«Πάντες οι των λόγων αυτών ερασταί...»
(Από το Απολυτίκιο της εορτής)
Του Παναγιώτου Σ. Μαρτίνη, Δρ. Θ.
Σχολιαστής στη μνήμη των Τριών Ιεραρχών ξεκινάει ως εξής:
"Προεξέχει ουρανομήκης κορυφή, Ιεράρχης θαυμασιότατος και
δια τους αγώνας και την οσιότητα του βίου...", ο της Ορθοδοξίας
πατήρ, ο Μέγας Αθανάσιος. Διακρίνεται, επίσης, Ιεράρχης ερευνητικώτατος
και πολυγραφότατος ο Καισαρείας της Παλαιστίνης Ευσέβιος, ο γνωστός
ως πατήρ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Διαλάμπει δια την δογματικήν
ακριβολογίαν ...ο εγκωμιαζόμενος ως ο «Νυσσαέων φωστήρ και πατήρ
Πατέρων» Γρηγόριος. Διαπρέπουν, επίσης, δια θεολογικήν σοφίαν ο διδάσκαλος
της Αντιοχείας Διόδωρος ο Ταρσού και ο ένδοξος κατηχητής ο Ιεροσολύμων
Κύριλλος, ο υπέρμαχος της Ορθοδοξίας
Επίσκοπος Κωνσταντίας Κύπρου Επιφάνιος. Και τέλος ο διάσημος εξηγητής
και του Χρυσοστόμου συμμαθητής και φίλος «το της σοφίας πέλαγος»,
ο πολυίστωρ, ο Μοψουεστίας Θεόδωρος... Όμως, μόνοι ο Μ. Βασίλειος,
ο Θεολόγος Γρηγόριος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος ωνομάσθησαν οι
κατ΄ εξοχήν Τρεις Ιεράρχαι, διότι αυτοί οι τρεις οικουμενικοί διδάσκαλοι
προήλθαν εκ του αυτού αγιωτάτου φροντιστηρίου της πίστεως και της αρετής,
εγαλουχήθησαν από τον ζήλον των προσφάτων αναμνήσεων των μαρτύρων,
ανδρώθηκαν κατά τους οξυτάτους αγώνας των αιρετικών».
Και καταλήγει: Εμορφώθησαν δε προπάντωνεις την πατροπαράδοτην
ελληνικήν σοφίαν, απεδείχθησαν οι ενδοξότατοι της Εκκλησίας ποιμένες
και διδάσκαλοι και οι δημιουργοί της
δια του Ευαγγελίου αναζωπυροθείσης Ελληνικής Φιλολογίας».
Δεύτε, λοιπόν, «τα της χάριτος όργανα, τας κεφαλάς
του πνεύματος, τας ευσήμους σάλπιγγας του κηρύγματος... τους τρεις κήρυκας
της μεγάλης Τριάδος, Ιωάννην και Βασίλειον αξίως συν Γρηγορίω τιμήσωμεν».
Ποιός μελετητής του πατερικού έργου δεν σταματά με
δέος και έκπληξη μπροστά στον ασκητικό, ενδοστρεφή, συγχρόνως δε
και κοινωνικότατο της «Βασιλειάδος» ιδρυτή; Ποιός δεν θαυμάζει τη
γνώση και το συγγραφικό έργο του Μ. Βασιλείου; Ονομάστηκε ο «Πανεπιστήμων»
της εποχής του. Σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και ιατρική. Απέκτησε
γνώση απέραντη. Έτσι του προσφέρεται η δυνατότητα να γράψει για το
Θεό και τα μυστήριά Του, για τη φύση και τον άνθρωπο.
Με ιδιαίτερη, όμως, στοργή και αγάπη στρέφεται στους
νέους. Ονομαστή και πάντοτε επίκαιρη
παραμένει η πραγματεία του προς τους νέους. Απ΄ εκείνα όμως,
τα οποία μελετούν, «ταύτα μάλλον αποδεξόμεθα εν οις αρετήν επήνεσαν
ή πονηρίαν διέβαλλον». Σαν τις μέλισσες τους θέλει, με εκλεκτικότητα
πρέπει να συγκεντρώνουν το ωφέλιμο και αναγκαίο. Και πιστεύει ο σοφός
Καππαδόκης ότι και στα αρχαία ελληνικά συγράμματα κρύβεται θησαυρός
πολύτιμος και συμβουλεύει τη μελέτη τους, «επειδή περ εις ταύτην
(την αρετή), πολλά ποιηταίς, πολλά δε συγγραφεύσει, πολλά δ΄ έτι
πλείω φιλοσόφοις ανδράσιν ύμνηται...».
Αλλά και η πίστη του
πρώτου της Τριάδος «φωστήρος» είναι άξια θαυμασμού. Γράφουν ότι υπήρξε
συγκεντρωμένος στον εαυτόν του, γεμάτος μυστήριο και μεγαλείο. Ο ασκητής
φαίνεται, όταν εγκαταλείπει το λαμπρό επάγγελμα του συνηγόρου,
για να έλθει στην ερημιά του Πόντου για να μονάσει. Δεν θα παραμείνει
όμως για πολύ μακριά από τον κόσμο.
Θεωρεί υποχρέωσή του να εργαστεί μέσα σ΄ αυτόν. Έτσι, ο ασκητής εργάζεται
στην κοινωνία και η πίστη γίνεται πράξη. Είναι γνωστό το πλούσιο κοινωνικό
έργο του Μ. Βασιλείου που ταυτίστηκε με το όνομά του.
Έτσι, η ασκητική και ήρεμη ζωή του Βασιλείου έσβησε
μέσα στη δράση, μέσα στην κοινωνία.
Δεν είναι όμως ολιγότερον άξιος θαυμασμού και ο δεύτερος
της Τριάδος «μύστης», Γρηγόριος ο Θεολόγος. Είναι ο κατ΄
εξοχήν φιλόσοφος, θεωρητικός Ιεράρχης, ο θαυμαστής της μοναστικής
ζωής και η ησυχίας. Και όμως, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν εγκαταλείπει
το ησυχαστήριό του και ρίχνεται στη δράση. Στην Κωνσταντινούπολη η
αίρεση έχει διαιρέσει τους Χριστιανούς. Οι οπαδοί του Αρείου με την
υποστήριξη και της αυλής έχουν αποθρασυνθεί. Οι Ορθόδοξοι έχουν
χάσει το θάρρος και το ηθικό τους. Στην κρίσιμη αυτή κατάσταση καλείται
κι έρχεται ο Γρηγόριος στην Πόλη. Και όπως σημειώνει ο Παπαρρηγόπουλος:
«Η ευγλωττία του Γρηγορίου αναφαίνεται εν όλη αυτής τη ρητορική
τέχνη εν τω μικρώ της Αναστασίας ναώ εν Κων/λει, όπου ήλθεν μετά την
εν Σασίμοις και Ναζιανζώ επισκοπικήν αυτού ενέργειαν και όπου επί
Θεοδοσίου του Α΄ανηγορεύθη Πατριάρχης και πρόεδρος της Β΄ Οικουμενικής
Συνόδου».
Η Εκκλησία του απένειμε τον τίτλο του «Θεολόγου»
και πολύ δίκαια. Μετά τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και Απόστολο, το θεολόγο
της Κ. Διαθήκης, ο Γρηγόριος αναδείχτηκε ο κατ΄ εξοχήν πατερικός
θεολόγος. Οι πέντε «Θεολογικοί Λόγοι» του φανερώνουν το βάθος της
θεολογικής γνώσης και σοφίας του Ναζιανζηνού.
Και πάλι, κατά τον Παπαρρηγόπουλο «τον ωνόμασαν Θεολόγο,
αλλ΄ όμως έπρεπε να επονομάζουσιν αυτόν και ποιητήν του Χριστιανισμού».
Τα έργα του Γρηγορίου έχουν συναίσθημα και λυρισμό. Τον αναδεικνύουν
ως τον ποιητικότερο των Ιεραρχών και τον κατ΄ εξοχήν ποιητή της Τριάδος.
Στα έργα του σμίγει η χαρά με τον πόνο, ο εγωϊσμός με
την ταπείνωση, η αγιότητα με την αμαρτία. Τη μια φορά ο άνθρωπος
στήνει στο θρόνο της καρδιάς του το Θεό και την άλλη το διάβολο. Αλλοίμονο
αν σταματήσει η πάλη! Και δίνει κατευθύνσεις στον άνθρωπο για τον εσωτερικό
αυτό πόλεμο και του προσφέρει σαν παράδειγμα τον εαυτόν του. Γίνεται
ειλικρινής ανατόμος του εαυτού του και κατορθώνει να γνωρίσει τον
άνθρωπο. Και όποιος γνωρίζει δια μέσου του εαυτού του τον άνθρωπο, είναι
δυνατόν να γνωρίσει και το Θεό. Κι έτσι στην εσωτερική του πάλη ελεύθερα
ο άνθρωπος θα προσφέρει τη νίκη στο Θεό. Ιδού η προσωπικότητα, η αξία
του ανθρώπου, ο οποίος κατά τον Καππαδόκη πατέρα, είναι «Ζώον ενταύθα οικονομούμενον... τη προς Θεόν
νεύσει θεούμενον». Είναι μικρή αυτή η προσφορά του Ναζιανζηνού στον
άνθρωπον;
Και στη συνέχεια ερχόμαστε στον τρίτο της οικουμένης
φωστήρα, που ανέτειλε στο πνευματικό στερέωμα της Ανατολής, για
να μη δύσει ποτέ, τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο!
Ξεκίνησε από την ορφάνια και πέθανε στην εξορία. Ανάμεσα
στο δύσκολο ξεκίνημα και στο πονεμένο τέλος του υπάρχει η χαρά της
δημιουργίας, της προσφοράς. Ξεκίνησε από την έρημο και πέθανε στην
έρημο. Ανάμεσά τους στάθηκε η ζωή του όαση για να ξεκουραστούν χιλιάδες
ψυχές. Ποιός μπόρεσε ποτέ να κρίνει το τεράστιο κοινωνικό έργο του
Χρυσοστόμου; Δεν γνώρισε η Συρία φλογερώτερο κήρυκα και δεν άκουσε
ο κόσμος γλυκύτερο τραγούδι από τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας.
Ας ακούσουμε, λοιπόν, «την λύραν την ενάρμοστον και
λιθοκόλλητον, ευάρμοστον την χρυσούς έχουσαν φθόγγους», όπως αποκαλεί
ο υμνογράφος του τον ι. Χρυσόστομο. «Μακάριος, γράφει, ος ήρε ζυγόν
εκ νεότητος αυτού... ούτος μυρίων επαίνων άξιος και μακαρισμών και
ευφημιών, ος μαινομένην χαλινών την φύσιν, και εν αυτή του χειμώνος
τη ακμή διασώζων το σκάφος “Θύελλας νεανική ζωή και άριστος...” άριστος
πλοηγός εκείνος ο οποίος σώζεται. Είναι ο ίδιος, ο οποίος επολέμησε
στη μαγευτική πρωτεύουσα της Συρίας, κέρδισε και τώρα συμβουλεύει:
«Χαλεπόν η νεότης, ότι ευεξαπάτητον, ευόλισθον και σφοδροτέρου
δείται του χαλινού». Και μετά τη διαπίστωση, συμπληρώνει: «Ουχ ικανός
εαυτώ ο νέος προς την της αρετής κατόρθωσιν». Γι΄ αυτό και επαινεί
το νέο, ο οποίος βρήκε «τον ρυθμίζοντα», δηλ. το διδάσκαλο και εμπιστεύεται
στα σοφά χέρια του της ψυχής το σμίλευμα. Ώριμος πια θυμάται με άπειρη
ευγνωμοσύνη το δικό του «ρυθμιστή», την ευσεβή μητέρα του, Ανθούσα,
στην αρετή της οποίας οφείλει και τη δική του πνευματική προκοπή.
Θεωρείται και είναι ο μεγαλύτερος εκκλησιαστικός
ρήτορας. Τον αποκάλεσαν «νέον Ωριγένη», «χαλκέντερον» και «αδαμάντινο».
Σε σύντομο σχετικώς διάστημα έκαμε εργασία αιώνων. Το ίο της Ελληνικής
Πατρολογίας κατέχει το έργο του Χρυσοστόμου.
Για το κοινωνικό του έργο, αρκούν τα λόγια του Θεοδώρητου,
επισκόπου Κύρου (5ος αι.). Γράφει: «Ο εις τον ικετεύει δια να
τον βοηθήση, ο άλλος δοκιμαζόμενος τον προσκαλεί ως μάρτυρα, άλλος
πεινών, του ζητεί τροφήν και γυμνός ένδυμα... άλλος πενθών παρηγορίαν.
Έτερος τον παρακαλεί να απολυθή από την φυλακήν, άλλος τον σύρει
να επισκεφθή ασθενή, ξένος ζητεί καταφύγιον, άλλος οδύρεται δια
τα χρέη του... λιμός ενοχλεί, και αμέσως από συνήγορος γίνεται τροφεύς,
μεταβάλλεται εις ιατρόν και εις τον πενθούντα καθίσταται παρηγορία...».
Και το “κάλλος” αυτό της ψυχής έλαμψε στο «Χρυσόρρειθρον
ποταμόν της οικουμένης», μέχρι της στιγμής, που σ΄ ένα έρημο δρόμο
της Αρμενίας, εξόριστος, έγειρε και εσίγησε!
Τέλος, οι Τρεις Ιεράρχες ελάμπρυναν την Εκκλησία, ερμήνευσαν
βαθυστόχαστα την Αγ. Γραφή, ανέπτυξαν τη δογματική διδασκαλία
και παράδοση της Εκκλησίας, έγιναν υπερασπιστές της χριστιανικής
πίστης. Η δε αρετή υπήρξε το περισπούδαστο μέλημα της ζωής τους και
έλαμψεν ως λατρεία προς την αλήθεια, “την συναϊδιον τω Θεώ”. Και αν,
κατά τον αρχαίο λόγο, «κατόπτρω μεν εμφανίζεται τύπος της μορφής
του σώματος, ομιλίαις δε και λόγοις το της ψυχής ήθος χαρακτηρίζεται»,
τα συγγράμματα του Βασιλείου, του Γρηγορίου και του Χρυσοστόμου αποπνέουν
την αρετήκαι τη σοφία, εμφανίζουν τον υπέροχον ηθικό χαρακτήρα
των ιερών. Τούτων ανδρών, αλλά και ακτινοβολούν την ουκουμενικότητα
και την ηθική σκέψη της Ορθοδοξίας.
Δικαίως, λοιπόν, έθεσε η Εκκλησία τη σχολική μας εκπαίδευση
υπό την ηθική προστασία των Τριών Ιεραρχών, γιατί κι αυτοί υπήρξαν
νέοι με όνειρα και ιδανικά, με οραματισμούς και προσανατολισμούς.
Ας τους μιμηθούν και οι νέοι μας, για να τους αποκαλυφτεί το μυστικό
της επιτυχίας τους. Έζησαν για το Θεό και έγραψαν για το Θεό. Και όποιος
ζη για το Θεό εργάζεται και για τον άνθρωπο. Θεός και άνθρωπος είναι
αναπόσπαστοι. Σ΄ αυτή τη σχέση ας αναζητήσουμε τον προορισμό και
το σκοπό της ζωής και θα τον βρούμε , ιδιαίτερα οι νέοι, αν τους μιμηθούμε.
Πηγή: Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου