Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

«Πά­ντες οι των λό­γων αυ­τών ε­ρα­σταί...» - Παναγιώτου Σ. Μαρ­τί­νη


«Πά­ντες οι των λό­γων αυ­τών ε­ρα­σταί...»
(Α­πό το Α­πο­λυ­τί­κιο της ε­ορ­τής)
Του Παναγιώτου Σ. Μαρ­τί­νη, Δρ. Θ.

Σχο­λια­στής στη μνή­μη των Τριών Ιε­ραρ­χών ξε­κι­νά­ει ως ε­ξής: "Προ­ε­ξέ­χει ου­ρα­νο­μή­κης κο­ρυ­φή, Ιε­ράρ­χης θαυ­μα­σιό­τα­τος και δια τους α­γώ­νας και την ο­σιό­τη­τα του βί­ου...", ο της Ορ­θο­δο­ξί­ας πα­τήρ, ο Μέ­γας Α­θα­νά­σιος. Δια­κρί­νε­ται, ε­πί­σης, Ιε­ράρ­χης ε­ρευ­νη­τι­κώ­τα­τος και πο­λυ­γρα­φό­τα­τος ο Και­σα­ρεί­ας της Πα­λαι­στί­νης Ευ­σέ­βιος, ο γνω­στός ως πα­τήρ της Εκ­κλη­σια­στι­κής Ι­στο­ρί­ας. Δια­λά­μπει δια την δογ­μα­τι­κήν α­κρι­βο­λο­γί­αν ...ο ε­γκω­μια­ζό­με­νος ως ο «Νυσ­σα­έ­ων φω­στήρ και πα­τήρ Πα­τέ­ρων» Γρη­γό­ριος. Δια­πρέ­πουν, ε­πί­σης,  δια θε­ο­λο­γι­κήν σο­φί­αν ο δι­δά­σκα­λος της Α­ντιο­χεί­ας Διό­δω­ρος ο Ταρ­σού και ο έν­δο­ξος κα­τη­χη­τής ο Ιε­ρο­σο­λύ­μων Κύ­ριλ­λος, ο υ­πέρ­μα­χος  της Ορ­θο­δο­ξί­ας Ε­πί­σκο­πος Κων­στα­ντί­ας Κύ­πρου Ε­πι­φά­νιος. Και τέ­λος ο διά­ση­μος ε­ξη­γη­τής και του Χρυ­σο­στό­μου συμ­μα­θη­τής και φί­λος «το της σο­φί­ας πέ­λα­γος», ο πο­λυ­ί­στωρ, ο Μο­ψουε­στί­ας Θε­ό­δω­ρος... Ό­μως, μό­νοι ο Μ. Βα­σί­λειος, ο Θε­ο­λό­γος Γρη­γό­ριος και Ιω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος ω­νο­μά­σθη­σαν οι κατ΄ ε­ξο­χήν Τρεις Ιε­ράρ­χαι, διό­τι αυ­τοί οι τρεις οι­κου­με­νι­κοί δι­δά­σκα­λοι προ­ήλ­θαν εκ του αυ­τού α­γιω­τά­του φρο­ντι­στη­ρί­ου της πί­στε­ως και της α­ρε­τής, ε­γα­λου­χή­θη­σαν α­πό τον ζή­λον των προ­σφά­των α­να­μνή­σε­ων των μαρ­τύ­ρων, αν­δρώ­θη­καν κα­τά τους ο­ξυ­τά­τους α­γώ­νας των αι­ρε­τι­κών».

Και κα­τα­λή­γει: Ε­μορ­φώ­θη­σαν δε προ­πά­ντω­νεις την πα­τρο­πα­ρά­δο­την ελ­λη­νι­κήν σο­φί­αν, α­πε­δεί­χθη­σαν οι εν­δο­ξό­τα­τοι της Εκ­κλη­σί­ας ποι­μέ­νες και δι­δά­σκα­λοι και οι δη­μιουρ­γοί της  δια του Ευαγ­γε­λί­ου α­να­ζω­πυ­ρο­θεί­σης Ελ­λη­νι­κής Φι­λο­λο­γί­ας».
Δεύ­τε, λοι­πόν, «τα της χά­ρι­τος όρ­γα­να, τας κε­φα­λάς του πνεύ­μα­τος, τας ευ­σή­μους σάλ­πιγ­γας του κη­ρύγ­μα­τος... τους τρεις κή­ρυ­κας της με­γά­λης Τριά­δος, Ιω­άν­νην και Βα­σί­λειον α­ξί­ως συν Γρη­γο­ρί­ω τι­μή­σω­μεν».
Ποιός με­λε­τη­τής του πα­τε­ρι­κού έρ­γου δεν στα­μα­τά με δέ­ος και έκ­πλη­ξη μπρο­στά στον α­σκη­τι­κό, εν­δο­στρε­φή, συγ­χρό­νως δε και κοι­νω­νι­κό­τα­το της «Βα­σι­λειά­δος» ι­δρυ­τή; Ποιός δεν θαυ­μά­ζει τη γνώ­ση και το συγ­γρα­φι­κό έρ­γο του Μ. Βα­σι­λεί­ου; Ο­νο­μά­στη­κε ο «Πα­νε­πι­στή­μων» της ε­πο­χής του. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α, μα­θη­μα­τι­κά και ια­τρι­κή. Α­πέ­κτη­σε γνώ­ση α­πέ­ρα­ντη. Έ­τσι του προ­σφέ­ρε­ται η δυ­να­τό­τη­τα να γρά­ψει για το Θε­ό και τα μυ­στή­ριά Του, για τη φύ­ση και τον άν­θρω­πο.
Με ι­διαί­τε­ρη, ό­μως, στορ­γή και α­γά­πη στρέ­φε­ται στους νέ­ους. Ο­νο­μα­στή και πά­ντο­τε ε­πί­και­ρη  πα­ρα­μέ­νει η πραγ­μα­τεί­α του προς τους νέ­ους. Απ΄ ε­κεί­να ό­μως, τα ο­ποί­α με­λε­τούν, «ταύ­τα μάλ­λον α­πο­δε­ξό­με­θα εν οις α­ρε­τήν ε­πή­νε­σαν ή πο­νη­ρί­αν διέ­βαλ­λον». Σαν τις μέ­λισ­σες τους θέ­λει, με ε­κλε­κτι­κό­τη­τα πρέ­πει να συ­γκε­ντρώ­νουν το ω­φέ­λι­μο και α­να­γκαί­ο. Και πι­στεύ­ει ο σο­φός Καπ­πα­δό­κης ό­τι και στα αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κά συ­γράμ­μα­τα κρύ­βε­ται θη­σαυ­ρός πο­λύ­τι­μος και συμ­βου­λεύ­ει τη με­λέ­τη τους, «ε­πει­δή περ εις ταύ­την (την α­ρε­τή), πολ­λά ποι­η­ταίς, πολ­λά δε συγ­γρα­φεύ­σει, πολ­λά δ΄ έ­τι πλεί­ω φι­λο­σό­φοις αν­δρά­σιν ύ­μνη­ται...».
Αλ­λά και η πί­στη  του πρώ­του της Τριά­δος «φω­στή­ρος» εί­ναι ά­ξια θαυ­μα­σμού. Γρά­φουν ό­τι υ­πήρ­ξε συ­γκε­ντρω­μέ­νος στον ε­αυ­τόν του, γε­μά­τος μυ­στή­ριο και με­γα­λεί­ο. Ο α­σκη­τής φαί­νε­ται, ό­ταν ε­γκα­τα­λεί­πει το λα­μπρό ε­πάγ­γελ­μα του συ­νη­γό­ρου, για να έλ­θει στην ε­ρη­μιά του Πό­ντου για να μο­νά­σει. Δεν θα πα­ρα­μεί­νει ό­μως για  πο­λύ μα­κριά α­πό τον κό­σμο. Θε­ω­ρεί υ­πο­χρέ­ω­σή του να ερ­γα­στεί μέ­σα σ΄ αυ­τόν. Έ­τσι, ο α­σκη­τής ερ­γά­ζε­ται στην κοι­νω­νί­α και η πί­στη γί­νε­ται πρά­ξη. Εί­ναι γνω­στό το πλού­σιο κοι­νω­νι­κό έρ­γο του Μ. Βα­σι­λεί­ου που ταυ­τί­στη­κε με το ό­νο­μά του.
Έ­τσι, η α­σκη­τι­κή και ή­ρε­μη ζω­ή του Βα­σι­λεί­ου έ­σβη­σε μέ­σα στη δρά­ση, μέ­σα στην κοι­νω­νί­α.
Δεν εί­ναι ό­μως ο­λι­γό­τε­ρον ά­ξιος θαυ­μα­σμού και ο δεύ­τε­ρος της Τριά­δος «μύ­στης», Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος. Εί­ναι ο κατ΄ ε­ξο­χήν φι­λό­σο­φος, θε­ω­ρη­τι­κός Ιε­ράρ­χης, ο θαυ­μα­στής της μο­να­στι­κής ζω­ής και η η­συ­χί­ας. Και ό­μως, ό­ταν οι πε­ρι­στά­σεις το ε­πι­βάλ­λουν ε­γκα­τα­λεί­πει το η­συ­χα­στή­ριό του και ρί­χνε­ται στη δρά­ση. Στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη η αί­ρε­ση έ­χει διαι­ρέ­σει τους Χρι­στια­νούς. Οι ο­πα­δοί του Α­ρεί­ου με την υ­πο­στή­ρι­ξη και της αυ­λής έ­χουν α­πο­θρα­συν­θεί. Οι Ορ­θό­δο­ξοι έ­χουν χά­σει το θάρ­ρος και το η­θι­κό τους. Στην κρί­σι­μη αυ­τή κα­τά­στα­ση κα­λεί­ται κι έρ­χε­ται ο Γρη­γό­ριος στην Πό­λη. Και ό­πως ση­μειώ­νει ο Πα­παρ­ρη­γό­που­λος: «Η ευ­γλωτ­τί­α του Γρη­γο­ρί­ου α­να­φαί­νε­ται εν ό­λη αυ­τής τη ρη­το­ρι­κή τέ­χνη εν τω μι­κρώ της Α­να­στα­σί­ας να­ώ εν Κων/λει, ό­που ήλ­θεν με­τά την εν Σα­σί­μοις και Να­ζιαν­ζώ ε­πι­σκο­πι­κήν αυ­τού ε­νέρ­γειαν και ό­που ε­πί Θε­ο­δο­σί­ου του Α΄α­νη­γο­ρεύ­θη Πα­τριάρ­χης και πρό­ε­δρος της Β΄ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νό­δου».
Η Εκ­κλη­σί­α του α­πέ­νει­με τον τί­τλο του «Θε­ο­λό­γου» και πο­λύ δί­καια. Με­τά τον Ιω­άν­νη τον Ευαγ­γε­λι­στή και Α­πό­στο­λο, το θε­ο­λό­γο της­ Κ. Δια­θή­κης, ο Γρη­γό­ριος α­να­δεί­χτη­κε ο κατ΄ ε­ξο­χήν πα­τε­ρι­κός θε­ο­λό­γος. Οι πέ­ντε «Θε­ο­λο­γι­κοί Λό­γοι» του φα­νε­ρώ­νουν το βά­θος της θε­ο­λο­γι­κής γνώ­σης και σο­φί­ας του Να­ζιαν­ζη­νού.
Και πά­λι, κα­τά τον Πα­παρ­ρη­γό­που­λο «τον ω­νό­μα­σαν Θε­ο­λό­γο, αλ­λ΄ ό­μως έ­πρε­πε να ε­πο­νο­μά­ζου­σιν αυ­τόν και ποι­η­τήν του Χρι­στια­νι­σμού». Τα έρ­γα του Γρη­γο­ρί­ου έ­χουν συ­ναί­σθη­μα και λυ­ρι­σμό. Τον α­να­δει­κνύ­ουν ως τον ποι­η­τι­κό­τε­ρο των Ιε­ραρ­χών και τον κατ΄ ε­ξο­χήν ποι­η­τή της Τριά­δος.
Στα έρ­γα του σμί­γει η χα­ρά με τον πό­νο, ο ε­γω­ϊ­σμός με την τα­πεί­νω­ση, η α­γιό­τη­τα με την α­μαρ­τί­α. Τη μια φο­ρά ο άν­θρω­πος στή­νει στο θρό­νο της καρ­διάς του το Θε­ό και την άλ­λη το διά­βο­λο. Αλ­λοί­μο­νο αν στα­μα­τή­σει η πά­λη! Και δί­νει κα­τευ­θύν­σεις στον άν­θρω­πο για τον ε­σω­τε­ρι­κό αυ­τό πό­λε­μο και του προ­σφέ­ρει σαν πα­ρά­δειγ­μα τον ε­αυ­τόν του. Γί­νε­ται ει­λι­κρι­νής α­να­τό­μος του ε­αυ­τού του και κα­τορ­θώ­νει να γνω­ρί­σει τον άν­θρω­πο. Και ό­ποιος γνω­ρί­ζει δια μέ­σου του ε­αυ­τού του τον άν­θρω­πο, εί­ναι δυ­να­τόν να γνω­ρί­σει και το Θε­ό. Κι έ­τσι στην ε­σω­τε­ρι­κή του πά­λη ε­λεύ­θε­ρα ο άν­θρω­πος θα προ­σφέ­ρει τη νί­κη στο Θε­ό. Ι­δού η προ­σω­πι­κό­τη­τα, η α­ξί­α του αν­θρώ­που, ο ο­ποί­ος κα­τά τον Καπ­πα­δό­κη πα­τέ­ρα, εί­ναι «Ζώ­ον  ε­νταύ­θα οι­κο­νο­μού­με­νον... τη προς Θε­όν νεύ­σει θε­ού­με­νον». Εί­ναι μι­κρή αυ­τή η προ­σφο­ρά του Να­ζιαν­ζη­νού στον άν­θρω­πον;
Και στη συ­νέ­χεια ερ­χό­μα­στε στον τρί­το της οι­κου­μέ­νης φω­στή­ρα, που α­νέ­τει­λε στο πνευ­μα­τι­κό στε­ρέ­ω­μα της Α­να­το­λής, για να μη δύ­σει πο­τέ, τον Ιω­άν­νη τον Χρυ­σό­στο­μο!
Ξε­κί­νη­σε α­πό την ορ­φά­νια και πέ­θα­νε στην ε­ξο­ρί­α. Α­νά­με­σα στο δύ­σκο­λο ξε­κί­νη­μα και στο πο­νε­μέ­νο τέ­λος του υ­πάρ­χει η χα­ρά της δη­μιουρ­γί­ας, της προ­σφο­ράς. Ξε­κί­νη­σε α­πό την έ­ρη­μο και πέ­θα­νε στην έ­ρη­μο. Α­νά­με­σά τους στά­θη­κε η ζω­ή του ό­α­ση για να ξε­κου­ρα­στούν χι­λιά­δες ψυ­χές. Ποιός μπό­ρε­σε πο­τέ να κρί­νει το τε­ρά­στιο κοι­νω­νι­κό έρ­γο του Χρυ­σο­στό­μου; Δεν γνώ­ρι­σε η Συ­ρί­α φλο­γε­ρώ­τε­ρο κή­ρυ­κα και δεν ά­κου­σε ο κό­σμος γλυ­κύ­τε­ρο τρα­γού­δι α­πό τον άμ­βω­να της Α­γί­ας Σο­φί­ας.
Ας α­κού­σου­με, λοι­πόν, «την λύ­ραν την ε­νάρ­μο­στον και λι­θο­κόλ­λη­τον, ευάρ­μο­στον την χρυ­σούς έ­χου­σαν φθόγ­γους», ό­πως α­πο­κα­λεί ο υ­μνο­γρά­φος του τον ι. Χρυ­σό­στο­μο. «Μα­κά­ριος, γρά­φει, ος ή­ρε ζυ­γόν εκ νε­ό­τη­τος αυ­τού... ού­τος μυ­ρί­ων ε­παί­νων ά­ξιος και μα­κα­ρι­σμών και ευ­φη­μιών, ος μαι­νο­μέ­νην χα­λι­νών την φύ­σιν, και εν αυ­τή του χει­μώ­νος τη ακ­μή δια­σώ­ζων το σκά­φος “Θύ­ελ­λας νε­α­νι­κή ζω­ή και ά­ρι­στος...” ά­ρι­στος πλο­η­γός ε­κεί­νος ο ο­ποί­ος σώ­ζε­ται. Εί­ναι ο ί­διος, ο ο­ποί­ος ε­πο­λέ­μη­σε στη μα­γευ­τι­κή πρω­τεύ­ου­σα της Συ­ρί­ας, κέρ­δι­σε και τώ­ρα συμ­βου­λεύ­ει: «Χα­λε­πόν η νε­ό­της, ό­τι ευε­ξα­πά­τη­τον, ευό­λι­σθον και σφο­δρο­τέ­ρου δεί­ται του χα­λι­νού». Και με­τά τη δια­πί­στω­ση, συ­μπλη­ρώ­νει: «Ουχ ι­κα­νός ε­αυ­τώ ο νέ­ος προς την της α­ρε­τής κα­τόρ­θω­σιν». Γι΄ αυ­τό και ε­παι­νεί το νέ­ο, ο ο­ποί­ος βρή­κε «τον ρυθ­μί­ζο­ντα», δηλ. το δι­δά­σκα­λο και ε­μπι­στεύ­ε­ται στα σο­φά χέ­ρια του της ψυ­χής το σμί­λευ­μα. Ώ­ρι­μος πια θυ­μά­ται με ά­πει­ρη ευ­γνω­μο­σύ­νη το δι­κό του «ρυθ­μι­στή», την ευ­σε­βή μη­τέ­ρα του, Αν­θού­σα, στην α­ρε­τή της ο­ποί­ας ο­φεί­λει και τη δι­κή του πνευ­μα­τι­κή προ­κο­πή.
Θε­ω­ρεί­ται και εί­ναι ο με­γα­λύ­τε­ρος εκ­κλη­σια­στι­κός ρή­το­ρας. Τον α­πο­κά­λε­σαν «νέ­ον Ω­ρι­γέ­νη», «χαλ­κέ­ντε­ρον» και «α­δα­μά­ντι­νο». Σε σύ­ντο­μο σχε­τι­κώς διά­στη­μα έ­κα­με ερ­γα­σί­α αιώ­νων. Το ί­ο της Ελ­λη­νι­κής Πα­τρο­λο­γί­ας κα­τέ­χει το έρ­γο του Χρυ­σο­στό­μου.
Για το κοι­νω­νι­κό του έρ­γο, αρ­κούν τα λό­για του Θε­ο­δώ­ρη­του, ε­πι­σκό­που Κύ­ρου (5ος αι.). Γρά­φει: «Ο εις τον ι­κε­τεύ­ει δια να τον βο­η­θή­ση, ο άλ­λος δο­κι­μα­ζό­με­νος τον προ­σκα­λεί ως μάρ­τυ­ρα, άλ­λος πει­νών, του ζη­τεί τρο­φήν και γυ­μνός έν­δυ­μα... άλ­λος πεν­θών πα­ρη­γο­ρί­αν. Έ­τε­ρος τον πα­ρα­κα­λεί να α­πο­λυ­θή α­πό την φυ­λα­κήν, άλ­λος τον σύ­ρει να ε­πι­σκε­φθή α­σθε­νή, ξέ­νος ζη­τεί κα­τα­φύ­γιον, άλ­λος ο­δύ­ρε­ται δια τα χρέ­η του... λι­μός ε­νο­χλεί, και α­μέ­σως α­πό συ­νή­γο­ρος γί­νε­ται τρο­φεύς, με­τα­βάλ­λε­ται εις ια­τρόν και εις τον πεν­θού­ντα κα­θί­στα­ται πα­ρη­γο­ρί­α...».
Και το “κάλ­λος” αυ­τό της ψυ­χής έ­λαμ­ψε στο «Χρυ­σόρ­ρει­θρον πο­τα­μόν της οι­κου­μέ­νης», μέ­χρι της στιγ­μής, που σ΄ έ­να έ­ρη­μο δρό­μο της Αρ­με­νί­ας, ε­ξό­ρι­στος, έ­γει­ρε και ε­σί­γη­σε!
Τέ­λος, οι Τρεις Ιε­ράρ­χες ε­λά­μπρυ­ναν την Εκ­κλη­σί­α, ερ­μή­νευ­σαν βα­θυ­στό­χα­στα την Αγ. Γρα­φή, α­νέ­πτυ­ξαν τη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α και πα­ρά­δο­ση της Εκ­κλη­σί­ας, έ­γι­ναν υ­πε­ρα­σπι­στές της χρι­στια­νι­κής πί­στης. Η δε α­ρε­τή υ­πήρ­ξε το πε­ρι­σπού­δα­στο μέ­λη­μα της ζω­ής τους και έ­λαμ­ψεν ως λα­τρεί­α προς την α­λή­θεια, “την συ­να­ϊ­διον τω Θε­ώ”. Και αν, κα­τά τον αρ­χαί­ο λό­γο, «κα­τό­πτρω μεν εμ­φα­νί­ζε­ται τύ­πος της μορ­φής του σώ­μα­τος, ο­μι­λί­αις δε και λό­γοις το της ψυ­χής ή­θος χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται», τα συγ­γράμ­μα­τα του Βα­σι­λεί­ου, του Γρη­γο­ρί­ου και του Χρυ­σο­στό­μου α­πο­πνέ­ουν την α­ρε­τή­και τη σο­φί­α, εμ­φα­νί­ζουν τον υ­πέ­ρο­χον η­θι­κό χα­ρα­κτή­ρα των ιε­ρών. Τού­των αν­δρών, αλ­λά και α­κτι­νο­βο­λούν την ου­κου­με­νι­κό­τη­τα και την η­θι­κή σκέ­ψη της Ορ­θο­δο­ξί­ας.

Δι­καί­ως, λοι­πόν, έ­θε­σε η Εκ­κλη­σί­α τη σχο­λι­κή μας εκ­παί­δευ­ση υ­πό την η­θι­κή προ­στα­σί­α των Τριών Ιε­ραρ­χών, για­τί κι αυ­τοί υ­πήρ­ξαν νέ­οι με ό­νει­ρα και ι­δα­νι­κά, με ο­ρα­μα­τι­σμούς και προ­σα­να­το­λι­σμούς. Ας τους μι­μη­θούν και οι νέ­οι μας, για να τους α­πο­κα­λυ­φτεί το μυ­στι­κό της ε­πι­τυ­χί­ας τους. Έ­ζη­σαν για το Θε­ό και έ­γρα­ψαν για το Θε­ό. Και ό­ποιος ζη για το Θε­ό ερ­γά­ζε­ται και για τον άν­θρω­πο. Θε­ός και άν­θρω­πος εί­ναι α­να­πό­σπα­στοι. Σ΄ αυ­τή τη σχέ­ση ας α­να­ζη­τή­σου­με τον προ­ο­ρι­σμό και το σκο­πό της ζω­ής και θα τον βρού­με , ι­διαί­τε­ρα οι νέ­οι, αν τους μι­μη­θού­με.        

Πηγή: Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: