Περί της ανακομιδής αυτής των ιερών λειψάνων του αποστόλου Ανδρέου εκ Κων)πόλεως εις Αμάλφην και της πομπής καταθέσεως αυτών εις τον εκεί μητροπολιτικόν ναόν του Αγίου Ανδρέου συνέταξε λεπτομερή έκθεσιν ο λόγιος αρχιδιάκονος της Εκκλησίας αυτής Ματθαίος, Αμαλφιτανός ή Αμαλφίτης, όστις είναι ολίγον μεταγενέστερος των γεγονότων. Ο Σπύρος Λάμπρος γράφων περί της ανακομιδής της αγίας Κάρας του Πρωτοκλήτου εκ Πατρών εις Ρώμην –κατά τον 15ον αιώνα- λέγει: « Αλλά το εις την Αμάλφην ανακομισθέν λείψανον εστερείτο της κάρας, ήτις εκ Κων)πόλεως εν χρόνω αγνώστω, ουκ απιθάνως δε επί του φίλου της πλούσιας Δανιλήδος αυτοκράτορος Βασιλείου του Μακεδόνος, είχεν αποσταλή εις τας Πάτρας την πόλιν, εν ή ο Απόστολος είχεν αξιωθή του μαρτυρίου. Εκεί δε ευρίσκετο, φυλασσομένη εν τω από αρχαίων χρόνων εκτισμένω παραθαλασσίω ναού του Αγίου Ανδρέου, εν ω ήδη Βασίλειος ο Μακεδών κατά την εις Πάτρας επίσκεψιν αυτού έτη τινά προ της εις τον θρόνον αναβάσεως είχε προσκυνήσει το κενοτάφιον του Πρωτοκλήτου».
Την εργασίαν του Ματθαίου αυτήν έχει δημοσιεύσει ο αείμνηστος ούτος ιστορικός, καθηγητής της Ιστορίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πολυγραφώτατος ερευνητής των μεσαιωνικών κυρίως χρόνων, ο Σπύρ. Λάμπρος (1) εις το υπ` αυτού τότε εκδιδόμενον επιστημονικόν περιοδικόν «Νέος Ελληνομνήμων», τομ. 10ον, (1915), σελ.33 και εξής. Το μέρος τούτο ως επίκαιρον ανεδημοσίευσεν εις ίδιον τεύχος ο εν Πάτραις διευθυντής του «Αρεθείου» εκπαιδευτηρίου κ. Γεωργ. Π. Μπούρας (Πάτραι 1964) «τη ευγενεί εγκρίσει των κληρονόμων πνευματικής ιδιοκτησίας θυγατέρων του Σ. Λάμπρου, κ. Λίνας Π. Τσαλδάρη και Χαρ. Κ. Μαλάμου» επί τη επιστροφή της τιμίας Κάρας εκ Ρώμης εις Πάτρας την 26ην Σεπτεμβρίου 1964, και υπό τον τίτλον «Το ιστορικόν της Κάρας του Αποστόλου Ανδρέου». Εκεί αναγράφονται και αι εκδόσεις της εκθέσεως Ματθαίου υπό διαφόρων ερευνητών της Ιστορίας (σελίς 5).
Κατ` αυτόν τον τρόπον τα ιερά λείψανα του Πρωτοκλήτου μετηνέχθησαν με πάσαν πομπήν και επισημότητα εις την Αμάλφην της Ιταλίας, όπου και μέχρι σήμερον είναι αποθησαυρισμένα, μεγάλως τιμώμενα και επαξίως προσκυνούμενα. Δια δε τα άγια λείψανα των άλλων δύο αποστόλων Λουκά και Τιμοθέου, που και εκείνα είχον αποθησαυρισθή εις τον αυτόν ιερόν ναών των αγίων Αποστόλων Κων)πόλεως, ως ελέχθη, η Ιστορία και η Παράδοσις λέγουν, ότι αυτά δεν τα έθιξαν οι Σταυροφόροι του 1204.
Μια παράδοσις λέγει, ότι όταν ο Μωάμεθ ο Πορθητής διέταξε την κατεδάφισιν του ναού των αγίων Αποστόλων και την εκεί ανέγερσιν τεμένους Οθωμανικού (2), ο Έλλην αρχιτέκτων Χριστόδουλος, το έτος 1454, μετέφερε και τα λείψανα ταύτα εις τον ναόν της Αγίας Θεοδοσίας, όστις υποτίθεται, ότι είναι ο μετέπειτα μετατραπείς εις τζαμί και αυτός υπό την επωνυμίαν Γκιούλ-τζαμί (1).και μαρτυρεί ο αείμνηστος ειδικός Βυζαντινολόγος, διεθνούς δε φήμης και ακαδημαικός, Ξενοφών Σιδερίδης (1851-1929)εις ειδικήν πραγματείαν επιγραφομένην «Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου θάνατος, ταφή και σπάθη» και δημοσιευθείσαν εις το εν Αθήναις εκδιδόμενον άλλοτε επιστημονικόν περιοδικόν «Μελέτη» (τόμ. Έτους 1908, σελ. 136), ότι επισκεφθείς το έτος 1906 το ναόν της αγίας Θεοδοσίας παρετήρησεν εις μίαν κρύπτην αυτού ένα μνήμα και επάνω εις αυτό μίαν επιγραφήν εις γλώσσαν Αραβικήν – την ιεράν του Κορανίου-, την οποίαν και αντέγραψεν, έχουσαν δε ούτως:
«Μερκάτ- τι χαβαριούν ασχάμπ
Γιουσούχ- Αλέια ελ- σελάμ».
Δηλαδή
«Μνήμα των αποστόλων μαθητών
του Ιησού- Αυτώ η προσκύνησις».
Άλλοι πάλι ανέγνωσαν την επιγραφήν αυτήν διαφοροτρόπως. Όλοι όμως συμφωνούν, ότι πρόκειται περί μνήματος, ένθα τα λείψανα μαθητών του Χριστού. Και κατά την Παράδοσιν, του Λουκά και του Τιμοθέου. Αλλά ας επανέλθωμεν εις τα λείψανα του Πρωτοκλήτου αποστόλου Ανδρέου, από τα οποία μας απεμάκρυνε η ρύμη του λόγου. Και ας αφήσωμεν αυτά να αναπαύονται εις τον μητροπολιτικόν ναόν της Αμάλφης, χωρίς την Κάραν, την κεφαλήν δηλαδή. Διότι κατά την μαρτυρίαν του Αμαλφίτου Ματθαίου εκεί μετεφέρθησαν, ως ελέχθη , χωρίς αυτήν. Σκήνωμα ακέφαλον.
Επί δύο κατόπιν αιώνας, από του 1204 έως του 1400, δεν υπάρχουν κείμενα ομιλούντα δια το ιερόν λείψανον του Αποστόλου. Ούτε δια το σκήνωμά του ούτε δια την τιμίαν Κάρα αυτού. Και ούτω φθάνομεν εις τα χρόνια της αλώσεως της Κων)πόλεως και όλης της Ελλάδος και του απεράντου Βυζαντινού Κράτους υπό των Τούρκων το έτος 1453. ο Γεώργιος Φραντζής είναι ο ιστορικός των χρόνων εκείνων, ο σύγχρονος με τα γεγονότα (1401 έτος γεννήσεως, το δε έτος του θανάτου του αγνοείται). Εχρημάτισεν αξιωματούχος της αυλής του Βυζαντίου επί Μανουήλ και Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Διέτριψεν εις την Πελοπόννησον, όπου και έδρασεν ως στρατιωτικός, το δε έτος 1431 διωρίσθη διοικητής των Πατρών. Μετά βίον περιπετειώδη κατέκηξεν εις την Κέρκυραν, όπου εκάρη μοναχός και εκεί συνέγραψε το «Χρονικόν» του, το έτος 1467, όπου περιγράφει και αφηγείται τα σύγχρονα γεγονότα της αλώσεως της Κων)πόλεως κ.τ.τ από του 1258 μέχρι του 1467.
Ο Φραντζής είναι ο μόνος ιστορικός, που μας αφηγείται τα κατά το ιερόν λείψανον της τιμίας Κάρας του αποστόλου Ανδρέα, ευρισκομένης τότε εις τας Πάτρας της Αχαΐας. Και είναι ο κυριότερος αυτόπτης μάρτυς της πολυκυμάντου εκείνης εποχής εν Πελοποννήσω ότε άρχοντες ήσαν αυτής οι τρεις αδελφοί Παλαιολόγοι Θεόδωρος, Κωνσταντίνος και Θωμάς, τέκνα του Μανουήλ του Β΄αυτοκράτορος Κων)πόλεως (1391-1425), τον οποίον αποθανόντα διεδέχθη ο αδελφός του Κωνσταντίνος (1425-1448), ο μάρτυς βασιλεύς των θρύλων. Οι Παλαιολόγοι ούτοι κατέλυσαν το Φραγκικόν Πριγκιπάτον της Αχαίας και διεμοιράσθησαν την Πελοπόννησον μεταξύ των. Ο Θωμάς έλαβε μέρος εις την εκστρατείαν του αδελφού του Ιωάννου Η΄κατά των Φράγκων και πολιορκήσας την Χαλανδρίτσαν ηνάγκασε τον Φράγκον Ζαχαρία Κεντυρίωνα Β΄να παραδοθή, έλαβε δε παρ` αυτού ως σύζυγον την αδελφήν του Αικατερίναν και ωνομάσθη βαρώνος της Κυπαρισίας. Κατόπιν δε από τον αδελφόν του Θεόδωρον, δεσπότην του Μιστρά, έλαβε τον τίτλον του δεσπότου των Καλαβρύτων και των Πατρών. Ο οίκος Παλαιολόγων διεσπάρη ανά την Δύσιν, μετά την παντελή επικράτησιν των Τούρκων εν Ελλάδι.
Ο Θωμάς Παλαιολόγος ήτο ανήρ γενναίος και δραστήριος, εστερείτο όμως της απαιτούμενης συνέσεως προς αντιμετώπισιν των δυσχερών περιστάσεων, υπό τας οποίας εβρέθη, ιδίως έναντι των Τούρκων επιδραμόντων προς κατάκτησιν της Πελοποννήσου μετά την άλωσιν της Κων)πόλεως, το έτος 1458- 1460. Τότε έλαβε μέτρα σπασμωδικά και με αστόχους ενέργειες επετάχυνε την υποδούλωσιν ολοκλήρου της Πελοποννήσου. Όταν δε ο Μωάμεθ Β΄εισέβαλεν εις την Πελοπόννησον μετά ισχυρών δυνάμεων, ο μεν δεσπότης του Μιστρά Δημήτριος έσπευσε να παραδοθή άνευ όρων, ο δε Θωμάς να καταφύγη εις Κέρκυραν οικογενειακώς, συναποκομίζων εκ Πατρών την τιμίαν Κάραν Ανδρέου του Πρωτοκλήτου. Εγκαταλείψας δε εις την Κέρκυραν την οικογένειά του επέρασεν εις την Αγκώνα και την Ενετίαν και τέλος έφθασεν εις την Ρώμην ζητών βοήθειαν, ίνα ανακτήση το απωλεσθέν δεσποτάτον του. Ούτος εκ της Αικατερίνης απέκτησε δύο αγόρια, τον Ανδρέαν και τον Μανουήλ, του οποίου ο δευτερότοκος υιός Ανδρέας εξισλαμίσθη ονομασθείς Μεχμέτ. Είχε και δύο κορίτσια, την Ελένην, που εχρημάτισεν η τελευταία ηγεμονίς της Σερβίας και την Ζωήν- Σοφίαν, γενομένην τσαρίνα της Ρωσίας.
Με όλα ταύτα δεν προτίθεμαι να γίνω συνήγορος υπερασπίσεως του Θωμά του Παλαιολόγου. Διότι κατηγορήθη ως ουνίτης και άνθρωπος επαισχύντου διαγωγής («Καθημερινή» 21-9-1964). Πλην τα πρόσωπα, τα πράγματα και τα γεγονότα μιας εποχής δεν κρίνονται φυσικά – και δεν είναι ορθόν να κρίνωνται- σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά μιας άλλης εποχής., αλλά αναλόγως με τας κατά την εποχήν εκείνην επικρατούσας αντιλήψεις, κοινωνικάς, θρησκευτικάς και εθνικάς, και με αυτά τα περιστατικά των πραγμάτων αυτών. Και ο Θωμάς Παλαιολόγος ευρεθείς προ αντίξοων πολιτικών και εθνικών περιστάσεων ηναγκάσθη να καταφύγη εις την Δύσιν, και εις τον πανίσχυρον τότε Πάπαν, ζητών βοήθειαν, πράγμα άλλωστε σύνηθες από αυτής της Βυζαντινής περιόδου. Το Βυζάντιον όχι άπαξ ή δις, αλλά πολλάκις κατέφυγεν εις τον Πάπαν ζητών επέμβασιν είτε εις τα εκκλησιαστικά είτε εις τα πολιτικά πράγματα της Ανατολής. Και την αδυναμίαν αυτήν και ακαταστασίαν του Βυζαντίου εις τα πολιτικά και εκκλησιαστικά εκμεταλλευόμενοι αι Πάπαι έφθασαν εις το Σχίσμα των Εκκλησιών, ως γνωστόν, κακώς βέβαια, κάτω από το οποίο Σχίσμα εκρύπτοντο και πολιτικά ελατήρια προδήλως.
Ιδού κείμενον, το οποίο αναφέρει την παρουσίαν της τιμίας Κάρας του Πρωτοκλήτου εις Πάτρας, και ότι κατά τα χρόνια εκείνα παρέλαβεν αυτήν και μετέφερεν ο Παλαιολόγος Θωμάς εις Ρώμην. Είναι του Γ.Φραντζή, παρμένο από το χρονικόν αυτού. Λέγει:
Ο δε δεσπότης κυρ Θωμάς φθάσας εις την Αγκώνα κακείθεν
εις την Ρώμην ουδέν άλλον κατώρθωσεν ει μη ότι έδωκε τω
Πάπα Πίω δευτέρω εν τω δευτέρω έτει της αρχιερωσύνης
αυτού την κεφαλήν του λειψάνου του αγίου αποστόλου και
Πρωτοκλήτου Ανδρέου, κακείνος (ο Πίος έδωκεν) αυτώ μόλις α προς το ζην μετά των αυτού την μόνην αναγκαίαν τροφήν.
(Έκδοσις Βόννης, σελ. 412)
Και ο Σπύρος Λάμπρος σχολιάζων το γεγονός ως εξής αποφαίνεται εις την προμνησθείσαν εργασίαν του οιονεί δικαιολογών την πράξιν του Θωμά. «Ότε αλούσης της Πελοποννήσου υπό των Τούρκων ο τελευταίος των δεσποτών Θωμάς Παλαιολόγος ηναγκάσθη να απέλθη εις την Ιταλίαν, όπως ζητήση άσυλον παρά τον Πάπα Πίω Β, συναπεκόμισεν εκ Πατρών την Κάραν του Αποστόλου, πεποιθώς ότι αύτη ήθελε χρησιμεύσει εις αυτόν προς επίτευξιν των παθών αυτού, παρεχομένη ως ασπάσιον δώρον εις τον Πάπαν. Και πράγματι παν μεν άγιον λείψανον ήτο περιζήτητον εν τη Δύσει, πολύ δε μάλλον τα συνδεόμενα προς τα πάθη του Χριστού και την πρώτην ιστορίαν του Χριστιανισμού. Διο βλέπομεν ολίγον αργότερον αυτούς τους σουλτάνους αγωνιζομένους- χάριν ιδίων τελών- να ευαρεστήσωσι τους Πάπας και τους άλλους ισχυρούς της Δύσεως δια της δωρεάς αγίων λειψάνων. Ούτως ο Βαγιαζήτ Β΄τω μεν 1484 απέστειλεν εις τον μάγιστρον των εν Ρόδω Ιπποτών την δεξιάν χείρα του Βαπτιστού, ην εξηκολούθησαν έκτοτε φυλάσσοντες οι Ιωαννίται ως το πολυτιμότατον των κειμηλίων. Έπειτα δε υπεσχέθη τω 1489 εις τον βασιλέα της Γαλλίας Κάρολον Η΄ άγια λείψανα, εν οις και η αγία Λόγχη, δι ης εκεντήθη ο Ιησούς, ην ουχ ήττον κατόπιν τω 1492 δι` ιδίου πρέσβεως απέστειλεν ο αυτός σουλτάνος εις τον Πάπαν Ιννοκέντιον Η΄(1484-1492). Άξιον δε σημειώσεως είναι και το ότι κατά το επόμενον έτος της εκ Πατρών εις την Ιταλίαν ανακομιδής της Κάρας του αγίου Ανδρέου ανεκόμισαν οι Βενετοί εξ Αιγίνης τω 1462 την κάραν του Αγίου Γεωργίου.
Κατά ταύτα, προσθέτει περιζήτητος ήτο και η Κάρα του Αγίου Ανδρέου, πολυτιμότατον λείψανον του Αποστόλου, ου μάτην είχε πειραθή ο Πάπας Ονώριος Γ΄(1216 1237) να λάβη παρά των Αμαλφιτών, έστω και το ελάχιστον μέλος, του εν Αμάλφη ιερού κειμηλίου κεχωσμένου εν βαθεί μέρει της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέου, αγνοουμένου δε από των χρόνων, καθ΄ους είχον αποθάνει οι αποδεχθέντες το άγιον λείψανον του Αποστόλου και κατακρύψαντες αυτό εν τόπω ασφαλεί. Και παρεδόθην μεν ότι πολλοί Χριστιανοί Ηγεμόνες είχον απευθύνει εις τον Θωμάν Παλαιολόγον λίαν δελεαστικάς προτάσεις περί παραχωρήσεως της Κάρας του Πρωτοκλήτου, ιδίως δε ηδυνάμεθα, περαιτέρω βαίνοντες, να αποδεχθώμεν, ότι αυτός ο Θωμάς επειράθη να ωφεληθή εκ του κειμηλίου εκείνου όσον περισσότερα ηδύνατο, αφ΄ου μάλιστα η εκ των εις τους Τούρκους περιελθουσών Πατρών εξαγωγή του αγίου λειψάνου και η εις οιουσδήποτε χριστιανούς της εσπερίας παράδοσις ηδύναντο να δικαιολογηθεί ως διάσωσις αυτού από τον χείρων των απίστων, πολύ μάλλον η ως απεμπόλησις χάριν ιδίου κέρδους. Όπως όμως και αν έχη το πράγμα, ο έκπτωτος δεσπότης απεφάσισε να τραπή μετά της Κάρας του Αποστόλου την άγουσαν εις την Ρώμην, όπου ηδύνατο να είναι βέβαιος, ότι έμελλε να τύχη προστασίας και ασύλου παρά τω Πάπα». Ότι δε ο Θωμάς επορεύθη εις την Ρώμην, ίνα ζητήσει βοήθειαν κατά των Τούρκων, τούτο καταφαίνεται ως λογικόν συμπέρασμα από το γεγονός, ότι δεν έλαβε μαζί του την οικογένειά του, αλλ΄εγκατέλειπεν αυτήν προσωρινώς εις Κέρκυραν, μέχριε ότου εκείνος επανέλθη.
Ο Πάπας Πίος Β΄δεν ήτο άγνωστον πρόσωπον εις τον Θωμάν. Ούτος ήτο «ανήρ διαοπρεπής και λόγιος» κατά Σπ. Λάμπρον, «καλλιεργήσας μεν εκ νεότητος τα γράμματα, πολλάς δε προσενεγκών υπηρεσίας εις την Καθολικήν Εκκλησίαν». Προ της πορθήσεως δε της Πελοποννήσου υπό των Οθωμανών δεν είχεν αδιαφορήσει εις την έκκλησιν του Θωμά. Του απέστειλε βοήθειαν εκ τρακοσίων ανδρών. Και τώρα δεν έμεινεν άστοργος προς τον φυγάδα Έλληνα δεσπότην. ‘’Άλλως, συνεχίζει ο Σ. Λάμπρος, ακοίμητος ίστατο παρά το πλευρόν αυτού, ως παρήγορος άγγελος των ομοεθνών του», ο Έλλην καρδινάλιος – επίσκοπος- Τούσκλου, Βησσαρίων, εις την συνηγορίαν του οποίου οφείλεται και η υπό του Πάπα Πίου Β΄αποστολή των 300 μαχητών προς τον Θωμάν άλλοτε.
Ο Πάπας εγκατέστησε τότε τον έκπτωτον δεσπότην με την συνοδείαν του εις την μονήν του Αγίου Πνεύματος, παρέσχε δε εις αυτόν επιχορήγησιν 300 σκούδων κατ΄ έτος ή 300 τάληρα ή 1500 χρ. Φράγκα. Εις ταύτα ο Βησσαρίων επρόσθεσεν άλλα 200 ιδικά του και η Βενετία 500 δουκάτα ή 1500 περίπου φράγκα. Ο Πίος τον επαρασημοφόρησε με τον παράσημον του «χρυσού ρόδου» την 15ην Μαρτίου 1461, και απένειμεν εξαιρετικάς τιμάς εις την τιμίαν Κάραν του αποστόλου Ανδρέου, άμα τω κατάπλω του Θωμά εις την Αγκώνα. Ο καρδινάλιος –επίσκοπος- της αγίας Σωσσάνης Αλέξανδρος Ολίβας παρέλαβεν αυτήν, αφ΄ου εξικρήβωσε την γνησιότητά της, και την μετέφερεν εις την οχυράν πόλιν Ναρνίαν και την κατέθεσε προς φύλαξιν εις την ακρόπολιν αυτής, εντός ευκτηρίου οίκου, ειδικώς κατασκευασθέντος δια την φύλαξιν αυτής υπό του Πάπα Πίου Β΄. Εις το μέρος αυτό αργότερον –το 1654- ετέθη η εξής εις την Λατινικήν επιγραφή –εν μεταφράσει_.
«Το ευκτήριον τούτο, εις ο της ακροπόλεως φρούραρχος παρέδωκεν την εξ Αχαΐας ανακομεισθείσαν Κάραν του αποστόλου Ανδρέου, παπεύοντος του Πίου Β΄ το 1462, έως οι τρεις πορφύραν φέροντες άνδρες –καρδινάλιοι- ανακομίσωσιν αυτήν χάριν τοποθετήσεως εν τη εκκλησία του Βατικανού, ανεκαίνισεν επί το κοσμιώτερον ο Νικόλαος Κανδιώττος, Πρωτονοτάριος αποστολικός και διοικητής το 1654».
Η ανακομιδή εις την Ρώμην έγινε την 12ην Απριλίου 1462 ημέραν της εβδομάδος Κυριακήν των Βαΐων, ιερουργούντων τριών επισκόπων –καρδιναλίων- μεταξύ των οποίων ήτο και ο Βησσαρίων. Την ημέραν αυτήν, η ιερά πομπή εστάθμευσεν εις την Μουλβίαν γέφυραν της Ρώμης, όπου άλλοτε ο μέγας Κωνσταντίνος –την 28ην Οκτωβρίου 312- είδε το εξαίσιον όραμα του Σταυρού με το σήμα ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ και είχε νικήσει τον αντίπαλόν του Μαξέντιον, παρά τον ποταμόν Τίβεριν. Εκεί διενυκτέρευσεν ελθών εκ Ρώμης και ο Πάπας Πίος Β΄. Την άλλην δε ημέραν –Μεγάλην Δευτέραν- και εν ω «νέφη απειλητικά εκάλυπτον τον ουρανόν, αστραπαί δε διέσχιζον τους αέρας και ηκούοντο βρονταί συνεχείς και υπήρχε φόβος αναβολής της πομπής, ένεκα της αναμενομένης βροχής, αίφνης ως εκ θαύματος, αποδοθέντος, ως εικός εις αυτόν τούτον τον άγιον Ανδρέαν, ο κίνδυνος παρήλθε και λαμπρός επέλαμψεν ο ήλιος. Και ούτως άνευ κωλύματος ετελέσθη πάνδημος πανηγυρική πομπή, συμμετέχοντος κλήρου και λαού, της εις το άστυ ανακομιδής» (αυτόθι, σελ. 15), προπορευομένου του Πάπα Πίου Β΄. Ούτος δε τότε έστησε και ευκτήριον (προσκυνητάρι)εις τον τόπον αυτόν της Μουλβίας γεφύρας του αγίου Ανδρέου προς αιώνιον μνημόσυνον του γεγονότος τούτου και ετοποθέτησεν επ` αυτού την εξής επιγραφήν εις την Λατινικήν γλώσσαν, έχουσαν ούτως την Ελληνικήν:
«Ο άκρος αρχιερεύς Πίος Β΄την ιεράν κεφαλήν (Κάραν) του αγίου αποστόλου Ανδρέου εκ της Πελοποννήσου μεταχθείσαν εις τούτους τους λειμώνας εδεξιώθη κατά το σωτήριον έτος 1462, Απριλίου 13, ημέραν Δευτέραν της Μεγάλης Εβδομάδος.και τούτου ένεκα τόδε το μνημείον ανήγειρε χάριν των απάντων πιστών του Χριστού, οίτινες εν τω μετέπειτα χρόνω ήθελον επισκεφθή τον τόπον τούτον κατά την αυτήν εορτάσιμον ημέραν, και οι οποίοι εννεάκις ήθελον παρακαλέσει τον λατρευτόν Κύριον Χριστόν, τη μεσιτεία του αγίου Ανδρέου, προς κοινήν σωτηρίαν των πιστών……».
Ο Στ. Θωμόπουλος βάσει των κειμένων ως εξής κάνει την περιγραφήν της λιτανεύσεως της ιεράς Κάρας Τριάκοντα χιλιάδες, λέγει, λαμπάδων εκαίοντο, η δε ομήγυρις ήτο τόσον πολυάνθρωπος, ώστε οι κληρικοί, οίτινες ώδευον ανά δύο και άνευ διαστημάτων, έφθανον ήδη εις τον ναόν του αγίου Πέτρου, ότε ο Πάπας δεν είχεποσώς έτι καταλίπει την γέφυραν του Ανδριανού. Αι οδοί ήσαν κατάμεστοι δι ανθέων και αναπαυτήρια μετά βωμών, ένθα ίστατο η ακολουθία, είχον ιδρυθή εξ αποστάσεως εις απόστασιν… Εν τω ναώ του αγίου Πέτρου ο Βησσαρίων δια σπουδαίου λόγου υπέμνησε τα θαύματα του Αγίου, απευθυνθείς προς τον Ποντίφικα…. Τέλος κατέστρεψε τον λόγον δια ζωηράς παρορμήσεως προς Σταυροφορίαν προς απελευθέρωσιν των Πατρών και της Πελοποννήσου, ήτις και ήρχισε να διοργανούται, ως εξής:
«Ούτος (δηλ. ο απόστολος Ανδρέας) είπεν, επί 1428 έτη και επέκεινα από της Αναλήψεως του σώματος του Κυρίου έμεινε κεχωρισμένος αφ` υμών. Και τούτο, διότι διετήρησεν αυτόν πιστότατα η Αχαΐα, ως γινώσκετε, ην ποτέ τω εαυτού αίματι αφιέρωσεν εις τον Θεόν»
Και ο Πάπας Πίος απαντών είπε, προς την τιμίαν Κάραν απευθυνόμενος:
«Του Κυρίου ευδοκούντος θα επιστρέψης εις το μνημείον σου, ότε και θα δυνηθώμεν να είπωμεν: Ευλογημένη η εξορία η εις βοήθειαν μεταστραφείσα».
Η τιμία Κάρα κατετέθη τότε εις ειδικόν κιβώτιον εντός ιδίου παρεκκλησίου του εν Ρώμη μεγαλοπρεπούς ιερού ναού του αποστόλου Πέτρου προς φύλαξιν και προσκύνησιν. Κατεσκευάσθη δε τότε κατ` εντολήν του Πίου χάριν της τιμίας Κάρας και ιδιαιτέρα αργυρά λειψανοθήκη, έργον του εκ Φλωρεντίας χρυσοχόου Σίμωνος Γκίνι. Και έκτοτε καθιερώθη ετήσια θρησκευτική πανήγυρις, προς ανάμνησιν της καταθέσεως της αγίας Κάρας εις τον ναόν τούτον του αποστόλου Πέτρου την τρίτην Κυριακήν του Ιουνίου μηνός. Ανιδρύθησαν δε και άλλοι τότε ιεροί ναοί του αποστόλου Ανδρέου και μέσα και έξω της Ρώμης, όπως εκείνος της Μουλβίας, που ελέγετο- και λέγεται- του Αγίου Ανδρέου εις την Κοιλάδα (Λειμώνα), έργον του Πάπα Πίου Β.
Πλήρη περιγραφήν και εξιστόρησιν των γεγονότων τούτων κάνει και ο προμνησθείς ιστορικός Σπ. Λάμπρος εις το μνημονευθέν έργον του, ως και ο Στέφ. Θωμόπουλος, αντλούντες ομοίως από τας συγχρόνους με τα γεγονότα πηγάς, τας περιεχομένας εις τον υπ` αριθμόν 5667 Κώδικα του Βατικανού, όπου η πραγματεία «Ανδρείς του επισκόπου Αλεξίου Κλουσίου, και τα «Απομνημονεύματα» του Πίου Β. βλέπε και Παν. Τρεμπέλα, ο Απόστολος Ανδρέας και Μigne, Ελλην. Πατρολ. Τομ. 161, σελ. 677.
Χρήστος Ενισλείδης
Από την εφημερίδα «Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου