Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ - Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

Ο α­γα­πη­τός Πρω­το­σύ­γκελλος της α­κρι­τι­κής Ιε­ράς Μη­τρο­πό­λε­ως Φλω­ρί­νης Αρ­χι­μαν­δρί­της π. Ιου­στί­νος Μπαρ­δά­κας α­πό ε­τών ερ­γά­ζε­ται α­θό­ρυβα στο έρ­γο της πνευ­μα­τι­κής τρο­φο­δο­σί­ας. Μα­θή­τευ­σε στον μα­χη­τι­κό μη­τρο­πολί­τη Αυ­γου­στί­νο και στον τα­πει­νό­φρο­να ση­με­ρι­νό μη­τρο­πο­λί­τη Θε­ό­κλη­το. Καρ­πός του έρ­γου του και της ε­μπει­ρί­ας του εί­ναι το πρό­σφα­το βι­βλί­ο του «Θέ­μα­τα ιε­ρα­τι­κής αυ­το­γνω­σί­ας».
Εί­ναι γε­γο­νός πως πά­ντο­τε αλ­λά ι­διαί­τε­ρα σή­με­ρα στην ιε­ρα­τι­κή δια­κο­νία εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη η αυ­το­γνω­σί­α. Η ευ­θύ­νη ε­νός ιε­ρέ­ως εί­ναι με­γά­λη, γι΄ αυτό χρειά­ζε­ται με­γά­λη προ­σο­χή, με­λέ­τη, συμ­βου­λή και αυ­το­γνω­σί­α. Εί­ναι ε­πιτα­κτι­κή η α­νά­γκη του αυ­το­ε­λέγ­χου, της αυ­το­πα­ρα­τή­ρη­σης, της εν­δο­σκα­φής, του αυ­το­κα­θαρ­μού, κα­θώς α­να­φέ­ρει  προ­λο­γι­κά ο πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας του συγγρα­φέ­α Μη­τρο­πο­λί­της κ.κ. Θε­ό­κλη­τος. Ο π. Ιου­στί­νος σε­μνά και τα­πει­νά και με λί­γα λό­για ευ­χα­ρι­στεί ό­σους βο­ή­θη­σαν στη ζω­ή του, στην έκ­δο­ση και στην πραγ­μα­το­ποί­η­ση των εν­δια­φε­ρου­σών ο­μι­λιών του.
Οι ο­μι­λί­ες εί­ναι ε­πα­γω­γι­κές, τεκ­μη­ριω­μέ­νες, σα­φείς, εύ­λη­πτες και α­ξιό­λογες. Τα θέ­μα­τά τους αγ­γί­ζουν τις καρ­διές των α­να­γνω­στών. Μι­λούν για το γνήσιο εκ­κλη­σια­στι­κό φρό­νη­μα, για ε­μπει­ρί­α και ό­χι στο­χα­σμό, για ευ­σέ­βεια κι ευ­λά­βεια και ό­χι για ευ­σε­βι­σμό και η­θι­κι­σμό. Δεν θέ­λει ο συγ­γρα­φέ­ας επ΄ ου­δε­νί να σκαν­δα­λί­σει, αλ­λά να ε­ντο­πί­σει τις α­φορ­μές των πλη­γών, για να μη α­σθε­νή­σει ό­λο το σώ­μα. Η ιε­ρω­σύ­νη σκο­πό έ­χει να ευ­λο­γή­σει, α­γιά­σει, κα­τη­χήσει, δι­δά­ξει και ποι­μά­νει τον λα­ό. Να τον διορ­θώ­σει, να τον α­νορ­θώ­σει να τον πα­ρη­γο­ρή­σει, να τον ε­λε­ή­σει και να τον φω­τί­σει. Η δια­κο­νί­α του κά­θε ιε­ρέ­ως θα πρέ­πει να γί­νε­ται με πι­στό­τη­τα, αυ­τα­πάρ­νη­ση, αυ­το­θυ­σί­α, α­νι­διο­τέ­λεια, φι­λαν­θρω­πί­α, γνώ­ση και διά­κρι­ση. Πρό­κει­ται για έρ­γο ση­μα­ντι­κό, σο­βα­ρό, ιε­ρό και θε­ά­ρε­στο.
Το έρ­γο αυ­τό θα πρέ­πει ο­πωσ­δή­πο­τε να έ­χει κά­θε δυ­να­τή ε­πι­μέ­λεια, συ­νέ­πεια, υ­πο­μο­νή, α­γά­πη, α­φι­λο­χρη­μα­τί­α, α­κε­ραιό­τη­τα και ε­γκυ­ρό­τη­τα. Ο ί­διος ο Χριστός έ­δω­σε υ­πό­δειγ­μα τέ­λειο ά­ρι­στου και κα­λού ποι­μέ­νος. Ο ιε­ρεύς πο­τέ δεν διοι­κεί αυ­στη­ρά, ε­ξου­σιά­ζει δυ­να­στι­κά, ε­πι­μέ­νει φω­νά­ζο­ντας. Ο ιε­ρεύς εί­ναι πά­ντο­τε α­πλός, λι­τός και τα­πει­νός διά­κο­νος των μυ­στη­ρί­ων του Θε­ού και του πι­στού λα­ού. Το κύ­ριο έρ­γο του ιε­ρεύς εί­ναι να ο­δη­γή­σει το ποί­μνιό του στη σω­τη­ρί­α. Για να δώ­σει ό­μως πρέ­πει να έ­χει. Αν δεν έ­χει τι να δώ­σει;
 Γι‘ αυ­τό εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη η γνώ­ση και η διόρ­θω­ση του ε­αυ­τού, η αυ­το­κρι­τική και η αυ­το­γνω­σί­α. Η με­γά­λη ε­ξω­στρέ­φεια και η συ­νε­χής υ­περ­δρα­στη­ριό­τη­τα μπο­ρεί να εί­ναι σε βά­ρος του ό­λου πνευ­μα­τι­κού έρ­γου, ό­πως και η ε­πι­κίν­δυνη αυ­τάρ­κεια. Ο φα­ρι­σα­ϊ­σμός εί­ναι ύ­που­λος ε­χθρός που πά­ντο­τε και­ρο­φυ­λα­κτεί να κλέ­ψει κά­θε κα­λό με το νο­ση­ρό φρό­νη­μά του. Η α­γά­πη της θεί­ας λα­τρεί­ας, της προ­σευ­χής, της με­λέ­της και της α­σκή­σε­ως θα συν­δρά­μουν στην εν­δυ­νά­μωση του ιε­ρέ­ως. Τό­τε το κή­ρυγ­μά του θα εί­ναι προ­σεγ­μέ­νο, τα έρ­γα του σε­μνά και η ζω­ή του φω­τει­νή.
Η θέ­ση του ε­πι­σκό­που στην εκ­κλη­σί­α εί­ναι ε­νο­ποιός και πη­γή χα­ρί­των. Ο ιερεύς πρώ­τα απ‘ ό­λα θα πρέ­πει να εί­ναι λει­τουρ­γός. Να δια­κρί­νε­ται για την ιερο­πρέ­πειά του. Ως ε­ξο­μο­λό­γος να εί­ναι να εί­ναι δια­κρι­τι­κός, ει­λι­κρι­νής, με πο­λύ α­γά­πη και φό­βο Θε­ού. Η α­γά­πη ό­μως να μη γί­νε­ται συ­ναι­σθη­μα­τι­κή και νο­ση­ρή. Ο ιε­ρεύς θα πρέ­πει ό­λους να τους πλη­σιά­ζει το ί­διο, παι­διά, νέ­ους, γυναί­κες, άν­δρες, γέ­ρους, ρα­σο­φό­ρους και μη. Τέ­λος θί­γει έ­να θέ­μα που συ­χνά απα­σχο­λεί τους εκ­κλη­σια­στι­κούς κύ­κλους, της σχέ­σεις με­τα­ξύ μο­νής κι ε­νορί­ας. Εύ­στο­χα κα­τα­λή­γει:
 «Εί­ναι α­να­γκαί­ο και α­πα­ραί­τη­το, ό­λοι μας, μο­να­χοί και ιε­ρείς, ε­φη­μέ­ριοι, μο­νές και ε­νο­ρί­ες, να προ­χω­ρή­σου­με πά­νω στα ί­χνη που βά­δι­σαν οι ά­γιοι πα­τέ­ρες μας., για να δια­σφα­λι­στού­με α­πό τον φο­βε­ρό πειρα­σμό της εκ­κο­σμί­κευ­σης, που σαν σα­ρά­κι κα­τα­τρώ­γει το ορ­θό­δο­ξο δόγ­μα και το ορ­θό­δο­ξο ή­θος μας…».
 Το βι­βλί­ο αυ­τό του α­γα­πη­τού π. Ιου­στί­νου εί­ναι ε­πι­με­λη­μέ­νο εκ­δο­τι­κά, έ­χει 200 σε­λί­δες. Εί­ναι γραμ­μέ­νο σε γλώσ­σα στρω­τή και κα­τα­θέ­τει υ­ψη­λά νο­ή­μα­τα με α­πλό τρό­πο. Α­πευ­θύ­νε­ται κυ­ρί­ως στους ιε­ρείς, αλ­λά ό­χι μό­νο. Αν με­λε­τη­θεί προ­σε­κτι­κά έ­χει αρ­κε­τά να ω­φε­λή­σει πολ­λούς. Τέ­τοια βι­βλί­α εί­ναι χρή­σιμα. Δεν χά­νεις τον και­ρό σου με α­ε­ρο­λο­γί­ες. Έ­χουν κά­τι το βα­ρυ­σή­μα­ντο να κατα­θέ­σουν και κά­τι το εν­δια­φέ­ρον να πουν. Στην Ελ­λά­δα έ­χου­με σή­με­ρα πε­ρί­που 9000 ιε­ρείς και 6000 μο­να­χούς και μο­να­χές. Α­νά­με­σά τους εί­ναι ό­χι μό­νο μορ­φω­μένοι αλ­λά και πολ­λοί που λα­τρεύ­ουν την Εκ­κλη­σί­α και πο­νούν τον τό­πο τους. Ένας τέ­τοιος εί­ναι ο π. Ιου­στί­νος και το α­πο­δει­κνύ­ει με το πα­ρόν πό­νη­μά του.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης   

Από την εφημερίδα «Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ»

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Άριστα τα λέει ο πρωτοσύγγελος της Φλώρινας για την εκκοσμίκευση.Νοθεύει το εκκλησιαστικό ήθος.Σκανδαλίζει τους πιστούς και τους απίστους.Απομακρύνει ψυχές απ τη σωτηρία και τις οδηγεί στην απώλεια προς μεγίστη χαρά του αρχεκάκου όφεως.Αυτό το πνεύμα της εκκοσμίκευσης πολέμησε εν όσο ζούσε ο μακαριστός π.Αυγουστίνος Καντιώτης που δεν έριχνε νερό στο κρασί του για να αρέσει στο εκκλησιαστικό και κοσμικό κατεστημένο και που κατέστησε τη μητρόπολή του πρότυπο μητροπόλεως.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΝΑΝΗΣ

Ανώνυμος είπε...

Ενδιαφέρον και Κατατοπιστικό.