ὡς «ἀποξένωσιν ἀπό τήν πατερική ἑλληνικότητα», ὡς βαθμιαίαν ἀπώθησιν κάθε «καταλοίπου ἑλληνικότητος» εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ἐμπειρίαν, γεγονός τό ὁποῖον ἰσοδυναμεῖ μέ ἀπομάκρυσιν ἀπό τήν «λογικήν τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας» καί μέ σύνδεσιν τῆς χορηγηθείσης εἰς τήν Ρωσσικήν Ἐκκλησίαν Πατριαρχικῆς ἀξίας μέ «ἐθνοφυλετικάς φιλοδοξίας ἐξουσιαστικῆς αὐτονομίας». Τήν ἑλληνικήν, «πνευματική καθολικότητα», βλέπει ὁ κύριος Γιανναρᾶς ἐνσαρκωμένην καί ἐκπεφρασμένην εἰς τόν ὑπερεθνικόν θεσμόν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ ὁποῖος «ἀντιπροσωπεύει μία δυνατότητα ζωῆς πάντοτε ἐπίκαιρη».
Τήν ἐκκλησιολογικήν λειτουργικότητα τοῦ ὑπερεθνικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐξαίρει καί ὁ ἅγιος Περγάμου, λέγων: «Ἡ φύση τῆς διακονίας του καί ὁ προορισμός του εἶναι νά διακονεῖ ὅλους τούς ὀρθόδοξους, ἀνεξαρτήτως ἐθνικότητας, φυλῆς καί γλώσσας, καί γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά συνδεθεῖ μέ χώρους καί περιβάλλοντα στενά ἐθνικά. Ἡ θεία Πρόνοια τό ἔταξε ἐκεῖ πού εἶναι, γιά νά μήν μπορεῖ κανείς νά διαβάλει καί νά ἀμφισβητεῖ τόν ὑπερεθνικό του χαρακτήρα, βάσει τοῦ ὁποίου καί καλεῖται νά διαδραματίσει ἀποφασιστικόν ρόλο στίς ἡμέρες μας». Ἡ λύσις τῶν τρεχόντων προβλημάτων τῆς Ὀρθοδοξίας δύναται νά ἐπιτευχθῇ μόνον μέ ἀπόλυτον πιστότητα εἰς τήν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐφαρμογήν τῶν θεολογικῶν, κανονικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν κριτηρίων. Ἐάν Ἀνατολή καί Δύσις δέν εἶναι δυνατόν, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Φλωρόφσκυ, νά ὑπάρξουν ὡς ἀνεξάρτητοι μονάδες, εἶναι ἀδιανόητον, αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι νά λειτουργήσουν ὡς αὐτάρκεις ὀντότητες, χωρίς νά ἀλλοιωθῇ ὁ πυρήν τῆς Ἐκκλησιολογίας καί ἡ ζωτική ἀρχή τῆς συνοδικότητος.
Περαίνοντες τόν λόγον, εὐχαριστοῦμεν πάντας ὑμᾶς, τούς προσφιλεστάτους ἀδελφούς Ἱεράρχας, τούς ἐκπροσώπους τῶν πνευματικῶν καθιδρυμάτων, τούς ἐγκρίτους καθηγητάς καί εἰσηγητάς καί πάντας τούς συμμετέχοντας εἰς τό συνέδριον τοῦτο, εὐχόμενοι σοφάς εἰσηγήσεις, ζωηράς συζητήσεις, ἐποικοδομητικά συμπεράσματα καί κατά πάντα ἐπιτυχῆ διεξαγωγήν αὐτοῦ. Τήν εὐαρέσκειαν τῆς ἡμῶν Μετριότητος ἐκφράζομεν πρός τόν Ἐπίτιμον Πρόεδρον τοῦ Συνεδρίου, Ἱερώτατον Μητροπολίτην Περγάμου κύριον Ἰωάννην, πρός τά μέλη τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς καί τῆς Ἐκτελεστικῆς Γραμματείας, καί πρός πάντας τούς συμβαλόντας εἰς τήν προετοιμασίαν αὐτοῦ, καταστέφοντες δέ ὑμᾶς διά τῆς Πατριαρχικῆς ἡμῶν εὐλογίας, ἐπικαλούμεθα ἐπί πάντας τήν σοφόδωρον χάριν καί τόν φωτισμόν τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας.
____

[1] Βλ. Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου, «π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὁ οἰκουμενικός διδάσκαλος», ἐν: π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Μιά ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, (μετάφρ. Ἰ. Κ. Παπαδόπουλος), ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σ. 129 – 159.
[2] «Florovsky, Georges Vasilievich», Dictionary of the Ecumenical Movement, WCC Publications, Geneva 2002, σ. 477.
[3] Πατριαρχικός καί Συνοδικός Τόμος, 16 Ἀπριλίου 1965, ἀριθμ. Πρωτ. 220.
[4] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, (μετάφρ. Π. Κ. Πάλλη), ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 24.
[5] Ὅ. π., σ. 18.
[6] Ὅ. π..
[7] Ὅ. π., σ. 17.
[8]  Ὅ. π., σ. 19 – 20.
[9] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, σ. 20.
[10] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σ. 229 – 230.
[11] Joseph Ratzinger «Die Bedeuhung der Väter für die gegenwärtige Theologie», Κληρονομία, τόμος 1, τεῦχος Α’, Θεσσαλονίκη 1969. σ. 15 – 38, ἐδῶ σ. 22.
[12] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Δημιουργία καί ἀπολύτρωση, (μετάφρ. Π. Κ. Πάλλη), ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 37.
[13] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σ. 230.
[14] Ὅ. π., σ. 226.
[15] Ὅ. π., σ. 227.
[16] Ὅ. π..
[17] Ὅ. π., σ. 227 – 228.
[18] George Florovsky, «Patristics and Modern Theology», ἐν: Procès-Verbaux du Premier Congrès de Théology Orthodoxe à Athènes (29 Nov. – 6 Déc. 1936), (ἐπιμ. Hamilcar S. Alivisatos), Athènes 1939, σ. 242.
[19] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σ. 15.
[20] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση, (μετάφρ. Παναγιώτα Μικροπανδρεμένου), ἐκδ. Ἀθανασίου Ἀλτιντζῆ, Θεσσαλονίκη 2018, σ. 47.
[21] Ὅ. π., σ. 194.
[22] Ὅ. π., σ. 32.
[23] Ὅ. π., σ. 33.
[24] Ὅ. π..
[25] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Ἡ κληρονομιά καί ὁ σκοπός τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας», Θεολογία, τόμος 81, τεῦχος 4, Ὀκτώβριος – Δεκέμβριος 2010, σ. 21- 29, ἐδῶ σ. 22.
[26] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση, σ. 33 – 34.
[27] Ὅ. π., σ. 34.
[28] Ὅ. π..
[29] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σ. 219.
[30] «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», παρ. 1 καί 4.
[31] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Ἡ κληρονομιά καί ὁ σκοπός τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας», σ. 29.
[32] Βλ. Χρήστου Γιανναρᾶ, «Εἰς ἄτοπον οἰκολογία καί Χριστούγεννα», ἐφημ. Ἡ Καθημερινή, 23-12-2007.
[33] π. Μιχαήλ Καρδαμάκη, Ἡ ἀλήθεια γιά τήν ἐλευθερία. Ἀπό τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωποθεοῦ στήν ἐλευθερία τοῦ Θεανθρώπου, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1985, σ. 16.
[34] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση, σ. 37 – 38.
[35] Ὅ. π., σ. 44.
[36] Ὅ. π., σ. 47.
[37] Χρῆστος Γιανναρᾶς – Norman Russell σέ διάλογο, Ἡ μεταφυσική ὡς πρόκληση ἐπικαιρική, ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 2018, σ. 187.
[38] Ὅ. π., σ. 186.
[39] Ὅ. π., σ. 184 – 185.
[40] Χρήστου Γιανναρᾶ, Τό προνόμιο τῆς ἀπελπισίας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1973, σ. 107.
[41] Ὅ. π., σ. 109.
[42] Μητροπολίτου Γέροντος Περγάμου Ἰωάννου, Κόσμου Λύτρον. Τά Ἀγαθονίκεια ἤτοι κείμενα θεολογικά περί τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καί τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Εὐργέτις, Μέγαρα 2014, σ. 279.

Δεν υπάρχουν σχόλια: