Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

Ὁ ρόλος τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Θεολογίας γιά τήν Εὐρώπη - Μητροπολίτου Αὐστρίας καί Ἐξἀρχου Οὑγγαρίας Ἀρσενίου


Ὁ ρόλος τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας 
καί Θεολογίας γιά τήν Εὐρώπη

Μητροπολίτου Αὐστρίας καί Ἐξἀρχου Οὑγγαρίας 
Ἀρσενίου

Ἀντί εἰσαγωγῆς

   Στήν εὐμετάβλητη ἱστορία περί τῆς ἔννοιας καί τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας τῆς Εὐρώπης εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ ἰδέα γιά τήν Εὐρώπη παρουσιάζονταν μέ τήν πιό δυνατή μορφή ἔμφασης, ὅταν τά ὑπό αὐτόν τόν γενικό ὅρο ἡνωμένα ἔθνη ἦσαν ὑπό τήν ἀπειλή κάποιου κινδύνου. Τοῦτο τό γεγονός δέν ἀποτελεῖ βεβαίως μόνον ἰδίωμα τῆς ἐποχῆς μας, ὅπου ὑπό τό πρῖσμα τῶν δύο καταστροφικῶν παγκοσμίων πολέμων, τό ζήτημα περί τῆς Δύσεως καί τῆς ἀνασύστασης τῆς ἡνωμένης Εὐρώπης ἐτίθετο μέ πιό ἐπιτακτικό τρόπο ὅσο ποτέ ἄλλοτε“1. Μέ αὐτές τίς λέξεις ἑρμήνευσε, κατά τό ἔτος 1987, ὁ τότε καρδινάλιος Joseph Ratzinger τήν σφοδρή ἐπιθυμία τῶν ἐθνῶν τῆς Εὐρώπης νά θέλουν νά ἀποτελέσουν μία ἕνωση, μόνον ἐξαιτίας κάποιου ἐνδεχομένου διάλυσης ἤ καταστροφῆς ἀπό ἐσωτερική ἤ ἐξωτερική ἀπειλή.

   Μέσα ἀπό αὐτήν τήν ὀπτική γωνία θά προσπαθήσει ἡ ἐλαχιστότητά μου ν᾽ ἀναλύσει τούς ἐξωτερικούς ἤ ἐσωτερικούς κινδύνους, πού ἀπειλοῦν τό εἰρηνικό οἰκοδόμημα τῆς γηραιᾶς ἠπείρου. Ἀκόμη κι ἄν κατά τό παρελθόν ἡ πορεία ἤ τό ὅραμα γιά μία ἡνωμένη Εὐρώπη κατανοοῦνταν μέ τήν ἔννοια ἑνός μονόδρομου κι ὁ συνασπισμός ὅλο καί περισσοτέρων εὐρωπαϊκῶν κρατῶν ὡς ἐγγύηση τῆς εἰρήνης καί τῆς ἁρμονίας, ἀπεδείχθη τελευταίως, ὅτι ἡ εὐρωπαϊκή ἰδέα στηρίζεται σέ ἀσταθῆ θεμέλια, ἐνῶ ταυτοχρόνως καλεῖται νά ἀντιμετωπίσει πολλά καί διάφορα φαντάσματα. Κίνδυνος γιά τό εὐρωπαϊκό ὅραμα δέν ἀποτελεῖ μόνον ἡ πρόσφατη ἔξοδος τῆς γηραιᾶς Ἀλβιόνας ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, ἀλλά γενικότερα κάθε μορφή ριζοσπαστικοποίησης πρός ὁποιαδήποτε πολιτική κατεύθυνση, μέ ἀποτέλεσμα νά φαίνεται ὅτι κινδυνεύει τό ὅραμα τῶν εὐρωπαίων προγόνων μας μέ στόχο τήν πολιτική ἑνότητα τῆς Εὐρώπης γιά τήν διατήρηση τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀσφάλειας τῆς γηραιᾶς ἠπείρου. Ὁ μόνιμος πιά κίνδυνος τῆς τρομοκρατίας καί ὁ φόβος, ὁ ὁποῖος μέ κάθε νέο χτύπημα σέ κάποια εὐρωπαϊκή πόλη διαρκῶς αὐξάνει, καθώς καί οἱ ροές τῶν προσφύγων, πού σέ πολλούς δίδουν τήν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιά ἕνα τεράστιο ἐθνικοθρησκευτικό παλιρροϊκό κῦμα, τό ὁποῖο ἀπειλεῖ νά πλημμυρίσει τήν χώρα φιλοξενίας των, προκαλοῦν ἀνησυχίες καί ὑποψίες πού μελλοντικῶς θά διαμορφώσουν οὐσιαστικά τόν τύπο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ. Ὁ ρῶσος φιλόσοφος Nikolai Berdjajew (1874-1948) τόνιζε στά πρόθυρα τῆς προηγούμενης χιλιετίας στίς ἀναλύσεις τῆς ἐποχῆς του inter alia τά κάτωθι: „Στήν ἱστορία, ὅπως καί στή φύση, ὑπάρχει ἕνας ρυθμός, μία ρυθμική ἐξέλιξη τῶν ἐποχῶν καί μία ἀλλαγή τῶν πολιτισμικῶν τύπων, - ἄμπωτη καί πλημμυρίδα, ἀνάκαμψη καί παρακμή, ρυθμός καί περιοδικότητα  ἀποτελοῦν τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς ζωῆς. Ὁμιλοῦμε περί ὀργανικῶν καί κριτικῶν, περί πολύ σκοτεινῶν καί πολύ φωτεινῶν, περί ἱερῶν καί κοσμικῶν ἐποχῶν. Ἐμεῖς καλούμεθα κατά τήν  ἱστορική στιγμή τῆς μετάβασης σέ μιά νέα ἐποχή στό νά τήν βιώσουμε„2. Ἀκόμη κι ἄν τέτοιες ἐποχές φαίνονται νά εἶναι ταραχώδεις καί ἀσταθεῖς, ἀποτελοῦν ὡστόσο γιά μᾶς κατευθυντήριες ἀρχές καί ὡς ἐκ τούτου στήν οὐσία σημεῖα καμπῆς στήν ἱστορία. Εἶμαι σαφῶς πεπεισμένος, ὅτι βρισκόμαστε σήμερα σ᾽ ἕνα τέτοιο σημεῖο καμπῆς τῆς ἱστορίας τῆς Εὐρώπης, μέ ἀποτέλεσμα ὄχι νά ἀφήσουμε ἁπλῶς ἐποχή, ἀλλά κατά κύριο λόγο νά χαράξουμε τήν νέα πού βρίσκεται πρό τῶν πυλῶν. Τοῦτο σημαίνει, ὅτι θά πρέπει, γιά μία Εὐρώπη μέ μέλλον, νά πάρουμε ἄμεσα καλομελετημένες, ἀλλά καί τολμηρές ἀποφάσεις. Γιά μία Εὐρώπη τοῦ μέλλοντος, πού θά ἔχει ὡς κρηπῖδα ἕναν ἀληθινό ἀνθρωπισμό, ὁ ὁποῖος κατά τήν ταπεινή μας ἄποψη ἔχει, καί πρέπει νά συνεχίσει νά ἔχει, χριστιανικές ρίζες. 
   Μέ τήν ἰδιότητα λοιπόν τοῦ ἱεράρχου ἀναρωτήθηκα: 
- Ποιόν ρόλο πρέπει καί καλεῖται νά διαδραματίσει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Θεολογία στήν Εὐρώπη, ὅπως αὐτή διαμορφώνεται σήμερα;
 - Τί σημαίνει Εὐρώπη γιά τήν Ὀρθοδοξία καί ἀντιστρόφως, τί σημαίνει  Ὀρθοδοξία γιά τήν Εὐρώπη; 


Εὐρώπη  καί  Ὀρθοδοξία

   Ὅταν τό 1981 ἡ Ἑλληνική Δημοκρατία γινόταν τό δέκατο μέλος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητας, παρέμεινε γιά μεγάλο χρονικό διάστημα τό μοναδικό μέλος αὐτῆς τῆς Κοινότητας, ἀλλά καί τῆς μετέπειτα Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, μέ τόν ὀρθόδοξο πληθυσμό νά ἀποτελεῖ τήν πλειοψηφία τῶν καθόλου πολιτῶν της. Μέ τήν ἔνταξη, ἀργότερα, τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας τό 2004, τῶν χωρῶν τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Ρουμανίας τό 2007, αὐξήθηκε κατά συνέπεια σέ σημαντικό ποσοστό κι ὁ ἀριθμός τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Σήμερα, ἑπτά ἀπό τίς δεκατέσσερις αὐτοκέφαλες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες (τῆς Βουλγαρίας, τῆς Ρουμανίας, τῆς Κύπρου, τῆς Ἑλλάδος, τῆς Φιλανδίας, τῆς Πολωνίας, τῆς Τσεχίας καί τῆς Σλοβακίας) ἔχουν τίς ἕδρες των σέ χῶρες-μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης· οἱ λοιπές αὐτοκέφαλες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ἀντιπροσωπεύονται στίς διάφορες χῶρες-μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης μέσα ἀπό τήν ὕπαρξη ἐνοριῶν ἤ καί ἐπισκοπῶν.3 Τοῦτο ὀφείλεται καί στίς προσπάθειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, τό ὁποῖο κατέχει βεβαίως ἕναν ἡγετικό ἱστορικό ρόλο, γεγονός πού καταδεικνύεται ἀπό νομικῆς ἐπόψεως ἰδιαιτέρως στήν Αὐστρία. Κατά συνέπεια κατοικοῦν στόν σημερινό εὐρωπαϊκό χῶρο ὀρθόδοξοι πιστοί ἀπό τίς καθόλου δεκατέσσερις ἀναγνωρισμένες αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες. Τό ὀρθόδοξο πλήρωμα ἀποτελεῖ πλέον ἕνα ἀναπόσπαστο θρησκευτικό καί πολιτιστικό τμῆμα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ὡς μέλος τοῦ Συμβουλίου τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί πολλῶν διαχριστιανικῶν καί διαθρησκευτικῶν Ἐπιτροπῶν, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συμβάλλει καθοριστικά, σέ εὐρωπαϊκό καί σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, στήν συνύπαρξη τῶν διαφορετικῶν πολιτισμῶν, τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν δοξασιῶν, ἀλλά καί τῶν ἰδεολογιῶν γενικότερα. Πέραν τούτου, τήν ἀπασχολοῦν διάφορα ἠθικά καί οἰκολογικά ζητήματα, τά ὁποῖα πρωτίστως ἀναδεικνύει καί ἐπισημαίνει ἡ Αὐτοῦ Θειοτάτη Παναγιότητα, ἀφοῦ, ὡς φαίνεται, πρόκειται νά διαμορφώσουν ὄχι μόνον τό αὔριο τῆς Εὐρώπης, ἀλλά καί τοῦ καθόλου πλανήτη μας.4      

Τό εὐρωπαϊκό ζήτημα ὡς ἀνθρωπιστικό ζήτημα

   Ὁ πάπας Φραγκῖσκος τονίζει, μεταξύ ἄλλων, στήν ἐγκύκλιό του  Laudatio Si,  τόν ἐνεργό ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου ἐπί τῶν διαφόρων περιβαλλοντικῶν ζητημάτων. Ὁ ποντίφηκας μάλιστα, ἀναλύει τήν βασική θέση τοῦ Παναγιωτάτου, ἡ ὁποία, κατά τήν ταπεινή ἄποψη, ἀποτελεῖ καί τήν ἀπάντηση στά προβλήματα πού πλήττουν τήν γηραιά Ἤπειρο. Ἀναφέρει συγκεκριμένα: „Ταυτοχρόνως ὁ Βαρθολομαῖος μᾶς παραπέμπει στίς ἠθικές καί πνευματικές ρίζες τῶν περιβαλλοντικῶν ζητημάτων, γεγονός πού μᾶς ἀναγκάζει ν᾽ ἀναζητήσουμε λύσεις ὄχι μόνο σέ τεχνικό ἐπίπεδο, ἀλλά στήν ἀλλαγή συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλέως θά καταπολεμοῦμε μόνον τά συμπτώματα τῶν προβλημάτων. Μᾶς προτείνει νά μεταβοῦμε ἀπό τήν κατανάλωση στή θυσία, ἀπό τήν ἀπληστία στήν ἁπλοχεριά, ἀπό τήν κατασπατάληση στήν ἱκανότητα τοῦ μοιράζειν, σ᾽ ἕνα εἶδος ἄσκησης...”.5 Σ᾽ αὐτό τό σημεῖο βρίσκεται τό βασικό πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας σ᾽ ὅλoυς τούς τομεῖς. Ἡ μόνιμη προσπάθεια νά καταπολεμοῦμε μόνον τά συμπτώματα εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, πολλά ἀπό τά ζητήματα τῆς Εὐρώπης νά ἐμφανίζονται ἐκ νέου, καί ἡ ἁρμονία μεταξύ τῶν λαῶν, πού ἐπιτεύχθηκε ὕστερα ἀπό πολύ κόπο, νά μετατρέπεται σταδιακῶς σέ μία κακοφωνία. Τοῦτο ἐβίωσα καί προσωπικῶς κατά τήν διάρκεια τῆς παρούσης οἰκονομικῆς κρίσης στήν πατρίδα μας, ὅπου πολιτικές καί δημοσιογραφικές θέσεις ὅλων τῶν κομμάτων ἀνεξαιρέτως ἔδιδαν τήν ἐντύπωση, ὅτι παλαιές καί δοκιμασμένες φιλίες ἐν μιᾷ νυκτί εἶχαν καταρρεύσει. Τό εὐρωπαϊκό πρόβλημα κατά συνέπεια εἶναι σ᾽αὐτή τή συνάφεια „ἀνθρωπιστικό πρόβλημα“, ἕνα πρόβλημα βασικά τῆς ἀντίληψης τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνθρωποκεντρικός Οὑμανισμός, ὁ ὁποῖος κυριάρχησε ἀπό τήν περίοδο τῆς Ἀναγέννησης καί τῆς ὑπαρξιακῆς Φιλοσοφίας καί ἐφεξῆς κυρίως στήν Εὐρώπη, ἀπέδειξε, μέσα ἀπό τ᾽ ἀπολυταρχικά εὐρωπαϊκά πολιτικά συστήματα τῶν τελευταίων αἰώνων, ὅτι ἕνας ἀνεξάρτητος ἀπό τόν Θεό ἀνθρωπισμός, μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ μία αὐτοθεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, πού καταλήγει σ᾽ ἕναν ἀπολυταρχισμό καταστρέφοντας ταυτοχρόνως κάθε μορφή κοινωνίας μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Βεβαίως κατανοῶ πλήρως, ὅτι αὐτή ἡ τάση ἦλθε ὡς ἀντίδραση στό θεοκρατικό καθεστώς τοῦ Μεσαίωνα, κυρίως στή Δύση. Ὁ ἀπολυταρχισμός ἀποτελεῖ στήν περίπτωσή μας προϊόν μιᾶς ἀνθρώπινης ἀντίληψης, ἡ ὁποία ἐπιχειρεῖ ὡς ἀπόλυτο δόγμα μέ τήν ἀρνητική του ἔννοια, νά ἐπιβάλλει τό ἰδεολόγημα ἑνός ἀνθρώπου ἤ μιᾶς ὁμάδος ἀνθρώπων στό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας. Ἔτσι τό ἰδεολόγημα παρουσιάζεται ὡς ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἐκ τοῦ μηδενός δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν ἄνθρωπο.6  
   Μέ τήν ὡς ἄνω ἀντίληψη περί ἀλήθειας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ πιά ἀνθρώπινο κατασκεύασμα καί κατά συνέπεια ἰδεολόγημα, τό ὁποῖο ὑπόκειται στή ροή τοῦ χρόνου, ἀφοῦ κι ὁ ἄνθρωπος πού τό δημιούργησε ὑπόκειται στή μεταβλητότητα, ἡ ἀλήθεια σχετικοποιεῖται.
   Τονίζουμε ἰδιαιτέρως στή συνάφεια αὐτή τήν ἔννοια τῆς ἀλήθειας, ἀφοῦ εἴμαστε βέβαιοι, ὅτι ἡ σύγχρονη κοινωνία τῆς Εὐρώπης παρουσιάζει μία βαθιά κρίση τῆς ταυτότητός της, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόρροια τῆς ἀντιλήψεώς της περί τῆς ἀλήθειας. Ἡ σχετικοποίηση τῆς ἀλήθειας τῆς ἀφαιρεῖ τό χαρακτηριστικό τῆς ἀπολυτότητος. Κατά συνέπεια, ἡ ἀλήθεια πρέπει ὄχι μόνον νά ὁρίζεται ἐκ νέου κατά ἐποχές, ἀλλά καί νά δημιουργεῖται ἐκ νέου συνεχῶς. Σήμερα λοιπόν, πού βρισκόμαστε σ᾽ ἕνα σημεῖο καμπῆς τῆς ἱστορίας τῆς Εὐρώπης, ὅπως ἀναφέραμε πιό πάνω, καλούμεθα νά ὁρίσουμε ἐκ νέου τήν ἀλήθεια, δηλαδή νά δημιουργήσουμε ἕνα ἰδεολόγημα τῆς ἀλήθειας γιά τό μέλλον.
   Τό ἐρώτημα, τό ὁποῖο ὅμως τίθεται, εἶναι, σέ ποιό βαθμό θά σχετικοποιοῦνται καί οἱ μέχρι τοῦδε ἀπολύτως ἀναγνωρισμένες ἀξίες τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἰσότητος, τῆς ἀδελφοσύνης ἤ ἀκόμη καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, τά ὁποῖα ἐξαρτώμενα πιά ἀπό τόν ροῦ τῆς μεταβλητότητας θά πρέπει ἐκ νέου νά ὁρίζονται ἤ ἀκόμη καί ν᾽ ἀναθεωροῦνται;  Ἡ τάσις τῆς ἱστορίας τῆς φιλοσοφίας, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν φιλόσοφο Hegel, νά ταυτίζεται ἡ ἀλήθεια μέ τήν λογική, μᾶς ὁδήγησε στό γεγονός τῆς σχετικοποίησης τῶν πάντων, κι αὐτός εἶναι στήν πραγματικότητα ὁ κίνδυνος τῆς σύγχρονης Εὐρώπης. Ὁ καρδινάλιος Joseph Ratzinger τό 2005 κατά τήν διάρκεια ἔναρξης τῆς σύγκλησης τοῦ κολλεγίου τῶν καρδιναλίων γιά τήν ἀνάδειξη τοῦ νέου πάπα Ρώμης (κονκλάβιο), ἀπό τό ὁποῖο μετέπειτα ἐξελέγη ὡς ὁ νέος πάπας Βενέδικτος ΙΔ΄, ἔκανε λόγο περί τῆς δικτατορίας τῆς σχετικοποίησης, ἡ ὁποία δέν ἀναγνωρίζει καμμία ἀπόλυτη ἀλήθεια, ἐκτός ἀπό αὐτήν τῆς γενικῆς σχετικοποίησης.7  
    Ἡ σχετικοποίηση λοιπόν τῆς ἀλήθειας ἐπέσυρε κατά συνέπεια καί τόν κίνδυνο τῆς σχετικοποίησης τῶν καθόλου ἀξιῶν συμφώνως τοῦ πνεύματος τῆς ἀνθρώπινης μεταβλητότητας. 
   Ἔννοιες ὅπως συμμετοχή, ἀλληλεγγύη, ἀναγνώριση, οἱ ὁποῖες διαμόρφωσαν τήν ἰδέα περί Εὐρώπης, φαίνεται ν᾽ ἀποτελοῦν μέσα στόν νέο οἰκονομικοκεντρικό κόσμο μας, ὁ ὁποῖος τοποθετεῖ πάνω ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια τόν κανόνα τοῦ κεφαλαίου, ἀπειλή γιά τήν ἑνότητα τῆς γηραιᾶς ἠπείρου. Ἡ  Εὐρωπαϊκή Κοινότητα ὡς κοινωνία εἶναι βαθέως διχασμένη ἐξαιτίας σχισματικῶν ρευμάτων πού τήν διαποτίζουν μέ ἀποτέλεσμα, πολλάκις νά προκρίνεται ὡς λύση ὁ μονόδρομος γιά τήν ἀντιμετώπιση ἰδιωτικῶν ζητημάτων. Ἐδῶ καθρεπτίζεται μία σοβαρή κρίση τῆς ἐμπιστοσύνης, πού ἀφορᾶ τήν εὐρωπαϊκή ἰδέα. 

Ὀρθόδοξη Θεολογία καί εὐρωπαϊκός ἀνθρωπισμός

   Ἡ ἀποπομπή τῆς Θεολογίας ἀπό τήν εὐρωπαϊκή πραγματικότητα κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, νά μήν εἶναι ἱκανός ὁ ἄνθρωπος ν᾽ ἀναγνωρίζει πιά κάποια ἀπόλυτη ἀλήθεια. Ἡ ἐκκοσμίκευση μέ τήν ἔννοια τῆς ἀνθρωποποίησης καί ἀποϊεροποίησης τοῦ θείου, δέν ἐπέφερε μόνον τήν κρίση τῆς πίστεως στίς ἐκκλησίες τῆς Δύσης, ἀλλά καθρεπτίζεται καί στήν κρίση τῆς διάρθρωσης τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οἰκοδομήματος. Οἱ ἄνθρωποι χάνουν τήν ἐμπιστοσύνη τους, ἀφοῦ πλέον δέν μποροῦν νά ἐναποθέσουν τίς ἐλπίδες τους γιά τό μέλλον, μήτε στίς εὐρωπαϊκές δομές μήτε ὅμως καί στήν ἐκκλησία σέ πολλές περιοχές. Ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία καί Ἐκκλησία καλεῖται νά διαδραματίσει, ἰδιαιτέρως ἐν μέσῳ αὐτῆς τῆς κρίσεως τῆς πίστεως, ἕναν σημαντικό καί καταλυτικό ρόλο. 
   Ὁ ἐπίσκοπος Διοκλείας καί ὁμότιμος καθηγητής τοῦ ἐν Ὀξφόρδῃ Πανεπιστημίου Κάλλιστος Ware, προσπαθεῖ, μεταξύ ἄλλων, νά συνδέσει τό χριστιανικό μήνυμα τῆς σωτηρίας μέ τά εὐρωπαϊκά γνωρίσματα τῆς συμμετοχῆς, τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἀναγνώρισης. Στήν ἀποσύνδεση τοῦ μηνύματος τῆς σωτηρίας ἀπό τά ὡς ἄνω γνωρίσματα, πού πραγματώνεται ἐξαιτίας τῆς ἐκκοσμίκευσης καί τῆς σχετικοποίησης, βρίσκεται ἡ ρίζα τοῦ προβλήματος τῆς κρίσης πίστεως. Σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Διοκλείας: „Τό χριστιανικό μήνυμα σωτηρίας μποροῦμε κάλλιστα νά τό συνοψίσουμε σέ ἔννοιες ὅπως συμμετοχή, ἀλληλεγγύη καί ἀναγνώριση. Ἡ συμμετοχή ἀποτελεῖ τήν ἔννοια-κλειδί, τόσο γιά τήν περί τῆς Ἁγίας Τριάδος διδασκαλία ὅσο καί γιά τήν περί ἐναθρωπήσεως διδασκαλία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἡ πρώτη μᾶς γνωρίζει πώς, ὅπως ὁ ἄνθρωπος μόνον διά τῆς συμμετοχῆς του μαζί μέ ἄλλους καθίσταται πραγματικῶς πρόσωπο, ἔτσι κι ὁ Θεός δέν εἶναι μία μονάδα, ἀλλά ἑνότητα τριῶν, πού τό καθένα κατοικεῖ μέσα στ᾽ ἄλλα δύο μέ τή δύναμη μιᾶς ἀέναης κίνησης ἀμοιβαίας ἀγάπης. Κατά ὅμοιο τρόπο κι ἡ διδασκαλία περί τῆς ἐναθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀναφέρεται στή μετοχή ἤ συμμετοχή“8. 
   Ὁ ὀρθόδοξος ἤ χριστιανικός ἀνθρωπισμός ἔχει τίς ἀπαρχές του στόν ὁρισμό τοῦ προσώπου, ὅπως αὐτός συνάγεται ἀπό τήν περί Θεοῦ διδασκαλία. Ἡ κοινωνία/σχέση ὡς μορφή ἔκφρασης τοῦ θείου ἀποτυπώνεται μέ λαγαρό τρόπο, τόσο μέσα ἀπό τό τριαδικό ὅσο καί μέσα ἀπό τό χριστολογικό δόγμα. Μέ τήν διατύπωση τῶν δύο αὐτῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, σημειώνει ὁ Γεώργιος Μαντζαρίδης, ἡ ἐκκλησία στήν οὐσία ξεπέρασε τίς κλασικές ἀρχές τῆς λογικῆς περί ταυτότητος καί ἀντίθεσης δημιουργῶντας νέες μορφές συλλογισμοῦ καί ζωῆς, οἱ ὁποῖες μποροῦν νά χαρακτηριστοῦν ὡς τριαδικές καί θεανθρώπινες. Διά τοῦ τριαδικοῦ δόγματος ἄρθηκε ἡ πόλωση μεταξύ ὑποκειμένου καί ἀντικειμένου, ἀτόμου καί κοινωνίας, ἐνῶ διά τοῦ χριστολογικοῦ ἡ ἀντίθεση μεταξύ φυσικοῦ καί ὑπερφυσικοῦ, πνεύματος καί ὕλης.9  Τό τριαδικό δόγμα ἀποτελεῖ σ᾽ αὐτήν τήν περίπτωση ὁμολογία τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων καί τό τριαδικό ὁμολογία τοῦ μυστηρίου. Ἀπό τά προηγούμενα ἀπορρέει ἕνας ὁρισμός τοῦ προσώπου, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ἀποβεῖ πολύ χρήσιμος γιά τό μέλλον τῆς εὐρωπαϊκῆς μας κοινωνίας. Ὁ Mariano Delgado προσπαθεῖ νά διαβλέψει τόν ρόλο τοῦ χριστιανισμοῦ γιά τήν Εὐρώπη τοῦ αὔριο κυρίως μέσα ἀπό τήν πειθώ τῆς λογικῆς καί τήν προπαγάνδα μιᾶς νέας ἠθικῆς πού ἀφορᾶ τήν ἐλευθερία τῆς βούλησης.10 Βεβαίως ὁ  Delgado ἔχει δίκιο, ὅταν τονίζει τήν σημασία τῆς προστασίας τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας καί τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας ἤ τοῦ δέους καί τοῦ σεβασμοῦ ἔναντι τοῦ ἱεροῦ11. Θά πρέπει ὅμως, ταυτοχρόνως, νά παραπέμψουμε στίς ρίζες τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας καί τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας, οἱ ὁποῖες ἀναμφιβόλως ἐκφράζονται μέσα ἀπό τόν ὁρισμό τοῦ προσώπου. Κατά συνέπεια, δέν ἀρκεῖ μόνον μία ἀναδιατύπωση τῆς ἠθικῆς ἤ τοῦ ἤθους, ἀλλά πρωτίστως μία ἐκ νέου ἀνακάλυψη τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ προσώπου, ὁ ὁποῖος εἶναι στενά συνδεδεμένος μέ τό χριστιανικό δόγμα. Τό χριστιανικό δόγμα δέν εἶναι ἑπομένως μία νομικίστικη διατύπωση μιᾶς διδασκαλίας τῆς πίστεως, ἀλλά πρωτίστως μία ὑπαρξιακή ὁμολογία τῆς ζωῆς. Μία ὁμολογία τῆς σχέσης, πού πηγάζει ἀπό τήν βεβαιότητα ὅτι δέν πρόκειται περί ἀνθρωπίνου ἰδεολογήματος, ἀλλά περί μιᾶς ἀμετάβλητης θείας ἰδιότητας, ἡ ὁποία ἀντανακλᾶται στήν ἀνθρωπότητα καί ὁδηγεῖ στήν θέωση.
   Ὁ καρδινάλιος Joseph Ratzinger διέκρινε στόν κόσμο τῆς ἑσπερίας ἕναν δογματικό ἀρνητισμό, πού σύμφωνα μέ τόν καθηγητή Wolfgang Beinert ὁδηγεῖ στήν ἀπαξίωση τῆς ἔννοιάς του. Συγκεκριμένα ἀναφέρει τά κάτωθι: „Τό δόγμα κατανοεῖται ὡς ἰσχυρογνωμοσύνη, ἀδιαλλαξία τοῦ πνεύματος, ἀπαγόρευση τῆς σκέψεως. Τοῦ εἶναι κάποιος δογματικός καί νά ἀσχολεῖται μέ τήν δογματική θεωρεῖται στενοκεφαλιά καί φαντασίωση “.12 
   Τοιουτοτρόπως τό δόγμα χωρίζεται ἀπό τήν ἀλήθεια χάνοντας ταυτοχρόνως τήν ὑπόστασή του. Ἀποκτᾶ ἔτσι πραγματικῶς νομικό χαρακτῆρα, νοεῖται ὡς φιλοσόφημα καί δικαίως χαρακτηρίζεται ὡς ἀδιαλλαξία τοῦ πνεύματος καί ἀπαγόρευση τῆς σκέψεως. Γιά τήν ὀρθόδοξη Θεολογία τό δόγμα ἀποτελεῖ τήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία μᾶς ἀπελευθερώνει (ἀπό τό ψεῦδος). Ὁ τόπος ὅπου βιώνεται τό δόγμα μέσα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀναμφιβόλως ἡ Θεία Λειτουργία.
   Ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία, ὅπως αὐτή διατυπώνεται μέσα ἀπό τήν γραφίδα τοῦ ἁγίου Περγάμου κ. Ἰωάννου13, ἐκφράζει μέ λαγαρό τρόπο τό μυστήριο τῆς κοινωνίας. Ἡ μετοχή στή Θεία Λειτουργία δέν εἶναι πρωτίστως μία ὁμολογία μόνον τῆς κοινωνίας, ἀλλά καί μία ὁμολογία ἀποδοχῆς τοῦ μυστηρίου. Ἡ θεολογία τῆς ἐλπίδας πού ἀπορρέει ἀπό τήν λειτουργική παράδοση τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας, εἶναι ἕνας ἀπό τούς λόγους καταφυγῆς τῶν πιστῶν στήν σημερινή Ἑλλάδα τῆς κρίσης στή Θεία Λειτουργία, ἐπειδή ἀκριβῶς ἐναποθέτουν σ᾽ αὐτήν, δηλαδή στή Θεία Λειτουργία, τίς ἐλπίδες τους γιά ἕνα καλύτερο μέλλον. Ἡ ἀπογοήτευσή των ἀπό τίς διάφορες κοσμικές καί πολιτικές δομές καί διαρθρώσεις, τούς ὁδήγησε στό νά ἐπανακαλύψουν τό μυστήριο τῆς ἐκκλησίας μέσα ἀπό τό γεγονός τῆς Θείας Λειτουργίας – ὡς τόπο τῆς ἐλπίδας. Ἡ ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας, ὄχι μέ τήν ἔννοια ἑνός φιλοσοφικοῦ μεγέθους μέ ἀπαρχή τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἑνός θεολογικοῦ-θείου μεγέθους, ὡς μιᾶς ἀλήθειας, πού δέν ἀποτελεῖ ἕνα ἀφηρημένο ἰδεολόγημα, ἀλλά πού ἐμπειρικά κοινωνεῖται μέσα ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κάνει δυνατή  τήν ὕπαρξή της, δηλαδή τῆς ἀλήθειας. Τοιουτοτρόπως, ἡ ἀλήθεια καθίσταται πραγματικότητα κι ὄχι ἰδέα πού χρήζει συνεχοῦς ἀναδιατύπωσης. Ἡ Θεία Λειτουργία, ὡς ἐσχατολογικός τόπος στό παρόν, ὅπου τό χριστιανικό δόγμα (δηλαδή ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας), βιώνεται καί κοινωνεῖται, δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἕναν ἐκκλησιολογικό τόπο, ἀλλά ἕναν τόπο, ὅπου πραγματώνεται ἡ ἑνότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, πού καθιστᾶ στή συνέχεια ἱκανή καί τήν κοινωνική των ζωή.14
                                                                

Τό κυρίως εὐρωπαϊκό ζήτημα κι ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία

   Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς δικαίως τονίζει, ὅτι ὁ κοινός τόπος συμβίωσης, διαφοροποιεῖται μόνον τότε, ὅταν διαφορετικές ὑπαρξιακές ἀνάγκες ἱεραρχοῦνται μέ διαφορετικό τρόπο. Ἐξαιτίας τούτου, ὑπογραμμίζει ὅτι „ἡ ἱεράρχησις τῶν ἀναγκῶν μεταβάλλεται, ὅταν μεταβάλλεται κι ἡ σημασία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί συνύπαρξης“.15 Ἐκ τῶν ἄνω καταλήγει στό συμπέρασμα, ὅτι στόν κόσμο τῆς Ἑσπερίας λόγῳ τῆς βασικῆς θέσης της, ν᾽ ἀποτελεῖ πρωτίστως μία κοινότητα ἐπί τῇ βάσει οἰκονομικῶν συμφερόντων κι ὄχι ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀξιῶν, συντελεῖται μία μεταβολή τῶν ὑπαρξιακῶν της θέσεων κι ἀντιλήψεων. Τοιουτοτρόπως κι ἡ Εὐρώπη ἔχει ἀπωλέσει τήν βασική ὑπαρξιακή της δομή, δηλαδή μιᾶς κοινότητας προσώπων, καί μεταβάλλεται σέ μία κοινότητα τοῦ ἀτόμου16, ὅπου τό τελευταῖο  καταλαμβάνει κεντρική θέση μέσα στήν κοινότητα. Τοῦτο εἶναι ἐμφανές στή σημερινή καταναλωτική μας  κοινωνία, ὅπου ἡ ἐκμετάλλευση τοῦ περιβάλλοντος καί τοῦ συνανθρώπου μας δέν σχετίζεται μέ τήν ἀντίληψη μίας κοινωνίας προσώπων, στήν ὁποία στηρίζεται ἡ καθόλου ἰδέα περί τῆς Εὐρώπης. Ἄν δέν καταφέρουμε νά κερδίσουμε ἐκ νέου τήν εἰκόνα τοῦ προσώπου, πολύ φοβοῦμαι, ὅτι ὄχι μόνον τά ἰδιωτικά συμφέροντα μεταξύ τῶν κρατῶν, ἀλλά καί τά ἰδιοτελῆ συμφέροντα τῶν ἀτόμων μέσα στό ἴδιο τό κράτος, θά ἐπιφέρουν πολλαπλά σχίσματα μέσα στίς κοινωνίες.

Ἀντί ἐπιλόγου

   Ὁ ρόλος, πού καλεῖται σήμερα νά διαδραματίσει ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία καί Ἐκκλησία γιά μία Εὐρώπη ἡνωμένη καί μάλιστα σέ συνεργασία μέ τίς λοιπές χριστιανικές ὁμολογίες, εἶναι ὁ  Ἐπανευαγγελισμός  τῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας. Εἶμαι βαθιά πεπεισμένος, ὅτι ἡ εἰκόνα τῆς ἀλήθειας καί ἡ, ὡς συνέπεια αὐτῆς, εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, μποροῦν νά ἐπιφέρουν ὑπαρξιακές ἀλλαγές στό εὐρωπαϊκό σύστημα ἀξιῶν, ἄν ἡ Εὐρώπη ἀποκοπεῖ τελείως ἀπό τίς χριστιανικές της ρίζες. Ὁ χριστιανικός οὑμανισμός εἶναι μία ἀλήθεια, ἡ ὁποία βασίζεται στό δόγμα, ὅπως αὐτό ἀναλύθηκε ὡς ἄνω. Ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, ὡς κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ, ὅπως τήν κατανοεῖ ἡ ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, δέν μπορεῖ ν᾽ ἀποκοπεῖ οὔτε ἀπό τήν κοινωνία τῶν προσώπων (διδασκαλία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος), ἀφοῦ στήν περίπτωσή μας, αὐτή ἡ κοινωνία τῶν προσώπων φανερώνει τήν Ἁγία Τριάδα, οὔτε ὅμως κι ἀπό τό χριστολογικό δόγμα τῆς Χαλκηδόνος, τό ὁποῖο τονίζει τήν ἔντονη παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, μέσα ἀπό τήν περί τῶν δύο φύσεων διδασκαλία. Ἡ ἰσότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων κατοχυρώνεται μέσα ἀπό τό γεγονός τῆς ἐναθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ παρουσιάζεται ἡ ἰσότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων στήν πιό ὁλοκληρωμένη μορφή της. Αὐτή ἐνέχει καί μία σωτηριολογική διάσταση, ἀφοῦ μόνον ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀξιοπρέπειας τῶν πάντων, δύναται νά ἐπιτευχθεῖ μία συμβίωση. Ὅταν διαμορφώσουμε συνειδητά κατά τέτοιον τρόπο τήν ζωή μας, βιώνουμε ἤδη ἀπό τό παρόν αὐτό, πού μᾶς ἀποκαλύπτεται στήν πληρότητά του στά ἔσχατα. Κάθε ἄνθρωπος ἀποτελεῖ εἰκόνα Θεοῦ καί μόνον μέσα ἀπό τό γεγονός αὐτό πρέπει νά κατανοεῖται ἡ εὐρωπαϊκή ἀντίληψη περί ἀνθρώπου. Ἡ ἐπανεισαγωγή τῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας σ᾽ αὐτό τό μυστήριο ἀποτελεῖ καί τήν διακονία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο μέσα ἀπό τόν λόγο, κυρίως μέσα ἀπό τό τρόπο ζωῆς της. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται στήν οὐσία ν᾽ ἀποτελέσει ἐκείνη τήν προφητική-ἐσχατολογική φωνή τῆς κοινότητας, ἡ ὁποία θά προβάλλει συνεχῶς τήν ἀλήθεια ὡς ἀπόλυτο ἀνθρωπιστικό δικαίωμα. Σ᾽ αὐτό τό πνεῦμα ἐπιτρέψατέ μοι νά κλείσω τήν σημερινή εἰσήγησή μου μέ τίς σκέψεις τοῦ ρώσου φιλοσόφου Nikolai Berdjajew: “Ἕνας ἄνθρωπος μέ προφητικό χάρισμα, δέν ἀφουγκράζεται τήν ἐκ τῶν ἔξω φωνή, τήν φωνή τῆς κοινότητας καί τοῦ λαοῦ, ἀλλά ἐξ ὁλοκλήρου τήν φωνή ἐκ τῶν ἔσω, τήν φωνή τοῦ Θεοῦ. Τό μήνυμά του ὅμως ἀφορᾶ τίς τύχες τοῦ λαοῦ, τῆς κοινότητας, τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ προφήτης εἶναι μοναχικός, βρίσκεται σέ διένεξη μέ τή θρησκευτική ἤ κοινωνική ἡγεσία, λιθοβολεῖται, κατανοεῖται ὡς ἐχθρός τοῦ λαοῦ, ἀλλά εἶναι κοινωνικός, λέει τήν ἀλήθεια, διαβλέπει τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας.“17 Τοιουτοτρόπως κι ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖται μέσα στά ὅρια τῆς σύγχρονης Εὐρώπης νά δράσει προφητικά παραπέμποντας ταυτοχρόνως στήν ἀλήθεια.  

 1 Βλ. Joseph Ratzinger, Kirche, Ökumene und Politik, Einsiedeln 1987, σ. 198. 
2 Βλ. Nikolaus Berdjajew, Das Neue Mittelalter. Betrachtungen über das Schicksal Russlands und Europas, Darmstadt 1927, σ. 13.
3 Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού συνῆλθε κατά τήν Πεντηκοστή τοῦ ἔτους 2016 στήν Κρήτη, ἀσχολήθηκε καί μέ τό ζήτημα τῆς ὀρθοδόξου Διασπορᾶς. Τό Συμβούλιο τῶν ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, τό ὁποῖο ἀπό τοῦ ἔτους 2010 ὑφίσταται καί στήν Αὐστρία, ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα γιά τίς ὀρθόδοξες μειονότητες πού ζοῦν σέ περιβάλλον, ὅπου ἐπικρατεῖ τό ρωμαιοκαθολικό, τό προτεσταντικό ἤ καί τό κοσμικό στοιχεῖο γενικότερα, ἕνα ὁρατό σημεῖο τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας τῆς δομῆς τῆς Ὀρθοδοξίας· μάλιστα τό ὡς ἄνω ὄργανο ἀσχολεῖται καί μέ θέματα πρακτικῆς φύσεως. Στή Γερμανία, γιά παράδειγμα, προέβη στήν ἔκδοση λειτουργικῶν κειμένων στή γερμανική γλῶσσα, ἐνῶ στήν Αὐστρία γιά πέμπτη φορά διοργανώνεται μἰα πανορθόδοξη συνάντηση τῆς νεολαίας πέρα ἀπό τἀ ἐθνικο-εκκλησιαστικά ὅρια.         
4 Βλ. Fr. John Chryssavgis, The ecological Vision of the Green Patriarch Bartholomew I., Cambridge UK, 2003; vgl. auch ders., On earth as in Heaven. Ecological Vision and Initiatives of Ecumenical Patriarch Bartholomew, New York 2012. Γιά μία γενικότερη θέση τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τοῦ οἰκολογικοῦ ζητήματος βλ. τοῦ ἱδίου, Toward an Ecology of Transfiguration. Orthodox Christian Perspectives on Enviroment, Nature and Creation, New York 2013.
5 Βλ. Papst Franziskus, Laudatio Si, Rom 2015, σ. 9.
6 Πρβλ. εἰδικότερα περί ἰδεολογήματος καί ἀλήθειας καί τῆς ἐπιρροῆς τῆς φιλοσοφίας στἀ πολιτικά συστήματα τῆς Εὐρὠπης τὀ πόνημα τοῦ Hans Albert, Ideologie und Wahrheit. Theodor Geiger und das Problem der sozialen Verankerung des Denkens, Opladen 1973.
7 Βλ. Papst Benedikt XVI., Joseph Ratzinger, Predigten und Ansprachen April/Mai 2005, Rom 2005, σ. 1216. Πρβλ. καί Marian Gruber (Ἐκδ.), Diktatur des Relativismus. Der Kampf um die absolute Wahrheit für die Zukunft Europas, Heiligenkreuz 2014.
8 Βλ. Kallistos Ware, Der Aufstieg zu Gott. Glaube und geistliches Leben nach ostkirchlicher Überlieferung, Bern 1998, σ. 101. 
 9 Βλ. Georgios Mantzaridis, Soziologie des Christentums, Berlin 1981, σ. 91.
10 Βλ. Mariano Delgado, «Europa ein christliches Projekt», ἐν: Urs Altermatt, Mariano Delgado, Guido Vergauwen (Ἐκδ.), Europa: Ein christliches Projekt. Beiträge zum Verhältnis von Religion und europäische Identität, Stuttgart 2008, 35-57, εἰδικότερα σ. 54. 
11 Βλ. ὡς άνω, σ. 54-55.
12 Βλ. Joseph Ratzinger, Kirche Ökumene Politik, σ. 206 κ.ἑ..
13 Βλ. σχετικῶς Stefanos Athanasiou, «Der Bischof von Pergamon Ioannis Zizioulas und die eucharistische Ekklesiologie», ἐν: Cornelius Keppeler, Justinus C. Pech (Ἐκδ.), Zeitgenössische Kirchenverständnisse. Acht ekklesiologische Porträts, Heiligenkreuz 2013, σσ.235-255. 
14 Βλ. σχετικῶς Stefanos Athanasiou, «Die Sprache des Dialoges mit Gott und den Mitmenschen. Das hypostatische Gebet als ökumenisches Ereignis», ἐν: Johann Hafner, Julia Enxing, Andre Munzinger (Ἐκδ.), Gebetslogik. Reflexionen aus interkonfessioneller Perspektive, Beiheft zur Ökumenischen Rundschau 103, σσ. 81-94.
15 Βλ. σχετικῶς Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἡ Εὐρώπη γεννήθηκε μέσα ἀπό τό Σχῖσμα, Ἀθήνα 2005. 
16 Μέ τήν ἔννοια αὐτή χαρακτηρίζω τἠν διάλυση τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων στή σημερινή ἐποχή. Τήν μεταλλαγή τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων, ὅπου ἡ συνάντηση τῶν προσώπων κατέχει σημαντική θέση, σέ μιά κοινότητα ἀτὀμων, ὅπου τό μεμονωμένο ἄτομο συνιστᾶ πιά τήν ὑπαρξιακή δύναμη αὐτῆς τῆς κοινότητας.  

17 Βλ. σχετικῶς Nikolaj Berdjajew, Fortschritt Wandel Wiederkehr Arche, Zürich 1978, σσ. 57-58.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: