Χριστούγεννα: Ειρήνη και Ελπίδα στη
ζωή
Τα Xριστoύγεννα είναι η αρχή όλων
των εκκλησιαστικών εορτών. Στην ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει ουσιαστική
διαφορά μεταξύ των εκκλησιαστικών εορτών και γεγονότων. Γέννηση,
Βάπτιση, Σταύρωση και Ανάσταση αποτελούν ένα σωτηριώδες και θεόσδοτο γεγονός, που παραμένει λειτουργικό,
ανθρωποσωτήριο, συνεχώς παρατεινόμενο μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.
Ολόκληρο το Ευαγγέλιο
και όλα τα καινοδιαθηκικά γεγονότα της σωτηρίας, συνοψίζονται
στο Ευαγγέλιο (δηλ. χαρμόσυνη αγγελία) της Θεο-ενσάρκωσεως, της Θεοανθρωποιήσεως
του Χριστού. Ο Θεός- Λόγος «εφανερώθη εν σαρκί» δηλ. έλαβε σώμα, έγινε
άνθρωπος. Και αυτό ακριβώς το θεανθρώπινο γεγονός είναι αυτό που
γιορτάζουµε τα Xριστoύγεννα.
«Το µέγα µυστήριο της
ευσέβειας» έγκειται στο ότι ο Αιώνιος, Άναρχος, Απρόσιτος και Ακατάληπτος,
αλλά φιλάνθρωπος Θεός, κατέβηκε στον κόσμο κι έλαβε «σάρκα» κι έγινε
«άνθρωπος». Δεν συγκρίνεται µε τη δημιουργία του κόσμου, αφού ο ίδιος
ο δημιουργός γίνεται κτίσμα και δημιούργημα.
Ο Θεός κατέβηκε μέχρι
τον άνθρωπο, ώστε ο άνθρωπος να υψωθεί μέχρι τον Θεό. Η αλήθεια της
Αγ. Τριάδος, η αλήθεια περί του ζώντος Θεού µας απεκαλύφθη πλήρως µε
τη Σάρκωση «του Ενός της Τριάδος».
Κατά τον ιεροµόναχο
lουστίνο Πόποβιτς, «αυτή η δυσδιάστατη αλήθεια περί του Θεού και
του ανθρώπου εν τω Θεανθρώπω Χριστώ, συνιστά την ουσία και τη μοναδική
αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο, την παντοτινή της λειτουργία χάριν
του κόσμου και του ανθρώπου». Επαναφέρει τον άνθρωπο κοντά στο Θεό:
«Υµάς, όντας απηλλοτριωµένους και εχθρούς τη διανοία εν τοις έργοις
τοις πονηροίς, vυνί αποκατήλλαξεν εν τω σώµατι της σαρκός αυτού δια
του θανάτου, παραστήσαι υµάς αγίους και αµώμους και ανέγκλητους κατενώπιον
αυτού» (Κολ. α’, 21-22). Και συμπληρώνει ο Απόστολος «εχθροί όντες κατηλλάγηµεν
τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού». Έτσι, «ειρήνην έχοµεν προς τον
Θεόν δια του Κυρίου ηµών lησού Χριστού»(Ρωµ. ε’, 1-10).
Ειρήνη µε τον Θεό, µε
τον εαυτό µας, ειρήνη προς τον πλησίον µας. «Χριστός εστίν η ειρήνη ημών,
ο ποιήσας τα αµφότερα εν και το µεσότοιχον του φραγµού λύσας». (Εβρ.
β’, 14, 17).
Η σάρκωση του Υιού και
Λόγου του Θεού αποτελεί «μυστήριο». Και το «μυστήριο» αυτό είναι ότι
«Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν πνεύµατι, ώφθη αγγέλοις,
εκηρύχθη εν έθνεσι» (Α’ Τιµ. 3,15-16).
Ο φιλάνθρωπος Θεός κατέβηκε
στον κόσμο κι έγινε άνθρωπος, γεννήθηκε ως άνθρωπος µε ψυχή και σώμα
και νου και θέληση και ζωή ανθρώπινη. Ο Μ. Αθανάσιος στον Λόγο του
«περί ενανθρώπησεως του Λόγου» γράφει: «Όθεν ο του Θεού Λόγος δι εαυτόυ
παρεγένετο, ιν ως εικών ων του πατρός τον κατ’ εικόνα άνθρωπον ανακτίσαι
δυνηθή ... όθεν εικότος έλαβε σώµα θνητόν, ίνα και ο θάνατος εν αυτώ
λοιπόν εξαφανισθήναι δυνηθή, και οι κατ’ εικόνα πάλιν ανακαινισθώσιν
άνθρωποι ... ».
Αυτή η φανέρωση του
Θεού στον κόσμο µας και στη ζωή µας, είσοδος μέσα στη δική µας πραγματικότητα
και ιστορία, μέσα στο είναι της οικουμένης και του κάθε ανθρώπου, είναι
πράγματι, κατά τον Άγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό «των πάντων καινών, καινότατον,
το µόνον καινόν υπό τον ήλιον (μυστήριον)».
Γι’ αυτό και ο Ι. Χρυσόστομος
θεωρεί τα Χριστούγεννα ως την αρχή του μυστηρίου της θ. οικονομίας
και την αποκαλεί «µητρόπολιν των εορτών».
Αλλά και ο Μ. Βασίλειος
θεωρεί, επίσης, τα Χριστούγεννα ως την «γενέθλιον ηµέραν (της) ανθρωπότητος».
Ο Αγ. Γρηγόριος
ο θεολόγος συμπληρώνει ότι «η Γέννησις του Κυρίου δεν είναι γιορτή
της δημιουργίας, αλλά της αναδημιουργίας, μια ανανέωση του σύμπαντος».
Και συνιστά: «Τοιγαρούν
εορτάζωμεν µη πανηγυρικώς, αλλά θεϊκώς µη κοσµικώς, αλλά υπερκοσµικώς
.. µη τα της πλάσεως, αλλά τα της αναπλάσεως». Ένας σύγχρονος θεολόγος
σημειώνει: « Η παραδοξότητα του ένθεου τούτου γεγονότος υπερβαίνει
κάθε έννοια και πολυπραγµοσύνη, απαγορεύει κάθε τεχνολόγηση και
περιέργεια και προϋποθέτει οπωσδήποτε υπαρξιακή αναστροφή μαζί
του. Δεν είναι δηλαδή ένα γεγονός, που μπορεί να εκτιμηθεί και κατανοηθεί
µε τα μέτρα του φυσικού ανθρώπου .... Η ταπεινωσύνη μπροστά στο μυστήριο
της Γεννήσεως ανυψώνει τον άνθρωπο στο επίπεδο της αυθεντικής του
υπάρξεως, όπου δέχεται ως δωρεά ένα ανεξάρτητο από τις κοσμικές
συνθήκες και τη φυσική συνάφεια γεγονός, που τον αφορά άμεσα, όπως
ακριβώς δέχεται ως δωρεά το μυστήριο του φωτός, του αέρα, της ίδιας
της ζωής γενικά, και ζει μέσα σ’ αυτό ακέραιος και υγιής». Έτσι, «κάθε
λογική εξήγηση είναι βιασμός της ζωής, εξαναγκασμός της άρρητης
θείας συγκαταβάσεως, άρνηση της δωρεάς».
Γι’ αυτό ο Μ. Βασίλειος
θα πει: «Μάγοι προσκυνούσι και χριστιανοί συζητούσι πως εν σαρκί Θεός
και ποταπή σαρκί; Σιγάσθω τα περιττά εν εκκλησία Θεού δοξαζέσθω
τα πεπιστευµένα µη περιεργαζέσθω τα σιωπώµενα».
Αλλά και ο λαλίστατος
Χρυσόστομος στην ομιλία του «Εις το γενέθλιον του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού» θα εκφράσει αυτή την ανάγκη της σιωπής και του δέους. Γράφει:
«ο πατήρ αρρεύστως εγέννησε, και η Παρθένος αφθόρως έτεκεν .... Όθεν
ούτε η άνω αυτού γέννησις εξήγησιν έχει, ούτε η εν υστέροις καιροίς
πρόοδος πολυπραγµονείσθαι ανέχεται. Ότι µεν γαρ έτεκεν η Παρθένος,
σήμερον οίδα, και ότι εγέννησεν ο Θεός αχρόνως, πιστεύω τον δε τρόπον
της γεννήσεως σιωπή τιµάν µεµάθηκα, και ου δια λόγων πολυπραγµονείν
παρέλαβον ... Το ουν κατά φύσιν ζητείσθω, το δε υπέρ φύσιν σιγή τιµάσθω
... ως απόρρητον, και σιωπή τιµάσθαι άξιον ... Την Τεκούσαν ορώ, τον
τεχθέντα βλέπω, τον δε τρόπον της γεννήσεως ου συνορώ νικάται γαρ φύσις,
νικάται η τάξεως όρος, όπου Θεός βουλέται».
Στο παραπάνω απόσπασμα
της ομιλίας του ι. Χρυσοστόμου, παρατηρούμε ότι ο ιεράρχης , εκτός
από την αδυναμία του να εκφράσει τον τρόπο της θ. «κένωσις»,
µας μιλάει και για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που «έπαιξε» στο γεγονός
αυτό και η Θεοτόκος. Και τούτο γιατί η ανθρώπινη φύση έπρεπε να προσφερθεί
ελεύθερα, χωρίς καταναγκασµό στην «κένωση» της θεότητας. «Βουλοµένων
γαρ η σωτηρία, ουκ αναγκαζοµένων» κατά τον Αγ. Μάξιμο. Χρειαζόταν
δηλαδή το εργαστήριο της ενώσεως, ο τόπος της Χριστοφάνειας, η συνέργεια
της κλίσεως. Αυτόν τον τόπο της χριστοφάνειας προσφέρει στο όνομα
και για χάρη ολόκληρης της ανθρώπινης φύσεως η Μητέρα - Θεοτόκος.
Αυτή η αλήθεια για την
αντιπροσωπευτική προσφορά της Θεοτόκου εκφράζεται στον ύμνο των
Χριστουγέννων:
«Τι σοι προσενέγκωµεν
Χριστέ; έκαστον γαρ των υπό σου γενοµένων κτισµάτων την ευχαριστίαν
σοι προσάγει οι άγγελοι τον ύµνον, οι ουρανοί τον αστέρα, οι µάγοι τα
δώρα, οι ποιµένες το θαύµα, η γη το σπήλαιον, η έρηµος την φάτνην, ηµείς
δε µητέρα Παρθένον ... ».
Ο Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς,
Αρχ/πος Θεσσαλονίκης, σε σχετική του ομιλία αναφέρει: «Δια τούτο
ου μόνον Θεός εν ανθρώποις, αλλά και εκ Παρθένου αγίας, και μεµολυσµένων
λογισµών των εκ της σαρκός ανωτέρας κατά τους προφήτας γεννάται εκ παρθένου,
ης την σύλληψιν αγίου Πνεύµατος επέλευσις, ου σαρκός επήνεγκεν όρεξις,
ευαγγελισµός και πίστις Θεού ενδηµίας, αλλ’ ου συγκατάθεσις και πείρα
εµπαθούς επιθυµίας προείληφε ...» «Ιδού γαρ η δούλη Κυρίου, γένοιτό
µοι κατά το ρήμα σου», προς τον ευαγγελιστήν άγγελον η άσπιλος Παρθένος
έφη, συλλαβούσα τε γεγέννηκεν ...».
Και πάλι, κατά τον Αγ.
lω. τον Δαμασκηνό, «εχορήγησε τε (η Θεοτόκος) τω κτίστη το κτισθήναι
και τω πλάστη το πλασθήναι και τω Υιώ του Θεού και Θεώ τω σαρκωθήναι
και ανθρωπισθήναι».
Γι’ αυτό και ο Γρηγόριος
ο Ναζιανζηνός διακηρύσσει: « ει τις ου Θεοτόκον οµολογεί την αγίαν
Παρθένον, χωρίς εστίν της θεότητος».
Έτσι, ο Κύριος, µε την
εκ της Παρθένου γέννησή Του είναι ο νέος Αδάμ « ... νέος όντως και ευσθενής
µηδαµώς παλαιιούµενος, και τον παλαιόν Αδάμ εν εαυτώ και δι’ εαυτού ανάκλιση
και αεί συντηρήσει νέον .. » κατά τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά. Και ο
Μ. Βασίλειος συμπληρώνει : «η εκ της παρθένου γέννησις του Κυρίου είναι
η νέα δηµιουργία του ανθρώπου, η γενέθλιος ηµέρα της ανθρωπότητος
και η Θεοτόκος η νέα Εύα η µητέρα της».
Στο αποστολικό ανάγνωσμα
που διαβάζεται στη λειτουργία των Χριστουγέννων, από την προς Γαλάτας
επιστολή του Απ. Παύλου, βρίσκουμε και το σκοπό του υπερφυούς γεγονότος
της γεννήσεως του Λόγου. Γράφει εκεί ο Απόστολος: «ότε δε ήλθεν το
πλήρωµα του χρόνου, εξαπέστιλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόµενον εκ γυναικός,
γενόµενον υπό νόµον, ίνα τους υπό νόµον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν
απολάβωµεν. Ότι δε έστε υιοί, εξαπέστειλεν ο θεός το πνέυμα του υιού
αυτού εις τας καρδίας ηµών, κράζον Αββά, ο πατήρ ώστε ουκέτι ει δούλος
αλλά υιός, ει δε θεός, και κληρονόμος .. (δ’ 4-7).
Έτσι , κατά τον θ. Απόστολο,
η ενανθρώπηση του Κυρίου µας χάρισε την «υιοθεσίαν» η οποία είχε
χαθεί μετά την πτώση του ανθρώπου, µας κατέστησε από δούλους στην αμαρτία
και στο νόμο, «υιούς» και συγχρόνως «κληρονόµους» της Βασιλείας του Θεού.
«Υιοθεσία» - «Υιός» - «κληρονόμος», λέξεις κλειδιά στο κήρυγμα του
Παύλου για το σκοπό της θ. ενανθρωπήσεως. Κατά τον μεγάλο διδάσκαλο
και θεολόγο, τον αγ. lωάννη το Δαμασκηνό, η ενσάρκωση του Θεού Λόγου
είναι μια ύψωση του ανθρώπου, μια θέωση της ανθρώπιvης φύσης: «ως ομού
γενέσθει τα τρία, την πρόσληψιν, την ύπαρξιν, την θέωσιν αυτής υπό
του Λόγου».
Και, κατά την έκφραση
του Μ. Αθανασίου, «Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώµεν
.. ».
Τέλος, σύμφωνα µε τους
πατέρες «τοσούτον τω ανθρώπω τον Θεόν δια φιλανθρωπίαν ανθρωπίζεσθαι,
όσον ο άνθρωπος εαυτόν τω Θεώ δι’ αγάπης δυνηθείς απεθέωσε». Δηλ.
τόσον περισσότερον ο Θεός µε την αγάπη του δια τον άνθρωπο γίνεται όμοιος
µ’ αυτόν, όσο και ο άνθρωπος µε τη δική του αγάπη προς τον Θεό κατορθώνει
να θεώνει τη δική του φύση.
Και ο Ι. Χρυσόστομος
συμπληρώνει: «Άνθρωπος γαρ εγένετο ο Θεός και Θεός (κατά χάριν και
συμμετοχή) άνθρωπος».
Πιστεύω ότι δεν υπάρχει
μεγαλύτερη δόξα για τον άνθρωπο από τη θέωση της ανθρώπινης φύσης
του, που πραγματοποιήθηκε µε τη Σάρκωση του Λόγου, που την προσέλαβε
και την έκαμε δική Του φύση. Έτσι, κατά τον αγ. Μάξιμο τον ομολογητή,
«από την Ανάληψη του Κυρίου και εξής ένα πραγματικό σώμα συγκατοικεί
στους κόλπους της Αγ. Τριάδος».
Και το γεγονός αυτό
µας δίνει δύναμη και κουράγιο. Μέσα στις δύσκολες ώρες της ζωής µας,
μέσα στην πίκρα του χθες και τη βαριά αγωνία για το αύριο, μια ζεστασιά
και μια ελπίδα ημερεύουν ξανά την ψυχή µας. Είναι το φως της χαράς και
η ζεστασιά της πανανθρώπινης αγάπης. Και είναι η ελπίδα για μια καλύτερη
αυγή. Είκοσι αιώνες πλέον τη σκορπίζει το θεϊκό βρέφος της Βηθλεέμ,
πλάι σ’ εμάς τους μικρόψυχους και απελπισμένους. Φτάνοντας από πολύ
μακριά γαληνεύει την κουρασμένη µας σκέψη και ομορφαίνει ολόγυρα
µας ανθρώπους και φύση. Και ζωντανεύει ξανά τη χαρά και ανεβάζει πάλι
στα χείλη το χαμόγελο. Είναι το φως και η ζεστασιά της Βηθλεέμ. Είναι
το «μυστήριο» της μεγάλης γιορτής. Είναι της αγάπης ο δρόμος. Και είναι
από το Θεό στρωμένος για µας.
Στο τέλος της «έρημης
χώρας» ο Άγγλος ποιητή ς ΕΙίot γράφει:
«Ποιος είν’ ο τρίτος που
πάντα περπατάει δίπλα σου;
Όταν μετρώ, είμαστε
µόνο εσύ κι εγώ μαζί.
Μα, σαν κοιτάζω µπρος,
στον άσπρο δρομό είναι πάντα κάποιος άλλος που περπατάει δίπλα σου
... »
Τέτοια είναι για µας η
έννοια του σαρκωθέντος Θεού. Είναι Αυτός που περπατάει πάντα δίπλα
µας, όταν έχουµε φθάσει στο έσχατο όριο της δύναμής µας, Αυτός που βρίσκεται
μαζί µας στην αγριάδα του πάγου ή στη λαύρα της φωτιάς. Στον καθένα
µας, στην ώρα της πιο μεγάλης µας μοναξιάς ή δοκιμασίας.
Είναι το όραμα και η εμπειρία
του βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορα, «ουχί άνδρες τρεις εβάλομεν
εις το μέσον του πυρός; ... Ιδού εγώ ορώ άνδρες τέσσαρες .. εν µέσω,
του πυρός, και διαφθορά ουκ έστιν εν αυτοίς, και η όρασις του τετάρτου
όμοία υιώ Θεού» (Δαν. Γ΄, 24-25).
Είναι ο Υιός Του Θεού
που µε την ενανθρώπησή Του µας άνοιξε ολόφωτο το δρόμο της καλοσύνης,
της ανθρωπιάς και της αγάπης. Είναι Αυτός, που «σαν κοιτάζω µπρος, στον
άσπρο δρόμο είναι πάντα κάποιος άλλος που περπατάει δίπλα σου», δίπλα
µας. Είναι το όραμα του βασιλιά Ναβουχοδονόσορα ότι «και η όρασις
του τετάρτου οµοία υιώ Θεού».
Παναγιώτης
Σπ. Μαρτίνης Δρ. Θ.
Άρχων Ιερομνήμων
της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου