Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και π. Θεολόγος Αγιορείτης για τον Άγιο Παΐσιο


Στίς 15-6-2015 στήν αἴ­θου­σα τοῦ Σι­σμα­νό­γλει­ου Με­γά­ρου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ὅ­που στε­γά­ζε­ται  τό Ἑλ­λη­νι­κό Προ­ξε­νεῖο, ἔ­γι­νε ἡ πα­ρου­σί­α­σις τοῦ βι­βλί­ου «Ὁ βί­ος τοῦ Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του» τοῦ Ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Ἰ­σα­άκ.  
Τό βι­βλίο με­τα­φρά­στη­κε στήν τουρ­κι­κή γλώσ­σα ἀ­πό τήν πο­λί­τισ­σα κ. Ἀ­να­στα­σία Ἀρ­πατ­ζή καί ἐκ­δό­θη­κε ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «ΦΑΡΟΣ» τ­ῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως.
Τό βι­βλίο πα­ρου­σί­α­σαν ἡ ἐκ­δό­τρια κ. Μα­ϋν­τά Σαρ­ρή καί ἡ με­τα­φρά­στρια.
Ἀ­κο­λού­θως μί­λη­σε ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος π. Θε­ο­λό­γος καί τέ­λος ἐ­πι­σφρά­γι­σε τήν ἐκ­δή­λω­σι ὁ Πα­να­γι­ώ­τα­τος Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης κ. Βαρ­θο­λο­μαῖ­ος.

Πα­ρα­θέ­του­με τίς ὁ­μι­λί­ες τοῦ Πα­τρι­άρ­χου καί τοῦ π. Θε­ο­λό­γου.

 Ὁ­μι­λία
τῆς Α. Θ. Πα­να­γι­ό­τη­τος
τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­άρ­χου κ. κ. Βαρ­θο­λο­μαί­ου
κα­τὰ τὴν Πα­ρου­σί­α­σιντῆς εἰς τὴν Τουρ­κι­κὴν Γλῶσ­σαν
 Με­τα­φρά­σε­ως τοῦ Βί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του
(Σι­σμα­νό­γλει­ον Μέ­γα­ρον, 15 Ἰ­ου­νί­ου 2015)

Ἱ­ε­ρώ­τα­τοι ἅ­γι­οι ἀ­δελ­φοί,
Ἐν­τι­μό­τα­τε κύ­ριε Γε­νι­κὲ Πρό­ξε­νε,
Τέ­κνα ἐν Κυ­ρίῳ ἀ­γα­πη­τὰ,

Τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸν Πα­τρι­αρ­χεῖ­ον καὶ ἡ­μεῖς προ­σω­πι­κῶς μὲ πολ­λὴν χα­ρὰν καὶ συγ­κί­νη­σιν ὑ­πο­δε­χό­με­θα ἀ­πό­ψε τὴν με­τά­φρα­σιν εἰς τὴν τουρ­κι­κὴν γλῶσ­σαν τοῦ βί­ου τοῦ ἐκ Φα­ρά­σων τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας κα­τα­γο­μέ­νου Ἁ­γί­ου Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, τῆς με­γά­λης αὐ­τῆς συγ­χρό­νου πνευ­μα­τι­κῆς μορ­φῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους καὶ συμ­πά­σης τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­νε­γρά­φη προ­σφά­τως εἰς τὸ Ἁ­γι­ο­λό­γι­ον τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­τό­πιν ἐ­πι­σή­μου ἀ­πο­φά­σε­ως τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, δι­ερ­μη­νεύ­σαν­τος τοι­ου­το­τρό­πως τὴν συ­νεί­δη­σιν τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας πε­ρὶ τῆς ἁ­γι­ό­τη­τος αὐ­τοῦ.

Καὶ λέ­γο­μεν μὲ συγ­κί­νη­σιν, δι­ό­τι ἡ ἀ­πο­ψι­νὴ ἐκ­δή­λω­σις διὰ τὴν ἐ­πί­ση­μον κυ­κλο­φο­ρί­αν τῆς με­τα­φρά­σε­ως ταύ­της πρα­γμα­το­ποι­εῖ­ται εἰς μί­αν εὐ­τυ­χῆ συγ­κυ­ρί­αν: Δη­λα­δή, ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φήν μας ἀ­πὸ τὸ κα­θι­ε­ρω­μέ­νον ἐ­τή­σι­ον προ­σκύ­νη­μά μας εἰς τὴν Καπ­πα­δο­κί­αν, τὸν τό­πον τῆς κα­τα­γω­γῆς αὐ­τοῦ, καί, δεύ­τε­ρον, ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴν ἑ­ορ­τὴν τῆς Συ­νά­ξε­ως τῶν Ἀ­θω­νι­τῶν Πα­τέ­ρων, ἡ ὁ­ποία ἑ­ωρ­τά­σθη μὲ ἐ­πι­ση­μό­τη­τα χθὲς εἰς τὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­αν διὰ πρώ­την φο­ρὰν ἐ­μνη­μο­νεύ­θη με­τα­ξὺ αὐ­τῶν καὶ ὁ Ἅ­γι­ος Πα­ΐ­σι­ος, ἀ­να­γνω­σθεί­σης μά­λι­στα καὶ τῆς ἡ­με­τέ­ρας σχε­τι­κῆς Πα­τρι­αρ­χι­κῆς καὶ Συ­νο­δι­κῆς Πρά­ξε­ως εἰς τὸν πα­νί­ε­ρον Να­ὸν τοῦ Πρω­τά­του εἰς Κα­ρυ­ὰς Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους.

Ὁ Ἅ­γι­ος Πα­ΐ­σι­ος, φέ­ρων τὴν δι­πλῆν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του καὶ τοῦ Καπ­πα­δό­κου, συ­νε­χί­ζει τὴν πε­ρί­φη­μον ἀ­σκη­τι­κὴν καπ­πα­δο­κι­κὴν πα­ρά­δο­σιν, ἡ ὁ­ποία ἔ­χει τὴν ἀρ­χήν της εἰς τὸν Μέ­γαν Βα­σί­λει­ον καὶ ἐ­κτεί­νε­ται μέ­χρι τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ πε­ρι­φή­μου Χατ­ζη­γε­ώρ­γη καὶ τοῦ ἀ­να­δό­χου τοῦ ἁ­γί­ου, Ὁ­σί­ου Ἀρ­σε­νί­ου τοῦ Καπ­πα­δό­κου.
Ἔ­χον­τες εἰς τὴν καρ­δί­αν μας νω­πὰς τὰς μνή­μας ἐκ τοῦ προ­σφά­του προ­σκυ­νή­μα­τός μας εἰς τὸν τό­πον κα­τα­γω­γῆς τοῦ Ἁ­γί­ου, ὅ­λας δὲ τὰς αἰ­σθή­σεις μας πε­πλη­ρω­μέ­νας ἐκ τῆς πνευ­μα­τι­κῆς εὐ­ω­δί­ας τῆς ἁ­γι­ο­τό­κου Καπ­πα­δο­κί­ας, θέ­λο­μεν νὰ κα­τα­στή­σω­μεν ὅ­λους ἐ­σᾶς κοι­νω­νοὺς τῆς ἐ­νι­σχύ­σε­ως καὶ τῆς ἐκ Θε­οῦ πα­ρη­γο­ρί­ας τὴν ὁ­ποί­αν ἐ­λά­βο­μεν ἐκ τῆς ἐ­νοι­κού­σης εἰς τούς «σμι­κροὺς καὶ ἀ­πε­ράν­τους χώ­ρους τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας» Θεί­ας Χά­ρι­τος καὶ μαρ­τυ­ρί­ας καὶ μαρ­τυ­ρί­ου καὶ θυ­σί­ας καὶ κε­νώ­σε­ως καὶ δα­κρύ­ων καὶ προ­σευ­χῆς καὶ κα­τα­τρε­γμῶν καὶ συμ­φο­ρῶν μέ­χρι τοῦ «ἐ­ξα­πο­ρη­θῆ­ναι καὶ τοῦ ζῆν» τὰς ἐ­κεῖ ὀρ­θο­δό­ξους γε­νε­άς.
Ὁ τό­πος αὐ­τὸς μὲ πολ­λὴν ἁ­πλό­τη­τα ἐ­δέ­χθη τὴν κλῆ­σιν τοῦ Θε­οῦ, τὸν εὐ­αγ­γε­λι­κὸν σπό­ρον, καὶ ἀ­κο­λου­θῶν ὀ­πί­σω τοῦ Κυ­ρί­ου «διὰ τῆς στε­νῆς πύ­λης» (Λουκ. ιγ´ 24), «ἐ­ποί­η­σε καρ­πὸν ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ο­να» (Λουκ. η´ 8), ἄν­θη εὐ­λα­βεί­ας, ὀ­νο­μα­στοὺς Ἁ­γί­ους, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­νω­νύ­μους ἀν­θρώ­πους τοῦ Θε­οῦ, φο­ρεῖς τῆς ἀ­σκη­τι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὁ­μο­λο­γη­τὰς καὶ ἐγ­κρα­τευ­τάς, πνεύ­μα­τα δι­καί­ων τε­τε­λει­ω­μέ­να, τὰ ὁ­ποῖα, ἀ­ναμ­φι­βό­λως, ἀ­κό­μη καὶ με­τὰ τὴν δι­α­κο­πὴν τῆς ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νας συ­νε­χοῦς ὀρ­θο­δό­ξου πα­ρου­σί­ας εἰς αὐ­τόν, δὲν παύ­ουν νὰ με­σι­τεύ­ουν πρὸς Θε­ὸν ὑ­πὲρ τῶν ἀ­πο­γό­νων των καὶ κλη­ρο­νό­μων τῶν τι­μη­μέ­νων πα­ρα­δό­σε­ών των, ὑ­πὲρ τῶν ἐ­δα­φῶν αὐ­τῶν τὰ ὁ­ποῖα ἐ­πό­τι­σαν μὲ τοὺς ἱ­δρῶ­τας τῶν μό­χθων καὶ μὲ τὸ αἷ­μα τῆς καρ­δι­ᾶς των, ὄ­χι σπα­νί­ως δὲ καὶ μὲ τὸ μαρ­τύ­ρι­ον ὑ­πὲρ τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῆς εἰς Αὐ­τὸν Πί­στε­ως.
Δο­ξά­ζον­τες τὸν Θε­ὸν διὰ τὴν εὐ­λο­γί­αν νὰ ἔ­χω­μεν εἰς τὴν κλη­ρου­χί­αν μας τὸν εὐ­λο­γη­μέ­νον αὐ­τὸν τό­πον, τὴν πᾶ­σαν ἐλ­πί­δα μας ἀ­να­θέ­το­μεν εἰς τὴν ἀ­γά­πην Του καὶ εἰς τὴν με­σι­τεί­αν τῶν Ἁ­γί­ων τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας: Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Ρώσ­σου, Γε­ωρ­γί­ου τοῦ Νε­α­πο­λί­του, Νε­ο­μάρ­τυ­ρος Θε­ο­χά­ρους τοῦ Νε­α­πο­λί­του, Ἀρ­σε­νί­ου καὶ Πα­ϊ­σί­ου, τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του. Ἀ­κό­μη, οἱ Με­γά­λοι Καπ­πα­δό­και Πα­τέ­ρες Βα­σί­λει­ος ὁ Μέ­γας, Γρη­γό­ρι­ος ὁ Θε­ο­λό­γος καὶ Γρη­γό­ρι­ος ὁ Νύσ­σης, ἡ Ὁ­σία Μα­κρί­να καὶ ἄλ­λοι, τῶν ὁ­ποί­ων τὰ ὀ­νό­μα­τα Κύ­ρι­ος οἶ­δε, δὲν στα­μα­τοῦν νὰ εὑ­ρί­σκων­ται καὶ νὰ σκέ­πουν τοὺς χώ­ρους εἰς τοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­γεν­νή­θη­σαν, νὰ ἐ­νι­σχύ­ουν τὴν ἐλ­πί­δα μας, ὅ­τι «νῦν καὶ ἀ­εί» θὰ συ­νε­χί­ζε­ται ἡ ἀ­έν­να­ος μαρ­τυ­ρία, διὰ ὁ­ρα­τῶν καὶ ἀ­ο­ρά­των, δι᾿ ἀγ­γέ­λων καὶ δι᾿ ἀν­θρώ­πων, καὶ ἡ τέ­λε­σις τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας εἰς τοὺς φυ­σι­κοὺς χώ­ρους, ὅ­που ἡ­γί­α­σαν ἐ­κεῖ­νοι καὶ ἡ­γί­α­σαν καὶ τοὺς χώ­ρους, τῆς Ἁ­γί­ας Καπ­πα­δο­κί­ας, θὰ ἐ­λέ­γο­μεν.
Μὲ συγ­κί­νη­σιν μαρ­τυ­ροῦ­μεν εἰς τὴν ἀ­γά­πην σας ὅ­τι ὁ Ἅ­γι­ος Πα­ΐ­σι­ος, καί­τοι Καπ­πα­δό­κης, ἀ­νή­κει εἰς ὁ­λό­κλη­ρον τὴν οἰ­κου­μέ­νην, ὡς ἄλ­λω­στε μαρ­τυ­ροῦν ἡ με­τά­φρα­σις τοῦ βί­ου καὶ τῆς δι­δα­σκα­λί­ας του εἰς πολ­λὰς γλώσ­σας, καὶ τώ­ρα καὶ εἰς τὴν τουρ­κι­κήν, ἀλ­λὰ καὶ ἡ τι­μὴ πρὸς τὴν μορ­φὴν αὐ­τοῦ οὐ μό­νον ἐκ μέ­ρους τῶν Ἑλ­λή­νων Ὀρ­θο­δό­ξων ἀλ­λὰ καὶ ὑ­πὸ τῶν πι­στῶν καὶ ἄλ­λων Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν, αἱ ὁ­ποῖ­αι ἔ­σπευ­σαν νὰ προ­βά­λουν τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τα αὐ­τοῦ, εὐ­θὺς ἀ­μέ­σως με­τὰ τὸ ἄ­κου­σμα τῆς ἀ­να­γρα­φῆς αὐ­τοῦ εἰς τὸ ἁ­γι­ο­λό­γι­ον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Ἐν κα­τα­κλεῖ­δι, ἐ­πι­θυ­μοῦ­μεν νὰ μοι­ρα­σθῶ­μεν μα­ζί σας καὶ μί­αν ἀ­κό­μη σκέ­ψιν: οἱ Καπ­πα­δό­και εἶ­χον μί­αν μα­κρὰν πα­ρά­δο­σιν τουρ­κο­φώ­νου χρι­στι­α­νι­κῆς γραμ­μα­τεί­ας, τὰ γνω­στά «κα­ρα­μαν­λί­δι­κα», ἡ ὁ­ποία ἦ­το κα­τὰ βά­σιν χρι­στι­α­νι­κή. Πι­στεύ­ο­μεν, λοι­πόν, ὅ­τι ἡ Πρό­νοια τοῦ Θε­οῦ πα­ρε­κί­νη­σεν ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­γα­ποῦν τὸν ἅ­γι­ον, νὰ με­τα­φρά­σουν τὸν θαυ­μα­στὸν βί­ον του εἰς τὴν τουρ­κι­κὴν γλῶσ­σαν, ὥ­στε οὗ­τος νὰ γί­νῃ κτῆ­μα καὶ τῶν τουρ­κο­φώ­νων ἀ­να­γνω­στῶν. Αἰ­σθα­νό­με­θα ὅ­τι μὲ αὐ­τὴν τὴν με­τά­φρα­σιν συ­νε­χί­ζε­ται, τρό­πον τι­νά, ἡ εὐ­λα­βι­κὴ πα­ρά­δο­σις τῆς κα­ρα­μαν­λί­δι­κης γραμ­μα­τεί­ας, ἔ­στω καὶ ἐ­ὰν εἶ­ναι εἰς τὴν κα­θο­μι­λου­μέ­νην σύγ­χρο­νον τουρ­κι­κὴν γλῶσ­σαν, ἐ­νῷ τὰ κα­ρα­μαν­λί­δι­κα, ὡς γνω­στόν, πα­ρεκ­κλί­νουν πως ἐξ αὐ­τῆς, πα­ρου­σι­ά­ζον­τα δι­α­λε­κτι­κὰς δι­α­φο­ρὰς καὶ εἶ­ναι γραμ­μέ­να μὲ ἑλ­λη­νι­κοὺς χα­ρα­κτῆ­ρας.
Ἔ­χο­μεν μά­λι­στα βε­βαί­αν τὴν πε­ποί­θη­σιν ὅ­τι ἡ πα­ροῦ­σα ἔκ­δο­σις τοῦ βί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Πα­ϊ­σί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει συν­τα­χθῆ ὑ­πὸ δύο ἀν­θρώ­πων οἵ­τι­νες ἔ­ζη­σαν ἀ­πὸ πο­λὺ κον­τὰ τὸν ἅ­γι­ον καὶ ὑ­πῆρ­ξαν πνευ­μα­τι­κὰ τέ­κνα καὶ συ­να­σκη­ταὶ αὐ­τοῦ, ὑ­πὸ τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Γέ­ρον­τος Ἰ­σα­ὰκ ἐκ Λι­βά­νου, καὶ τοῦ ὑ­πο­τα­κτι­κοῦ αὐ­τοῦ Εὐ­θυ­μί­ου ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου, Γέ­ρον­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Κα­λύ­βης Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου ἐν Ἁ­γίῳ Ὄ­ρει, θὰ βο­η­θή­σῃ πολ­λοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας νὰ γνω­ρί­σουν τὸ πνευ­μα­τι­κὸν με­γα­λεῖ­ον τοῦ ἁ­γί­ου, νὰ θαυ­μά­σουν τὰ κα­τορ­θώ­μα­τα καὶ τὴν ἀ­γά­πην του διὰ τὸν Θε­όν, νὰ τὸν ἐ­πι­κα­λε­σθοῦν καὶ νὰ ζη­τή­σουν τὴν βο­ή­θει­αν καὶ τὴν χά­ριν του.
Εὐ­λο­γοῦν­τες τὴν ἔκ­δο­σιν ταύ­την συγ­χαί­ρο­μεν τοὺς συν­τε­λε­στὰς αὐ­τῆς, ὡς καὶ τὸν ἐκ­δο­τι­κὸν οἶ­κον τὸν ἀ­να­λα­βόν­τα τὴν κυ­κλο­φό­ρη­σιν αὐ­τοῦ, καὶ εὐ­χα­ρι­στοῦ­μεν διὰ τὸν φι­λά­γι­ον κό­πον εἰς τὸν ὁ­ποῖ­ον ὑ­πε­βλή­θη­σαν, εὐ­χό­με­νοι πλου­σι­ό­καρ­πον τὸν ἀ­μη­τὸν αὐ­τῆς καὶ τὴν σκέ­πην τῶν εὐ­χῶν τοῦ Ἁ­γί­ου Πα­ϊ­σί­ου, τοῦ Καπ­πα­δό­κου καὶ Ἁ­γι­ο­ρεί­του. Ἀ­μήν.

Ὁ­μι­λία π. Θε­ο­λό­γου

Πα­να­γι­ώ­τα­τε πά­τερ καί Δέ­σπο­τα,  Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι,  ἀ­ξι­ό­τι­με κ. Γε­νι­κέ Πρό­ξε­νε τῆς Ἑλ­λά­δος, σε­βα­στοί πα­τέ­ρες, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί,

Ἀ­να­ξί­ως, ἀλ­λά κά­νον­τας ὑ­πα­κοή, ἦλ­θα νά δώ­σω μιά προ­σω­πι­κή μαρ­τυ­ρία γιά ἕ­ναν θαυ­μα­στόν Ἅ­γιο πού ἡ Ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ ἔ­βα­λε στήν ζωή μου, πού δέν ἀ­ξι­ώ­θη­κα νά τόν μι­μη­θῶ, ἀλ­λά προ­σπα­θῶ νά ζῶ μέ τήν εὐ­χή του.
Μέ­σα στήν χα­ρά τῆς ση­με­ρι­νῆς πα­ρου­σί­α­σις ἐ­πι­τρέψ­τε  μου  νά σᾶς ἀ­να­πτύ­ξω με­ρι­κές  ἐμ­πει­ρί­ες πού βί­ω­σα καί δέν εἶ­ναι κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες στόν  τό­μο πού ἐκ­δί­δε­ται σή­με­ρα.
Ἡ μι­κρή μαρ­τυ­ρία πού σᾶς κα­τα­θέ­τω ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τό 1972 πού σάν φοι­τη­τής, στήν δεύ­τε­ρη ἐ­πί­σκε­ψί μου στό Ἅ­γι­ον Ὅ­ρος, γνώ­ρι­σα ἕ­ναν Ἄν­θρω­πο, ὅ­πως ὁ Θε­ός θέ­λει τόν Ἄν­θρω­πο, Εἰ­κό­να Του ζων­τα­νή μπρο­στά μου, τόν  Ἅ­γιο  Παῒ­σιο. Κά­θε φο­ρά πού συ­ναν­τοῦ­σα τόν Γέ­ρον­τα εἶ­χα τήν συ­ναί­σθη­σι ὅ­τι  μοῦ μι­λοῦ­σε ὁ Θε­ός. Ὁ ἴ­δι­ος ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν μέ­σα στήν Ἀ­γά­πη, στήν Τα­πεί­νω­σι, στήν Πρα­ό­τη­τα, στήν Δι­ά­κρι­σι. Δέν στε­κό­ταν μπρο­στά μου σάν μία προ­σω­πι­κό­τη­τα, ἀλ­λά ἦ­ταν δι­ά­φα­νος ὥ­στε μέ­σω αὐ­τοῦ νά βλέ­πω καί νά ἀ­κούω τόν Θεό, δι­ό­τι «ζοῦ­σε οὐ­κέ­τι αὐ­τός, ἀλ­λά ζοῦ­σε ἐν αὐ­τῷ ὁ Χρι­στός».
Σέ μία ἀ­πό τίς πρῶ­τες συ­ναν­τή­σεις μας, στό Κελ­λί τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, μοῦ ἐ­ξη­γοῦ­σε πώς τά ἄ­γρια ζῶα δέν φο­βοῦν­ται, ἀλ­λά σέ­βον­ται καί ἀ­να­γνω­ρί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο πού ἔ­χει Χά­ριν  Θε­οῦ,  ἐ­νῶ τά ἥ­με­ρα ζῶα  παίρ­νουν τίς συ­νή­θει­ες καί τόν χα­ρα­κτῆρα τοῦ κυ­ρί­ου τους. Με­τα­ξύ ἄλ­λων μου ἔ­λε­γε ὅ­τι τόν πλη­σι­ά­ζουν τά λα­γου­δά­κια καί τά ἀ­γρι­ο­γού­ρου­να καί τά σταυ­ρώ­νει στό μέ­τω­πο καί δέν τά πι­ά­νουν τά βό­λια τῶν κυ­νη­γῶν. Μιά ἡ­μέ­ρα τόν ἀ­κο­λου­θοῦ­σα σέ ἕ­να μο­νο­πά­τι στήν Κα­ψά­λα κον­τά στό Κελ­λί του. Βά­δι­ζε σάν κου­ρα­σμέ­νος πα­τών­τας μιά δε­ξιά καί μιά ἀ­ρι­στε­ρά στό μο­νο­πά­τι. «Γέ­ρον­τα σᾶς πο­νοῦν τά πό­δια σας;» τόν ἐ­ρώ­τη­σα. «Δέν βλέ­πεις εὐ­λο­γη­μέ­νε» μοῦ ἀ­πάν­τη­σε «τά μυρ­μήγ­κια πού προ­χω­ροῦν στήν μέ­ση τοῦ μο­νο­πα­τι­οῦ;».
Μοῦ εἶ­χε συ­στή­σει, τό­τε, νά δι­α­βά­σω τούς ἀ­σκη­τι­κούς λό­γους τοῦ Ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ. Δέν εἶ­χα ὅ­μως χρό­νο, γι­α­τί σπού­δα­ζα στό Πο­λυ­τε­χνεῖο. Πῆ­ρα ἀρ­γό­τε­ρα τό βι­βλίο μα­ζί μου στό  Πα­ρί­σι, ὅ­που ἔ­κα­να με­τα­πτυ­χι­α­κά. Ἐ­κεῖ, σέ μία ἥ­συ­χη σο­φί­τα, βλέ­πον­τας τά καμ­πα­να­ριά τῆς Πα­να­γί­ας τό 1977, ὁ Ἀβ­βᾶς Ἰ­σα­άκ μέ βο­ή­θη­σε νά ἀ­πο­φα­σί­σω νά ζή­σω σάν Μο­να­χός κον­τά στόν Γέ­ρον­τα. Ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψα στήν Ἑλ­λά­δα ἐ­κεῖ­νος μέ προ­έ­τρε­ψε νά ὑ­πη­ρε­τή­σω πρῶ­τα τήν στρα­τι­ω­τι­κή μου θη­τεία καί με­τά νά πάω στό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος.
Ὅ­σο  ὑ­πη­ρε­τοῦ­σα  στόν στρα­τό μέ πα­ρη­γο­ροῦ­σε  μέ  τήν προ­σευ­χή του  καί  τίς ἐμ­πει­ρί­ες του πού μοῦ δι­η­γεῖ­το. Πολ­λά­κις ἔ­χουν γρα­φεῖ τά θαύ­μα­τα πού ἔ­ζη­σε, ἡ αὐ­το­θυ­σία, ὁ τρό­πος καί τό φι­λό­τι­μο μέ τό ὁ­ποῖο ὑ­πη­ρέ­τη­σε. Στήν δι­άρ­κεια τῶν μα­χῶν, μέ­σα στόν ἐμ­φύ­λιο, μοῦ εἶ­πε ὅ­τι τόν ἔ­στει­λαν κά­πο­τε σέ ἕ­να κον­τι­νό χω­ριό νά ἀ­γο­ρά­ση τρό­φι­μα γιά τήν δι­μοι­ρία του. Ἀ­φοῦ ψώ­νι­σε τρά­βη­ξε γιά τό βου­νό. Τό­τε  βγῆ­κε ἡ γυ­ναί­κα πού εἶ­χε τό  μπα­κά­λι­κο καί τοῦ φώ­να­ξε ἀ­πό μα­κρυά:  «Στρα­τι­ώ­τη γύρ­να πί­σω,  ξέ­χα­σες τό ὅ­πλο σου».  Τό ἀ­λη­θι­νό ὅ­πλο τοῦ Γέ­ρον­τα ἦ­ταν ὁ στρα­τι­ω­τι­κός καί ὁ πνευ­μα­τι­κός ἀ­σύρ­μα­τος μέ τόν ὁ­ποῖ­ον ἔ­σω­ζε σώ­μα­τα καί ψυ­χές.
Εἶ­χε προ­εί­δει τήν ἀ­να­χώ­ρη­σί του ἀ­πό τό Κελ­λί τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ καί ἔτ­σι με­τά τήν ἀ­πο­λυ­σί μου ἀ­πό τόν στρα­τό  κα­τευ­θύν­θη­κα  κον­τά του  καί ὄ­χι στήν μο­νή Σταυ­ρο­νι­κή­τα, ὅ­πως σκε­πτό­μουν. Κα­θώς ὁ ἴ­δι­ος δέν κρα­τοῦ­σε στό Κελ­λί του μο­να­χούς μέ ὁ­δή­γη­σε στό Κουτ­λου­μού­σι. Γνω­ρί­ζον­τας τήν δι­ά­θε­σί μου γιά τήν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή (τήν ὁ­ποία μοῦ εἶ­χε ἐμ­πνεύ­σει  ὁ πνευ­μα­τι­κός μου  π. Χα­ρί­των Πνευ­μα­τι­κά­κις, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­νε­χώ­ρη­σε στό Congo, ὀρ­γά­νω­σε τήν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σία στήν Kananga καί ἐ­κοι­μή­θη ἐ­κεῖ με­τά 25 Χρό­νια)  μοῦ ζή­τη­σε νά εἶ­ναι αὐ­τό τό πρῶ­το θέ­μα πού θά ἀ­να­φέ­ρω  στόν Ἡ­γού­με­νο τῆς Μο­νῆς.  Ὁ ἴ­δι­ος ὁ Γέ­ρον­τας, τό 1993, μέ  προ­έ­τρε­ψε νά πάω στήν Ἀλ­βα­νία, ὅ­ταν  ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος  Ἀ­να­στά­σι­ος μέ κά­λε­σε ἐ­κεῖ. Ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν πο­λύ γιά τήν ἁ­παν­τα­χοῦ Ἐκ­κλη­σία λέ­γον­τάς μου, κά­πο­τε, ὅ­τι τό ση­μαν­τι­κώ­τε­ρο εἶ­ναι νά ὀρ­γα­νω­θοῦν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λές στήν  Κί­να.
Σάν νέο ἀρ­χι­τέ­κτο­να  μέ συ­νε­βού­λε­βε  πολ­λά­κις γιά ἁ­πλά ἀλ­λά βα­σι­κά  θέ­μα­τα ὅ­πως  π.χ. γιά τά  πα­ρεκ­κλή­σια πού δι­α­μορ­φώ­νον­ται μέ­σα σέ  κτή­ρια: ὅ­τι  δέν πρέ­πει νά ἔ­χουν ἀ­πό πά­νω  ἤ ἀ­πό κά­τω κα­τοι­κί­ες  καί  ὑ­πνο­δω­μά­τια. Τίς  Εἰ­κό­νες νά  μήν  τίς  το­πο­θε­τοῦ­με  σέ  τοί­χους  ὅ­που ὑ­πάρ­χει  ὄ­πι­σθεν  ἀ­πο­χω­ρη­τή­ριο.  Τά  λή­μα­τα  ἀ­πό  τήν  λάν­τζα  τῆς  κου­ζί­νας  νά  μήν  κα­τα­λή­γουν  στόν  βό­θρο ἤ στήν κεν­τρι­κή  ἀ­πο­χέ­τευ­σι, ἀλ­λά νά ἔ­χουν δι­κή  τους ἔ­ξο­δο  καί κα­τά­λη­ξι ἀ­φοῦ τό φα­γη­τό, ἀλ­λά  καί  τά πε­ρισ­σεύ­μα­τα  εὐ­λο­γοῦν­ται.
Μί­αν  ἡ­μέ­ρα  πού  τόν  ἐ­πι­σκέ­φθη­κά  μου  ἄ­νοι­ξε  τήν πόρ­τα ἀ­κο­λου­θού­με­νος ἀ­πό ἕ­ναν νέο ἄν­δρα γύ­ρω στά 30.  Ἀ­φοῦ τόν ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σε  καί ἐ­κεῖ­νος ἔ­φυ­γε χα­ρού­με­νος, γύ­ρι­σε με­τά πρός ἐ­μέ­να λέ­γον­τας: «Πῶ! Πῶ! τί δύ­να­μι ἔ­χει ἡ Πα­να­γία μας, καί δαι­μό­νια βγά­ζει!». Θαύ­μα­ζε τό θαῦ­μα πού ὁ ἴ­δι­ος εἶ­χε ὑ­πουρ­γή­σει ἐ­πι­κα­λού­με­νος τήν Πα­να­γία μας. (Συ­νή­θως σταύ­ρω­νε τούς ἀρ­ρώ­στους μέ τά λεί­ψα­να  τοῦ  ἁ­γί­ου  Ἀρ­σε­νί­ου, πού εἶ­χε στόν  Ναό  καί μέ τήν προ­σευ­χή του ἐ­νερ­γοῦ­σε σέ αὐ­τούς ὁ Κύ­ρι­ος). Ἀ­μέ­σως με­τά, συ­ναι­σθα­νό­με­νος τί μοῦ εἶ­χε ἀ­να­φέ­ρει, ζή­τη­σε  νά  μήν  κά­νω  λό­γο  σέ  κα­νέ­ναν.
Εἶ­χε πολ­λές ὡ­ραῖ­ες δι­η­γή­σεις ἀ­πό τήν δι­α­μο­νή του στό Σι­νά. Ἐ­κεῖ, στά κτή­μα­τα τῆς Μο­νῆς,  μά­ζευ­αν καί κλά­δευ­αν  συγ­χρό­νως τίς ἐ­λι­ές. Ὁ  Γέ­ρον­τας, ἔ­χον­τας τήν εὐ­θύ­νη τῆς ἐρ­γα­σί­ας, ἔ­δω­σε ὅ­λα τα κλα­διά στούς  Βε­δου­ῒνους πού βο­η­θοῦ­σαν. (Τά βρά­δυα, λό­γω ὑ­ψο­μέ­τρου κά­νει πο­λύ κρύο καί συ­νή­θως δέν ἔ­χουν τί­πο­τες ἄλ­λο νά κά­ψουν γιά νά ζε­στα­θοῦν πα­ρά μό­νον τίς κο­πρι­ές ἀ­πό τίς κα­μῆ­λες). Ἐ­κεῖ­νοι  τό­τε, ἐν­τυ­πω­σι­α­σμέ­νοι ἀ­πό τήν πρά­ξι του, τοῦ εἶ­παν:  «Εἶ­σαι  κα­λός  ἄν­θρω­πος,  θά  βρέ­ξη!». «Πρά­γμα­τι ἐ­κεῖ­νο τό βρά­δυ ἔ­βρε­ξε!», μοῦ  εἶ­πε. Ἡ  βρο­χή εἶ­ναι ἡ με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­λο­γία στήν ἔ­ρη­μο τοῦ Σι­νᾶ.
Ὁ  Γέ­ρον­τας ἀ­νέ­φε­ρε ὅ­τι κά­θε ἐ­πο­χή ἔ­χει τούς ἁ­γί­ους της, πού μέ τήν  προ­σευ­χή τούς  κρα­τοῦν τόν κό­σμο νά μήν τόν κα­τα­στρέ­ψη ὁ δι­ά­βο­λος. Ἡ προ­σευ­χή, ἔ­λε­γε ἐ­πί­σης, ἑ­νός ἁ­γί­ου μπο­ρεῖ νά ἀλ­λά­ξη τό σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ.
Τόν Ἰ­α­νου­ά­ριο τοῦ 1982,  ὅ­ταν χει­ρο­το­νή­θη­κα, μοῦ εἶ­πε:  «Δέν  θά  ὁ­δη­γή­σης ξα­νά». (Με­ρι­κές φο­ρές  ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σα  καί  τό  Μο­να­στή­ρι  σάν ὁ­δη­γός).  Με­τά  τέσ­σε­ρεις  μῆ­νες  ἔ­γι­νε ἕ­να θα­να­τη­φό­ρο δυ­στύ­χη­μα, μέ τό αὐ­το­κί­νη­τό τῆς Μο­νῆς, ἐν­τός Ἁ­γί­ου Ὅ­ρους. Ἕ­νας ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ἱ­ε­ρο­μό­να­χος ἔ­φυ­γε μέ δρα­μα­τι­κό τρό­πο, ἐ­νῶ ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι συ­νε­πι­βά­τες δέν πά­θα­με τό πα­ρα­μι­κρό. Θά ἤ­μουν ἐ­γώ ὁ ὁ­δη­γός τοῦ αὐ­το­κι­νή­του, ἐ­άν ὁ Γέ­ρον­τας δέν εἶ­χε προ­φυ­λά­ξει καί τήν ζωή καί τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη μου. Με­τά ἀ­πό αὐ­τό ἤ­μουν σέ ἄ­σχη­μη ψυ­χι­κή κα­τά­στα­σι. Ἐ­κεῖ­νος ἀ­νά­με­σα στά ἄλ­λα πού μοῦ εἶ­πε  γιά νά δι­ορ­θώ­ση τόν «λο­γι­σμό» μου καί νά μέ πα­ρη­γο­ρή­σει, μα­θαί­νον­τας ὅ­τι στό αὐ­το­κί­νη­το ἀν­τί  γιά ὑ­γρά φρέ­νων εἶ­χαν βά­λει σπο­ρέ­λαιο, γέ­λα­σε λέ­γον­τας: «Ἅ! Ἀ­πό αὐ­τό πού φτι­ά­χνουν νη­στή­σι­μες τη­γα­νι­τές πα­τά­τες!».
Πολ­λές φο­ρές μέ ἕ­να  ἀ­στεῖο  πα­ρη­γο­ροῦ­σε, ἤ  ἔ­κα­νε κά­ποια  πα­ρα­τή­ρη­σι, ἤ ἄλ­λα­ζε μιά βα­ρειά  ἀ­τμό­σφαι­ρα.  Τό χι­οῦ­μορ τοῦ  ἦ­ταν λε­πτό καί  δι­α­κρι­τι­κό.  Ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος  Ἀρ­σέ­νι­ος (πού μέ­νει τώ­ρα στήν Πα­να­γού­δα) καί ἐ­γώ συμ­με­τεῖ­χα­με καί ψέλ­να­με σέ μιά Ἐ­ξό­διο ἀ­κο­λου­θία πα­ρου­σία τοῦ Γέ­ρον­τα στήν  Σκή­τη τοῦ  Ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος.  Με­τά, ὅ­ταν μᾶς  βρῆ­κε, μᾶς ἔ­λε­γε: «Πα­ρα­λί­γο νά τόν ἀ­να­στή­σε­τε τόν μα­κα­ρί­τη μέ τό ψάλ­σι­μό σας ἐ­σεῖς!»
Τό 1982, νέ­ος στήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη, σέ μιά ἐ­πί­σκε­ψί μου στόν  Γέ­ρον­τα  αὐ­θόρ­μη­τα τοῦ εἶ­πα:  «Εἶ­μαι τό­σο και­ρό Μο­να­χός καί ἕ­να θαῦ­μα δέν εἶ­δα».  Ὁ Γέ­ρον­τας μέ ἐ­πέ­πλη­ξε ἀ­μέ­σως: «Ἐ­σύ ἱ­ε­ρέ­ας τό λές αὐ­τό; Κά­θε ἡ­μέ­ρα λει­τουρ­γεῖς καί βλέ­πεις μπρο­στά σου  τόν Ἄρ­το  καί  τόν Οἶ­νο νά γί­νον­ται  Σῶ­μα  καί  Αἷ­μα  Χρι­στοῦ!  Τί με­γα­λύ­τε­ρο θαῦ­μα θέ­λεις;» Ἐ­γώ ντρά­πη­κα.
Ὡς ἀρ­χον­τά­ρης (ὑ­πεύ­θυ­νος τοῦ ξε­νώ­να) στό Μο­να­στή­ρι,  πολ­λές  φο­ρές συ­νό­δευα ἀλ­λο­δα­πούς  καί μή στήν Πα­να­γού­δα γιά νά δι­ευ­κο­λύ­νω τήν συ­νε­ννό­η­σι ἀλ­λά καί νά ὠ­φε­λη­θῶ ὁ ἴ­δι­ος.  Ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα ὡ­δή­γη­σα στόν Γέ­ρον­τα ἕ­να νε­α­ρό γάλ­λο μέ σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα. Με­τά ἀ­πό σύν­το­μη συ­ζή­τη­σι μοῦ εἶ­πε ὁ Γέ­ρον­τας ὅ­τι θά τόν κρα­τοῦ­σε τό βρά­δυ γιά νά τόν βο­η­θή­ση πε­ρισ­σό­τε­ρο. Τό ἄλ­λο πρωῒ ἐ­πέ­στρε­ψε ὁ γάλ­λος χα­ρού­με­νος ἔ­χον­τας πά­ρει ἀ­πάν­τη­σι ἀ­πό τόν Γέ­ρον­τα, σέ ὅ­τι τόν βα­σά­νι­ζε. Ἐ­νῶ δέν μι­λοῦ­σε οὔ­τε λέ­ξη γαλ­λι­κά ἐν­τού­τοις εἶ­χαν θαυ­μα­στή ἐ­πι­κοι­νω­νία.
Ἦ­ταν χει­μώ­νας καί μέ νου­θε­τοῦ­σε στό χει­με­ρι­νό ἀρ­χον­τα­ρί­κι, ἐ­κεῖ ὅ­που ἄ­να­βε γιά ὅ­λους κε­ρά­κια  κα­τά τήν ἀ­γρυ­πνία του, στήν ζε­στα­σιά τῆς κτι­στῆς ξυ­λό­σομ­πας. Οἱ γω­νι­ές καί τά πα­ρά­θυ­ρα εἶ­χαν ἱ­στούς ἀ­ρά­χνης. Τά πα­ρα­τη­ροῦ­σα μέ τήν δι­ά­θε­σι νά τά κα­θα­ρί­σω. « Αὐ­τά τά ἀ­φή­νω γιά δι­α­κό­σμησι» μέ πρό­λα­βε.  Ἄ­κου­γα  γιά  ἀρ­κε­τή  ὥ­ρα  τό  κου­δου­νά­κι  πού κτυ­ποῦ­σε κά­ποι­ος στήν κά­τω πόρ­τα. Ὁ Γέ­ρον­τας συ­νέ­χι­ζε νά μοῦ μι­λᾶ.  «Κά­ποι­ος  ἔ­χει  ὥ­ρα  πού  κτυ­πά­ει»  τοῦ  εἶ­πα.  «Δέν  ἔ­χει  κα­νέ­να πρό­βλη­μα αὐ­τός, ἦλ­θε μό­νο γιά...» μοῦ ἀ­πάν­τη­σε. «Μά Γέ­ρον­τα πῶς γνω­ρί­ζε­τε τόν κά­θε ἕ­να  μέ τό ὀ­νο­μά του  καί τά προ­βλη­μα­τά του  χω­ρίς νά τόν ἔ­χε­τε ξα­να­δῆ;» συ­νέ­χι­σα. «Ἡ Πα­να­γία μοῦ ἔ­δω­σε αὐ­τό τό χά­ρι­σμα, τό­τε πού μου ἀ­νέ­θε­σε καί τό δι­α­κό­νη­μα νά βο­η­θάω ὅ­ποι­ον ἔρ­χε­ται μέ­χρις ἐ­δῶ.»
Ἄλ­λο­τε τοῦ ἐ­ξέ­φρα­σα τήν  ἀ­πο­ρία μου  πῶς γί­νον­ται ἰ­ά­σεις καί θαυ­μα­τουρ­γές ἐ­πεμ­βά­σεις στόν  κό­σμο καί ἔρ­χον­ται με­τά νά τόν εὐ­χα­ρι­στή­σουν  ἄν­θρω­ποι  πού δέν τόν ἔ­χουν ξα­να­δεῖ. «Εὐ­λο­γη­μέ­νε, ὁ Θε­ός ἐ­πεμ­βαί­νει, ἁ­πλά συμ­βαί­νουν τήν ὥ­ρα πού προ­σεύ­χο­μαι καί ἀ­νά­βω κε­ρά­κια γιά  τά  ἀ­προ­στά­τευ­τα  παι­διά , γιά  ὅ­σους  κιν­δυ­νεύ­ουν στήν ἄ­σφαλ­το ἤ στά νο­σο­κο­μεῖα...».Ὁ Γέ­ρον­τας ὁ­μα­δο­ποι­οῦ­σε τούς  πο­νε­μέ­νους  καί  αὐ­τούς  πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη  καί  ἀ­γρυ­πνοῦ­σε  κά­θε  βρά­δυ  προ­σευ­χό­με­νος. Πο­λύ συμ­πο­νοῦ­σε τίς ψυ­χές τῶν βρε­φῶν τῶν ἐ­κτρώ­σε­ων καί μοῦ ζή­τη­σε νά τίς μνη­μο­νεύω  ἰ­δι­αί­τε­ρα με­τά ἀ­πό ἕ­να φρι­κτό ὅ­ρα­μα πού εἶ­δε καί μοῦ δι­η­γή­θη­κε.
Μοῦ ἔ­λε­γε ἀ­κό­μη: «Νά  προ­σεύ­χε­σαι μέ πό­νο γιά τά προ­βλή­μα­τα τῶν ἄλ­λων καί  ἡ προ­σευ­χή σου νά συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πό σω­μα­τι­κό κό­πο. Μνη­μο­νεύ­ον­τας  τά ὀ­νό­μα­τα  στήν προ­σκο­μι­δή νά φέρ­νης στόν νοῦ σου τό πρό­σω­πο τοῦ κά­θε ἕ­νος. Στίς  ἀ­κο­λου­θί­ες νά ἀ­πο­φεύ­γης νά κά­θε­σαι καί νά πα­ρα­μέ­νεις  πάν­το­τε  ὄρ­θι­ος  σέ  ὅ­λη τήν  Θεία  Λει­τουρ­γία».
Κά­πο­τέ μου ἀ­νέ­φε­ρε: «Προ­σπα­θῶ ὅ­ταν ἔ­χω κό­σμο νά μήν σκέ­πτο­μαι τόν Χρι­στό, γι­α­τί τό­τε  μέ τρε­λαί­νει  ἡ  Ἀ­γά­πη  Του καί  νοι­ώ­θω τέ­τοια  χα­ρά  πού πη­δάω καί χο­ρεύω καί ἄν μέ δεῖ κα­νείς θά σκαν­δα­λι­σθῆ».
Ἔ­δει­χνε τήν  πα­τρι­κήν  στορ­γή  καί ἀ­γά­πη  του, μέ ἕ­ναν  ἀ­πο­χαι­ρε­τι­στή­ριο ἀ­σπα­σμό ψη­λά στό μέ­τω­πο.
Ἡ  ψυ­χή του μά­τω­νε, ὅ­ταν  ἀ­δι­κεῖ­το κά­ποι­ος ἅ­γι­ος. Ἔ­νοι­ω­θε  πό­νο  πού δέν τι­μοῦ­με τόν  Ἀ­πό­στο­λο Ἰ­ού­δα, πού  γι­ορ­τά­ζει  τήν  ἴ­δια ἡ­μέ­ρα  μέ  τόν Ἅγιό του, τόν  μέ­γα  Πα­ῒ­σιο (19 Ἰ­ου­νί­ου).  Στόν  ἐ­πί­λο­γο  τοῦ  βί­ου  τοῦ  ἀ­δι­κη­μέ­νου  Χατ­ζη­γι­ώρ­γη  (πού  ἀ­σκή­τευ­σε  στήν Κε­ρα­σιά τοῦ Ἁ­γί­ου Ὅ­ρους, ὅ­που καί ἐ­γώ δι­α­μέ­νω)  ἑρ­μη­νεύ­ει  μέ  τόν  Πνευ­μα­τι­κό νό­μο τήν με­γά­λη ἀ­δι­κία πού ὑ­πέ­στη ἐ­κεῖ­νος καί ἡ ὁ­ποία ἔ­γι­νε αἰ­τία νά τόν ἀ­γα­πή­ση  τό­σο  πο­λύ ὁ Γέ­ρον­τας.
Αὐ­τά ἔ­κρι­να φρό­νι­μο νά ἀ­να­φέ­ρω σή­με­ρα στήν  Ἀ­γά­πη σας.
Ἡ  ἁ­γι­ό­το­κος γῆ τῆς  Καπ­πα­δο­κί­ας ἀ­γάλ­λε­ται γιά τόν Ἅ­γιό μας.  Ἅς  ἔ­χουν  λοι­πόν καί οἱ πα­τρι­ῶ­τες του τήν εὐ­λο­γία νά δι­α­βά­σουν στήν  γλώσ­σα  τους  τόν  βίο  του  καί κα­τό­πιν νά τόν μι­μη­θοῦν ὥ­στε νά εἶ­ναι μα­ζί  του καί στήν ἄ­νω πα­τρί­δα. Καί αὐ­τοί καί ἐ­μεῖς ἅς ἔ­χου­με τήν  Εὐ­χή του.  Ἀ­μήν.



9 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από την φωτογραφία διέκρινα ότι ο π. Θεολόγος ο Αγιορείτης είναι ο π. Θεολόγος Χρυσανθακόπουλος. Ουσιαστικά τα όσα είπε αφού αποτελούν προσωπική εμπειρία.

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια κ. Κωστόπουλε για την δημοσίευση της ομιλίας του π. Θεολόγου στην εκδήλωση αυτή που είναι μεταφορά προσωπικών βιωμάτων. Με την ευκαιρία να καταγράψω πως με χαροποιεί ότι τον π. Θεολόγο τον αξιοποιεί το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στους χρήσιμους ανθρώπους όταν τους κλείνουν μια πόρτα ο Τρισάγιος Θεός ανοίγει άλλες μεγαλύτερες και καλύτερες.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ αξιόλογη και διδακτική η κατάθεση - εμπειρία ζωής του π. Θεολόγου με τον Αγιορείτη - Άγιο Παϊσιο.

Στη στρατευόμενη Εκκλησία μας, κανένας μας, δεν περισσεύει, και ιδιαίτερα , όταν πρόκειται για πεπειραμένο φιλόθεο- φιλομόναχο Αρχιμανδρίτη απο το μέτωπο της Ιεραποστολής.

Χαρά και Τιμή στους Στρατηγούς που τους επιλέγουν.

Ανώνυμος είπε...


Αξίζουν συγχαρητήρια και ο δίκαιος έπαινος μας, προς όλους τους συντελεστές αυτής της εκδήλωσης.
Ιδιαίτερα οφείλουμε να επισημάνουμε τις θεοφιλείς ενέργειες του Παναγιώτατου Οικουμενικού μας Πατριάρχη κ.κ Βαρθολομαίου σχετικά με την αγιοκατάταξη του Αγιορείτη π. Παϊσίου ,όπως αυτές αναφέρονται με
την εμπνευσμένη αυτή ομιλία του ,στη παρουσίαση στη τουρκική γλώσσα του βιβλίου ΄΄ Ο Βίος του γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτου ΄΄

Ανώνυμος είπε...


Η σοφή και εμπεριστατωμένη ομιλία του Οικ. Πατριάρχου και η όλη εκδήλωση για τον Αγ. Παϊσιο χαροποιεί τους πιστούς.
Είθε από το Φανάρι να έχωμε πάντοτε τέτοια αισιόδοξα και ελπιδοφόρα γεγονότα.

Ανώνυμος είπε...

Παρουσίαση με πνευματικό περιεχόμενο χωρίς περιττά και φανφάρες.

Ανώνυμος είπε...

Ανώνυμε 8.24 πμ

Εύστοχα γράφεις ''... Με την ευκαιρία να καταγράψω πως με χαροποιεί ότι τον π. Θεολόγο τον αξιοποιεί το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στους χρήσιμους ανθρώπους όταν τους κλείνουν μια πόρτα ο Τρισάγιος Θεός ανοίγει άλλες μεγαλύτερες και καλύτερες.''

Ανώνυμε 3.26 μμ
Γράφεις ''...Στη στρατευόμενη Εκκλησία μας, κανένας μας, δεν περισσεύει, και ιδιαίτερα , όταν πρόκειται για πεπειραμένο φιλόθεο- φιλομόναχο Αρχιμανδρίτη απο το μέτωπο της Ιεραποστολής.

Χαρά και Τιμή στους Στρατηγούς που τους επιλέγουν..''

Ειλικρινά ΔΙΕΡΩΤΩΜΑΙ ανθρωπίνως, :

α) οι άλλοι ''Στρατηγοί '' που απορρίπτουν - εκδιώκουν αξιόμαχους ''Αξιωματικούς '' δεν κρίνονται και δεν ευθύνονται για την ό,ποια ενδεχομένως ήττα τους στο μέτωπο της Ιεραποστολής ;

β)δεν είναι δυνατή ,η αναθεώρηση ,της αρχικής τους επιλογής ,και η εκ νέου επιστράτευση κάθε αξιόμαχου Αξιωματικού ;

γ)Η Εκκλησία μας δεν είναι Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ,όπου οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετωπίζεται και επιλύεται ;;;

Ανώνυμος είπε...

Φίλτατε και οι στρατηγοί είναι άνθρωποι που δεν μπορούν να υπερβούν το εγώ τους και να αναθεωρήσουν τις παγκοίνως εσφαλμένες ενέργειές τους. Ο π. Θεολόγος ως καλός σπορέας ας γυρίσει σελίδα στους αγρούς τους νέους που έχουν ανάγκες για σπορά. Το χθες πέρασε το αύριο προσμένει.

Ανώνυμος είπε...

σημαντικά τα όσα είπε ο π. Θεολόγος από την προσωπική του αναστροφή με τον Άγιο Παΐσιο.