ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΚΟΝΗ ΤΩΝ ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΩΝ
Αν και
χειμώνας, ο καιρός ήταν καλός. Είπε να κατηφορίσει με τα πόδια τη λεωφόρο αντί
να περιμένει το λεωφορείο.
Τα σκαρφαλωμένα
στους στύλους αστέρια των Χριστουγέννων, που ξόδεψαν πολλές κιλοβατώρες κατά
τις μέρες των εορτών για να φωτίσουν το κενό των περαστικών, πλέον είναι σβηστά
- χαρά σε αναστολή, δεμένη με tire up. Κατεβάζοντας το κεφάλι, το βλέμμα
κεντρίζουν ορισμένα εναπομείναντα έλατα, μέχρι πριν λίγο πλουμιστά και
φωταγωγημένα μα πλέον ξερά και γυμνά, σαν όρθια ψαροκόκκαλα δίπλα στους κάδους
σκουπιδιών.
Τα φωτάκια στα
μπαλκόνια αποκαθηλώθηκαν, οι καταθέσεις στους λογαριασμούς μειώθηκαν, τα κιλά
στη ζυγαριά αυξήθηκαν, οι ξενιτεμένοι φίλοι επέστρεψαν. Ήρθαν και έφυγαν τα
Χριστούγεννα, μπήκε ο νέος χρόνος, οι βιτρίνες θα γεμίσουν αγιοβαλεντίνικες
καρδιές κι έπειτα αποκριάτικα και μετά λαμπάδες και κόκκινα αυγά κι αργότερα
μαγιό και σαγιονάρες κι ύστερα σχολικά και ξανά χριστουγεννιάτικα κ.ο.κ.…
«Πόσο αμείλικτα
κυλά ο χρόνος;» σκέφτηκε.
«Τι νόημα έχει
όλος αυτός ο κύκλος, ξανά και ξανά;».
«Σε τελική ανάλυση τι σημαίνει για μένα ότι γεννήθηκε και σταυρώθηκε ο Χριστός;»