Η «ΚΑΘ᾽ ΗΜΑΣ ΑΝΑΤΟΛΗ»
ΠΑΤΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΜΟΥΣΟΥΡΟΥΛΗ,
ΑΡΧΙΓΡΑΜΜΑΤΕΩΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Ἡ προσφορά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
στό ἔθνος εἶναι δεδομένη καί ἱστορικῶς ἀντικειμενική. Αὐτή ὑπῆρξεν ἡ πνευματική
μήτρα πού τό κράτησε ζωντανό, τό ἔθρεψε καί τό ἀνέθρεψε μέσα στούς αἰῶνες, ἰδιαίτερα
τούς σκοτεινούς καί ζοφώδεις αἰῶνες τῆς τουρκοκρατίας.
Κάτω ἀπό τά φτερά τῆς Ἐκκλησίας ἑτοιμάστηκε
καί μέ τή βοήθειά της ἐπιτέλεσε τό θαῦμα τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 ἡ ὁποία, μέσα
ἀπό ποταμούς αἱμάτων, κατέληξε στή δημιουργία ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κράτους μέ
πρῶτο Κυβερνήτη τόν Ἰωάννη Καποδίστρια, ἄνθρωπο βαθειᾶς πίστης καί προσήλωσης
στή διαδασκαλία, καί στό ὅλο πνεῦμα καί στήν παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ὅταν, ὅμως, μετά τή δολοφονία τοῦ
Καποδίστρια, ἡ ἀπελευθερωμένη Ἑλλάδα ἀνακηρύχθηκε σέ ἀνεξάρτητο βασίλειο κάτω ἀπό
τήν προστασία τῶν τριῶν Μεγάλων Δυνάμεων, τό κλίμα ἄρχισε νά ἀλλάζει. Οἱ Ἀντιβασιλεῖς
ἔδειξαν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἐχθρικές διαθέσεις ἀπέναντι στή Μητέρα καί Τροφό τοῦ ἔθνους,
τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἤδη ὁ νεαρός βασιλιάς Ὄθων ἐγραψε στόν πατέρα του, Βασιλιά τῆς Βαυαρίας
Λουδοβῖκο, στίς 31 Μαῒου 1831 «… ἡ πνευματική ἀρχή τοῦ κλήρου τῆς χώρας θά
μποροῦσε νά γίνει ἐπικίνδυνη γιά τόν κοσμικό ἄρχοντα, ἄν ὁ ἀνώτερος κλῆρος
συνιστοῦσε μιά ὁμάδα, καθόσον ὁλόκληρος ὁ κλῆρος κατόπιν θά ἔπαιρνε τόν λαό μέ
τό μέρος του ἐναντίον τοῦ ἄρχοντα».1
Ἡ τοποθέτηση αὐτή τοῦ Ὄθωνα καί οἱ προτάσεις, τίς ὁποῖες κάνει πρός τόν πατέρα
του στήν ἴδια ἐπιστολή, φανερώνουν ὅτι ὁ νεαρός βασιλιάς ὄχι μόνο ἔχει χάσει τήν
ἐμπιστοσύνη του πρός τήν Ἐκκλησία, ἀλλά φοβᾶται καί τήν ὑπονόμευση καί τήν ἀντιπαλότητα.
Γι’ αὐτό καί ἀπό τούς Βαυαρούς, ἀρχίζει
προσπάθεια τῆς ἐπιβολῆς ἑνὸς βίαιου ἐκδυτικισμοῦ
καί καταβάλλεται προσπάθεια ἡ Ἐκκλησία νά ἀποκοπεῖ ἀπό τόν λαό.
Ἡ βαυαροκρατία ἀγνόησε,
προκλητικότατα, τή θρησκευτική καί πολιτισμική ταυτότητα τῶν Ἑλλήνων, μέ τό νά
θεμελιώσει τό νεοσύστατο μετεπαναστατικό ἑλληνικό κράτος πάνω σέ πρότυπα
δυτικά. Αὐτό τό μετεπεναστατικό ἔθνος -
κράτος προσπαθοῦσε νά δημιουργήσει ἐκ τοῦ μηδενός μιά καινούργια ταυτότητα, ἄλλη
ἀπό ἐκείνη πού διαμόρφωσε ἡ Ρωμιοσύνη στούς αἰῶνες τῆς δουλείας μέ ἐπίκεντρο τή
Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἕνα κράτος, δηλαδή, τοῦ ὁποίου οἱ θεσμοί
βρίσκονταν σέ ἀντίφαση μέ τήν ταυτότητα τοῦ λαοῦ πού τό συγκροτοῦσε.
Αὐτό τό ἀντικληρικό μένος τῶν
Βαυαρῶν καί τό ὅλο πνεῦμα πού ποὺ
προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλουν στό νεοσύστατο βασίλειο, ἔκαμε πολλούς Ἕλληνες νά
στρέψουν τά βλέμματα πρός τήν Ἀνατολή, δεδομένου ὅτι τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ
Γένους παρέμενε ἀκόμη ὑπόδουλο.
Στό μεταξύ, ἡ δημοσίευση ἀπό τόν
Κωνσταντῖνο Παπαρηγόπουλο τῆς ἐπίτομης ἱστορίας τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους,
«προείκασμα τῆς κατοπινῆς πολύτομης, μέ τήν ὁποία ἀναδείκνυε τή συκοφαντημένη ἀπό
τόν Γίββωνα καί τούς Ἕλληνες διαφωτιστές Βυζαντινή Αὐτοκρατορία σέ ἔνδοξη
περίοδο τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας, πού διασφάλισε τή συνέχεια μεταξύ τοῦς ἀρχαίου καί νεότερου ἑλληνισμοῦ» ἀναπτέρωσε τή
«ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ» (ἔκφραση τήν ὁποία
χρησιμοποίησε πρῶτος ὁ Κωλέττης σέ ἀγόρευσή του στήν Ἐθνοσυνέλευση τό 1844). Ἰδέα πού δέν ὑποδήλωνε καμμιά ἐχθρότητα
πρός τή Δύση2, ἐγκαταλείφθηκε,
ὅμως, μετά τή Μικρασιατική καταστροφή. Τήν ἑπομένη τῆς συμφορᾶς ἐκείνης, ἡ Ἑλλάδα,
ἄν καί παρέμενε σέ ἔκταση μιά χώρα ὑπερδιπλάσια ἐκείνης τῶν μέσων τοῦ 19ου αἰώνα,
ἄν καί εἶχε πλήρως ἐξευρωπαϊστεῖ, δέν μποροῦσε νά ἀπεμπολήσει τούς δεσμούς της
μέ τήν Ἀνατολή. Δεσμούς πού εἶχαν ἐνισχυθεῖ μέ τήν εἰσδοχή τῶν προσφύγων τῆς
Μικρασίας καί τοῦ Πόντου. Οἱ δεσμοί αὐτοί, μετά τήν ἀναδίπλωση τοῦ ἑλληνισμοῦ
στά ὅρια τοῦ ἐθνικοῦ κράτους, ἀποτελοῦσαν τό μόνο ζωτικό στοιχεῖο, πού μποροῦσε
νά στυστήσει «τήν ὅποια ἰδιοπροσωπία της ἔναντι τῆς συλλογικῆς εὐρωπαϊκῆς
μητρόπολης».3 Τότε εἶναι «πού
καθιερώθηκε, ἄν δέν ἐπινοήθηκε, ὁ ὅρος «καθ’
ἡμᾶς Ἀνατολή». Ὅρος γεωργαφικά μᾶλλον ἀόριστος, ἀλλά ἰδεολογικά προσφυέστατος, ἀφοῦ μᾶς διαφοροποιοῦσε
μέ τό δεύτερο σκέλος του ἀπό τή Δυτική Εὐρώπη καί μέ τό πρῶτο ἀπό τούς
σφετεριστές τῶν «χαμένων πατρίδων» Τούρκους4. Ἐνῶ λοιπόν ὁ Σάββας
Κονταράτος ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ὅρος «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή» εἶναι γεωγραφικά ἀόριστος,
ὁ καθηγητής Richard Clogg Ἀνώτατος ἐρευνητικός ἑταῖρος καί μέλος τοῦ Διοικητικοῦ
Συμβουλίου τοῦ Κολλεγίου St Antony's τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης, ὑποστηρίζει
ὅτι ὁ ἐν λόγῳ ὅρος «ὑπονοεῖ τή σημαντική
ἑλληνική παρουσία στά Βαλκάνια, τήν Ἐγγύς καί τή Μέση Ἀνατολή, καθώς καί τή
νότια Ρωσία, παρουσία, ἡ ὁποία ἀνάγεται στούς
βυζαντινούς καί κλασσικούς
χρόνους, ἀλλά ἐξακολουθεῖ νά ὑφίσταται - καί σέ πολλές περιπτώσεις νά ἀκμάζει
- μετά ἀπό τή δημιουργία τοῦ ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κράτους καί ἕως τήν
καταστροφή στή Μικρά Ἀσία τό 1922».5
*****
Ἡ ἱστορική αὐτή ἀναδρομή στή
δημιουργία τοῦ ὅρου «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή»
ἀναδεικνύει μέ τρόπο σαφή τήν ἀβυσσώδη ἀπόσταση μεταξύ τῶν δύο κόσμων. Τοῦ
κόσμου τῆς Δύσης, πού θεμελιώνεται πάνω στόν ὀρθό λόγο, ὀργανώνεται μέ βάση τή
ξηρή ἀριστοτελική λογική, δίνει τό βάρος στό ὑλικό στοιχεῖο, στήν ἐνδοκόσμια
προοπτική τῶν πάντων. Τό κλίμα αὐτό
παρουσιάστηκε στόν δυτικό κόσμο εὐθύς μετά τή διαίρεση τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας
σέ Ἀνατολική καί Δυτική. Οἱ ἕλληνες Πατέρες, ἀπό πολύ ἐνωρίς, ἐντόπισαν τή
διαφορά αὐτή τοῦ τρόπου σκέψης καί τοῦ ἤθους ἀνάμεσα στήν Ἀνατολή καί τή Δύση. Ὁ
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος κάμνει λόγο γιά τό «ἑῷον» καί τό «ἑσπέριον» ἦθος. Τό ἦθος Ἀνατολῆς
καί Δύσης. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρεται στήν «ἐπηρμένην ὀφρύν»τῆς Δύσης.
Ἀπό τότε πού ἡ Ρώμη ἔπεσε στά
χέρια τῶν Βανδάλων εἰσβολέων, οἱ Φράγκοι μέ τόν Καρλομάγνο, ἐπέβαλαν ἄλλο ἦθος στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἡ
ὁποία κατέστη αἰχμάλωτη στά χέρια τους, καί
σ’ ὁλόκληρο τὸν Δυτικό χριστιανικό κόσμο.
Ἀντίθετα, στήν Ἀνατολή ἐπικρατεῖ ἄλλο
πνεῦμα. Ὅταν μιλᾶμε γιά τήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή», ἐννοοῦμε τή χριστιανική Ἀνατολή,
ὅπου ἡ «κατά ἀνατολάς Ἐκκλησία», ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καθίσταται ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ.
Αὐτή τόν ἐμπνέει, τόν καθοδηγεῖ. Καί ὁ λαός ἀφουγκράζεται τή φωνή της, ζυμώνει
τή ζωή του μέ τά παραγγέλματα καί τίς ἐπιταγές της, πού εἶναι ἐντολές τοῦ Ἀρχηγοῦ
της, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκτείνεται ἀπό τήν ἀποστολική
ἐποχή στό χῶρο τῆς Ἀνατολῆς καί ἔχει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά:
• Κρατάει
τήν πίστη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, πού ξεκίνησε ἀπό τήν ἁγία Πόλη, τήν Ἱερουσαλήμ
καί συνεχίζει τήν πορεία της, ὅπως ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
• Κρατάει
τήν παράδοση τῆς πρώτης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί διατηρήθηκε στό χῶρο τῆς Ἀνατολῆς
μέ τά παλαίφατα Πατριαρχεῖα, Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων.
• Ἔχει
ἀναδείξει πλῆθος ὁσίων καί μαρτύρων καί καυχᾶται γιά τά αἵματα τῶν τέκνων της.
Πάντοτε, μέχρι σήμερα, διωκομένη ἀλλά
νικῶσα, καί διατηροῦσα τήν ἄδολη ἀποστολική
της πίστη.
• Ἀκόμη,
ὑπῆρξεν ἡ κοιτίδα τῶν πρώτων Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι πίστεψαν μέ τό κήρυγμα τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων.
• Ἡ
ἁγία Πόλις Ἱερουσαλήμ, καί γενικῶς ἡ Παλαιστίνη καί ἡ Αἴγυπτος καθώς καί ἡ
Μικρά Ἀσία ὑπῆρξαν τό λίκνο τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνέδειξαν τούς μεγάλους Πατέρες,
οἱ ὁποῖοι μέ τή διδασκαλία τους οἰκοδόμησαν τό θαυμαστό σύνολο τῆς
χριστιανοσύνης.
• Ἰδιαιτέρως,
ἡ Μικρά Ἀσία ἔλαμψε διά τῆς πίστεως, διότι σ᾽ αὐτήν ἀναδείχθηκαν οἱ ἑπτά ἀστέρες
τῆς Ἀποκαλύψεως, δηλαδή οἱ ἑπτά Ἐκκλησίες, πού ἀναφέρονται στό ἱερό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως
καί εἶναι Ἔφεσος, Σμύρνη, Πέργαμος, Θυάτειρα, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια καί
Λαοδίκεια.
• Στήν
Ἀνατολή ἔζησαν καί διέπρεψαν οἱ θεοφόροι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι στά δογματικά τους
συγγράμματα χρησιμοποίησαν τήν Ἑλληνική γλώσσα, γλώσσα τῆς Ἀνατολῆς, στήν ὁποία
γράφτηκε καί αὐτή ἡ Καινή Διαθήκη.
• Ἀκόμη,
στήν Ἀνατολή συγκροτήθηκαν οἱ ἑπτά Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί μέ τίς ἀποφάσεις
τους κατεδίκασαν τίς διάφορες αἱρέσεις, στηρίζοντας τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή.
Τό τρόπαιο τό ὁποῖο στήθηκε διά τῶν
ἀθανάτων ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δέν εἶναι μνημεῖο νεκρό, ἀλλά ἀποτελεῖ
φάρο πού ἐκπέμπει ζωηφόρο φῶς, τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἄδυτο ἀπό τότε καί ἄσβηστο
μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος. Φῶς ζωοποιό, πού μεταδίδει τό φῶς τῆς θείας καί
ζωοποιοῦ ἀλήθειας στίς γενεές τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι τό φῶς ἐκεῖνο πού ἔκαμε «2.500 Ρωμαιοκαθολικούς Ἐπισκόπους νά κλίνουν
τήν κεφαλήν, κατά τήν τελευταία Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ καί νά διακηρύξουν ὅτι: «Δέν πρέπει νά ὑποτιμηθῇ τό ὅτι τά θεμελιώδη
δόγματα τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως, περί Τριάδος, περί Λόγου τοῦ Θεοῦ τοῦ
σαρκωθέντος ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου, καθωρίσθησαν εἰς Οἰκουμενικάς Συνόδους
συγκληθείσας εἰς τήν Ἀνατολήν. Διά τήν
διατήρησιν τῆς πίστεως ταύτης αἱ Ἐκκλησίαι αὐταί πολλά ὑπέφεραν καί ὑποφέρουν ἀκόμη».6
• Στήν Ἀνατολή ὑπάρχει τό Ἅγιον Ὄρος πού εἶναι μοναδικό στόν κόσμο, ὁχι βεβαίως,
γιὰ τὴ γεωγραφικὴ του ἔκταση ἀλλά κυρίως γιὰ τὴν πνευματικὴν του ἐμβέλεια καὶ
τη χριστιανικὴ του προσφορά.
• Ἡ κατ᾽ Ἀνατολάς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τον
συνοδικό τρόπο διοικήσεως καί
ἐπιλύσεως τῶν διαφόρων ζητημάτων, συνεχίζει τήν πορεία της μέχρι σήμερα, πάρα
τόν πόλεμο, φανερό καί ἀφανῆ πού ὑφίσταται, καί ἐξακολουθεῖ νά ἀναδεικνύει ὁσίους, ἁγίους καί μάρτυρες,
πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ ψυχή της εἶναι τό πανάγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο δέν τήν ἀφήνει
νά παρασυρθεῖ σέ πλάνη.
Μέ ἕνα λόγο ἡ «κατά Ἀνατολάς Ἐκκλησία»
μέ τήν ἄδολη ἀποστολικὴ της πίστη, τὴ γνήσια ὀρθόδοξη ζωή, καὶ τὴν ἔντονη
ποιμαντική καὶ ἱεραποστολικὴ της δράση ἐπηρέασε
ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς τῶν Ρωμιῶν. Ἐπιπρόσθετα, ἐπέδρασε καὶ σέ ὅλες τίς
μορφές τῆς τέχνης (ποίηση, μουσική, ζωγραφική, ἀρχιτεκτονική κλπ) καί κρατεῖ τὸν
Ἑλληνισμὸ ὄρθιο καὶ δυνατὸ στίς δυσκολίες τῆς ζωῆς, ἱκανό νὰ ἀντιμετωπίζει
δυναμικά ὅσους ἐπιβουλεύονται τήν ἐλευθερία του καί νά στήνει τρόπαια σέ κάθε ἐποχή, καί κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε
συνθῆκες.
1. Εἰσήγηση Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 3.10.2017.
2. Σάββα Κονταράτου Ἡ μυθοποίηση τῆς «καθ᾽ἡμᾶς Ἀνατολῆς»,
στόν συλλογικό τόμο, Μύθοι καί ἰδεολογήματα στή σύγχρονη Ἑλλάδα, Πρακτικά
Συμποσίου, Ἀθήνα 2007, σελ. 138-141
3. ὅ.π. 4.
ὅ.π.
5. Richard Clogg, Ὁρίζοντας τή διασπορά, ἡ
περίπτωση τῶν Ἑλλήνων.
6. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἡ ἄδολος ἀποστολικότης
τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας, ἔκδ.Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων, Ἀθῆναι 1968
Περιοδικό «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ» Ιαν.
2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου