ΚΑΙ Η ΠΑΤΡΑ ΣΤΑ ΜΕΣΑ
ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ1
Τα πρώτα παιδικά
χρόνια του ποιητή στην πρωτεύουσα της Αχαΐας
του Πρωτοπρεσβυτέρου
Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος
Θ.
Καθηγητού του
Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών
1. Ως γνωστό, η Πάτρα διαμορφώθηκε
και αναδείχθηκε τον 19ο αι. σε μία από τις σημαντικότερες εμπορικές πόλεις της
Ελλάδος. Tο πρώτο μισό του αιώνα αυτού και μάλιστα κατά την περίοδο από το 1830
μέχρι το 1860, η πόλη μετατρέπεται σε εμπορική κοινωνία και αποκτά τα
χαρακτηριστικά των πόλεων - λιμανιών που ελέγχουν τις εξαγωγές, καταλαμβάνοντας
τη θέση του κύριου εξαγωγικού κέντρου του Nέου Eλληνικού Βασιλείου2 . Γι’ αυτό
και επεκτείνεται προς την παραλία της με το σχεδιασμό και την ανοικοδόμηση της
νέας περιοχής της, της κάτω Πόλης, ή «κάτω χώρας» όπως την αποκαλεί ο Παλαμάς.
Η χρονική περίοδος από το 1830 μέχρι το 1860 αποτέλεσε για την πρωτεύουσα της
Αχαΐας την κρίσιμη εκείνη τριακονταετία, κατά την οποία διαμορφώθηκαν τα
στοιχεία που θα την προσδιορίσουν στο εξής ως αστική κοινωνία και οικονομία.
Στις συνειδήσεις των κατοίκων της, η Πάτρα τότε συνιστούσε κατ’ εξοχήν χώρο
εμπορίου, ώστε να ανιχνεύεται σε όλους τους τομείς του βίου της ραγδαία
εναλλαγή γεγονότων, με συνέπεια να καταστεί μια διαρκώς μεταβαλλόμενη πόλη,
δηλαδή ένα τοπίο αστικό, όπου συντελούνται ιστορικές, κοινωνικές και
οικονομικές αλλαγές.
Ιδιαίτερα μετά το 1830, η πόλη παρουσιάζει τα
χαρακτηριστικά μιας δυναμικής πόλης - λιμανιού σε πλήρη ανάπτυξη, γι’ αυτό και
στρέφεται προς τη θάλασσα, που είναι και το μοναδικό της όριο αλλά και ο κύριος
οικονομικός της πνεύμονας, με το σχεδιασμό και την ανάπτυξη της νέας περιοχής
της, της κάτω Πόλης.
Το λιμάνι των Πατρών στα μέσα του
19ου αιώνα
Το διπλό γεωφυσικό τοπίο της
πρωτεύουσας της Αχαΐας από τη μια, δηλαδή η θάλασσα με την πεδιάδα κατά μήκος
της ακτής και από την άλλη οι λόφοι που την περιβάλουν και αποτελούν την
κατάληξη του ορεινού όγκου της βορειοδυτικής πλευράς του Παναχαϊκού,
προσδιόρισε και το αστικό της τοπίο, το οποίο παρέμεινε επίσης διπλό. Αφενός με
την παλιά ή άνω Πόλη που ήταν οικοδομημένη στην νοτιοανατολική πλευρά του λόφου
της Ακροπόλεως σε ύψος 53 μ. από τη θάλασσα και αφετέρου με την κάτω Πόλη,
οικοδομημένη στην στενόμακρη πεδιάδα κατά μήκος της ακτής. Η κάτω Πόλη, δηλαδή,
προσαρμόστηκε στο γεωγραφικό σχήμα της πεδιάδας και έλαβε ορθογώνια μορφή,
διηρημένη αρχικά σε 41 οικοδομικά τετράγωνα με τέσσερις πλατείες, στην οποία
προβλέφθηκαν οι ανάλογες με το σκοπό της οικοδόμησής της υποδομές, όπως
χρηματιστήριο, τελωνείο, λοιμοκαθαρτήριο, δημόσια κτήρια, θέατρο, καθώς και
τέσσερις μεγάλες κεντρικές οδοί, τα κτήρια των οποίων διέθεταν στοές για λόγους
αισθητικής κατά το ιταλικό αναγεννησιακό αρχιτεκτονικό πρότυπο, αλλά και για να
διευκολύνουν την εμπορική δραστηριότητα, ανεπηρέαστη από τις καιρικές συνθήκες.
Η κάτω Πόλη, σε αντίθεση με την άνω που
προοριζόταν για κατοικίες κυρίως, σχεδιάστηκε, συνεπώς, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε
να ανταποκρίνεται στον οικονομικό ρόλο που επρόκειτο να διαδραματίσει ως
εμπορικό εξαγωγικό κέντρο, ουσιαστικά δηλαδή ως χώρος οικονομικής
δραστηριότητας με βάση το εμπόριο και τις ανταλλαγές, με πολλές επίσης
κατοικίες στις οποίες εγκαθίσταντο συνήθως οι νέοι εύποροι κάτοικοί της με
αναπτυσσόμενη αστική νοοτροπία. Έτσι, κατά την περίοδο των μέσων του 19ου αι.
δεν αλλάζει μόνο το τοπίο, αλλά μεταβάλλεται ουσιαστικά και η κοινωνία των
Πατρών, οδηγούμενη προς την αστικοποίηση σε όλα τα επίπεδα, κάτι που
παρατηρείται κυρίως και κατ’ εξοχήν στην νέα αναπτυσσόμενη περιοχή της, την
«κάτω χώρα», όπου μετανάστευσαν, εγκαταστάθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν ήδη από
τις αρχές του 19ου αι. οι προερχόμενοι από το Μεσολόγγι Παλαμάδες, μεταξύ των
οποίων και ο πατέρας του μεγάλου μας ποιητή, Μιχαήλ.
Η ζωή στην κάτω Πόλη
αντικατοπτρίζει, όπως παρατηρείται προσφυώς, την πολεοδομική της εικόνα.
Ραγδαία πνευματική ανάπτυξη3 , υψηλά ποσοστά φοίτησης σε δημόσια και ιδιωτικά
σχολεία, την αναδεικνύουν σε ένα ιδιότυπο κύτταρο παιδείας και πολιτισμού, με
λογοτεχνικές συναντήσεις, παραστάσεις όπερας, θεατρικές παραστάσεις και
εκδοτική δραστηριότητα, ενώ η ίδρυση υποκαταστημάτων ελληνικών και ξένων
τραπεζών, φανερώνει την οικονομική της ευρωστία. Οι κάτοικοι των Πατρών το 19ο
αι. και ιδίως εκείνοι της κάτω Πόλεως, εκτός από τους γηγενείς, είναι οι
περισσότεροι εσωτερικοί μετανάστες, προερχόμενοι από την υπόλοιπη Πελοπόννησο,
την Ρούμελη, τα Επτάνησα, κυρίως την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη, από
τις ελληνικές επαρχίες που ανήκαν ακόμη τότε στον κορμό της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, όπως η Ήπειρος, η Χίος, η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Κρήτη,
καθώς και από τις κοινότητες της Διασποράς, όπως το Λιβόρνο και την Τεργέστη.
Για τα λόγο αυτό και αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια
του 19ου αι. οι νέοι πληθυσμοί που εγκαθίστανται στην πόλη αποτελούν και τον
κύριο δημογραφικό της τροφοδότη. Και τούτο διότι, παρόλο που η Πάτρα
παρουσιάζει διαρκή δημογραφική άνοδο με αύξηση και ανανέωση του πληθυσμού της
κατά την εν λόγω περίοδο, αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εγκατάσταση των
προερχόμενων από άλλες περιοχές νέων κατοίκων της και όχι στις γεννήσεις, οι
οποίες ήταν σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι. λιγότερες από τους θανάτους.
Η μετανάστευση, συνεπώς, αποτέλεσε το βασικό μοχλό δημογραφικής ανάπτυξης της
πόλεως την περίοδο που εξετάζουμε, κάτι που είχε ως συνέπεια, ενώ το 1828, αμέσως
μετά την απελευθέρωσή της, ο πληθυσμός της να είναι – περίπου – 4.000 κάτοικοι,
το 1853 να αριθμεί 19.499 κατοίκους, ενώ το 1896 ο πληθυσμός της να
υπολογίζεται σε 36.000 κατοίκους. Το 1859 μάλιστα που γεννήθηκε ο Παλαμάς στην
Πάτρα, ο πληθυσμός της πόλεως ήταν, σύμφωνα με την τότε απογραφή, 20.000
χιλιάδες κάτοικοι, ενώ εκείνη τη χρονιά γεννήθηκαν στην πόλη 135 αγόρια, ένα
από τα οποία ήταν και ο μεγάλος ποιητής.
2. Μετανάστες στην Πάτρα,
προερχόμενοι από την Ρούμελη και μάλιστα από το Μεσολόγγι, υπήρξαν και οι
συγγενείς του ποιητή Παλαμάδες, σύμφωνα με τον Κ. Τριανταφύλλου, οι οποίοι
συναντώνται στην πόλη ήδη από τις αρχές του 19ου αι. και ασχολούνται κυρίως με
το εμπόριο σταφίδας, καθώς και με την προσφορά οικονομικών και νομικών
υπηρεσιών ως ασφαλιστικοί πράκτορες, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι και δικαστές4 .
Πρώτος κατά χρονολογική σειρά αναφέρεται σε έγγραφο του 1808 ο έμπορος σταφίδας
Πέτρος ή Ιωάννης Παλαμάς. Ακολουθεί ο επίσης έμπορος Πανταλέων Παλαμάς, που
έζησε από 1827 μέχρι το 1876 και ήταν μέτοχος στις ασφαλιστικές εταιρείες
«Ανατολή» και «Πάτραι». Κατόπιν συναντάται γύρω στο 1830 ο συμβολαιογράφος
Πέτρος Παλαμάς, ο οποίος φαίνεται να έχει στενότατες σχέσεις με την μονή
Γηροκομείου, όπως και η οικογένεια του ποιητή. Μας είναι γνωστοί επίσης ο Δημήτριος
Παλαμάς από το έτος 1837, ο αντιεισαγγελεύς Πατρών Παναγιώτης Παλαμάς μεταξύ
1843 και 1858, ο Ελευθέριος Παλαμάς περί το 1851, που διετέλεσε ανταποκριτής
της «εφημερίδος της Σμύρνης» και εισέπραττε συνδρομές ως πράκτορας ασφαλιστικής
εταιρείας, καθώς και ο Ανδρέας Παλαμάς περί το 1876, που διετέλεσε επίσης
αντιεισαγγελεύς Πατρών.
Ο επιφανέστερος των Παλαμάδων των
Πατρών κατά το 19ο αι. όμως υπήρξε νομίζουμε ο πατέρας του ποιητή, Μιχαήλ, ο
οποίος ήταν πρωτότοκος γιός του Ιωάννη Παλαμά, που διετέλεσε ονομαστός
διδάσκαλος και μάλιστα με εξαιρετική επιτυχία, αφού δίδαξε στη σχολή Ντέκα των
Αθηνών, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κων/πόλεως, στο Ελληνικό Γυμνάσιο της
Οδησσού και τέλος στην «Παλαμαία Σχολή» στο Μεσολόγγι. Ο Ιωάννης, εκτός από το
Μιχαήλ, απέκτησε και τον Δημήτριο, ο οποίος εγκαταστάθηκε επίσης στο Μεσολόγγι
και ακολούθησε, όπως ο πατέρας του, διδασκαλική σταδιοδρομία, αναλαμβάνοντας
αργότερα και μετά τον πρόωρο θάνατο των γονέων τους την προστασία του ποιητή
και του μεγαλύτερου αδελφού του Χρήστου. Ο Μιχαήλ γεννήθηκε το 1814, σπούδασε
νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εντάχθηκε στο δικαστικό σώμα, ανερχόμενος
μέχρι και το βαθμό του Πρωτοδίκη Πατρών. Σύναψε γάμο με την Πηνελόπη, το γένος
Κωνσταντίνου Πεταλά, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1840, με την οποία απέκτησε
τρείς γιούς, τον Χρήστο το 1849, τον Κωστή το 1859, και τον Νικόλαο το 1861. Ο
Μιχαήλ Παλαμάς, όπως ορθά παρατηρείται, φαίνεται ότι απολάμβανε «μεγάλης
εκτιμήσεως στην τοπική κοινωνία για την ευσυνειδησία και την εντιμότητά του και
όλοι τον περιέβαλλαν με σεβασμό. Ήταν ο αρχαιότερος μεταξύ των συναδέλφων του
στο Πρωτοδικείο Πατρών, γι’ αυτό και προήδρευε εκείνος συνήθως στις πολυμελείς
συνθέσεις». Μάλιστα όπως σημειώνει ο πρωτότοκος γιός του Χρήστος, στην οικία
τους στην οδό Κορίνθου, ο πατέρας του διατηρούσε «γραφείον … δικαστού … και
δωμάτιον των διασκέψεων του δικαστικού συμβουλίου της Οθωνικής εκείνης εποχής
με τους ‘Πανδέκτας’ και τα ‘Βασιλικά’ επί της τραπέζης», ενώ, όπως
υπογραμμίζει, οι «μέλλοντες Εισαγγελείς Εφετών Κωνσταντόπουλος και Ροϊλός και
Αριστείδης Οικονόμου και λοιποί νεαροί συνάδελφοι του πρεσβυτέρου προεδρεύοντος
πατρός», τον «περιεστοίχιζον με τόσον σέβας».
3. Εξαιτίας της υψηλής θέσης που
κατείχε ο Μιχαήλ Παλαμάς στο δικαστικό σώμα αλλά και στην κοινωνία των Πατρών,
εγκαταστάθηκαν μετά το γάμο του με την Πηνελόπη Πεταλά αρχικά σε ενοικιαζόμενη
οικία της κάτω Πόλεως, κοντά ίσως στην μετέπειτα μόνιμη κατοικία τους στην οδό
Κορίνθου, μιας και ο Χρήστος Παλαμάς σημειώνει ότι αποτελούσε συνήθεια εκείνη
την εποχή να μετακομίζουν οι οικογένειες για μόνιμη εγκατάσταση στην ίδια
συνοικία. «Βλέπετε», γράφει, «τότε, ως επί το πλείστον, όσοι άφηναν μίαν στέγην
σε μία γειτονιά, επεδίωκον άλλην εις την αυτήν συνοικίαν» να κατοικίσουν, κάτι
που ίσως να συνέβη και με την οικογένεια του ποιητή, που αγόρασε το νέο της
σπίτι στην οδό Κορίνθου, στο οποίο θα εγκαθίστατο πλέον μόνιμα από το 18575.
Στην κάτω Πόλη το 19ο αι. οι
πλέον σημαντικές οδοί ήταν οι Κορίνθου, Ερμού, Μαιζώνος, Αγίου Νικολάου, Αγίου
Ανδρέου και Όθωνος - Αμαλίας, ενώ όσον αφορά ειδικότερα στην οδό Κορίνθου, αυτή
αποτελούσε τον κύριο οδικό άξονα εισόδου - εξόδου, που έτεμνε εγκάρσια και κατά
μήκος ολόκληρη την κάτω Πόλη.
Η οδός Κορίνθου φαινόταν στον
μικρό ποιητή ως «δρόμος κάπως πλατύς, που τραβούσε όλο ίσια, όπως όλοι της κάτω
χώρας οι δρόμοι». Η επιλογή της θέσεως για κατοικία στην κάτω Πόλη και η αγορά
οικίας στην οδό Κορίνθου από την οικογένεια Παλαμά, οφείλεται οπωσδήποτε στην
κοινωνική θέση που κατείχε, αλλά και σε λόγους υγιεινής, καθώς σημειώνει και
πάλι ο πρωτότοκος Χρήστος, ότι «ήτο μία από τας υγιεινοτέρας η συνοικία αυτή
και είχον συγκεντρωθεί εις τας ολίγας ενοικιαζομένας οικίας της πολλοί δημόσιοι
υπάλληλοι και επιστήμονες προ της επικτήσεως ιδίων οίκων ως οι δικηγόροι
Χοϊδάς, Πεταλάς, Γουλιμής και ο … Καρατζάς, ο μοίραρχος Γινοβίλης, ο νομοΐατρος
Άννινος, κ.λ.π. Αλλά και πλείστοι των πρώτων οικιστών της πόλεως, ως υψηλότερα
επί της αυτής οδού Κορίνθου ο Χίος Γλαράκης, οικοδομήσας την θαυμασίαν δια τους
ανθώνας της ιδίως μεγάλην οικίαν νυν Κούρση, ο Α. Κρητικός, ο Πατρινός και επί
της οδού Αγίου Νικολάου ο Τσούκος, ο Τζίνης, ο Μακρυγιάννης, ο Πράτσικας και
άλλοι».
Η οικογένεια του Μιχαήλ Παλαμά
συνεπώς, επέλεξε να ζήσει στην καρδιά της νέας κάτω Πόλης και μάλιστα στην
κεντρικότερη από τις οδούς της σε ιδιόκτητη, πολυτελή για την εποχή, διώροφη
οικία, η οποία ευρίσκετο «επί της εγκαρσίας οδού Κορίνθου και εις το εκείθεν
28ον τετράγωνον …, κοντά εις το τέλος αυτού, ή εις την γωνίαν που συναντά την
κάθετον οδόν Κολοκοτρώνη». Την οικία αυτή «είχεν οικοδομήσει αγοράσας το
εθνικόν και ανταλλακτέον οικόπεδον από τον Γ. Αθανασίου» ο Αθανάσιος Πόγγης, ο
οποίος την πούλησε στον Κερκυραίο Α. Ζαβογιάννη, εκείνος σε κάποιον
Τριανταφυλλόπουλο, από τον οποίο την αγόρασε ο Μιχαήλ Παλαμάς. Η οικία στην οδό
Κορίνθου βέβαια, στην οποία κατοικούσε με ενοίκιο μέχρι τότε η περίφημη ιταλική
οικογένεια Σεράο, όπου γεννήθηκε η διάσημη αργότερα στην Ιταλία συγγραφέας,
Ματθλίδη Σεράο, αγοράστηκε με χρήματα της οικογένειας Πεταλά και ήταν προίκα
της μητέρας του ποιητή Πηνελόπης, με οικογενειακή καταγωγή από την Ιθάκη. Η
οικογένεια Πεταλά θα πρέπει να ήταν εύπορη και να κατείχε σημαντική κτηματική
περιουσία στην ευρύτερη περιοχή των Πατρών, μιας και η γιαγιά του ποιητή,
Αλτάνη χήρα Κων. Πεταλά, το γένος Γ. Κότσικα, παρουσιάζεται την εποχή αυτή ως
ιδιοκτήτρια «σταφιδαμπέλου μετά οικίας» στην περιοχή της Οβρυάς.
Όπως θυμάται ο ποιητής για την
οικία τους, «Το σπίτι μας πατρικό δίπατο. Στο δρόμο η πρόσοψή του από καμαρωτές
κολώνες, καθώς το συνήθιζαν τότε τα πατρινά τα σπίτια. Σύμφωνα με κάποιο
αρχιτεκτονικό τύπο του συρμού, παραδομένο, ανίσως δε λαθεύω, από την Ιταλία».
Ακολουθήθηκε δηλαδή στην ανοικοδόμησή της ο κυρίαρχος ρυθμός στον οποίο
κτίζονταν συνήθως οι οικίες της κάτω Πόλεως, που «ήταν ο νεοκλασικός με
χαρακτηριστικά την πέτρινη ή μαρμάρινη βάση, που εκφράζει τη στιβαρότητα του
κτηρίου, την απόλυτη συμμετρία των όψεων, τα μαρμάρινα μπαλκόνια με τα
φουρούσια, την τετράρριχτη κεραμοσκεπή στέγη με τα ανθεμωτά πήλινα ακροκέραμα
και οπωσδήποτε τη στοά κατ’ επίδραση των αναγεννησιακών πόλεων της Ιταλίας»,
κάτι που, εκτός από τους πρακτικούς λόγους που αναφέρθηκαν, έδινε επίσης
αίσθηση κομψότητας στις οικοδομές.
Η οικία των Παλαμάδων στην οδό
Κορίνθου, την οποία αποκαλεί ο ποιητής «πατρικό άγιο σπίτι» και την αισθάνεται
ως τη «φωλιά του» και ως τη «γάστρα του», ξεχώριζε από όλες τις υπόλοιπες
εκείνης της εποχής, αφού όπως τονίζει ο αδελφός του Χρήστος, «το σπίτι … κατ’
εκείνην την εποχήν είχεν ασημότερα κοντά του και 7 ολόγυρά του γειτονικά σπίτια
και ήτο … εσφηνωμένον μεταξύ δύο άλλων πολύ παλαιοτέρων και ασημοτέρων από
αυτό». Γι’ αυτό και ο μικρός Κωστής θυμάται και αναφέρει πως υπήρχε, «κολλητά
με το σπίτι μας έν’ άλλο σπιτάκι μ’ ένα μπαλκόνι ξύλινο και μ’ ένα φούρνο
κάτου. Ο φούρναρης κράζονταν Τριαντάφυλλος. Θυμούμαι κ’ ένα μαραγκό. Εδώ
θολώνει η μνήμη όσο δεν παίρνει άλλο. Και ο μαραγκός χωρίς όνομα, και τίποτε
από μαγαζί δεν ξεχωρίζει. Θυμούμαι - συνεχίζει - και κάποιον άλλον αντικρύ. Δεν
ξέρω τι και ποιος να ήταν». Ο αδελφός του Χρήστος αναφέρει επ’ αυτού, πως είχαν
γείτονες πράγματι «ένα γέροντα Ηπειρώτην φούρναρην, με μίαν μακράν φουστανέλλαν
και ένα καρβέλι εις την ράχη του και όνομα ολίγον ασύνηθες ‘Τριαντάφυλλος Σίγμα
- Πόβος’», έναν «επιπλοποιόν Ιταλόν», ενώ απέναντί τους κατοικούσε «ο πολύς
τότε δικηγόρος Νεοκλής Κατρατζάς με την ωραίαν εξ Αιγίου σύζυγόν του, την
πρόσχαρη φυσιογνωμίαν του και το αδιάκοπο σιγάρον εις το στόμα».
4. Στην ιδιόκτητη οικία της οδού Κορίνθου η οικογένεια του Μιχαήλ Παλαμά εγκαταστάθηκε το φθινόπωρο του 1857, όπου έπειτα από δεκαπέντε μήνες γεννήθηκε ο δευτερότοκος Κωστής, στις 13 Ιανουαρίου 1859, ημέρα Τετάρτη στις 2 μμ και το 1861 το τρίτο παιδί της οικογένειας, ο Νικόλαος. Ο δευτερότοκος Κωστής, έλαβε το όνομα του πατέρα της μητέρας του Κωνσταντίνου Πεταλά, όμως φαίνεται ότι από πολύ νωρίς αντιμετώπισε προβλήματα στην ανάπτυξη της ομιλίας του, παρουσιάζοντας «βραδυτάτην λειτουργίαν της γλώσσης και της ομιλίας», γι’ αυτό και, όπως σημειώνει ο ίδιος, «Μου λένε πως άργησα να μιλήσω. Άναρθρα και με νοήματα συγκοινωνούσα για καιρό με τους δικούς μου». Ωστόσο, η φροντίδα και η θαλπωρή που του πρόσφερε η μητέρα του, η «ζέστα της μητέρας» του όπως την αποκαλεί, τον βοήθησαν αποφασιστικά να ξεπεράσει εντελώς το πρόβλημα, καθώς «πέταξε - όπως αναφέρει - με μιας η γλώσσα μου και με όλη της τη ζωηράδα», και μάλιστα παρουσίασε, σύμφωνα με τον αδελφό του, «ταχυτάτην … ανάπτυξιν και εκδήλωσιν εκτάκτου νοημοσύνης». Η μητέρα του με την επιμονή και την αφοσίωση της, διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην υπέρβαση του προβλήματος της ομιλίας του μικρού Κωστή, καθώς φαίνεται πως ήταν προκομμένη, έξυπνη και εγγράμματη, γι’ αυτό και υπήρξε η πρώτη του παιδαγωγός, αλλά και εκείνη που προετοίμαζε στη συνέχεια και τα δύο παιδιά της για το σχολείο. Μάλιστα όπως σημειώνει ο αδελφός του Χρήστος, ο ιδανικότερος τόπος μελέτης και προετοιμασίας τους για το σχολείο ήταν εκτός από το δωμάτιό τους και ο κήπος τους, το μικρό περιβολάκι πίσω από την οικία τους, που επέτρεπε «εις την μητέρα να διδάσκη τα πρώτα γράμματα αποκάτω από την λεμονιά του εις τα μέλλοντα ορφανά παιδιά της».
5. Ο ποιητής δεν παραλείπει να
αναφερθεί επίσης, έστω και αμυδρά, στη σύντομη σχολική του ζωή στην Πάτρα στο
ιδιωτικό σχολείο του Δημητρίου Πορφυρόπουλου. Στην συνοικία τους, σύμφωνα με
τον αδελφό του Χρήστο, λειτουργούσαν «τα τότε φημισμένα σχολεία Πορφυροπούλου
αρρένων και Μητσοπούλου θηλέων, και είχεν εγκαθιδρυθεί … και το πρώτον ουχί
άσημον Παρθεναγωγείον της Παυλίνας Μπορέλλη, η οποία έγινε κατόπιν κυρία
Σεράο…». Γι’ αυτό και, όπως θυμάται ο Κωστής, το σχολείο του «ήτανε σιμά στο
σπίτι», το οποίο βρισκόταν πράγματι κοντά στη συμβολή των οδών Κολοκοτρώνη και
Κανακάρη, αλλά και πως «ο δάσκαλός του ήταν ένας ψηλός καλοθρεμμένος άνθρωπος
και σάμπως και με καλή καρδιά και μ’ ευγενικά φερσίματα. Ο Πορφυρόπουλος». Από
τη σχολική του ζωή θυμάται ακόμη την οδυνηρή εμπειρία που δοκίμασε από την
αγενή συμπεριφορά ενός συμμαθητή του, αλλά και πως, επειδή έκανε κάποια σοβαρή
αταξία στο σπίτι, γιατί ήταν ζωηρό παιδί, η μητέρα του, «θα την έχασε την
υπομονή της …, και κάτι θα μήνυσε του δασκάλου για μένα». Ο δάσκαλός του
Πορφυρόπουλος, προκειμένου να τον συνετίσει, ζήτησε την επομένη από τους
συμμαθητές του στην αίθουσα να κάνουν ησυχία και είπε θέλοντας να τον διορθώσει
: «- Παιδιά μου, ξέρετε πως έχουμ’ εδώ μαζί μας ένα παιδάκι. το παιδάκι τούτο
είναι στο σχολείο εδώ μέσα ένας άγγελος. Μα στο σπίτι του μέσα το παιδάκι αυτό
είναι δαίμονας. Ποιο είναι τούτο το παιδάκι; Και όλοι γυρίσανε και κοίταξαν
εμένα», παρατηρεί ο ποιητής, ώστε να νοιώσει μεγάλη ντροπή. Φαίνεται μάλιστα
ότι στενοχωρήθηκε πάρα πολύ ο μικρός Κωστής από την ενέργεια του δασκάλου του,
γι’ αυτό και όπως σημειώνει, μετά το μάθημα, «με συντρόφεψε στη μητέρα μου ένας
μου συμμαθητής, συνομήλικος ή μεγαλύτερός μου, ένα ξανθό παιδάκι με κόκκινο
καπέλο εθνοφύλακα. Ο Καρατζάς», προφανώς ο γιός του γείτονά τους δικηγόρου. Το
ότι ήταν ζωηρό παιδί ο ποιητής το δηλώνει και ο ίδιος, αναφερόμενος στην
αντίδραση του πατέρα του σε μια του αταξία σπίτι. Όπως γράφει, «άλλη μια φορά,
η μόνη φορά που θυμούμαι πως ατάχτησα, μα ποια ήταν η αταξία μου δεν ξέρω.
Βλέπω τον πατέρα μου να με κυνηγά. Έτρεχα, φέρνοντας γύρο της τραπεζαρίας το
τραπέζι, σαν τρελός. Άπιαστο παιδί, και κυνηγώντας με ο πατέρας με φοβέριζε. Ποια
η φοβέρα; Με φοβέριζε πως θα μου έβανε στο στόμα ένα κάρβουνο. Φαίνεται πως το
κάρβουνο θα ήτανε το σκιάχτρο μου. Με ημέρωνε και μ’ έκανε υποταχτικό».
6. Η οικογένεια του ποιητή ήταν
στενότατα συνδεδεμένη με το εκκλησιαστικό περιβάλλον της πόλεως, καθώς διέκρινε
τους γονείς του βαθιά ευσέβεια και στενός σύνδεσμος με την λειτουργική
ατμόσφαιρα των Πατρών6 . Γι’ αυτό και φαίνεται πως η παρουσία τους ήταν
συχνότατη στη Μονή Γηροκομείου, στο ναό της Ευαγγελίστριας, του Αγίου Ανδρέου,
και της Παντανάσσης, δηλαδή στους τρείς επιβλητικούς ναούς που ανοικοδομήθηκαν
εκείνη την περίοδο στην κάτω Πόλη7. Είναι γεγονός ότι οκτώ χρόνια μετά την
απελευθέρωση των Πατρών, ανατέθηκε στον πλέον γνωστό αρχιτέκτονα της εποχής,
Λύσανδρο Καυταντζόγλου, η ανέγερση του παλαιού σήμερα ναού του Πρωτοκλήτου. Οι
εργασίες δηλαδή, ξεκίνησαν το 1836 και ολοκληρώθηκαν το 1845. Το 1842 επίσης
τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του ναού της Ευαγγελίστριας, που αποπερατώθηκε το 1856,
στην ανέγερσή του οποίου συνεισέφεραν γενναιόδωρα οι Ηπειρώτες έμποροι της
πόλης, που κατοικούσαν εκεί γύρω και μέχρι τότε εκκλησιάζονταν στον μικρό ναό
του Αγίου Νικολάου του «Μώλου», ενώ το 1847 θεμελιώθηκε και ο ναός της
Παντανάσσης, τα σχέδια του οποίου εκπόνησε ο αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος
Φρεαρίτης και τα εγκαίνιά του έγιναν στις 30 Αυγούστου 1859. Την ζωντανή σχέση
της οικογένειάς του με το εκκλησιαστικό περιβάλλον της πόλεως, μαρτυρεί μάλιστα
ο ίδιος ο Παλαμάς σ’ ένα ποίημά του,
όπου κάνει λόγο για το εκκλησιαστικό ήθος του πατέρα και της μητέρας του, οι
οποίοι φρόντιζαν για την καλλιέργεια της πνευματικής ζωής των παιδιών τους.
Έτσι, αναφερόμενος νοσταλγικά στη Νύχτα των Χριστουγέννων, θυμάται πως ο
πατέρας του τον επήγαινε … / την Κυριακή στην Εκκλησιά· /(….), αλλά και τα
βράδια τον κοίμιζε η μητέρα /με τ’ όνομα της Παναγιάς.
7. Ο ποιητής, αναπολεί επίσης με
νοσταλγία και το παιχνίδι στα πρώιμα χρόνια του. Συνήθεις τόποι παιχνιδιού των
παιδιών Χρήστου και Κωστή ήταν το «περιβόλι της βασίλισσας», δηλαδή η σημερινή
πλατεία Όλγας, και ιδίως το περιβολάκι, ο κήπος στην πίσω πλευρά της οικίας
τους. Είναι γνωστό ότι στην κάτω πόλη το 19ο αι. δημιουργήθηκαν τέσσερις
πλατείες, η κεντρική που ονομάστηκε βασιλέως Γεωργίου Α΄, η πλατεία
Καποδιστρίου ή Μαρκάτο, η πλατεία Αγίου Γεωργίου και η κατοπινή πλατεία
βασιλίσσης Όλγας, που βρισκόταν πολύ κοντά στην πατρική οικία του ποιητή, και
σύμφωνα με το αρχικό πολεοδομικό σχέδιο, ο χώρος προοριζόταν για αγορά
δημητριακών, όμως κατόπιν δενδροφυτεύτηκε, κατασκευάστηκε σιντριβάνι και
τοποθετήθηκε το γλυπτό της Νύμφης με το κέρας της Αμάλθειας. Ο ποιητής ονομάζει
την πλατεία «περιβόλι της Αμαλίας. Έτσι λέγονταν - παρατηρεί - με τ’ όνομα της
πρώτης βασίλισσας ο κήπος ο δημόσιος που με πήγαιναν καμιά φορά παιδάκι». Από
την πλατεία αυτή θυμάται «μονάχα τα δεντρολίβανα. πυκνά συμπλέγματ’ αραδιαστά,
μαυρολογούσανε μπροστά του». Η πλατεία του φάνταζε έτσι «σαν ένα ισκιωμένο
δασάκι, περιποιημένο, ήσυχο. δεν ξέρω αν κάπου μέσα εκεί ανάβρυζε κανένα
σιντριβάνι. σα να μου έρχεται στο νου τέτοιο κάτι». Επίσης, όπως αναφέρει,
«θυμούμαι ζωηρά. εκεί που με πήγαιναν παιδάκι, το φως έπεφτε σαν αραιό και σαν
ανάμεσ’ από μια σκέπη. και μένει μέσα μου από το περιβόλι κάποιο αχνόφεγγο σα
δειλινού την ώρα που ο ήλιος γέρνει».
Ο κύριος και πλέον ασφαλής χώρος
όμως για το παιχνίδι των παιδιών και, ιδιαιτέρως του μεγαλύτερου Χρήστου, ήταν
ο μικρός κήπος, το περιβολάκι, στην πίσω πλευρά της οικίας, ο οποίος παρείχε
αναψυχή και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Ωστόσο, συνδεδεμένη περισσότερο
με τον μικρό οικογενειακό κήπο στη θύμηση του ποιητή υπήρξε η μικρή Φωτεινή.
Όταν η σκέψη του πετάξει στο περιβολάκι, τότε, παρατηρεί, «θυμούμαι πάντα σα
μια λαμπρή και ασάλευτη και αέρινη, μια ζωγραφιάν ανέκφραστη, σαν καρφωμένη
μυστική και αξήγητη, κατάμεσα στο περιβολάκι, πιο πολύ άγαλμα παρ’ άνθρωπον, όμως
αγαλμ’ από αέρα και από αιθέρα και από μια ουσία λεπτεπίλεπτη. Άγαλμα σκυμμένο
προς εμέ, χωρίς μιλιά και χωρίς καμιά χειρονομία και χωρίς κανένα σάλεμα. Κάτι
ψεύτικο που καλά δεν καταλαβαίνω να σας πω πραγματική κι αν είναι ενθύμηση κι
αν είναι κατασκευή της φαντασίας μου, την αντικρυνή μου τη γειτόνισσα, τη
Φωτεινή». Η Φωτεινή αποτέλεσε για τον Παλαμά «αγάπη κι αυτή, σαν όλες μου τις
αγάπες, ιδεατή και από ένα κάποιο μάκρεμα, πάντα με του ονείρου τον παραδαρμό
παρά με το σπαρτάρισμα της απολαβής», ενώ, όπως αναφέρει ο αδελφός του, «εκεί,
φαίνεται, - δηλαδή στον κήπο - πολύ πρόωρα ησθάνθη και κάποια άδηλα σκιρτήματα
της παιδικής του καρδίας προς μικράν ταπεινήν συμπαίκτρια και χαριτωμένην
γειτόνισσαν, της οποίας ίσως και ο ίδιος να διετήρησε την μελιχράν ανάμνησιν
και εμπνευστικήν αναπόλησιν».
Ο κήπος τους, στο πίσω μέρος της
οικίας τους, όμως, φαίνεται πως ήταν ο χώρος όπου η οικογένεια περνούσε αρκετές
ώρες της ημέρας σε εποχές που το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Εκτός από
χώρος προετοιμασίας για το σχολείο, τα απομεσήμερα του καλοκαιριού, το
περιβολάκι τους, χρησίμευε στη μητέρα ως χώρος αναψυχής και φροντίδας των
παιδιών και μάλιστα του μικρότερου, Νικολάου, που ήταν ακόμη βρέφος. Ο ποιητής
για το λόγο αυτό θυμάται εκεί τη μητέρα του «σκυμμένη απάνω στην κούνια του
βρέφους - να - αποκοιμίζει το παιδί της. Από τα τρία το μικρότερο. Μα - όπως
συνεχίζει - ο χτύπος ο παραμικρός είναι κίνδυνος να το ξυπνήσει. ‘Αγάλια
αγάλια. κρατάτε και το ανάσασμά σας’», έλεγε στα δύο μεγαλύτερα, το Χρήστο και
τον Κωστή. Κάνω να φύγω - συνεχίζει ο ποιητής -. Η μητέρα σκυμμένη στην κούνια
του μικρού, μου κάνει νόημα να σωπάσω. Σα να την είχανε ταράξει και τα βήματά
μου ακόμη, αρκετά να το ξυπνήσουν το μωρό της». Γι’ αυτό και όπως σημειώνει,
«την κρατά η μνήμη μου την εικόνα της, και αλλού πουθενά και άλλην εικόνα της,
όχι. Ένα σηκωμένο χέρι, στα χείλη της ορθός ο δείκτης του, τ’ άλλο χέρι στου
παιδιού την κούνια». Ωστόσο, θα πρέπει να αναφερθεί πως την μητέρα του
βοηθούσαν στις οικιακές εργασίες, αλλά και στην περιποίηση των τριών παιδιών «η
αρχοντική γιαγιά του, η κυρ Αλτάνη, μητέρα της μητέρας του», και «η δούλα τους
η Κωνσταντίνα η ψυχοκόρη», η οποία ζούσε μαζί τους. Εκτός από την Κωνσταντίνα
και η γιαγιά του Αλτάνη θα πρέπει να βρισκόταν στην οικία τους σε καθημερινή βάση
ή μπορεί και να διέμενε εκεί, εφόσον, σύμφωνα με τον Κ. Ακταίο, «τα βράδυα του
χειμώνα νωρίς - νωρίς μαζεύονταν τα παιδιά στην τραπεζαρία - απάνω ακριβώς από
το γραφείο του πατέρα - όπου γύρω από το τζάκι η γιαγιά, η ‘μεγαλόκορμη και
μεγαλόπρεπη γιαγιά’ Αλτάνη, με τα όμορφα παραμύθια και τις υποβλητικές
διηγήσεις της έριχνε τη φαντασία του μικρού [ποιητή] σε ρόδινες ακρογιαλιές,
απ’ όπου λογάριαζε ν’ αρχίσει αργότερα τα ονειρεμένα ταξίδια του αισθηματικού
του κόσμου και τις εξερευνήσεις του στοχασμού»
8. Στην πατρική οικία της οδού
Κορίνθου τα παιδιά φαίνεται πως είχαν κοινό υπνοδωμάτιο και μάλιστα ως τόπο
κατάκλισης το πάτωμα, ιδίως τα καλοκαίρια, σε «μιαν απλόχωρη στρωματαριά,
έτοιμη να μας δεχτή για ύπνο …». Μια καλοκαιριάτικη νύχτα μάλιστα, που ήταν
ανοιχτό το παράθυρο, έγινε η πρώτη εκεί γνωριμία του μικρού Κωστή με το φεγγάρι
και δέχτηκε την πρώτη επίσκεψη της ποίησης. Έτσι, όπως αναφέρει, «Βαστώ το
αγνάντεμα, μεσ’ από τ’ ανοιχτό παράθυρο, του φεγγαριού. Τον ερχομό του
φεγγαριού, το ξάπλωμά μου που πλημμύριζε στο στρώμα απάνου, στο κορμί μου
απάνου. Κάτι ολόλαμπρο μαζί κι ερωτικό και παθητικό και καθάριο και λαγαρό και
ολόχυτο. Κάτι σαν προμήνυμα ζωής που θα την περνούσα έτσι, σαν από κάτου από
φεγγάρι, γιομίζοντας την ψυχή μου στάλα στάλα από τ’ ανάβρυσμά του με την
ανέκφραστη μελαγχολία της ολόαχνης γλύκας του. … Η ποίηση μου έκαμε από τότε
την πρώτη της επίσκεψη, αφανέρωτη ακόμα και χωρίς όνομα. Ίσα ίσα για να με
προετοιμάσει να τη δεχτώ, ύστερ’ από λιγάκι, στην ώρα την επαγγελμένη, με τ’
όνομά της και με τη δόξα της».
9. Στην οικία τους στην οδό
Κορίνθου ο ποιητής ήρθε επίσης σε επαφή και με την ιδέα της τρέλας, απέκτησε
δηλαδή την εμπειρία των «χτυπημένων», στα πρόσωπα του γείτονά τους Μπελαγγάμπα
που ήταν πράγματι «τρελός» και της θειας Βγενούλας, αδελφής της γιαγιάς του
Αλτάνης, που ήταν «μουρλή». Οι χτυπημένοι για τον Παλαμά, είναι «οι
δυστυχισμένοι και οι ακριβοί που μέλλονταν - όπως σημειώνει - μπροστά μου να
σταθούν, από τα πρώτα μου τα χρόνια έως τα τωρινά, και να διαβούν. Και άλλοι να
με διασκεδάσουν, άλλοι να με ανησυχήσουν, άλλοι να με βασανίσουν, άλλοι να μ’
αγαπήσουν». Όσον αφορά το Μπελαγγάμπα, σημειώνει πως «μια μέρα, δε θα ήμουν έξη
χρονών ακόμη, θυμούμαι, στο σπίτι μας μεγάλη συγκίνηση δείχνονταν και λόγος
γίνοταν πολύς για ένα Μπελλαγάμπα. Ο Μπελλαγάμπας γυμνός ανέβηκε στα κεραμίδια!
…. Ένας άνθρωπος, αντί να περπατεί στο πάτωμα μαζί μας, τρέχει στα κεραμίδια με
τις γάτες», αφού ήταν ένας αληθινός τρελός. Για τη θεια τη Βγενούλα παρατηρεί,
πως μια μέρα που ετοιμαζόταν η οικογένεια για το Γηροκομειό, «άνοιξε η πόρτα
ορμητική, στάθηκε στο κατώφλι της …. Κορμί ψηλό, ξεραγκιανό, ξαγριεμένη όψη.
Κεφάλι που σάλευε σα δέντρου κορφή από το ανεμόδαρμα. Μάτια γουρλωμένα χέρια
που ανεβοκατέβαιναν και τον αέρα χτυπούσαν και το στήθος έδερναν. Και στόμα
φώναζε, φώναζε. Τι έλεγε δεν ξέρω. Ριστόρη του παραμιλιτού. Ξέρω πως όλο το
σπίτι κόπηκε άλαλο και κρεμάστηκε στα λόγια της. Το δαιμονισμένο αυτό
παρουσίασμα και ξέσπασμα είτανε της θειάς Βγενούλας. … Η θειά Βγενούλα πάθαινε
συχνά από τα νεύρα της, θα λέγαμε τώρα. Τότε απλούστερα, κι αν δεν το έλεγαν,
το στοχάζονταν όσοι την ήξεραν: ήτανε μουρλή. Η θεια Βγενούλα δεν είτανε, πεζά
και θετικά τρελή».
10. Ο μικρός Κωστής θυμάται ακόμη
και τους τόπους περιπάτου και αναψυχής της οικογένειάς του, που ήταν τα
Ψηλαλώνια, ο Μώλος και το μοναστήρι του «Γεροκομειού». Όπως τονίζει, «της
Πάτρας εκείνης δεν έχω στο νου μου άλλες μεριές, μονάχα το Γεροκομειό, το
εξοχικό το μοναστήρι που μονάζουν εκεί πολύ περισσότερο από καλόγερους οι
χαροκόποι της χώρας και τα κοσμικά τα πανηγύρια. Μα το θυμούμαι πιο πολύ σαν
όνομα παρά σαν τόπο. Και τα Ψηλαλώνια. ο κεντρικός πλατύς τετράγωνος περίπατος
που αντίκρυζες από τα ύψη του το ηλιοβασίλεμα, θαρρώ, σε όλη 13 του τη δόξα.
Και ζωηρότερα πάντα, κ’ ύστερα και μαζί με το περιβόλι που σας είπα, το μώλο.
Το μώλο με τη θάλασσα την άγρια, την πολύβοη, την ακοίμητη. Και το φανάρι του
μώλου στην άκρη».
Η ταυτότητα και το κέντρο της
ζωής της πόλης των Πατρών το 19ο αι. εντοπίζεται στο μώλο, στο λιμάνι της. Ο
περίφημος «Μώλος» είναι το σημείο αναφοράς της πόλης εκείνη την εποχή και η
θάλασσά της ο θησαυρός της, η θάλασσα την οποία πολύ αγάπησε ο Παλαμάς, την
«πατρινή θάλασσα», όπως την ονομάζει. Δεν είναι παράξενο γι’ αυτό ότι από το
1830 η πόλη προβάλλεται από τους ζωγράφους μέσω της θάλασσάς της, με πρωτεύοντα
στοιχεία των συνθέσεών τους το θαλάσσιο χώρο του λιμανιού και μια κατά το
πλείστον ασυνήθιστη κίνηση πλοίων, ενώ τα βουνά της, η ενδοχώρα δηλαδή,
χάνονται στο βάθος του ορίζοντα. Παρόλο που μέχρι το 1840 το λιμάνι δεν είχε
αποβάθρα και τότε μόλις αρχίζουν τα έργα για την κατασκευή προκυμαίας 20
μέτρων, η πόλη προσδιορίζεται από το λιμάνι της. Σε ελαιογραφία του 18609 ,
εποχή κατά την οποία συχνάζει ο ποιητής με την οικογένειά του εκεί, δεν
αποτυπώνεται τόσο η πόλη, όσο το λιμάνι της ως το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο
του αστικού της τοπίου με ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο γνωστός ως «Μώλος» έχει
ήδη μεγαλώσει, η λιμενική υποδομή έχει βελτιωθεί ώστε να μπορεί να ελλιμενιστεί
και το μεγάλο ατμόπλοιο που εικονίζεται στον πίνακα, αλλά και υπάρχει στην άκρη
του ο περίφημος φάρος, ή το «φανάρι», όπως τον ονομάζει ο ποιητής. Έτσι,
τραγουδά, απευθυνόμενος στην πατρίδα του την Πάτρα για να εξυμνήσει τη θάλασσά
της πως :
… ένα μονάχα βάσταξα ολοζώντανο,
/
και σα να τό χῃ για ψυχή της η
ψυχή μου.
Κι’ αυτό είν’ η θάλασσα, είν’ η
θάλασσα! /
Όλο βογγάει και δέρνεται και
σκούζει και όλο
χυμάει και δέρνει ανήμερα
νυχτόημερα /
στα βράχια σου, στους φράχτες
σου, το μώλο.
Η θάλασσά σου, η θάλασσα! /
Και με τ’ Απρίλη τα λουλούδια,
και με του Γενναριού τα
φουρτουνιάσματα /
όμοια στον ίδιο το σκοπό τα
τραγουδά,
και σαν εμένα, τάγρια τα τραγούδια. /
Στο «Μώλο», αλλά και στο Κάστρο
επίσης θα αφιερώσει αργότερα στην «Ασάλευτη ζωή», τους πρώτους στίχους από το
πρώτο του σονέτο από τον κύκλο «Πατρίδες», όπου αναφέρεται στην γενέτειρά του,
ως εξής :
Όπου βογκάει το πολυκάραβο λιμάνι
/
απ’ άγριο κύμ’ απλώνεται δαρμέν’
η χώρα,/
και δε θυμάται μήτε σαν ονείρου πλάνητα /
πρωτινά μετάξια της τα
πλουτοφόρα.
Πολύκαρπα τ’ αμπέλια την
πλουτίζουν τώρα, /
το κάστρο της φορεί, παλαιικό
στεφάνι, /
δίψα του ξένου, Φράγκου, Τούρκου,
/
από την ώρα που το
διπλοθεμέλιωσαν οι Βενετσάνοι.
Για να καταλήξει βέβαια σε μια
υποσημείωση πως τα ποιήματά του «τραγουδούνε την αγάπη μου προς τη θάλασσα την
Πατρινή», καθώς όπως αναφέρει αλλού, «τίποτε δεν αισθάνομαι πως αγάπησα και απ’
όλα τα πρόσωπα που παίρνει αράδα η φύση, τίποτε πιο πολύ από τη θάλασσα».
Συνήθης τόπος αναψυχής και
περιπάτου για την οικογένεια του ποιητή ήταν επίσης τα Ψηλαλώνια στην άνω Πόλη,
όπως και για τους περισσότερους κατοίκους των Πατρών. Το 1852 λειτουργούσε ήδη
ως πλατεία, αλλά δεν είχε τη σημερινή της μορφή. Η διαμόρφωσή της, με
εξισορροπήσεις σταθμών εδάφους, εκβραχισμούς και άλλα συναφή έργα, άρχισε το
1857 και ολοκληρώθηκε το 1881. Στη νότια πλευρά της ξεκινούσε το Μικρό Γυρί,
ένας περιμετρικός δρόμος που οδηγούσε σε κήπους και περιβόλια. Γι’ αυτό και
φαίνεται πως η πλατεία άρεσε πολύ στους Παλαμάδες καθώς ήταν ευρύχωρη και
διέθετε θέα απεριόριστη, ώστε να της τραγουδά και πάλι ο Κωστής πως :
Μηδὲ κι απ’ τα ψηλά τ’ Αλώνια σου
/
τα ξάγναντα περίγυρα, χαρά στα
μάτια,/
χιονοκορφὲς γραμμένες,
[υπονοώντας το Παναχαϊκό] ἡλιογέρματα,/
νησιά, καράβια, σύγνεφ’, ἄϋλα πλάτια!
[εννοώντας το λιμάνι και τα νησιά,
ιδίως μάλιστα τη Ζάκυνθο].
Πολύ συχνά ωστόσο η οικογένεια
ανηφόριζε και στο «Γεροκομειό», το μεγάλο και ιστορικό μοναστήρι στις παρυφές
της πόλεως10. Περισσότερο, όπως ισχυρίζεται ο ποιητής, για αναψυχή και γλέντι
και λιγότερο για να συμμετέχει στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Ωστόσο, είναι
βέβαιο πως το ένα δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το άλλο, καθώς φαίνεται ότι
κατά τις επισκέψεις τους υπήρχε συνδυασμός συμμετοχής στις ιερές ακολουθίες και
παράλληλα ψυχαγωγία στην εξοχή πέριξ της μονής, εφόσον ξεκινούσαν συνήθως πολύ
νωρίς το πρωί για να φτάσουν έγκαιρα και να λάβουν μέρος στον εκκλησιασμό.
Έτσι, όπως σημειώνει, «θυμούμαι πως - μια μέρα - είχαμε ξυπνήσει όλοι στο σπίτι
από πολύ νωρίς πριν ακόμη φέξη. Θα ήτανε καλοκαίρι κ’ ετοιμαζόμαστε να
τραβήξουμε για το περίφημο πατρινό μοναστήρι. Για το Γεροκομειό. Εξοχή
καλοΐσκιωτη. Τόπος πιο πολύ διασκεδαστών παρά προσκυνητών. …. Καλάθια
παραγεμισμένα και καλοδεμένα. φαγώσιμα για το γλέντι». Στο μοναστήρι, με το οποίο
διατηρούσαν παλαιό και στενό οικογενειακό σύνδεσμο και οι άλλοι Παλαμάδες των
Πατρών, φαίνεται ότι και ο Μιχαήλ με την οικογένειά του απολάμβαναν την στοργή
και την φιλοξενία των μοναχών, γι’ αυτό και ο ποιητής αναφέρεται στο
καλοπρόσδεχτο, / το κοσμικό … μοναστήρι, του οποίου ‒ τραγούδι ήταν ο όρθρος
του, / κι ο εσπερινός του πανηγύρι. Από εκεί μάλιστα είχαν την ευκαιρία κατά
τις επισκέψεις τους να απολαύσουν και την όμορφη θέα της πόλης και ιδίως του
κάμπου, πιθανότατα της Εγλυκάδας και της Περιβόλας, γι’ αυτό και τραγουδά :
Μηδέ κι απ’ τον καρπό σου τον
ολάκριβο /
μεστός και πλουτισμένος ο δικός
σου ο κάμπος·
‒ στο φέγγος της αυγής πως
μαυρογυάλιζε /
και στου βραδιού πως μοσχοβόλαγε
το θάμπος!
11. Ο ποιητής δεν παραλείπει όμως
να μεταφέρει και κάποια σκόρπια στιγμιότυπα από την οικογενειακή τους ζωή,
αναφερόμενος αρχικά στη γιορτή του πατέρα του στις 8 Νοεμβρίου, εξαιτίας της
οποίας εκείνη την ημέρα «σάμπως έλαμπε το σπίτι κι η εμπατή ολάνοιχτη και
καλοπλυμένη η σκάλα», αφού, όπως σημειώνει «κόσμο καρτερούσαμε στο σπίτι μας».
Επίσης, κάποτε ανέμεναν με το υπηρετικό προσωπικό τους γονείς του, δηλαδή «να
γυρίσουν ο αφέντης και η κυρά, ο πατέρας και η μητέρα, από ένα γάμο που είχαν
πάει καλεσμένοι» και όπως συμπληρώνει, «με χαρά τους αγνατεύαμε,
καλοσυγυρισμένο ταίρι, να γυρίζουν». Ο ποιητής παρουσιάζεται να θαυμάζει τους
γονείς του και να τους επαινεί, θεωρώντας τους ταιριαστό ζευγάρι, και έχοντας
αμυδρή, αλλά οπωσδήποτε πολύ θετική εικόνα για τα πρόσωπά τους, κυρίως από διηγήσεις
τρίτων. Έτσι, αναφέρει πως «προκομμένη μου την είπαν τη μητέρα μου, σφιχτοχέρη
τον πατέρα μου». Αλλά και από μια φωτογραφία που βρήκε αργότερα προσπαθεί να
τους ψυχογραφήσει, αναφέροντας πως «εσύ, μανούλα, με το φόρεμα του καιρού σου,
με την κοζόκα σου και τη σκούφια την πλεχτή, τη σκούφια του συρμού που κρατούσε
τα μαλλιά σου ανασηκωμένα προς το μέτωπο, δε μου δείχνει όμορφο πρόσωπο. Μα
κάτι στέρεα ρυθμισμένο καρφώνεται στην όψη σου τη μακρουλή, και το σπασμωδικά
σφιχτοκλεισμένο στόμα σου, που σε δείχνει γυναίκα με χαραχτήρα και με βούληση,
χωρίς όκνο, χωρίς λάγγεμα. Κ’ εσύ, πατέρα, -συνεχίζει - κάτι λεπτοστόχαστο
γράφεται στα χαρακτηριστικά σου, σαν το κοντοκλαδεμένο το μουστάκι σου. Μα κάτι
μαζί οδυνηρό μου παρασταίνεται στο πρόσωπό σου, και με τρομάζουν τα μάτια σου,
που σα να μοιάζουν με τα δικά μου».
12. Το 1864, επτά χρόνια μετά την
εγκατάστασή τους στην μόνιμη πια οικία τους, και ενώ η ζωή τους κυλούσε
ευτυχισμένα και ομαλά, ένα τραγικό γεγονός ήρθε να αναστατώσει την
οικογενειακή τους γαλήνη. Η δικαστική σταδιοδρομία του πενηντάχρονου πατέρα
τους, που βρισκόταν τότε στο απόγειό της, τερματίστηκε ξαφνικά, αναπάντεχα και
για άγνωστο λόγο, αλλά με ολέθριες συνέπειες και για τους δύο γονείς του. Για
το οδυνηρό αυτό γεγονός, σημειώνει ο ποιητής, αναφερόμενος στη μητέρα του, πως
«θυμούμαι και μια λύπη της. Κουλουριαστά γερμένη κάποτε στον καναπέ, θλιμμένη
δείχνοταν. Όλο το σπίτι γύρω της έπαιρνε τη μερίδα του από τη θλίψη της.
Σκοτεινιασμένο το φως, και μια μελαγχολία ώρας φθινοπωρινής, όταν πέφτουν
ανεμοσκόρπιστα τα δεντρόφυλλα. Είχεν έρθει του πατέρα η απόλυση. Ο πατέρας,
δικαστής. Ο δικαστής δεν είταν ισόβιος τον καιρό εκείνο. Θ’ αναγκάζοταν να
δικηγορήση. Κάτι προσβλητικό, αβέβαιο». Ενώ ο ποιητής αναφέρει ότι ο πατέρας
του απολύθηκε γιατί το αξίωμά του δεν ήταν «ισόβιο», στον τύπο της εποχής
παρουσιάζονται ως αιτία της απομάκρυνσής του από το δικαστικό σώμα οι λόγοι
υγείας, ότι δηλαδή έπασχε από «χρόνιον νόσημα», αλλά και διατυπώνεται η πιθανή
εικασία ότι απολύθηκε για πολιτικούς λόγους, εφόσον δεν ίσχυε ακόμη η
μονιμότητα των δημόσιων λειτουργών. Ο τερματισμός της δικαστικής του
σταδιοδρομίας, η προσβλητική, για έναν πρώην ανώτερο δικαστικό, καταφυγή στη
δικηγορία και η οικονομική αβεβαιότητα της έναρξης ενός ελεύθερου επαγγέλματος
που θα τη συνόδευε ή και τα οικονομικά προβλήματα που ακολούθησαν λόγω της
επιβαρύνσεως της υγείας του, συνέτειναν πιθανότατα στον σοβαρό κλονισμό και της
υγείας της συζύγου του Πηνελόπης, αλλά και στην επιβάρυνση της ίσως ήδη
κλονισμένης δικής του υγείας. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν ο Μιχαήλ
Παλαμάς άσκησε ενεργά τη δικηγορία στην πόλη μέχρι και το θάνατό του, δηλαδή
για έναν χρόνο περίπου μετά την απόλυσή του. Όμως θα πρέπει να τον
συμπεριλάβουμε στους είκοσι περίπου δικηγόρους που διέθετε η Πάτρα εκείνη την
εποχή.
13. Στα τέλη του 1864, την
επομένη των Χριστουγέννων στις 26 Δεκεμβρίου, πέθανε η μητέρα του και
ακολούθησε ο πατέρας του, σαράντα ημέρες περίπου αργότερα, στις 11 Φεβρουαρίου
του 1865. Αναφορικά με το θάνατο της μητέρας του, διηγείται ο ποιητής πως «ένα
πρωί με ξύπνησε στο κρεβατάκι μου η Κωνσταντίνα. Ξύπνησα σαν ανήσυχο, σαν
παράξενο. Ήταν άρρωστ’ η μητέρα και σα να είχε πέσει στο σπίτι μια μεγάλη βία,
μια μεγάλη ταραχή. Πως βρέθηκα έτσι μόνος μου στον ξύπνιο, χωρίς κανένα γύρω
μου, σα να με ξυπνούσε πάντα η μητέρα μου, και σα να μου έλειψε τότε για πρώτη
φορά. Από το μικρό φεγγίτη της καμαρούλας που με ξύπνησε η Κωνσταντίνα, έριξα
τη ματιά μου προς τη σάλα μας. Απλώνονταν έρμη, σκοτεινή, σιωπηλή, σα να
γνώριζεν εκείνη πριν από μας κάποιο χαμό…». Η μητέρα βρισκόταν στις τελευταίες
της στιγμές και τα παιδιά θα έπρεπε να περάσουν να την αποχαιρετήσουν, κάτι που
διηγείται σπαρακτικά με την ποίησή του το 1882 ο Κωστής, ως εξής :
Όταν η δόλια η μάνα μου τον κόσμο
παραιτούσε,
μ’ επήγαν κι εγονάτισα, μικρό
πουλί, μπροστά της,
την τελευταία της πνοή ο Χάρος
ερουφούσε,
κι έμενε μόνο θλιβερή, σαν κάτι
να ζητούσε, η υστερνή ματιά της.
*
Να σβήσει δεν την άφηνε σα φως
από καντήλι,
προτού τής έβρει μια φωλιά να
μοιάζει τη φωλιά της.
σ’ άλλη καντήλα ήθελε το φως της
να το στείλει,
και ήρθε μες στα μάτια μου και
πάλι ν’ ανατείλει, η υστερνή ματιά της.
*
Και από τότε ό,τι θωρώ, και σ’
ό,τι σταματήσω
το κουρασμένο βήμα μου, πικρής
ζωής διαβάτης,
σα μάνα θα τ’ αγκαλιασθώ και θα
το αγαπήσω,
γιατ’ είναι μες στα μάτια μου,
όσο να ξεψυχήσω, η υστερνή ματιά της.
Η υστερινή ματιά της μητέρας του
σημάδεψε ανεξίτηλα το μελλοντικό ποιητή, αφού έπειτα από λίγο πέθανε, κι
εκείνος θα έπρεπε να απομακρυνθεί από την οικία για να μη ζήσει το οικτρό
θέαμα. Έτσι, όπως διηγείται, «ποια χέρια, πως, πότε, με ντύσανε, με πήρανε, μ’
έβγαλαν έξω από το σπίτι; Βρέθηκα έξω από το σπίτι, σ’ ένα σπίτι φιλικό, στον
ίδιο δρόμο, λίγο παραπέρα από το σπίτι μας. Θυμούμαι πως με παράστεκαν δυο
πονετικές αδερφάδες, οι φιλενάδες της μητέρας μου. Θυμούμαι πως από το παράθυρο
του φιλικού σπιτιού μπόρεσα και αγνάντεψα κι αισθάνθηκα σαν κάτι εξαιρετικό που
ετύχαινε του σπιτιού μας αντίπερα. Κάτι που έπρεπε να μου είναι δυσκολοεξήγητο.
Κόσμος ανεβοκατέβαινε. Κόσμος βγήκε από το σπίτι μας και προχωρούσε
αργοπατώντας. Κηδεύοταν η μητέρα μου. Τίποτε άλλο. Μήτε είδα, μήτε άκουσα. Μα
θυμούμαι πως εκατάλαβα. Και δεν είπα τίποτε. Και δεν έδειξα καμιά ταραχή».
Μετά την κήδευση της μητέρας, σημειώνει πως
«βρέθηκα πάλι στο σπίτι μας. Με πήγαν ίσα στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου έμενε
από καιρό κρεββατωμένος. Άρρωστος. Καλά καλά δεν ξέρω ποια η αρρώστια του.
Κάποια πληγή, αγάλια αγάλια, του ρουφούσε το κορμί. Θυμούμαι πως μ’ αγκάλιασε
και με φίλησε. Τίποτε άλλο. Δεν τον ξανάειδα. Σ’ αυτό το μεταξύ πως πέρασα τις
σαράντα μέρες δε θυμούμαι. Ξαναβρέθηκα έξω από το σπίτι σε κάποιο άλλο φιλικό
σπίτι. Σε άλλο δρόμο. Μακριά. Το σπίτι του γιατρού, του κουμπάρου».
14. Και οι δύο του γονείς
κηδεύθηκαν πιθανότατα από τον ναό του Αγίου Ανδρέου, τον παλαιό, και
ενταφιάστηκαν στο διπλανό παλιό επίσης κοιμητήριο της πόλεως. Όπως
χαρακτηριστικά σημειώνει ο αδελφός του Χρήστος, μετά το θάνατο της μητέρας
τους, «σε σαράντα ακόμη μέρες, από το σπίτι αυτό έβγαζαν νεκρό και τον πατέρα…
Κι έτσι γκρεμίζονταν το νοητό της οικογενείας οικοδόμημα, χαλούσε η ζεστή φωλιά
κ’ εσκορπίζονταν τα μέσα της άπτερα ακόμη πουλιά στους τέσσαρες ανέμους…», αφού
τα δύο πρώτα αγόρια, ο Χρήστος με τον Κωστή θα πήγαιναν στο Μεσολόγγι, ενώ ο
Νικόλαος στην Τεργέστη. Σύμφωνα με τον ποιητή, μάλιστα, μετά και από τη δεύτερη
κηδεία, αυτή του πατέρα του, «σα γύρισα στο σπίτι, ούτε πατέρας, ούτε μητέρα.
Μόνο η μεγαλόκορμη και μεγαλόπρεπη γιαγιά, η Αλτάνη. Μόνο η Κωνσταντίνα. Μόνο η
συνηθισμένη και απ’ όλους προσπάθεια να μου κρύψουν το δυστύχημα. ‘Η μητέρα και
ο πατέρας πάνε σε ταξίδι’ μου λέγανε. ‘Θα γυρίσουν και θα μας φέρουν χίλια
καλά’. Μάντευα εγώ, σκέτα νέτα, μ’ όλη μου τη μικροσύνη, πως ο πατέρας και η
μητέρα είχαν κάμει για καλά και για πάντα το ταξίδι το αγύριστο. Μα έδειχνα πως
πίστευα τα λόγια τους. Και δεν έλεγα τίποτε. … Πόσο καιρό βάσταξε η ζωή μου στ’
ορφανεμένο σπίτι; Σωστά δεν ξέρω. Ξέρω πως το σπίτι κ’ ύστερα από την
καταστροφή ζούσε από τη φροντίδα της γιαγιάς μου, από τα τρεξίματα και τα
παιχνίδια των παιδιών».
15. Μικρό διάστημα μετά το θάνατο
των γονέων του, «ξένοι ταξιδιώτες από μια χώρα μακρινή μπήκανε στο σπίτι. Ξένοι
δεν ήταν. Ήταν οι συγγενείς. Η αδερφή της μητέρας με τον άντρα της
αποκαταστημένο στο Τριέστι και με τα παιδιά της τα τρία», ήρθαν με σκοπό να
πάρουν τον μικρό τους αδελφό. Η αγαπημένη τους πατρική οικία, η ζεστή τους
φωλιά, άδειαζε σιγά - σιγά και, όπως αναφέρει πάλι ο ποιητής, «ένα βράδι μας
εκατέβασαν προς την ακρογιαλιά. Γρίκησα για στερνή φορά στον κυματόδαρτο μώλο
το βουητό και το μούγκρισμα της ακοίμητης θάλασσας. Ένα καΐκι περίμενε. Η
γιαγιά, ο θείος, η θεία, μας έμπασαν στο αμπάρι του καϊκιού. Έτοιμη μια
στρωματσάδα φαρδιά πλατιά για ύπνο. Από το πρώτο μου ταξίδι δε θυμούμαι τίποτε.
Ξέρω πως ξημερωθήκαμε ο μεγαλύτερος αδερφός μου κ’ εγώ στο Μεσολόγγι με τους
οδηγητάδες μας. Ο τρίτος αδερφός ήτανε για το Τριέστι». Και αυτό διότι την
κηδεμονία τους είχε αναλάβει πλέον με δικαστική απόφαση ως επίτροπος ο θείος
τους - αδελφός του πατέρα τους - Δημήτριος Παλαμάς, με παρεπίτροπο την γιαγιά
τους, από την μητέρα τους, Αλτάνη. Ο Δημήτριος πήρε κοντά του τον Χρήστο και
τον Κωστή στο Μεσολόγγι και εκ μέρους της γιαγιάς του Αλτάνης, ανέλαβε η θεία
τους και αδελφή της μητέρας τους, τον μικρό Νικόλαο, ο οποίος μεγάλωσε κοντά
στην οικογένεια Καρούσου στην Τεργέστη.
Έτσι, ο ποιητής ξεριζωμένος,
εγκαταλείποντας την Πάτρα, αποχαιρέτησε με θλίψη την πατρική τους οικία, ως
εξής :
Έχετε γεια, σπιτάκι με την
πρόσοψη την κολονάτη την καμαρωτή,
από των γονέων μου τους ίσκιους πια
στοιχειωμένο για πάντα σπίτι!
*
Έχετε γεια περιβολάκι, που προς
εσένα από την πίσω του όψη κοίταζε το σπίτι μας,
κ’ εσύ, φεγγάρι, κάθε φορά που σε
καλέση η μνήμη μου,
μπροστά μου φέγγεις, ίδιο πάντα
μάγεμα!
Με τον τρόπο αυτό, όπως έγραψε ο Ψυχάρης, η
«μοίρα ανάγκασε τον Παλαμά ν’ αφίση την πόλη που γεννήθηκε σε πολύ τρυφερήν
ηλικία, ώστε από τη ζωή του στην Πάτρα να μη μείνουν στη μνήμη του παρά μονάχα
οι γνωστές μισοσβυσμένες εκείνες εικόνες». Εκτός όμως από τις σκόρπιες και
νοσταλγικές αναμνήσεις, ο ποιητής δεν έπαψε να διατηρεί σε όλη του τη ζωή και
τις πικρές εκείνες θύμησες από τη γενέτειρά του, συνδεδεμένες με το θάνατο των
γονέων του και την απώλεια της πατρικής οικίας το 1880, πράγμα που με λυρικό
σπαραγμό τραγουδεί, απευθυνόμενος στην Πάτρα, πως δεν τον αφήνει ποτέ
ασυγκίνητο «μηδέ και το παλιό ταραχνιασμένο [σου] /παρατημένο κι απ’ το Χάρο
κοιμητήρι», αφού είναι «χαμένα εκεί τα κόκκαλα / τάγια μιας μάννας κ’ ενός
κύρη». Όπως μάλιστα αναφέρει, απευθυνόμενος στους γονείς του, «ευλογημένοι να
είστε. Τίποτε δε σώζεται από τα μνήματά σας εκεί στο κοιμητήρι που σας θάψανε.
Τα μνήματά σας τα κρατώ εγώ μέσα μου κι ας είναι αραχνιασμένα κι άνανθα και
χωρίς τίποτε χαραγμένο επάνω τους». Μέσα του ωστόσο κράτησε σε όλη του τη ζωή
και την αγαπημένη του Πάτρα, αφού η βάση του,
το σπίτι που
γεννήθηκε - εκεί - κι ας το πατούν οι ξένοι /
στοιχειό είναι και
τον προσκαλεί· ψυχή, και τον προσμένει./
Το σπίτι που
γεννήθηκε, ίδιο στην ίδια στράτα /
στα μάτια του όλο
υψώνεται και μ' όλα του τα νιάτα./
Το σπίτι, ας του
νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·/
και ανόθευτο κι αχάλαστο,
και τον προσμένει ακόμα».
Γι’ αυτό και όπως τραγουδά στην
πόλη του,
στο «χώμα της
φυτρώσαν και μαράθηκαν /
τα πρώτά του
ταξέχαστα τα χρόνια,/
για πρώτη και στερνή
φορά στο χώμα της, /
τα όσα για αυτήν
κρατά στη θύμησή του,/
κι ας είναι σαν
πατρίδα του, και σαν πηγή του»,
παρόλο που δεν κατάφερε να την
ξαναδεί και ποτέ ξανά να ξαναζήσει εκεί μέχρι το θάνατό του.
1 Ομιλία στη Διακίδειο Σχολή Λαού
Πατρών στις 15 Μαΐου 2019. Πρώτη δημοσίευση «Ο Κωστής Παλαμάς και η Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα. Τα πρώτα παιδικά
χρόνια του ποιητή στην πρωτεύουσα της Αχαΐας», στους ιστότοπους http://leonidasmargaritis.blogspot.com/2019/05/19-
1.html
[τμηματικά]
2 Ν. Μπακουνάκης, Πάτρα
1828-1860. Μια ελληνική πρωτεύουσα στον 19ο αιώνα, Αθήνα : Καστανιώτης, 19952 .
Χ.Α. Μούλιας, Το λιμάνι της σταφίδας. Πάτρα 1828-1900, Πάτρα : Περί Τεχνών,
2000. Ν. Μπακουνάκης, «Η Πάτρα τον 19ο αιώνα. Χώρος, Κοινωνία, Οικονομία», στο
Σκλαβενίτη Τ.Ε.- Στάικου, Κ.Σ., (επιμ.), Πάτρα. Από την Αρχαιότητα έως Σήμερα,
σ. 246 -287. Ε. Γατοπούλου, «Πολεοδομία - Υποδομή της πόλης. Αρχιτεκτονική -
Μνημεία (Ι9ος-20ός αιώνας)», στο Τ.Ε. Σκλαβενίτη - Κ.Σ. Στάικου, (επιμ.),
Πάτρα. Από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 288-317. A.Γ. Μουτζάλη, «Μεταβολές του
αστικού τοπίου στην Πάτρα του 19ου αιώνα», στο www.archaiologia.gr/blog/2016/02/01/μεταβολές-του-αστικού-τοπίου-στην-πάτ/
(05-05-2019).
3 Χ.Α. Μούλιας, «Εκπαίδευση,
λόγιοι, ιδέες», στο Τ.Ε. Σκλαβενίτη - Κ.Σ. Στάικου, (επιμ.), Πάτρα. Από την
Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 358-377. Λ. Σωτηρόπουλος, «Η Πάτρα τον 19ο και 20ο
αιώνα. Οικονομική ζωή και παροικίες», στο Σ.Α. Σκαρτσή (επιμ.), Η Πολιτισμική
Φυσιογνωμία της Πάτρας. Εβδομάδα Γραμμάτων και Τεχνών Πάτρας, Πάτρα:
Πανεπιστημίου Πατρών, 1997, σ. 177-195. Α. Αλεξανδροπούλου, Κοινωνία, Οικονομία
και Εκπαίδευση. Η αχαϊκή νεολαία (1863-1913), τ. Ι - ΙΙ, (Διδ. Διατριβή),
Κέρκυρα 2009. A.Γ. Μουτζάλη, «Μεταβολές του αστικού τοπίου στην Πάτρα του 19ου
αιώνα», στο www.archaiologia.gr/blog/2016/02/01/μεταβολές-του-αστικού-τοπίου-στην-πάτ/
(05-05-2019). Ν.Φ. Τόμπρος «Πατραϊκός Τύπος
(1862-1915). Χαρακτηριστικά, ιδεολογία, πολιτικοί προσανατολισμοί», στο Λ΄
Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο 29-31 Μαΐου 2009. Πρακτικά, Θεσσαλονίκη: Ελληνική
Ιστορική Εταιρεία, 2010, σ. 113 -131.
4 Φ. Μιχαλόπουλος, «Κωστής
Παλαμάς», Νέα Εστία 34/397 (1943), σ. 126-138 [Μέρος Πρώτο : Οι Πρόγονοι,
Μισολόγγι (1859 - 1878)]. Κ***, «Ο Παλαμάς και η Πάτρα», Αχαϊκά 16 (1943), σ. 2
- 11. Κ.Ν. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λέξικόν των Πατρών. Ιστορία της Επαρχίας
Πατρών από της Αρχαιότητος έως σήμερον κατά Αλφαβητικήν ειδολογικήν κατάταξιν,
Πάτραι 19982 . Κ. Σαρδελής, Ο ασάλευτος ταξιδιώτης. Τα παιδικά χρόνια του Κωστή
Παλαμά, Αθήνα : Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1998. Χ.Α. Μούλιας, «Οι Παλαμάδες των
Πατρών», Αχαϊκά/Ν.Σ 14 (2009), σ. 42 -49 και Το δόντι [Κωστής Παλαμάς. 60
χρόνια από το θάνατό του] 1 (2003), σ. 9 -11. Κ.Σ. Κώνστας, «Γενεαλογικά των
Παλαμάδων. Στοιχεία από το αρχείο του ποιητού», στο Ε.Ν. Μόσχου - Κ. Σαρδελή
(επιμ.), Κωστής Παλαμάς. Εξήντα χρόνια από το θάνατό του (1943-2003), Αθήνα :
Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 2003, σ. 9- 16.
5 Κ. Παλαμάς, «Τα Χρόνια μου και
τα Χαρτιά μου», στο Κωστή Παλαμά, Άπαντα, τ. 4, Αθήνα : Γκοβόστης, χ.χρ., σ.
295 εξ. Χρ. Παλαμάς, «Ένα σπήτι των Πατρών», στο Ε.Ν. Μόσχου - Κ. Σαρδελή (επιμ.),
Κωστής Παλαμάς. Εξήντα χρόνια από το θάνατό του (1943-2003), Αθήνα : Ίδρυμα
Κωστή Παλαμά, 2003, σ. 45-52. Επίσης Αχαϊκά[Ν.Σ] 14 (2009), σ. 11-23 με τίτλο
«Ένα σπίτι των Πατρών». Κ. Ακταίος, «Το σπίτι πού γεννήθηκε», Αχαϊκά 16 (1943),
σ. 44 -46. Κ.Ν. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λέξικόν των Πατρών. Ιστορία της
Επαρχίας Πατρών από της Αρχαιότητος έως σήμερον κατά Αλφαβητικήν ειδολογικήν
κατάταξιν, Πάτραι 19982 . Φ. Δημητρόπουλος, «Βιώματα και αναμνήσεις του Κωστή
Παλαμά από την Πάτρα του 19ου αιώνα», Αχαϊκά[Ν.Σ] 14 (2009), σ. 195-212.
6 Ι.Φ. Αθανασόπουλος, Ο
Θρησκευτικός Βίος των Πατρών κατά τον ΙΘ΄ και Κ΄ αι., Πάτραι 2006. π. Ε.Κ.
Πριγκιπάκης, «O Εκκλησιαστικός Βίος στην Επισκοπή Αχαΐας το έτος 1836. Μια
έκθεση του επισκόπου Μελετίου (Γημαράκη) προς την Ιερά Σύνοδο», Ηλειακή
Πρωτοχρονιά/ Ηλειακό Πανόραμα 17 (2017), σ. 370-384. π. Ε.Κ. Πριγκιπάκης, «Η
Ορθόδοξη Παράδοση στην ποίηση του Κωστή Παλαμά», O Εκκλησιολόγος 598 /
26-01-2019, σ. 10-11 και 599 / 02-02-2019, σ. 10. Επίσης στο http://anastasiosk.blogspot.com/2019/02/blog-post_71.html.
π. Ε.Κ. Πριγκιπάκης, «Θρησκεία και
Ελληνικότητα στην ποίηση του Κωστή Παλαμά», στο http://etaireialogotexnon.blogspot.com/2019/02/blog-post_12.html.
7 Ι. Σιδερόπουλος, Ιεροί Ναοί των Πατρών,
(Πάτρα) : Ι.Μ. Πατρών, 2010. A.Γ. Μουτζάλη, «Μεταβολές του αστικού τοπίου στην
Πάτρα του 19ου αιώνα», στο www.archaiologia.gr/blog/2016/02/01/μεταβολές-του-αστικού-τοπίου-στην-πάτ/
(05-05-2019). Σ.Ν. Γκουρβέλου, «Ιστορικό
σημείωμα για τον παλαιό Ναό του Αγίου Ανδρέου Πατρών», στο Χ.Γ. Χοτζάκογλου,
(επιμ.), Ο Νέος Ναός του Αποστόλου Ανδρέου Πατρών. 100 χρόνια από τη θεμελίωσή
του, (Πάτρα) : Ι.Μ. Πατρών, 2008, σ. 73-81.
8 . 8 Κ. Ακταίος, «Το σπίτι πού
γεννήθηκε», Αχαϊκά 16 (1943), σ. 44 εξ. 12
9 Ι. Βιγγοπούλου,
«Patrae, Patrasso, Patras ... Μια πόλη από την Ιστορία στις μικρό -
ιστορίες. Οι αφηγήσεις των ταξιδιωτών (16ος - αρχές 20ού αιώνα)», στο Τ.Ε.
Σκλαβενίτη - Κ.Σ. Στάικου, (επιμ.), Πάτρα. Από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, Αθήνα
: Κότινος, 2005, σ. 212-245. A.Γ. Μουτζάλη, «Μεταβολές του αστικού τοπίου στην
Πάτρα του 19ου αιώνα», στο www.archaiologia.gr/blog/2016/02/01/μεταβολές-του-αστικού-τοπίου-στην-πάτ/
(05-05-2019).
10 Κ.Ν. Τριανταφύλλου, Ιστορία
της Βυζαντινής Μονής Γηροκομείου Πατρών, Πάτραι 1954. Ε.Χρ. Μαρινέλλη, Παναγία
η Γηροκομίτισσα. Το Ιστορικό Μοναστήρι της Πάτρας, Πάτραι 20032 . Μ.
Γεωργοπούλου-Βέρρα, (επιμ.), Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μοναστήρια της Αχαΐας,
Αθήνα 2006. π. Ε. Πριγκιπάκης - Ν. Βογιατζής - Ι. Καβαλλάρη, (επιμ.), Τα
Μοναστήρια της Αχαΐας. Τουριστικός Οδηγός / Monasteries of Achaia. Tοurist
Guide, Πάτρα /Patras 2013.
8 σχόλια:
Το διάβασα και έμαθα αρκετά –μάλλον τώρα τα έμαθα- για τα παιδικά χρόνια του Παλαμά στην Πάτρα. Αλλά και για την Πάτρα. Κατοικώ σε μια πόλη που την ιστορία της δεν την γνωρίζω.
Αξιόλογη ομιλία με σπουδαία έρευνα στα παιδικά χρόνια του Κ. Παλαμά μέσα από τις αφηγήσεις του και στην ιστορική ανάπτυξη της Πάτρας με αναφορές σε οικογένειές της εποχής του και όχι μόνο. Με γέμισε γνώσεις.
Ο π. Ευάγγελος όταν πραγματοποιεί μια ομιλία την προετοιμάζει τέλεια. Δεν είχα την ευκαιρία να πάω να τον ακούσω. Την διάβασα εδώ, και τον θαυμάζω για την ευρύτητα των γνώσεων του, και τον τρόπο μεταφοράς, που δεν σε κουράζουν. Θα πρέπει να κουράστηκε για την συλλογή όλων αυτών των μαρτυριών για την Πάτρα του 19ου αιώνα και τον Παλαμά αλλά άξιζε τον κόπο.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ για το ωραίο και κατατοπιστικό κείμενο !
Συγκροτημένο, όσο και άλλα που έχω διαβάσει γραπτό σας. Άριστη επιλογή ιδιόγραφων αποσπασμάτων λεπτής ευαισθησίας του εθνικού επιπέδου ποιητή για πολύ πικρές ανθρώπινες ώρες που τον βρήκαν παιδί, και αποτύπωμα τους συνόδευσε αυτόν μια ζωή, και κοινώνησε εμάς πηγαίο δάκρυ αδελφικό.
Από την άλλη πολλή χαρά ! Που οι μαθητές του Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών ευλογούνται να έχουν εξαίρετο καθηγητή κληρικό. Όντας είκοσι έξι χρόνια από τη μάχιμη έδρα μακριά-Πειραματικό Λύκειο Ιωνιδείου Πειραιά-ζηλεύω και νοσταλγώ. Επειδή όμως τα χρόνια σας είναι πιο δύσκολα, εύχομαι και ελπίζω, σ’ αυτό τον ευαίσθητο Ελληνικά και Χριστιανικά αγρό του θερισμού να βγάλει ο Χριστός πολλούς εργάτες σαν εσάς. Αδελφικά συν τον οφειλόμενο σεβασμό στην Ιεροσύνη σας. Αθανάσιος Κοτταδάκης
Πάντα επίκαιρος και πολύ κατατοπιστικός ο π. Ευάγγελος ! Τίμησε τα 160 χρόνια από τη γέννηση του Παλαμά με σειρά ομιλιών στην πόλη μας ! Επειδή τον παρακολουθώ, μίλησε στη Χριστιανική Στέγη με θέμα : Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ. Στην Δημοτική Βιβλιοθήκη επίσης με θέμα : ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ και στην Διακείδιο με θέμα την εδώ αναρτημένη ομιλία. Και πάλι ευχαριστούμε που τιμά την Πάτρα με την παρουσία και το έργο του!
Σπουδαία εργασία που αξίζει να δημοσιευθεί και σε ιστορικά και λογοτεχνικά περιοδικά. Κατά τύχη την διάβασα ψάχνοντας στο google και έμαθα πολλά για τον Παλαμά και για την Πάτρα.
Σπουδαία εργασία η οποία δεν ανακυκλώνει τα γνωστά, αλλά προβάλει νέα ντοκουμέντα που αξίζουν να μελετηθούν. Συγχαρητήρια στον π. Πριγκιπάκη. Τολμάω να πω ότι κοσμεί με την παρουσία του την εκπαίδευση.
Δήμος Αρβανίτης
Φιλόλογος
Δημοσίευση σχολίου