Σωτήρης Γουνελάς
Από τα αρχαία χρόνια άνθρωποι σοφοί τοποθετήθηκαν πολύ
αρνητικά απέναντι στο χρήμα και στην αξία του. Ένας από αυτούς, ο
Αριστοτέλης, διέκρινε την Οικο-νομία, δηλαδή την διαχείριση της οικίας,
την εξασφάλιση των αναγκαίων αγαθών, και την ανάλογη ρύθμιση της Πόλης,
από την ‘χρηματιστική’ Οικονομία, δηλαδή την Οικονομία που μοναδικό
σκοπό της έχει το κέρδος. Δεν χρειάζεται μεγάλη φιλοσοφία για να
καταλάβουμε ότι εδώ και πέντε τουλάχιστον αιώνες ο κόσμος πορεύεται με
βάση αυτήν την δεύτερη, την ‘χρηματιστική’ οικονομία, αφού βασικός
σκοπός του λεγόμενου κεφαλαιοκρατικού συστήματος είναι η μέγιστη
κερδοφορία.
Οι αρχαιοελληνικές θεωρήσεις διασταυρώνονται και με
την παράδοση των Προφητών της Π. Διαθήκης αλλά και με τις τοποθετήσεις
των Πατέρων της Εκκλησίας. Θα μπορούσε με μια φράση να ειπωθεί ότι,
Ιουδαϊκή και χριστιανική γνήσια Θεολογία και Παράδοση υποστηρίζουν τα
ακριβώς αντίθετα από αυτά της ‘χρηματιστικής’ Οικονομίας, ή σε σημερινή
γλώσσα, από την νεοφιλελεύθερη και επεκτατική ή ιμπεριαλιστική θεώρηση
της ζωής.
Στη βάση των θρησκευτικών θεωρήσεων και προτάσεων, ειδικά της
ιουδαιοχριστιανικής Παράδοσης βρίσκεται η αντίληψη του ανθρώπου ως
‘θείας εικόνας’ που κοινωνεί με ένα Θεό που συμπάσχει με σύνολη την
κτίση. Η ιστορία των Εβραίων και των χριστιανών, ειδικά σε ορισμένες
περιόδους αποτελεί αντιπαράθεση ανάμεσα σε ένα πνεύμα αγάπης,
φιλανθρωπίας, κοινότητας-κοινωνίας και στο αντίθετό του, ή αν θέλετε,
ανάμεσα σε ένα Θεό που ενδιαφέρεται και μεριμνά για τις ζωές όλων των
ανθρώπων και σε ένα Θεό που συγκεντρώνει και σωρεύει αγαθά για λίγους.
Εξάλλου, υπάρχουν συχνά στο Ευαγγέλιο παραβολές ή
λόγοι του Χριστού που καταγγέλλουν τον πλούτο. Υπάρχει μάλιστα η γνωστή
ρήση ότι «πιο εύκολο είναι να περάσει η καμήλα (ή το παλαμάρι) από την
τρύπα της βελόνας παρά ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών». Σε μια
εποχή αφόρητου υλισμού, μια τέτοια ρήση μπορεί να μην έχει καμιά
σημασία, καθώς, σε αυτήν εδώ την ρήση, ο πλούτος απορρίπτεται για χάρη
της ουράνιας βασιλείας. Είναι, όμως, τόσο απλά τα πράγματα; Ο πλούτος
απορρίπτεται μονάχα στην αντίθεσή του με την ουράνια βασιλεία, ή μήπως
αυτή η απόρριψη ή η μείωση της αξίας του αφορά την ίδια μας τη ζωή, τη
ζωή των ανθρώπων σε όλα τα μήκη και πλάτη γης;
Όμως, γιατί υπάρχει αυτή η αντίθεση στον πλούτο και
την πλουτοκρατία; Στους αρχαίους Έλληνες το ιδανικό ήταν ο ‘άριστος
βίος’ και αυτό σχετιζόταν με την ενσωμάτωση του ανθρώπου στην συμπαντική
Τάξη, με την αντίληψη ότι ο κόσμος είναι ‘κόσμημα’ και κάθε ξαστοχιά,
κάθε ‘παρά φύσιν’ δράση ή πράξη θεωρείται ‘ύβρις’ και επισύρει
‘νέμεσιν’. Στους Εβραίους, οι Προφήτες δεν δίσταζαν να συγκρουστούν
ακόμη και με τους ιερείς, όταν έβλεπαν ότι δεν προωθείται η δικαιοσύνη
μέσα στην κοινωνία, ότι ενισχύονται οι θέσεις των ισχυρών, ότι αυτοί
τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης. Όσο για την πρώτη χριστιανική
Κοινότητα, αυτή αποτελεί αληθινή πρόταση ζωής, ελεύθερη από τα ως τότε
ειωθότα και επικρατούντα. Στις Πράξεις βλέπουμε αυτούς που είχαν
σπίτια να τα πουλούν και να καταθέτουν τα χρήματα στα χέρια των
Αποστόλων. Τι ζήτησε, εξάλλου, ο Χριστός από τον νεαρό πλούσιο που τον
πλησίασε, τι άλλο από το να πουλήσει τα υπάρχοντά του και να τα μοιράσει
στους φτωχούς; Όταν δεν έχεις απόλυτα δική σου περιουσία είναι πιο
εύκολο να μη φροντίζεις για την αύξησή της και για την αύξηση των κερδών
σου.
Είναι προφανές ότι όλα αυτά παραμερίστηκαν, καθώς
προωθήθηκε η σημασία της επίγειας ζωής και της απόλαυσης των υλικών
αγαθών, ειδικά από τότε που έπαψε η απαγόρευση του τοκισμού και περάσαμε
σε ένα είδος γενικής εμπορευματοποίησης, στην οποία πρωτοστάτησε ένα
είδος εμπόρων-ληστών-τραπεζιτών από τα δάνεια των οποίων έφταναν να
εξαρτώνται ακόμη και βασιλιάδες! Η προέκταση μιας τέτοιας νοοτροπίας σε
συνδυασμό με τον αποχριστιανισμό των κοινωνιών και την εδραίωση ενός
εμπορευματικού και οικονομίστικου πνεύματος δημιούργησε την κατάσταση
των Νεωτέρων Χρόνων σε παγκόσμιο επίπεδο. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από
τη στιγμή που, με την παρότρυνση της Αμερικής, απελευθερώθηκε το
εμπόριο, διεθνοποιήθηκε και επιβλήθηκε ο λεγόμενος νεοφιλελευθερισμός
και η σημερινή Οικονομία της Αγοράς. Σε επίπεδο κρατών και εθνών ο
υπερδανεισμός των αδυνάτων γέννησε τα υπέρογκα χρέη που αδυνατούν να
εξοφλήσουν (βλέπε και περίπτωση Ελλάδας), με αποτέλεσμα να έχουμε
οδηγηθεί παγκοσμίως σχεδόν ή να κυριαρχούμαστε από ένα πνεύμα στους
αντίποδες κάθε αληθινής μέριμνας για τον αδύναμο, τον φτωχό, τον αδελφό,
τον πλησίον. Ο κόσμος έχει παραδοθεί στα χέρια ανελέητων πλουτοκρατών
και οικονομοκρατών. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι ένα ελάχιστο ποσοστό ή, αν
το πούμε αλλιώς, μια χούφτα ανθρώπων κρατάει στα χέρια του τον
παγκόσμιο πλούτο. Για ποια Δημοκρατία μιλάμε, για ποια Ισότητα και
βεβαίως για ποια Αδελφότητα;
Όμως, ας δούμε και την πλευρά του φτωχού ή της
φτώχειας. Σε άλλες εποχές υπήρχαν φτωχοί που αποδέχονταν την κατάστασή
τους, την θεωρούσαν θέλημα Θεού, ή αποτέλεσμα κοινωνικών διεργασιών αν
όχι και ιστορικών που χώριζαν σε τάξεις τις κοινωνίες. Οι τάξεις όμως
αυτές δεν ήταν αναγκαστικά σε σύγκρουση. Υπήρξαν περίοδοι που κάθε τάξη
κοίταζε τα δικά της. Στο Βυζάντιο με εξαίρεση την τελευταία περίοδο πριν
την Άλωση της Πόλης, ο αυτοκρατορικός πυρήνας φρόντιζε να εμποδίζει
τους ευγενείς να εκμεταλλευτούν τους καλλιεργητές γης ή τους
δουλοπάροικους, όπου υπήρχαν, και ακόμη τους εμπόδιζε συστηματικά να
σωρεύουν κεφάλαιο. Φυσικά και υπήρχαν συγκρούσεις κατά καιρούς, φυσικά
και υπήρχαν διεκδικήσεις και απαιτήσεις για πιο δίκαιη αντιμετώπιση των
ασθενέστερων στρωμάτων. Ο ρώσος θεολόγος Μάγεντορφ αναφερόμενος στον
άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον Νικόλαο Καβάσιλα (14ος αιώνας) γράφει
ότι κήρυτταν κατά της τοκογλυφίας και συχνά απέδιδαν τις διάφορες
«πολιτικές ταλαιπωρίες ως αναπόφευκτη συνέπεια των αδικιών που γίνονταν
στους φτωχούς». Όπως και να το κάνουμε, η ιστορία της ανθρωπότητας
διασχίζεται από μια πάλη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό και βέβαια δεν
μπορούμε να πούμε ότι ο θρίαμβος του πλούτου βρίσκεται από τη μεριά του
Καλού ή ότι ο θρίαμβος της φτώχειας είναι κι αυτός από τούτη τη μεριά.
Ποιά όμως είναι τα πλεονεκτήματα της φτώχειας;
Υπάρχουν; Γιατί προτιμάται η ακτημοσύνη ή η πτωχεία σε όλες σχεδόν τις
πνευματικές παραδόσεις, ή μάλλον γιατί απορρίπτεται ή καταδικάζεται ο
πλούτος; Μήπως αυτό έχει σχέση με την ελευθερία του ανθρώπου; Και με
ποιο είδος ελευθερίας;
Αυτό συμβαίνει, κατά την κρίση μου, πρώτα - πρώτα
γιατί ο πλούτος σε αποπροσανατολίζει από το νόημα της ζωής. Σε ωθεί σε
προσήλωση στα επίγεια αγαθά, στις ολοένα ανανεωνόμενες ανάγκες. Σου
καλλιεργεί την ψευδαίσθηση της δύναμης, σε πείθει ότι εσύ ορίζεις τη ζωή
σου και κανένας άλλος. Αφαιρεί από μπροστά σου το γεγονός του θανάτου,
αφαιρεί ή περιορίζει την αληθινή σημασία και αξία της ζωής γιατί
προσδίδει στη ζωή τη σημασία και την αξία που ο πλούσιος αντλεί από τα
πλούτη του και την οικονομική του ευχέρεια. Στην περιοχή της φιλοσοφίας
οι άνθρωποι διακρίθηκαν σε αυτούς του Είναι και αυτούς του Έχειν. Ο
δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός που σήμερα είναι παγκόσμιος είναι ένας
πολιτισμός του Έχειν, αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι ο
ανώτερος πολιτισμός. Ο φτωχός λοιπόν άνθρωπος ή ο άνθρωπος που δεν
φροντίζει κυρίως να αυξήσει το έχειν του και να καλοπεράσει,
αξιολογείται ως ένας άνθρωπος του Είναι, ως ένας άνθρωπος που μεριμνά
για την Αλήθεια, τη Δικαιοσύνη, την Αγάπη, την Τιμιότητα, την
Συντροφικότητα, όταν και όσο μεριμνά γι’ αυτά, όταν και όσο η φτώχεια
του χρησιμεύει στον ίδιο για να απελευθερώνεται από υλικές εξαρτήσεις
που τον ωθούν προς τη μεριά του Έχειν και μια μόνιμη αναζήτηση προς
αυτήν.
Όταν η χριστιανική Παράδοση (εννοείται στην αυθεντική
της διάσταση), παραμερίζει την αξία του πλούτου, αυτό γίνεται πρώτα
-πρώτα γιατί ακολουθεί τον ίδιο τον ιδρυτή της, που σε μια φράση τα είπε
όλα: «ο υιός του ανθρώπου δεν έχει που να ακουμπήσει το κεφάλι του».
Αυτό δεν σημαίνει στέρηση. Σημαίνει την προσήλωση σε ένα Νόημα ζωής που
υπερβαίνει την φυσική και επίγεια πραγματικότητα. Σημαίνει απελευθέρωση
από παγιωμένα σχήματα, από επιδιώξεις ματαιοδοξίας, από προσπάθειες να
επιβληθούμε στους άλλους, να τους ανταγωνιστούμε, να συγκρουστούμε
βλέποντάς τους σαν αντιπάλους, σαν εχθρούς. Το πλεόνασμα δυστυχίας δεν
αίρεται με την οικονομική εξασφάλιση. Είναι πιο πολύ εσωτερική υπόθεση. Ο
φτωχός άνθρωπος (κάθε εποχή εξάλλου, ορίζει με διαφορετικά μέτρα τον
πλούσιο και τον φτωχό) για τον οποίο γίνεται λόγος εδώ, είναι πιο κοντά
στον καρδιακό άνθρωπο της αγάπης, της σπλάχνισης, της ταπείνωσης από ό,
τι ο πλούσιος. Είναι πιο κοντά σε ένα άνοιγμα ψυχής, στην ανάγκη της
συναδέλφωσης, της αλληλοβοήθειας, του αγώνα για δικαιότερη κοινωνία, για
επαναφορά της κτίσης σε μια πιο υγειά κατάσταση. Οι λαοί που διεκδικούν
σήμερα, εν μέσω του παγκόσμιου χάους και του ανθρώπινου γιγαντισμού,
τον οποίο καλλιεργούν οι ισχυροί της γης (Κράτη, άνθρωποι, πολιτισμοί),
κοινωνική δικαιοσύνη και ανθρωπιά, οι λαοί που λένε όχι στην
εκμετάλλευση, που ζητούν σεβασμό στη φύση και στο περιβάλλον είναι πιο
κοντά στο θείο θέλημα, πιο κοντά στο αληθινό Νόημα της ζωής, πιο κοντά
στη φωτεινή τάξη του κόσμου. Αρκεί να μη γίνεται αυτό με βία, να μη
γίνεται με καταφυγή στο θάνατο του άλλου, γιατί ο άλλος είναι θεία
εικόνα, ακόμη κι αν είναι παραμορφωμένη και ελεεινή. Δεν έχουμε δικαίωμα
σε αφαίρεση ζωής, για να εξασφαλίσουμε την καλοζωία μας! Γιατί ό, τι κι
αν κάνουμε έρχεται ο θάνατος και μας σταματά, είτε πιστεύουμε στην
Ανάσταση, είτε όχι. Δεν μπορούμε να παριστάνουμε τους αθάνατους, είτε
φτωχοί είμαστε, είτε πλούσιοι.
Οπωσδήποτε ο φτωχός των Ευαγγελίων ή των πνευματικών
Παραδόσεων είναι ο εγκρατής άνθρωπος, αυτός που έχει συναίσθηση της
παρουσίας του άλλου-πλησίον, αυτός που πιστεύει στην κοινή ανθρώπινη
φύση, αυτός που δεν μένει κολλημένος στα πράγματα του κόσμου, αυτός που
αναγνωρίζει την ιερότητα της ζωής, που αναζητά τρόπους αυτογνωσίας και
πνευματικής καλλιέργειας που να τον ολοκληρώνουν ως άνθρωπο και να τον
καθιστούν αληθινά ανεξάρτητο και ελεύθερο. Η ελευθερία στην οντολογική
της διάσταση δεν συνδέεται με την οικονομική ανεξαρτησία, συνδέεται με
την απελευθέρωσή μας από τα πάθη, την εγωπάθειά μας, την συνάντησή μας
με τον βαθύτερο εαυτό, με αυτή την κρυμμένη ή λησμονημένη ύπαρξή μας, με
τον Λόγο στην προχριστιανική και χριστιανική όψη Του. Η εξέλιξη των
κοινωνιών έριξε όλο το βάρος στην εξωστρέφεια και εξάρτησε τη ζωή των
ανθρώπων από τις περιβόητες ‘αντικειμενικές συνθήκες’. Έτσι όμως, το
παιχνίδι παίζεται σε επίπεδο εξουσίας και μάλιστα υλιστικής και
οικονομικής δύναμης και τα πρότυπα ζωής υπαγορεύονται από το επικρατούν
πνεύμα του καταναλωτισμού και της υποτιθέμενης ευμάρειας, που νομίζει
ότι η αύξηση του ‘κατά κεφαλήν εισοδήματος’ λύνει όλα τα προβλήματα.
Ας μη ζούμε με αυταπάτες. Ο άνθρωπος που ζει μονάχα
μέσα στα όρια των αισθήσεων είναι βάρβαρος, ειδοποιεί από τα αρχαία
χρόνια ο Ηράκλειτος. Απαιτείται γενναία αυτοκριτική του σύγχρονου κόσμου
και τρόπου ζωής, για να ξαναβρούμε ποια είναι η αληθινή αξία του
πλούτου και της φτώχειας και να ρυθμίσουμε σε άλλη βάση τις αξιολογήσεις
μας, ελεύθεροι από οικονομισμούς και κοινωνικές ή άλλες προκαταλήψεις.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Μανδραγορας, Τεύχος 52, Ιούνιος 2015, σελ.102-103.
Εικόνα: Η παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου, από
τοιχογραφία στην ιερά μονή του Αγίου Νικολάου Μετεώρων (του Αναπαυσά)
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου