Ἀποχαιρετήσαμε ἕνα ἥρωα.
(Μιχαήλ Μαρούντας,
ἀγωνιστής καί ἣρωας
τοῦ ἒπους 1940-1941).
Toῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν
κ.κ. Χρυσοστόμου.
Προπέμψαμε στήν αἰωνιότητα τήν Τρίτη 15
Δεκεμβρίου τόν ἀείμνηστο Μιχαήλ Μαρούντα, πού πολέμησε μέ ἡρωϊσμό καί αὐταπάρνηση
γιά τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος κατά τό ἒπος τοῦ ’40.
Ἦτο τότε, τό 1940, μόλις 22 ἐτῶν, λοχίας, γεμάτος ζωή, πίστη στό Θεό καί ἀγάπη
στήν Πατρίδα.
Εἶχε ὡς ἐφόδια μαζί του ἐκτός ἀπό τά παραπάνω τήν ἀνατροφή
του καί τήν εὐχή τῶν γονέων του. Ὁ ἡρωϊσμός του καί ὅλων τῶν παλληκαριῶν γιά
τήν ὑπεράσπιση τοῦ θρυλικοῦ ὑψώματος 731, τόν Μάρτιο τοῦ 1941, στήν Ἑλληνοαλβανική
μεθόριο ἦτο, ἀπαράμιλλος.
Ἀντιστάθηκαν στίς ὀρδές τοῦ φασιστικοῦ τέρατος τοῦ
Μουσολίνι, πού τούς βομβάρδιζαν ἀνελέητα. Καί ὅμως ἄντεξαν καί νίκησαν. Τά κλέα
τους κατέγραψε ἡ ἱστορία, ἡ ὁποία οὐδέποτε χαρίζεται καί σπάνια συγκαταβαίνει.
Στόν γυρισμό τόν κτύπησε ὀβίδα στό πόδι. Ἔφερε τό
στῖγμα τῆς δόξης καί τῆς προσφορᾶς στήν Πατρίδα, γιά μαρτυρία σέ ὅλη του τήν
ζωή, ὅτι ἀγωνίστηκε δηλ. γιά τά ἰδανικά καί τίς πατροπαράδοτες ἀξίες, γιά τήν
πίστη, γιά τό Ἔθνος, γιά τήν τιμή καί τήν ἐλευθερία.
Ὃσα ἒζησε πολεμώντας γιά τήν Ἑλλάδα τά κατέγραψε στό προσωπικό του ἡμερολόγιο.
Ἓνα ἀπόσπασμα ἀπό αὐτό ἐδημοσιεύθη στίς 25 Ὀκτωβρίου 2015, στήν ἐφημερίδα
«Πελοπόννησος», σέ κείμενο τοῦ κ. Ἀντωνίου Σκιαθᾶ, στόν ὁποῖο ὁ μεταστάς, ἐνεχείρισε
αὐτό τό ἡμερολόγιο. Ἐκεῖ περιγράφει μέ τρόπο συγκλονιστικό ὃσα διαδραματίστηκαν
κατά τήν ὑπεράσπιση τοῦ προαναφερθέντος ὀχυροῦ.
Γύρισε μέ ἕνα πόδι στήν Πάτρα. Ἔζησε μέ τιμιότητα
καί ἐργατικότητα. Ἀπέκτησε οἰκογένεια. Ἐξεμέτρησε ἓνα αἰῶνα σ’ αὐτή τή γῆ, μέ
ταπείνωση καί μέ τό «λάθε βιώσας», χωρίς νά ἐπιζητήσῃ τιμές καί δάφνες ἀπό
κανένα.
Ἤρεμα ἔκλεισε τά μάτια του, ἀποχαιρετώντας
τά παιδιά του καί τά ἐγγόνια του καί ἀφήνοντας μιά μεγάλη κληρονομιά καί
παρακαταθήκη στούς ἐπιγενομένους. Στούς Ἕλληνες τοῦ σήμερα, πού ζοῦν σέ μιά
Πατρίδα, ἡ ὁποία βιώνει ἄλλου εἴδους δουλεία, σέ ἕνα τόπο πού βασανίζεται ἀπό
τήν ἔλλειψη ἀρετῆς, ἤθους, ἀξιοπρεπείας, συνέπειας καί σοβαρότητος. Σέ μιά
Πατρίδα, ἡ ὁποία ζεῖ στούς ρυθμούς τῆς καταλύσεως τῶν ἠθῶν, τοῦ ξεπουλήματος τῆς
πνευματικῆς κληρονομιᾶς, τῆς καταπτώσεως τῶν ἀξιῶν, τῆς διαλύσεως τῆς οἰκογενείας,
τῆς ἀπομείωσης τῆς γλώσσας, τοῦ εὐτελισμοῦ τῶν θεσμῶν.
Τόν Μιχάλη Μαρούντα, τόν κηδεύσαμε ἀθόρυβα
στήν Πάτρα, στήν πόλη πού τόσο ἀγάπησε καί στόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου
καί Ἑλένης Ἀγυιᾶς.
Μέ βαθειά συγκίνηση στό τέλος τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας
εἴπαμε μεταξύ τῶν ἄλλων. «Ὅλα τά χρόνια ὁ μεταστάς ἀγωνιστής καί ἣρωας τοῦ
ἒπους τοῦ ’40, τά πέρασε μέ σεμνότητα, μέ ταπείνωση καί διάκριση. Δέν
διεκδίκησε τιμές, πού τοῦ ἄξιζαν. Δέν ἐπεζήτησε διακρίσεις πού τοῦ ἔπρεπαν. Δέν
ἀγωνίστηκε γιά τίτλους, πού δίκαια ἔπρεπε νά τοῦ ἀπονεμηθοῦν.
Νέος ἔδωσε τήν ζωντάνια του καί τήν
δύναμη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος γιά τήν πίστη καί τήν Πατρίδα. Πάλεψε σάν
λιοντάρι μαζί μέ τούς συμπολεμιστές του, τό ‘41 καί εἰδικά στό ὕψωμα 731
(Μάρτιος 1941) καί ἔγραψε ἱστορία, μέ τό αἷμα του γυρίζοντας μέ ἕνα πόδι στήν
Πάτρα.
Εἶδε νέα παιδιά, στρατιῶτες Ἑλληνόπουλα,
νά μένουν γιά πάντα στά βουνά, ἐλευθερίας σπορά, γιά νά ἀνθίσῃ ἡ πρόοδος καί ἡ ἄνοιξη
σ’ αὐτό τόν τόπο. Αὐτή ἡ κηδεία ἔπρεπε νά εἶναι πάνδημη. Ὅμως ὁ ἴδιος διάλεξε
τήν ὑψοποιό ταπείνωση, δεῖγμα καί τοῦτο τοῦ ἡρωϊσμοῦ του. Θεωρήσαμε χρέος ἐπιτακτικό,
ὡς Ἱεράρχης τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατρῶν, νά τελέσωμε προσωπικῶς τήν ἐξόδιο
ἀκολουθία τοῦ ἀδελφοῦ μας Μιχαήλ, κλίνοντες γόνυ τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης ἐνώπιόν
του γιά ὃσα προσέφερεν μέ τούς ἀγῶνες του ὑπέρ Πατρίδος.
Ἡ ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα καί ἡ
προάσπιση τῶν ἱερῶν καί τῶν ὁσίων εἶναι ὑποχρέωση ὅλων μας. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίστηκαν,
γιά νά μᾶς παραδώσουν μιά Ἑλλάδα, τήν ὁποία ἐμεῖς δυστυχῶς δέν ἀγαπήσαμε, ὃπως
αὐτοί. Ἄφησαν τά κοκκαλά τους στά βουνά τῆς Βορείου Ἡπείρου καί σέ ἄλλους
τόπους γιά νά βλαστήσῃ ὡς βοτάνη ἡ Ἐλευθερία.
Γράφτηκαν τά ὀνόματά τους μέ χρυσά
γράμματα στά μνημεῖα τιμῆς καί στούς ἀνδριάντες πού χρεωστικῶς τούς ἔστησε ἡ
Πατρίς, ἀλλά ἡ ἄγνοια, ἡ παραπληροφόρηση καί ἡ παραχάραξη τῆς ἱστορίας, ὁδήγησαν
πολλάκις στήν ἀσέβεια πρός τήν μνήμη καί τήν θυσία τους.
Φεύγει σήμερα ἀπό κοντά μας, ὁ τελευταῖος
ἀπό τούς ἐπιζήσαντας στόν ἀγῶνα γιά τήν προάσπιση τοῦ ὑψώματος 731, γιά τήν
προάσπιση τῆς Πατρίδος μας, κατά τήν περίοδο τοῦ 1941.
Ἀείμνηστε ἀδελφέ μας, σοῦ καταθέτω ἐξ’
ὀνόματος τοῦ Πατραϊκοῦ Λαοῦ τήν τιμή γιά τόν ἡρωϊσμό σου καί τήν ἀνδρεία σου
καί δέομαι τοῦ Κυρίου νά ἀναπαύῃ τήν ψυχή σου, ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται. Εἶναι
περήφανα τά παιδιά σου καί τά ἐγγόνια σου γιά σένα. Δέν ὑπάρχουν ἔξω ἀγήματα,
γιά νά σοῦ ἀποδώσουν τιμές, ὅμως ὅλοι ἐμεῖς πού σέ προπέμπομε στήν αἰωνιότητα,
θά σέ ἀποχαιρετήσωμε ψάλλοντας τόν Ἐθνικό Ὕμνο».
Ἦταν ὄντως συγκλονιστική αὐτή ἡ
στιγμή πού ὅλοι μέσα στό Ναό μέ δάκρυα στά μάτια ψάλαμε τόν Ἐθνικό ὕμνο καί ὕστερα
τό αἰωνία ἡ μνήμη γιά τόν ἣρωα Μιχαήλ Μαρούντα. Ἔβλεπα πολλούς νέους ἀνθρώπους,
νά δακρύζουν καί σκεπτόμουν ὅτι πρέπει κάποιοι νά ξυπνήσουν αὐτά τά
συναισθήματα, τά ὁποῖα τά τελευταῖα χρόνια τεχνηέντως καί ἐσκεμμένως κράτησαν,
κάποιοι ἂλλοι, ὑπνώττοντα στίς καρδιές τῶν παιδιῶν μας.
Δέν χρειάζεται πολύ. Ἡ σπίθα πρέπει νά ἀνάψῃ
γιά νά γίνῃ φλόγα καί νά κατακαύσῃ ὅ,τι βλάσφημο ἔχει ἀναπτυχθῇ ὡς παράσιτο σ’
αὐτό τόν τόπο, ὡς ὓβρις προσώπων, θεσμῶν, θυσιῶν καί ἀγώνων.
Εὐτυχῶς ὑπάρχουν οἱ ἣρωές μας καί μέ τήν
αὒρα τους καί τό πνεῦμα τους ἐμπνέουν καί ἐνισχύουν.
Ὑπάρχουν αὐτοί πού, «σέ κάθε
βῆμα κερδίζαν μιά ὀργιά οὐρανό γιά νά τόν δώσουν.
Πάνω στά καραούλια πέτρωσαν σάν τά καψαλιασμένα δένδρα.
Κι ὃταν χορεύαν στήν πλατεία, μέσα στά
σπίτια τρέμαν τά ταβάνια καί κουδουνίζαν τά γυαλικά στά ράφια» (Γιάννης Ρίτσος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου