Με το τέλος της Μ. Τεσσαρακοστής και της νηστείας φυσικά που την συνοδεύει, και πριν μπούμε στη Μ. Εβδομάδα, δηλ. το Σάββατο και την Κυριακή, σύμφωνα και με το Δοξαστικό Ιδιόμελο της Παρασκευής προ των Βαΐων, «την ψυχωφελή πληρώσαντες Τεσ/κοστήν, και την αγίαν Εβδομάδα του Πάθους Σου, αιτούμεν κατιδείν φιλάνθρωπε…», η Εκκλησία μας γιορτάζει δύο γεγονότα θριάμβου και νίκης. Και, ενώ οι Χριστιανοί έχουν προετοιμαστεί με όλα τα κατανυκτικά λατρευτικά μέσα για να βιώσουν το αποκορύφωμα του θείου Πάθους, η Εκκλησία με τα δύο αυτά θριαμβευτικά γεγονότα θέλει να μας υπενθυμίσει ότι ο τελικός σκοπός αυτής της προετοιμασίας και το τέρμα αυτής της πορείας είναι η Ανάσταση, δηλ. ο θρίαμβος και η νίκη του Χριστού. Και τούτο γιατί στην εκκλ. γλώσσα ποτέ δε μιλάμε μόνο για λύπη ή χαρά, αλλά για «χαρμολύπη» και «χαροποιόν πένθος».
Η Βαϊοφόρος, λοιπόν, ή η Κυριακή των Βαΐων, όπως καλείται η προ του Πάσχα Κυριακή, μαζί με το γεγονός της Αναστάσεως του Λαζάρου, μας προϊδεάζει για το μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου, της ολοκληρωτικής νίκης της ζωής κατά του θανάτου.
Στο κοινό Απολυτίκιο των δύο αυτών εορτών και γεγονότων, που στην αρχαία Εκκλησία ήσαν ενωμένες σε μια γιορτή, ψάλλουμε :
«Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος,
εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός.
όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες,
σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν.
ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος,
εν ονόματι Κυρίου».
Ο θάνατος στην περίπτωση του Λαζάρου γίνεται απλά «κοίμησις», αφού, κατά τον Κύριον «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται. αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνήσω αυτόν» (Ιω. ια, 11). Και «τη επαύριον (της Αναστάσεως του Λαζάρου) ο όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βαϊα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ, και εκραύγαζον. «ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου…» (Ιω. ιβ, 12-14).
Έτσι η Βαϊοφόρος ή Κυριακή των Βαΐων γίνεται μια Δεσποτική γιορτή με θριαμβευτικό χαρακτήρα και με τη νίκη του Χριστού στο θάνατο, μετά την ανάσταση και του Λαζάρου, μια μέρα πριν αρχίσει να εξιστορείται το Πάθος του Κυρίου. Και είναι αλήθεια ότι τόσον η περίοδος του Τριωδίου με τον κατανυκτικό της χαρακτήρα, όσο και του Πεντηκονταρίου με τον αναστάσιμο περιέχουν και τα δύο στοιχεία, της χαράς και της λύπης δηλ. το «χαροποιόν πένθος» ή το Σταυρο-αναστάσιμο στοιχείο.
Ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, αρχ/πος Θεσ/νίκης και ο κατ’ εξοχήν θεολόγος του Ησυχασμού, στην ιε΄ ομιλία του, που εκφωνήθηκε την Κυριακή των Βαΐων, αρχίζει ως εξής: «Εγγίζει γαρ η των σωτηρίων του Χριστού παθημάτων ανάμνησις και το καινόν και μέγα και πνευματικόν Πάσχα…. Και προκηρύττει τούτο Λάζαρος εκ του άδου… επανελθών και φωνή και προστάγματι μόνω Θεώ, του ζωής έχοντος και θανάτου την εξουσίαν… και προανυμνούσι παίδες και λαός άκακος επιπνοία του θείου πνεύματος…». Δηλ. πλησιάζει η ανάμνηση των σωτηρίων παθημάτων του Χριστού και το καινό και μέγα και πνευματικό Πάσχα… Και το προαναγγέλλει ο Λάζαρος που επανήλθε από τον άδη με το πρόσταγμα και τη φωνή του Θεού που μόνος αυτός έχει την εξουσία στη ζωή και στο θάνατο… και προανυμνούν τα γεγονότα αυτά (Πάθη και Ανάσταση) τα παιδιά και ο άκακος λαός με τη βοήθεια του αγ. Πνεύματος. Επίσης και ο αγ. Κύριλλος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας (5ος αι.) στη 13η ομιλία του στην εορτή των Βαΐων τονίζει τον πανηγυρικό χαρακτήρα της ημέρας. Μεταξύ των άλλων αναφέρει : «Ανυμνήσωμεν και εορτάσωμεν σήμερον… μη μόνον τη χειρί, αλλά και τη ψυχή βαΐα κατέχοντες… μετά αγγέλων υμνήσωμεν, μετά των παίδων δοξάσωμεν. μετά Βηθανίας σκιρτήσωμεν, μετά Λαζάρου των νεκρών έργων αναστώμεν. Και με αυτά τα συναισθήματα που μας δημιουργούν οι δυο αυτές πανηγυρικές ημέρες εισερχόμαστε στην κατ’ εξοχήν κατανυκτική περίοδο της Μ. Εβδομάδος, που οι ακολουθίες της, ιδιαίτερα η υμνολογία, τονίζουν τη «χαρμολύπη» των ημερών. Ιδιαίτερα η Μ. Παρασκευή, ημέρα πένθους και λύπης, αφού, «τα άγια και σωτήρια και φρικτά πάθη του Κυρίου… επιτελούμεν…» και η Κυριακή του Πάσχα, ημέρα φωτός και χαράς, αφού «αυτήν την ζωηφόρον Ανάστασιν εορτάζομεν...» έχουν χαρακτήρα σταυρο-αναστάσιμο. Και το χαρακτήρα των αγίων αυτών ημερών θα τον βρούμε στα τροπάρια και γενικότερα στην υμνολογία, την αγιογραφία και σ’ αυτό ακόμη το τελετουργικό της Εκκλησίας.
Και ενώ τη Μ. Πέμπτη το βράδυ, όπως και στην Θ΄ ώρα της Μ. Παρασκευής προ του Εσταυρωμένου Χριστού ψάλλομε: «Προσκυνούμεν σου τα πάθη Χριστέ, δείξον ημίν και την ένδοξόν Σου ανάστασιν», στους αίνους της Κυριακής του Πάσχα επαναλαμβάνουμε: «Υμνούμεν σου Χριστέ, το σωτήριον πάθος και δοξάζομέν Σου την ανάστασιν». Και ερχόμαστε στο Μ. Σάββατο, την κατ’ εξοχήν σταυρο-αναστάσιμη ημέρα! Στο Συναξάρι της ημέρας αυτής διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Τω αγίω και μεγάλω Σαββάτω την θεόσωμον ταφήν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και την εις άδου κάθοδον εορτάζομεν, δι’ ων της φθοράς το ημέτερον γένος ανακληθέν προς αιωνίαν ζωήν μεταβέβηκεν». Δηλ. με το θάνατο και την Ταφή του Κυρίου μας προσφέρεται η αληθινή και αιώνια ζωή. Γι’ αυτό και χαιρόμαστε. «Ιδού γαρ ήλθεν δια του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω…» ομολογούμε στην αναστάσιμη ευχή. Και στο αναστάσιμο τροπάριο των αίνων συμπληρώνουμε: «Ο Σταυρός Σου, Κύριε, ζωή και ανάστασις υπάρχει τω λαώ Σου».
Όμως τον σταυρο-αναστάσιμο χαρακτήρα των αγίων ημερών που θα διανύσουμε μας τον ζωντανεύουν τρία λατρευτικά γεγονότα: Ο υπέροχος και θεολογικότατος Κανόνας του Μ. Σαββάτου, στον οποίον ιδιαίτερα θα αναφερθούμε, η βυζαντινή Εικόνα της Αναστάσεως του Κυρίου και το τελετουργικό στοιχείο της ημέρας αυτής, δηλ. του Μ. Σαββάτου. Και τα τρία αυτά λατρευτικά στοιχεία ενώνουν: Σταυρό-Τάφο και Ανάσταση σε μια παράσταση, αυτή που μας παρουσιάζει η εικόνα της εις τον άδη καθόδου του Κυρίου. Αυτό το γεγονός γιορτάζουμε εμείς οι Ορθόδοξοι σαν Πάθος και Ανάσταση. Ο Χριστός γεννήθηκε, δίδαξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε για τη σωτηρία του ανθρώπου και κατέβηκε (και) στον άδη. «Ο εν υψίστοις οικών κατήλθε μέχρις Άδου ταμείων». Η κάθοδος του Χριστού στον Άδη που έγινε για να λυτρώσει τον Αδάμ από τα δεσμά του θανάτου, δείχνει την ανέκφραστη συγκατάβαση του Θεού, την «άκρα Ταπείνωσή» και «κένωσή» Του. Ο απ. Πέτρος στο πρώτο κήρυγμά του την ημέρα της Πεντηκοστής αναφέρεται στο γεγονός αυτό, όταν λέει: «Ο Θεός (τον Χριστόν) ανέστησε λύσας τας ωδίνας του θανάτου, καθότι ουκ ην δυνατόν κρατείσθαι αυτόν (δηλ. τον Χριστόν) υπ’ αυτού» δηλ. του θανάτου (Πράξ. 2, 24).
Παναγιώτης Μαρτίνης
Πηγή: Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου