Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Μητροπολίτης Σεβαστιανός: 20 χρόνια μετά - Γεώργιος Ανδρουτσόπουλος


Μητροπολίτης Σεβαστιανός: 20 χρόνια μετά*

Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ι. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Λέκτορα του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Αθηνών – Δικηγόρου
                 
Στο έτος 2014, που σε λίγες ημέρες πνέει τα λοίσθια, παρατηρείται μια συρροή ιστορικών και άλλων επετείων. Σε αυτές συγκαταλέγεται και η συμπλήρωση 20ετίας από την εκδημία του Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανού (12.12.1994). Για τον πολύκλαυστο Ιεράρχη πολλά έχουν ειπωθεί από πολλούς. Έτσι, φαντάζει ίσως περιττολογία η όποια δική μας πρόσθετη αναφορά. Εξ αυτού, χρησιμότερο θα ήταν να εγκύψουμε στα δικά του γραπτά και να αφουγκραστούμε την κραυγή της δικής του ποιμαντικής αγωνίας, αφού πρώτα τον γνωρίσουμε…
                 Ο Σεβαστιανός, κατά κόσμον Σωτήριος Οικονομίδης, γεννήθηκε το 1922 στα Καλογρηανά Καρδίτσας. Από μικρό παιδί αναγνωρίζει μέσα του τα ίχνη της θεϊκής κλήσεως, για αυτό φοιτά στο τότε ιεροδιδασκαλείο Κορίνθου, ανακηρύσσεται δε πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών τον Δεκέμβριο 1949. Στις 30 Αυγούστου 1956 ο ήδη μοναχός Σεβαστιανός δέχεται τη χάρι του μυστηρίου της ιεροσύνης από τον μακαριστό Μητροπολίτη τότε Λήμνου [μετέπειτα Τρίκκης και Σταγών] Διονύσιο [Χαραλάμπους]. Ως ιεροκήρυκας στην πόλη των Ιωαννίνων, εκτός από τα καθαυτό καθήκοντά του, διδάσκει επί δεκαετία θεολογικά μαθήματα στο κατώτερο εκκλησιαστικό φροντιστήριο της Βελλάς, καθώς και το μάθημα της Θρησκειολογίας και της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων, στις 24 δε Ιανουαρίου 1967 εκλέγεται Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως σε διαδοχή του «αυτοδικαίως αποχωρήσαντος του Μητροπολιτικού του θρόνου», ως εκ της συμπληρώσεως του ισχύοντος τότε ορίου ηλικίας, Χριστοφόρου [Χατζή].

                Άγνωστο, ως επί το πολύ, τυγχάνει το γεγονός ότι ο πολιός Ιεράρχης αρνείται αρχικώς να αποδεχθεί την επισκοπική εκλογή του. Ειδικότερα, σε τηλεγράφημά του προς την Ι. Σύνοδο γράφει: «Μετ’ ευγνωμοσύνης βαθυτάτης ευχαριστώ θερμότατα δι’ εκλογήν μου εις το ύψιστον αξίωμα του επισκόπου. Αισθάνομαι όμως την τεραστίαν ευθύνην της τοιαύτης αποστολής και θεωρών εμαυτόν ουχί ικανόν και ενδεδειγμένον δια το αξίωμα τούτο, λίαν ευλαβώς και ταπεινώς παρακαλώ, όπως η Αγία και Ιερά Σύνοδος δεχθή την παραίτησίν μου και προκρίνη έτερον υποψήφιον αντί της ταπεινότητός μου». Συναισθανόμενος, μάλιστα, το βάρος της επισκοπικής του ευθύνης, παρατηρεί στον χειροτονητήριο λόγο του: «Οι καιροί είναι χαλεποί. Η πίστις των πολλών κλυδωνίζεται. Η αμαρτία αποθρασύνεται. Το κακόν κορυφούται. Χρειάζονται επομένως επίσκοποι ικανοί, με πίστιν, με αγιότητα, με αυταπάρνησην, με πύρινο ζήλον, με μόρφωσιν».
                Από της αναλήψεως των επισκοπικών του καθηκόντων, ο Σεβαστιανός διακηρύσσει με τον ενθρονιστήριο λόγο του (29.6.1967) urbi et orbi την πρόθεσή του να αγωνιστεί για τα απαράγραπτα δίκαια του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, ο οποίος ήδη από το 1944 ζούσε στη μέγγενη της θρησκευτικής ανελευθερίας και του εθνικού αφανισμού. Ο αγώνας του στηρίζεται σε πνευματικό υπόβαθρο, καθώς έχει ακράδαντη πίστη στη δύναμη της προσευχής. Προς τούτο, αναθέτει στον αγιορείτη μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη τη σύνθεση παρακλητικού κανόνα για τους αγίους της Β. Ηπείρου.
                Η βιοτή του μακαριστού Ιεράρχου διακρινόταν για τη βαθιά πνευματικότητα και την ανεπιτήδευτη απλότητά της, καθώς ο ίδιος είχε συντονιστεί στη λογική του απολύτως απαραίτητου και του στοιχειωδώς αναγκαίου. Ψηλαφητή απόδειξη αποτελεί η περιλάλητη διαθήκη του (27.8.1994), με την οποία εξομολογείται την εκούσια ακτημοσύνη του: ««… θ) Περιουσίαν ατομικήν κινητήν ή ακίνητην δεν έχω να αφήσω. Ούτε εκληρονόμησα, ούτε απέκτησα με την Ιερωσύνην μου. Ο,τι χρήματα ευρεθούν εις το γραφείον μου, γνωρίζουν οι στενοί μου συνεργάται ότι ανήκουν εις φιλανθρωπικούς σκοπούς». Κατά την αδιάψευστη, μάλιστα, μαρτυρία του διαδόχου του, [νυν] Μητροπολίτη Κονίτσης κ. Ανδρέα [Τρεμπέλα], «κάθε μήνα τον μισθό του τον μοίραζε σε φακέλους μικρούς, γράφοντας απ΄ έξω, σε μια ακρούλα, το ποσό που υπήρχε μέσα» για να μπορεί έτσι να διαθέτει ευκολότερα «κατά την εκάστου ιδίαν χρείαν» την προσφορά της αγάπης του.
                Είναι προφανές ότι στη ζωή του Σεβαστιανού μπορούσε κανείς να διακρίνει ευκολότερα τα αποτυπώματα της παρουσίας του Θεού παρά τα σημάδια της ανάγκης του ανθρώπου• το άρωμα της θείας χάριτος παρά την αίσθηση της ανθρώπινης δυνάμεως. Γι` αυτό είναι βέβαιο πως δεν βρέθηκε απαρρησίαστος ενώπιον του Θεού, αλλά εισακούστηκε η ευχή που, ως ικεσία, διατύπωσε στη διαθήκη του: ««Και τώρα, Συ Κύριέ μου, τον οποίον, παρά την εν γένει αμαρτωλότητά μου, Σε ηγάπησα, Γενού Ίλεως εις την αμαρτωλήν μου ψυχήν και αξίωσόν με μετά του ευγνώμονος ληστού της επουρανίου σου Βασιλείας». Έτσι, εκεί στη χώρα της αιωνιότητας «ζει και βασιλεύει […], ο μέγας Ιεράρχης. Των πονεμένων ο Πατέρας, ο Σεβαστιανός»… 


                *Δημοσιεύθηκε στην «Πελοπόννησο της Κυριακής» της 21.12.2014, σ. 52.   

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πέρασαν 20 χρόνια και οι ιδέες του Σεβαστιανού δεν ακούστηκαν ακόμα. Το Βορειοηπειρωτικό παραμένει χωρίς λύση. Οι ευκαιρίες χάθηκαν;