ΘΥΜΙΑΜΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΩΝ
ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Πατρῶν ἐνέταξε στά ἐφετινά «Πρωτοκλήτεια» ἐκδήλωση μνήμης καί τιμῆς στούς ἥρωες καί μάρτυρες τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς, μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως ἐνενῆντα χρόνων ἀπό τήν γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τῆς μαρτυρικῆς ἐκείνης περιοχῆς καί Ἑλληνικῆς γῆς. Ἡ Ἐκδήλωση θά πραγματοποιηθῇ στό Συνεδριακό Κέντρο τοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν, τήν Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012, στίς 7:00 τό ἀπόγευμα. Στήν μεγάλη αἴθουσα του Πανεπιστημίου Πατρῶν ἡ καρδιά μας θά κτυπήσῃ στήν Σμύρνη, στό Ἀιβαλί, στήν Μικρασία ὁλάκερη, ἐκεῖ πού πρίν 90 χρόνια ὁ Ἑλληνισμός πότιζε μέ τό ἄχραντο αἷμα του τά μαρτυρικά χώματα τῆς ἡρωικῆς Ἑλληνικῆς γῆς.
Ὁ νοῦς μας θά τρέξῃ ἐκεῖ, πού πρίν ἐνενῆντα χρόνια, τά μανιασμένα τουρκικά στίφη, πιστά στήν πατροπαράδοτη τακτική τῆς βίας καί τοῦ φόνου, ἔπεφταν ὡς ἄγρια θηρία ἐναντίον ἀμάχων, ἀθώων, φιλοπροόδων ἀνθρώπων, καί περνοῦσαν ἀπό φωτιά καί μαχαίρι γυναῖκες καί μικρά παιδιά, ποδοπατῶντας τά ἱερά καί τά ὅσια τοῦ Γένους μας.
Ἡ ψυχή μας θά ἀκουμπήσῃ στόν πόνο τῆς Ρωμηοσύνης, πού γιά μιά ἀκόμη φορά προδομένη, ἐπλήρωσε τό τίμημα τῶν ἀγώνων τόσων αἰώνων, γιά νά δώσῃ πολιτισμό, ἀνθρωπιά, νόημα ζωῆς, πνεῦμα ἐλευθερίας καί πίστεως στόν ἀληθινό Θεό.
Μπροστά μας θά δοῦμε τόν ὄχλο, μέ τά βάρβαρα αἰσθήματα, πού κομμάτιαζε τόν Δεσπότη τῆς Σμύρνης, τόν Χρυσόστομο, τόν ἥρωα καί μάρτυρα τοῦ Γένους, ὁ ὁποῖος προσφέρθηκε ὡς ἐθελόθυτο θῦμα στόν βωμό τῆς Πατρίδος, ἀρνούμενος νά φύγῃ γιά νά σωθῇ ἀπό τόν βέβαιο θάνατο.
Τά αὐτιά μας θά ἀκούσουν τίς ἀπαίσιες κραυγές τῶν Τσέτηδων, ὅπως τίς περιγράφει ὁ πολεμικός ἀνταποκριτής Κώστας Μιχαηλίδης, τρία χρόνια μετά τήν Καταστροφή:
«Λίγο πρίν τό μεσημέρι τῆς Κυριακῆς, ἔβγαλαν τόν Μητροπολίτη ἀπό τό φρουραρχεῖο.
“Νά, οἱ δικαστές σου καί οἱ τζελάτηδές σου (δήμιοι)!”, τοῦ εἶπεν ὁ φρούραρχος συνταγματάρχης Σαλήχ Ζακήμ Ἐφέντης. Καί τόν παρέδωσε στόν μαινόμενον ὄχλο (1500 Τοῦρκοι), πού ἀποβραδύς ξημερώθηκε ἐκεῖ -βαλμένος, ἀπό τόν Νουρεντίν- νά τόν προσμένῃ.
Ὁ Νουρεντίν ἀπευθύνθηκε στό πλῆθος, λέγοντάς τους: “Ἄν καλό σᾶς ἔκανε τοῦτος, νά τοῦ τό ἀνταποδώσετε. Ἄν κακό σᾶς ἔκανε, κάντε του καί ἐσεῖς κακό! Ἐγώ σᾶς παραδίδω τόν χιρσίζ ντομοῦζ (κλεφτογούρουνο)”.
Σέ μιά ἀπό τίς αἴθουσες τοῦ δικαστηρίου, εἶχαν συγκεντρωθῆ ἄνθρωποι τοῦ ὑποκόσμου, χαμάληδες καί τουρκικά κακοποιά στοιχεῖα, προκειμένου νά τόν δικάσουν. Μόλις ἐμφανίστηκε ἀγέρωχος ὁ Ἱεράρχης, αὐτοί ἄρχισαν νά τόν προπηλακίζουν, νά τοῦ τραβοῦν τά γένεια καί τά ράσα, καί νά τόν φτύνουν. Ἐνστικτωδῶς οἱ δύο Σμυρνιοί δημογέροντες προσπάθησαν νά προστατεύσουν τόν Ἱεράρχη τους, ἀλλά οἱ Τοῦρκοι τούς ἔδεσαν, προκειμένου νά δοῦν τό μαρτύριο καί τόν ἐξευτελισμό τοῦ θρησκευτικοῦ τους ἡγέτη.
Τό λαϊκό δικαστήριο τῶν ἐγκληματιῶν ἔβγαλε τήν ἀπόφαση, πού ἦταν: “Νά σταυρωθῇ… Νά σταυρωθῇ ὅπως ὁ Χριστός τους”.
Ὁ Νουρεντίν διέταξε τόν ἔφεδρο Λοχαγό τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ Ρουστέν Μπέη Βάσιτς νά ἐκτελέσῃ τήν ἀπόφαση τοῦ λαϊκοῦ δικαστηρίου. Ὁ Βάσιτς κατεβαίνοντας τά σκαλιά τοῦ Διοικητηρίου μαζί μέ τούς τρεῖς μελλοθανάτους, τόν Χρυσόστομο καί τούς δημογέροντες, δέν προλαβαίνει νά βγεῖ στό προαύλιο, γιατί ξεπροβάλλει φρενιασμένος ὁ Νουρεντίν στό κεφαλόσκαλο, καί τραβῶντας τό περίστροφό του πυροβολεῖ τόν Χρυσόστομο. Ἦταν τέτοια ἡ λύσσα του, πού τό χέρι του ἔτρεμε ἀπό τήν ὀργή, καί ἀντί νά πλήξῃ τόν Χρυσόστομο, τραυμάτισε θανάσιμα τόν δημογέροντα Κλιμάνογλου.
Μέ τόν πυροβολισμό καί τήν ἔξοδο τοῦ Χρυσοστόμου στό προαύλιο, τό πλῆθος ὁρμᾶ.
Ὁ Τουρκικός ὄχλος, τελῶντας σέ ἔξαλλη κατάσταση, παρέλαβε τόν Χρυσόστομο. Ἐπιτέθηκε ἐναντίον του κτυπῶντας τον μέ γροθιές, λοστούς καί ξύλα, καί τόν ὡδήγησαν σέ ἕνα κουρεῖο, ὅπου τόν ἀνάγκασαν νά φορέσῃ μιά λευκή μπλούζα. Στήν συνέχεια, τοῦ ξερρίζωσαν τήν γενειάδα καί τόν ἔσυραν στήν τουρκική συνοικία, προπηλακίζοντας καί πτύνοντάς τον. Ἐκεῖ τοῦ ἐπεφύλαξαν ἕναν ἀργό καί βασανιστικό θάνατο: τόν μαχαίρωσαν σέ πολλά σημεῖα τοῦ σώματός του, ἐξώρυξαν τούς ὀφθαλμούς του, καί τοῦ ἔκοψαν τά αὐτιά καί τήν μύτη.
Ὁ Χρυσόστομος αἱμόφυρτος, σιωπηρός, περήφανος, χωρίς νά ἱκετεύῃ καί νά λυγίζῃ στόν ἐχθρό, σέρνεται ἀπό τό πλῆθος, καί ἀφοῦ σέ ὅλη τήν διάρκεια τῶν μαρτυρίων του ἔλεγε “Κύριε, ἐλέησόν με”, ἀφήνει τήν τελευταία του πνοή ἀναφωνῶντας: “Θεέ μου!”.
Ἕνας Τουρκοκρητικός πού συμμετεῖχε στόν ὄχλο, μήν ἀντέχοντας νά βλέπῃ τούς ἐξευτελισμούς καί τά βασανιστήρια στά ὁποῖα ὑποβλήθηκε ὁ Χρυστόστομος, τόν πυροβόλησε γιά νά δώσῃ τέλος στό μαρτύριό του. Τήν αὐθεντική μαρτυρία τοῦ Τουρκοκρητικοῦ μεταφέρει ὁ διαπρεπής ἀκαδημαϊκός Γ. Μυλωνᾶς».
Ἀλλά καί ἡ φωνή τοῦ Γάλλου συγγραφέα Ρενέ Πουώ, ἔντονα ἀντηχεῖ στά αὐτιά μας:
«Τοῦ ἔβγαλαν μέ ξιφολόγχη τά μάτια, τοῦ ἔκοψαν τ’ αὐτιά καί τήν γλῶσσα. Τόν ἔσυραν ἀπό τά γένεια καί τά μαλλιά. Γύρω ἀπ’ τό σῶμα του ἔστησεν ἡ ἀπάνθρωπη, ἠ ἀφάνταστα βάρβαρη τουρκική μανία τόν πιό φρικτό χορό. Δέν ἄφησαν τίποτε τό σκληρό καί τό ἐξευτελιστικό πού νά μήν τό κάμουν στό ἀφανισμένο καί μισοσκοτωμένο κορμί τοῦ Χρυσοστόμου.
Κι ἐσύρθηκεν ἔτσι, ὡς τούς Ἰκί-Τσεσμέ, ὁ γέρων Μητροπολίτης Σμύρνης, κατακομματιασμένος. Ἀπό τό κορμί του, ἐκεῖ, τό μεθυσμένο ἀπό κτηνωδία πλῆθος πῆρε ἕνα κομμάτι τῆς σάρκας τοῦ Χρυσοστόμου γιά φυλακτό ματωμένο. Τό κεφάλι του μέ βγαλμένα τά μάτια, κομμένα τ’ αὐτιά καί τήν γλῶσσα, μέ τά γένεια ξεριζωμένα, καί μαύρο ἀπό τό ξύλο, αἱματοστάλαχτο, τό ἔμπηξαν στήν πατερίτσα του, καί ἡ πομπή μαινόμενη ἀπό βλαστήμιες καί σαρκασμό, τό περιέφερε στούς Τουρκομαχαλάδες.
Ἐπίσης, ὁ Ἀμερικανός Πρόξενος στήν Σμύρνη, Τζώρτζ Χόρτον, μᾶς πηροφορεῖ στό βιβλίο του («Ἡ Μάστιγα τῆς Ἀσίας», σ. 93-94):
«Ὅπως λέγουν, (ὁ Νουρεντίν) εἶχε υἱοθετήσει τήν μεσαιωνική ἰδέα νά παραδώσῃ τόν Μητροπολίτη στόν φανατικό ὄχλο, γιά νά τόν κάνῃ ὅ,τι ἤθελε... Ἐβιαιοπράγησαν ἐπάνω του, τοῦ ξερρίζωσαν τήν γενειάδα του, τόν ἐχτύπησαν μέ ρόπαλα καί μέ μαχαιριές, ὡσότου πέθανε, καί ὕστερα τόν ἔσυραν σβαρνίζοντάς τόν ἐπάνω στούς δρόμους. Τό μοναδικό του φταίξιμο ἦταν ὅτι ἦταν ἕνας Ἕλλην μέ μεγάλο πατριωτισμό καί εὐγλωττία, πού ἐπιθυμοῦσε τήν πρόοδο τῆς φυλῆς του καί ἐργαζόταν γιά τόν σκοπό αὐτό».
Σέ ἄλλο σημεῖο, ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
«Οἱ σφαγές τοῦ Ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἀπό τούς Τούρκους μέ ἔκαναν νά λέω ὅτι ντρέπομαι πού ἀνήκω στήν ἀνθρώπινη φυλή».
Καί δέν ἦταν μόνο ὁ Χρυσόστομος. Ἐξοντώθηκαν μέ φρικτό τρόπο 347 Ἱερεῖς τῆς Ἐπαρχίας Σμύρνης. Ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος πού ἐπεταλώθη ὡς νά ἦτο ζῶον, ὁ Κυδωνιῶν Γρηγόριος πού θάφτηκε ζωντανός, ὁ Ἰκονίου Προκόπιος καί ὁ Ζήλων Εὐθύμιος πού ἐσφαγιάσθησαν.
Ἐνενῆντα χρόνια μετά, θά βρεθοῦμε πνευματικά ἐκεῖ, στήν γῆ τῆς Ἰωνίας, μέ πρωτοπόρα τά νειᾶτα τῆς Πάτρας, πού ξέρουν νά τιμοῦν τούς ἥρωες καί τούς Μάρτυρες. Θά προσπαθήσωμε νά σώσωμε τήν Ἁγία Φωτεινή, τήν Ἐκκλησιά τῆς Σμύρνης τήν τρανή, μά δέν θά μπορέσωμε, γιατί οἱ φλόγες τήν κατέστρεψαν ἤδη. Οὔτε τό περήφανο καμπαναριό φαίνεται πιά. Γκρεμίστηκε ἀπό τό ἀφηνιασμένο πλῆθος τοῦ Νουρεντίν.
Ἐνενῆντα χρόνια μετά, εἴμαστε ἐκεῖ καί ἀκοῦμε τίς κραυγές τῶν Ἑλλήνων, πού σφάζονται καί ἀτιμάζονται:
«Κόσμος, ἑκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός ἀπό φόβο ἀρχίνησε νά τρέχῃ ἀπ’ ὅλα τά στενοσόκακα καί τούς βερχανέδες, καί νά ξεχύνεται στήν παραλία σά μαῦρο ποτάμι.
- Σφαγή! Σφαγή!
- Παναγιά, βοήθα!
- Προφτάστε!
- Σῶστε μας!
- Σφαγή! Σφαγή!
- Παναγιά, βοήθα!
- Προφτάστε!
- Σῶστε μας!
Ἡ μάζα πυκνώνει, δέν ξεχωρίζεις ἀνθρώπους, μά ἕνα μαῦρο ποτάμι πού κουνιέται πέρα-δῶθε ἀπελπισμένα, δίχως νά μπορῇ νά σταθῇ οὔτε νά προχωρήσῃ. Μπρός θάλασσα, πίσω φωτιά καί σφαγή! Ἕνας ἀχός κατρακυλάει ἀπό τά βάθη τῆς πολιτείας καί σπέρνει τόν πανικό.
- Τοῦρκοι!
- Τσέτες!
- Μᾶς σφάζουνε!
- Ἔλεος!
- Τσέτες!
- Μᾶς σφάζουνε!
- Ἔλεος!
Ἡ θάλασσα δέν εἶναι πιά ἐμπόδιο. Χιλιάδες ἄνθρωποι πέφτουνε καί πνίγονται. Τά κορμιά σκεπάζουνε τά νερά σά νά ’ναι μῶλος. Οἱ δρόμοι γεμίζουνε κι ἀδειάζουνε καί ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναῖκες, παιδιά ποδοπατιοῦνται, στριμώχνονται, λιποθυμοῦνε, ξεψυχοῦνε. Τούς τρελαίνουν οἱ χατζάρες, οἱ ξιφολόγχες, οἱ σφαῖρες των τσέτηδων!.
...Τό βράδυ τό μονοφῶνι κορυφώνεται. Ἡ σφαγή δέ σταματᾶ. Μόνο ὅταν τά πλοῖα ρίχνουνε προβολεῖς γίνεται μιά πρόσκαιρη ἡσυχία. Μερικοί πού καταφέρανε νά φτάσουνε ζωντανοί ἴσαμε τή μαούνα μας, ἱστοροῦνε τό τί γίνεται ὄξω, στίς γειτονιές. Οἱ τσέτες τοῦ Μπεχλιβάν καί οἱ στρατιῶτες τοῦ Νουρεντίν τρῶνε ἀνθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογοῦνε σπίτια καί μαγαζιά. Ὅπου βροῦνε ζωντανούς, τούς τραβοῦνε ὄξω καί τούς βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στίς ἐκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι ἀγόρια πάνω στίς Ἅγιες Τράπεζες καί τ’ ἀτιμάζουνε.
Ἀπ’ τόν Ἄη Κωνσταντῖνο καί τό Ταραγάτς ἴσαμε τό Μπαλτσόβα τό τούρκικο μαχαίρι θερίζει. Ἡ φωτιά ὅλη νύχτα ἀποτελειώνει τό χαλασμό. Γκρεμίζονται τοῖχοι, θριματίζονται γυαλιά. Οἱ φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, ἔπιπλα, καί φτοῦνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε τήν πολιτεία ὁλόκληρη. Ἁπλώνουν πάνω στά ἔργα τῶν ἀνθρώπων καί τά διαλύουνε. Σπίτια, ἐργοστάσια, σχολειά, ἐκκλησίες, μουσεῖα, νοσοκομεῖα, βιβλιοθήκες, θέατρα, ἀμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αἰώνων, ἐξαφανίζονται κι ἀφήνουνε στάχτη καί καπνούς.
Ἀχ, γκρέμισε ὁ κόσμος μας! Γκρέμισε ἡ Σμύρνη μας! Γκρέμισε ἡ ζωή μας! Ἡ καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δέν ξέρει πού νά κρυφτῇ. Ὁ τρόμος, ἕνας ἀνελέητος καταλύτης, ἄδραξε στά νύχια του κεῖνο τό πλῆθος καί τό ἀλάλιασε. Ὁ τρόμος ξεπερνάει τό θάνατο. Δέ φοβᾶσαι τό θάνατο, φοβᾶσαι τόν τρόμο. Ὁ τρόμος ἔχει τώρα τό πρόσταγμα. Τσαλαπατᾶ τήν ἀνθρωπιά. Ἀρχίζει ἀπό τό ροῦχο καί φτάνει ἴσαμε τήν καρδιά...
Τί κάνουν, λοιπόν, οἱ προστάτες μας; Τί κάνουν οἱ ναύαρχοι μέ τά χρυσά σειρίτια, οἱ διπλωμάτες κ’ οἱ πρόξενοι τῆς Ἀντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στά καράβια τους καί τραβούσανε ταινίες τή σφαγή καί τόν ξολοθρεμό μας! Μέσα στά πολεμικά οἱ μπάντες τους παίζανε ἐμβατήρια καί τραγούδια τῆς χαρᾶς, γιά νά μή φτάνουν ἴσαμε τ’ αὐτιά τῶν πληρωμάτων οἱ κραυγές τῆς ὀδύνης καί οἱ ἐπικλήσεις τοῦ κόσμου. Καί νά ξέρῃ κανείς πῶς μιά, μόνο μιά κανονιά, μιά διαταγή, ἔφτανε γιά νά διαλύσῃ ὅλα κεῖνα τά μαινόμενα στίφη. Κ’ ἡ κανονιά δέ ρίχτηκε κ’ ἡ ἐντολή δέ δόθηκε!» (Γιάννης Καψῆς, τ. Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν).
Ἡ Διδώ Σωτηρίου ἀναφέρει στά «Ματωμένα Χώματα»:
«Ἦρθαν οἱ καιροί, πού οἱ ζωντανοί ζήλευαν τούς πεθαμένους. Γέμισε τό νεκροταφεῖο ἀπό γυναικόπαιδα. Ἔσυραν ὡς ἐκεῖ μαννάδες, ξεφρενιασμένες ἀπό τόν τρόμο, τά κορίτσια τους. Πίστεψαν, ὅτι θά δίσταζε ὁ Τοῦρκος. Μά οὔτε ἐδῶ σταματοῦσε ἡ κτηνωδία. Κι ὁ τόπος τῆς αἰωνίας γαλήνης, τό λιμάνι, πού δέν τό φθάνει ἡ ἐγκόσμια τρικυμία, ὁ τόπος, πού στή θύρα του σταματοῦν ὅλα, γιά τούς δυστυχισμένους σήμερα ἔγινε καινούργιας ἀγωνίας σταθμός. Σβυστά τά καντήλια τῶν τάφων. Τά κυπαρίσσια σάν μαῦρες λαμπάδες ὑψώνονται δεητικά στόν οὐρανό, πού ξάστερος κι ὁλόλαμπρος σκεπάζει τό μέγα δράμα. Νεκροί και ζωντανοί μαζί…».
Ὅσοι σώθηκαν, ἔφτασαν κατατρεγμένοι, ταλαιπωρημένοι, ἐξουθενωμένοι στήν Ἑλλάδα. Πόνεσαν ὥσπου νά βροῦν στέγη καί ψωμί. Ξαναμάτωσαν ὥσπου νά ριζώσουν στήν μάνα γῆ καί πατρίδα. Ὅμως ἄντεξαν γιατί μέσα τους κουβαλοῦσαν τόν ἡρωισμό τῆς λεβεντογέννας φύτρας, τήν πίστη στόν Θεό καί τά ζώπυρα τοῦ γένους μας. Κάποιοι κατάφεραν νά σώσουν πολύτιμους θησαυρούς, τά ἅγια Εἰκονίσματα καί ἅγια Λείψανα, κρυμμένα στόν κόρφο τους, ὅ,τι μπόρεσαν ἀπό τά πατρογονικά σεβάσματα νά περισώσουν, ἀγκαλιάζοντάς τα σφιχτά, ὡς θησαυρό πολύτιμο.
Δούλεψαν σκληρά, πότισαν τά χώματα μέ τόν τίμιο ἱδρῶτα τοῦ προσώπου τους, ἀπόχτησαν παιδιά, τά μεγάλωσαν, ἔκαναν γενικά προκοπή. Οἱ μεγάλοι ἔκλεισαν τά μάτια τους μέ τήν φλόγα τῆς ἀγάπης γιά τίς ἀλησμόνητες πατρίδες. Οἱ ἀπόγονοί τους ὑποσχέθηκαν ὅτι θά τιμήσουν τό Ἑλληνικό ὄνομα καί θά γυρίσουν νά προσκυνήσουν τήν ματωμένη γῆ. Οἱ πολλοί τό ἔκαναν, καί τά ἐγγόνια τους ἔχοντας τήν λαχτάρα τῆς πονεμένης πατρίδας, συχνά-πυκνά, περνᾶνε στήν Σμύρνη, στό Ἀιβαλί, καί τίς ἄλλες πόλεις, καί άνάβουνε κερί καί λιβάνι στήν μνήμη τῶν μαρτύρων προγόνων τους, Κληρικῶν καί Λαϊκῶν.
Καί έδῶ στήν μητέρα πατρίδα, στήν Νέα Σμύρνη, στήν Νέα Ἰωνία, στήν Πάτρα, καί ὅπου ἀλλοῦ, ὕψωσαν τίς Ἐκκλησιές καί τά καμπαναριά τους, ὅπως ἦταν ἐκεῖ, στή Σμύρνη τήν ἡλιόφεγγη, τήν πολυαγαπημένη.
Ἡ ἐκδήλωση αὐτή τῆς Μητροπόλεως ἀφιερώνεται σέ ὅλους ἐκείνους πού φρικτά ἐσφαγιάσθησαν καί μαρτυρικά ἐτελειώθησαν, στήν φοβερή τῆς Σμύρνης καί ὅλης τῆς Μικρασίας Καταστροφή.
Ἀφιερώνεται στούς ἀπογόνους τῶν πολύπαθων προσφύγων, τῶν ἀδελφῶν μας, γιά τούς ὁποίους ἰσχύει τό τοῦ ποιητοῦ: «τοῦ πόνου τό ψωμί ὅποιος δέν ἔφαγε, μόνο ἐκεῖνος δέν σᾶς γνώρισε, ὦ οὐρανοί...».
Τά παιδιά μας θά ζωντανέψουν σκηνές ἀπό τήν Μικρασιατική Καταστροφή. Τό θεατρικό πού θά παρουσιασθῇ εἶναι διασκευή ἀπό τό βιβλίο τῆς Βασιλικῆς Ράλλη, «Στή Λαίλαπα τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς».
Ἀγαπητοί μου, ὁ Ἑλληνισμός δέν θά ἐπιβιώσῃ ἄν μείνῃ χωρίς ὁράματα, χωρίς ἐλπίδα, χωρίς τίς μνῆμες πού τόν διατηροῦν σέ πνευματική ἐγρήγορση. Μόνο ἄν μείνῃ ὄρθιο καί ἄπαρτο τό φεγγοβόλο κάστρο τῆς μνήμης, πού τό ὕψωσαν καί τό συντήρησαν μέ τό αἷμα τους τά ἑκούσια σφάγια ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος, μόνο τότε ἡ Ἑλλάδα θά μεγαλουργήσῃ.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ποτέ δέν εἴχαμε δεχθῆ μοιρολατρικά τά γεγονότα, ἀλλά καί ποτέ ἡ ἱστορία τῆς φυλῆς μας, τοῦ γένους μας, τῆς πατρίδος μας, δέν εἶχε διαστρεβλωθῆ καί παραχαραχθῆ τόσο, ὅσο στούς καιρούς μας. Ὅμως ἄς μάθουν ὅσοι ἐπιβουλεύονται τήν ἱστορική μας ἀλήθεια, τήν ἰδιοπροσωπεία μας καί τήν Ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μας, ὅτι δέν ἐξαντλήθηκαν τά ὁράματά μας καί δέν ἔχει ἀποπροσανατολισθῆ —παρά τίς ἐργώδεις καί λυσσαλέες προσπάθειές τους— ὁ πνευματικός μας Ἑλληνικός καί Ὀρθόδοξος προσανατολισμός, οὔτε ἔχει ἀλλάξει τό πνευματικό D.N.A. τῶν παιδιῶν μας, οὔτε ἄλλο αἷμα ρέει στίς φλέβες τους.
Λίγο χρειάζεται, πολύ λίγο, γιά νά ξεχειλίσῃ τό ποτήρι, καί τότε ὅλοι θά διαπιστώσουν τόν δυναμισμό τῆς φυλῆς μας. Ἔρχεται ἡ ὥρα—ἔτσι γίνεται πάντα κατά τήν κυκλική πορεία καί ἑρμηνεία τῆς Ἱστορίας— ἔρχεται ἡ ὥρα, πού θά ξυπνήσουν οἱ πιεσμένοι ἐθνικοί παλμοί στίς καρδιές ὅλων μας, καί κυρίως στίς καρδιές τῶν παιδιῶν μας. Οἱ παλμοί αὐτοί θά πυροδοτήσουν τίς ἀνυπολόγιστες γιά τούς μισέλληνες, ἡμετέρους καί ξένους, ἐσώτατες δυνάμεις, προκειμένου νά παρασύρουν καί νά ἀφανίσουν τά δεινά καί δύστυχα ἀνθρωπάρια, πού ποτέ δέν ἠθέλησαν μιά Ἑλλάδα δυνατή καί ἀνεξάρτητη. Γιατί πάντοτε εἶναι, οἱ δυστυχεῖς αὐτοί τύποι, ἐγκλωβισμένοι στά ἀπαίσια καί φρικτά ἰδεολογικά τους τείχη καί ὑπαρξιακά τους κενά. Δέν τούς ἐπιτρέπει ὁ συρρικνωμένος καί συνωστισμένος στό στενό κρανίο τους ἐγκέφαλός τους νά σκεφθοῦν διαφορετικά.
Ἡ νεολαία τῆς Πάτρας, τά νειᾶτα τῆς Ἐκκλησίας μας, θά τούς δώσουν τό ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς ἕνα δυνατό μήνυμα, ἕνα ἠχηρό πνευματικό ράπισμα, καί ἕνα πολύ διδακτικό μάθημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου