Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021

Ο «απαγορευμένος θάνατος» στην εποχή του κορωνοϊού - του Γιώργου Κρανιδιώτη


Ο «απαγορευμένος θάνατος» στην εποχή του κορωνοϊού

 του Γιώργου Κρανιδιώτη

Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε, για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τους ανθρώπους της Δύσης αντιμέτωπους με το φάσμα του θανάτου σε μαζική κλίμακα. Πρόκειται για μία καινοφανή για τις ζώσες γενιές απειλή, που θα ανέμενε κανείς να ωθήσει, εκ των πραγμάτων, τα άτομα προς μία βαθύτερη συνειδητοποίηση της θνητότητάς τους. Ωστόσο, μεταβάλλει όντως η αντικειμενική πραγματικότητα της πανδημίας τις διαμορφωμένες στάσεις έναντι του θανάτου και τις γνώριμες συνθήκες αυτού ή μήπως απεναντίας τις παγιώνει, τις εντείνει και τις παροξύνει;

Η «απαγόρευση» του θανάτου

Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Φιλίπ Αριές,[1] κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα παρατηρείται ένα φαινόμενο εντελώς απρόσμενο, μία βίαιη επανάσταση στις παραδοσιακές ιδέες και τα συναισθήματα, το οποίο ονομάζει «απαγόρευση του θανάτου»: «Ο θάνατος, που άλλοτε ήταν παρών και τόσο οικείος, σβήνει κι εξαφανίζεται. Γίνεται ντροπή, αντικείμενο απαγόρευσης».[2] 

Ο θάνατος έγινε ταμπού και αντικατέστησε το σεξ ως κύρια απαγόρευση: είναι πια ντροπή να μιλάς για τον θάνατο και τους σπαραγμούς του, όπως ήταν άλλοτε ντροπή να μιλάς για το σεξ και τις ηδονές του. Έγινε ο «ακατονόμαστος»∙ η αναφορά στον θάνατο προκαλεί συναισθηματική ένταση ασυμβίβαστη με την καθημερινότητα, και οι άνθρωποι αρνούνται να υποστούν τη φυσική συγκίνηση που προκαλεί η ιδέα ή η θέα του. Τοποθετήθηκε έξω από την καθημερινή ζωή, απομακρύνθηκε από τον κόσμο των πιο οικείων πραγμάτων, διότι «δημιουργεί πρόβλημα»: η κοινωνία πρέπει να αποφύγει την ταραχή «που προκαλούν η αγωνία κι η απλή παρουσία του θανάτου σε μια ευτυχισμένη ζωή, αφού είναι πια γενικά παραδεκτό πως η ζωή είναι πάντα ευτυχισμένη ή, τουλάχιστον, πρέπει να φαίνεται πως είναι».[3] Οι φανερές εκδηλώσεις του πένθους καταδικάζονται ή εξαφανίζονται. Η επίγνωση της προσωπικής θνητότητας εξασθενεί: «Τεχνικά, δεχόμαστε ότι μπορεί να πεθάνουμε […]. Αλλά, στην πραγματικότητα, στο βάθος του εαυτού μας, δε νιώθουμε θνητοί».[4]

Ο Αριές θεωρεί ότι η απαγόρευση του θανάτου έχει τις ρίζες της «σ' έναν πολιτισμό αστικό, που κυριαρχείται από τη συνδυασμένη αναζήτηση της ευτυχίας και του κέρδους κι από τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη».[5] Συσχετίζει, επίσης, την έλλειψη οικειότητας με τον θάνατο με την αύξηση της μακροβιότητας, επισημαίνοντας ότι «ο σημερινός νέος μπορεί θεωρητικά να ενηλικιωθεί χωρίς να έχει δει ποτέ του κάποιον να πεθαίνει».[6] Ακόμη, η πρόοδος της ιατρικής αντικαθιστά στη συνείδηση του ανθρώπου που πάσχει τον θάνατο με την αρρώστια. Ο θάνατος ιατρικοποιείται και εκτεχνικεύεται, δεν εκλαμβάνεται πια ως σύμφυτος με την ανθρώπινη ύπαρξη και φθαρτότητα, αλλά σαν προϊόν της αποτυχίας της ιατρικής.

Εκκινώντας, λοιπόν, από τις ως άνω διαπιστώσεις του Αριές, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι η τρέχουσα πανδημία ενισχύει τις προϋπάρχουσες τάσεις μέχρι υπερβολής.

Τόπος και τρόπος του θανάτου

Ήδη από πολύ πριν την πανδημία, οι μισοί και παραπάνω θάνατοι στην Ευρώπη λάμβαναν χώρα στα νοσοκομεία.[7],[8] Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πεθαίνουν πια στα σπίτια τους, περιστοιχισμένοι από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, αλλά μόνοι, στους ψυχρούς και αφιλόξενους νοσηλευτικούς θαλάμους. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά, μεταξύ άλλων, την «αυξανόμενη αποστροφή της ανοιχτής παραδοχής του θανάτου ─ του δικού σου και του άλλου» και την «ηθική απομόνωση που επιβάλλει αυτή η αποστροφή στον ετοιμοθάνατο», στοιχεία ενός προτύπου το οποίο, κατά τον Αριές, διαγράφεται ήδη στις αστικές τάξεις του τέλους του 19ου αιώνα.[9] Αναλόγως, μεταλλάσσεται και ο ρόλος του γιατρού: τη θέση του παλιού οικογενειακού γιατρού ─που τον καλούσαν στο σπίτι για να παρασταθεί, μαζί με τον παπά και την οικογένεια, στον ετοιμοθάνατο─ έχει καταλάβει ο νοσοκομειακός γιατρός ─ο μόνος γιατρός που στην εποχή μας απέμεινε να έχει πραγματική επαφή με τον θάνατο─, ο άνθρωπος της επιστήμης αλλά και της εξουσίας, και δη μιας εξουσίας που ασκεί αποκλειστικά.

Τώρα, οι θνήσκοντες από την COVID-19 πεθαίνουν όλοι, σχεδόν, εντελώς απομονωμένοι στα νοσοκομεία ─αρκετοί μάλιστα εξ αυτών στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ)─ ή στα γηροκομεία και τις κλινικές περίθαλψης χρονίως αρρώστων. Όμως, ο θάνατος που εγκαταλείπει το σπίτι και τον γνώριμο κόσμο της καθημερινής ζωής για το νοσοκομείο γίνεται «άγριος»: «παρά την επιστημονική του επίφαση, ταράζει περισσότερο το νοσοκομείο, που είναι τόπος λογικής και τεχνικής, παρά το δωμάτιο του σπιτιού, που είναι ο τόπος των συνηθειών της καθημερινής ζωής».[10]

Είναι εντυπωσιακό πως, κατά την τρέχουσα πανδημία, η ΜΕΘ αναγορεύθηκε σε φετίχ [από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ), την κοινή γνώμη, τα κόμματα, τα κινήματα κ.ά.]: το πραγματικό όφελος από τη χρήση της (το οποίο ουδόλως αμφισβητούμε) επισκιάστηκε από ένα νέφος εξωπραγματικών προσδοκιών. Έτσι, αφενός έμεινε στην αφάνεια η μεγάλη συμβολή των πτερύγων νοσηλείας μη-διασωληνωμένων ασθενών, αφετέρου διαμορφώθηκε ένα κλίμα εναντίον της μη-κλιμάκωσης της αγωγής και υπέρ της επιθετικής υποστήριξης ακόμη και αρρώστων που η κατάστασή τους ήταν μη-αναστρέψιμη και στους οποίους η ΜΕΘ απλώς θα παρέτεινε τη διαδικασία του θανάτου. Τοιουτοτρόπως, η απόλυτη εκτεχνίκευση του θανάτου φθάνει να στερεί από τον άνθρωπο τον ίδιο του τον θάνατο, όπερ συνιστά άλλη μια έκφραση της απαγόρευσης του θανάτου.

Ο ασθενής που νοσηλεύεται με COVID-19 βιώνει μία ανείπωτη και αφόρητη μοναξιά. Το επισκεπτήριο απαγορεύεται. Τα αγαπημένα του πρόσωπα δεν μπορούν να τον αγκαλιάσουν, να τον φιλήσουν, να τον συντροφεύσουν στη δοκιμασία του. Κατ’ ανάγκην, επινοούνται τεχνικές λύσεις, όπως οι βιντεοκλήσεις κ.ά., που αποτελούν χρήσιμα πλην ανεπαρκή υποκατάστατα. Και αυτή ακόμη η επικοινωνία του με το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό είναι ακρωτηριασμένη: κατά τακτά χρονικά διαστήματα, τον επισκέπτονται κάποια παράξενα όντα ενδεδυμένα ολόσωμες στολές, που φορούν μάσκες, προστατευτικά γυαλιά και ασπίδες προσώπου. Μόλις που μπορεί να διακρίνει τα μάτια τους κάτω απ’ όλα αυτά. Η συνομιλία του μαζί τους είναι τυπική και ολιγόλεπτη. Τα μόνα αγγίγματα που δέχεται προέρχονται από τα γαντοφορεμένα χέρια που τον εξετάζουν ή τρυπούν τις φλέβες και τις αρτηρίες του. Οι μόνοι ήχοι που ακούει εκπέμπονται από τις συσκευές χορήγησης οξυγόνου και τους ηλεκτρονικούς καταγραφείς των ζωτικών λειτουργιών του. Θα λέγαμε πως ο άνθρωπος αυτός έχει εγκλωβισθεί σε μια συνθήκη ακραίας αισθησιακής αποστέρησης, όπου η ενσώματη αλληλεπίδρασή του με τους ομοίους του έχει πρακτικά εκμηδενισθεί. «Τι όμορφη που είστε τελικά! Τόσον καιρό σάς έβλεπα ντυμένη σαν αστροναύτη και μού ήταν αδύνατον να το αντιληφθώ», λέει μια ηλικιωμένη ασθενής, κατά την έξοδό της από το νοσοκομείο, στη νεαρή γιατρό που της δίνει οδηγίες και συνταγές για το σπίτι. Αν, όπως προτείνει ο Χρήστος Γιανναράς,[11] το σώμα δεν είναι ένα μέρος ή τμήμα της ύπαρξης του ανθρώπου, αλλά η κατεξοχήν προσωπική διαφοροποίηση και αμεσότερη και προσιτότερη συγκεφαλαίωση των ενεργειών της ανθρώπινης φύσης, τότε η κάλυψη των σωμάτων, των βλεμμάτων, των φυσιογνωμικών εκφράσεων και των χειρονομιών των ιατρών, των νοσηλευτών, των τραπεζοκόμων, των καθαριστριών κ.λπ. καθιστά απολύτως ανέφικτη οποιαδήποτε δια-προσωπική σχέση, βυθίζοντας τον άρρωστο στο σκότος μιας κενής, μη-πληρούμενης «αποβλεπτικότητας». Βάσει των παραπάνω περιγραφέντων, εύκολα εξηγείται γιατί ο άρρωστος ζητεί επίμονα να πάρει εξιτήριο, άπαξ και αισθανθεί να βελτιώνεται και προτού ολοκληρωθεί η ανάρρωσή του, ιεραρχώντας την απελευθέρωση απ’ όλον αυτόν τον κλοιό ως υπέρτερη του ─ακόμη υπαρκτού─ κινδύνου για τη ζωή του.

Ειδικά ο ετοιμοθάνατος ασθενής με COVID-19 στερείται, επιπροσθέτως, τη δυνατότητα του αποχαιρετισμού. Ο αποχαιρετισμός δεν είναι κάτι επουσιώδες· καίτοι έχει εν πολλοίς ατονήσει, παραμένει μια αναγκαία, σύνθετη διαδικασία, που ενδέχεται να περιλαμβάνει συμφιλιώσεις, εκμυστηρεύσεις, συγχωρήσεις, αναμνήσεις, αναθέσεις κ.λπ. Η απουσία του καθιστά τον θάνατο εκκρεμή, ανολοκλήρωτο. Οι συγγενείς, φέροντας ήδη βαρέως το σοκ της αιφνίδιας απόσπασης του ανθρώπου τους από κοντά τους, αισθάνονται τώρα σαν ένα αδιαπέραστο τείχος να έχει ορθωθεί μπροστά τους, το οποίο αποκόπτει κάθε πρόσβαση στον αγαπημένο που χαροπαλεύει. Ενημερώνονται μόνο τηλεφωνικά από τους γιατρούς για την επιδείνωση της κατάστασής του και βασανίζονται από την απόγνωση τού να μην μπορούν να τον αντικρίσουν έστω για τελευταία φορά ζωντανό και να του πουν αντίο. «Γιατρέ, σας παρακαλώ, έχω να δω τη γυναίκα μου δυο μήνες· αφήστε με να μπω για λίγο να τη δω, από μακριά μόνο, πριν πεθάνει», εκλιπαρεί τον επιμελητή ο μεσήλικας σύζυγος μιας ασθενούς.

Αν ο ετοιμοθάνατος είναι θρήσκος, χάνει την ευκαιρία να εκπληρώσει θρησκευτικά καθήκοντα και να συμμετάσχει σε θρησκευτικές τελετές και πρακτικές (Ευχέλαιο, Εξομολόγηση, Θεία Κοινωνία), που, γι’ αυτόν, συνιστούν πολύτιμα και αναντικατάστατα εφόδια για το «πέρασμα», ενώ, αντικειμενικά, δρουν παρηγορητικά και ανακουφιστικά. Αν διασωληνωθεί, και εφόσον διατηρεί ακόμη επικοινωνία με το περιβάλλον, οι τελευταίες λέξεις που ακούει είναι αυτές του αναισθησιολόγου: «μην ανησυχείτε, όλα θα πάνε καλά!», φράση που συχνά εμπερικλείει ένα άλλοτε άλλο ποσοστό «γενναίου ψεύδους». Αν είναι πρόσφυγας, μετανάστης, πληβείος, το αίσθημα της ανεστιότητας και της εγκατάλειψης επιτείνεται, καθώς επικάθεται σε προϋφιστάμενες ματαιώσεις και οδύνες.

Έλλογη οντότητα και ατομικότητα του ετοιμοθάνατου

Η απαγόρευση του θανάτου μεταβάλλει το status του ετοιμοθάνατου, αμφισβητώντας την έλλογη οντότητά του και προσβάλλοντας την αξιοπρέπειά του. Γράφει ο Αριές: «Οπωσδήποτε, ποτέ δεν ήταν εύκολο να πεθαίνει κανείς, αλλά οι παραδοσιακές κοινωνίες συνήθιζαν να παραστέκονται στον ετοιμοθάνατο και να δέχονται τις επιθυμίες του μέχρι την τελευταία του πνοή. Σήμερα, στα νοσοκομεία […] δεν υπάρχει πια επικοινωνία με τον ετοιμοθάνατο. Δεν τον ακούν πια σαν πλάσμα λογικό, αλλά τον παρατηρούν σαν κλινικό υποκείμενο […]. Οπωσδήποτε απολαμβάνει μια τεχνική υποστήριξη […]. Αλλά, μολονότι τον φροντίζουν καλά και τον διατηρούν πολύ καιρό στη ζωή, έχει γίνει ένα πράγμα μοναχικό και ταπεινωμένο».[12] Στο παράθεμα, αποτυπώνεται συγκλονιστικά μια πραγματικότητα που υφίσταται μεν εδώ και πολύ καιρό, ωστόσο, κατά την πανδημία της COVID-19, προσλαμβάνει πρωτόγνωρες διαστάσεις, λόγω των ακραίων συνθηκών απομόνωσης υπό τις οποίες νοσηλεύονται οι άρρωστοι, της ποικιλίας και της έντασης των εφαρμοζόμενων σε αυτούς τεχνικών, του περιρρέοντος τρόμου κ.ά.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του απαγορευμένου θανάτου το οποίο εμφανίζεται τώρα σε παροξυμμένη μορφή είναι η συντριβή της ατομικότητας του ετοιμοθάνατου. Ο άνθρωπος του ύστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης ήθελε να συμμετέχει στον θάνατό του, γιατί έβλεπε σ’ αυτόν μια εξαιρετική στιγμή συνειδητοποίησης και οριστικής μορφοποίησης της ατομικότητάς του. Ο θάνατός του του ανήκε, και ανήκε μόνο σ’ αυτόν. Η κυριότητα επί του θανάτου συνδεόταν άρρηκτα με την κυριότητα επί της ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι η εποχή αυτή, όπου ο θάνατος «θριάμβευσε», καταλαμβάνοντας τις συνειδήσεις και τις σκέψεις, τουλάχιστον των κληρικών και των διανοουμένων, υπήρξε συνάμα η εποχή της ανάδυσης και του «θριάμβου» του ατόμου: το άτομο ξέφυγε από τις παραδεδομένες συλλογικές απεικονίσεις και ο ατομικισμός επιβεβαιώθηκε σε όλες του τις μορφές (θρησκευτικές, οικονομικές, μορφωτικές κ.ά.). Από τον 17ο αιώνα, ο ετοιμοθάνατος αρχίζει να μοιράζεται την κυριαρχία του με την οικογένειά του, ενώ, όσο πλησιάζουμε στις μέρες μας, παραχωρεί ένα ολοένα μεγαλύτερο κομμάτι της στο ιατρικό επάγγελμα.

Εύλογα ανησυχεί κανείς: μήπως υπάρχει στον καιρό μας μια ανάλογη αλλά αντίστροφη σχέση θανάτου - ατομικότητας, ούτως ώστε η σημερινή «κρίση» του θανάτου να αντικατοπτρίζει μία κρίση της ατομικότητας, παρά τις διακηρύξεις περί σεβασμού της αυτονομίας του ασθενούς και τις σχετικές θεσμίσεις; Σε ποιο βαθμό συνθλίβεται ο θάνατος ως αυθεντικό, προσωπικό βίωμα από το τεχνικό περιβάλλον μες στο οποίο επέρχεται; Ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες από τον υποβιβασμό του θανόντος από κορωνοϊό ανθρώπου σε έναν αριθμό, κατά την καθημερινή, στερεοτυπικά επαναλαμβανόμενη ανακοίνωση των θανάτων, ή σε ένα απροσπέλαστο, μη-ορατό περιεχόμενο ενός κλειστού, αδιαφανούς, πλαστικού σάκου, κατά την παραλαβή του από το νοσοκομείο προς ταφή;

«Δυσθανασία»

Ο θάνατος από COVID-19, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν είναι αιφνίδιος, όπως π.χ. είναι, αρκετές φορές, ο θάνατος από οξύ στεφανιαίο σύνδρομο· συνιστά μάλλον ένα προτσές παρά ένα στιγμιαίο συμβάν. Επομένως, ακόμη κι αν δεχθούμε ότι ο θάνατος καθ’ εαυτόν είναι «οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς» (ένα τίποτα για μας), σύμφωνα με τον περίφημο αφορισμό του Επίκουρου,[13] ή ένα «διάκενον φάσμα» (κούφιο φάντασμα), όπως τον αποκαλεί ο φιλόσοφος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού Ευγένιος Βούλγαρις, επειδή επέρχεται ακαριαία και ανεπαίσθητα, η προθανάτια ψυχική και σωματική ταλαιπωρία στις ιδιάζουσες περιστάσεις της πανδημίας επιφέρει την κατά Βούλγαρι «δυσθανασία», η οποία είναι το αντίθετο της «εὐθανασίας», τουτέστιν του καλού, ειρηνικού θανάτου.[14] Σημειωτέον, πάντως, ότι ο ξαφνικός θάνατος, που στην περίοδο του απαγορευμένου θανάτου θεωρείται προτιμητέος, ως ανώδυνος, ήταν παραδοσιακά πολύ επίφοβος, διότι δεν επέτρεπε τη μετάνοια, καθώς και την κυριαρχία του ετοιμοθάνατου επί των συνθηκών του θανάτου του. Απεναντίας, επιθυμητός ήταν ο θάνατος που προειδοποιούσε, μέσω σωματικών ενδείξεων ή μιας εσωτερικής, ενστικτώδους βεβαιότητας. Ειρωνεία της τύχης, ο κορωνοϊός προκαλεί έναν θάνατο που δεν είναι ούτε ο σήμερα προτιμητέος, αλλά, οπωσδήποτε, ούτε και ο παραδοσιακά επιθυμητός.

Άρνηση - απώθηση του θανάτου

Άλλοτε, ο ετοιμοθάνατος διατηρούσε την αξία του μέχρι το τέλος, και μάλιστα ακόμη παραπέρα, αφού την έπαιρνε μαζί του σε μια μελλοντική ζωή, στην οποία όλοι πίστευαν. Η πανδημία του κορωνοϊού βρίσκει τον δυτικό άνθρωπο με εξασθενημένη έως καταργημένη την πίστη στην αθανασία. Ο Μαξ Σέλερ υποστηρίζει ότι η αιτία της βαθμιαίας αποδυνάμωσης της πίστης αυτής κατά τους τελευταίους αιώνες δεν είναι η επιστημονική πρόοδος ─η οποία δήθεν υπέσκαψε τη θρησκεία─ αλλά η στάση του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στον ίδιο τον θάνατο. Δηλαδή: «Ο σύγχρονος άνθρωπος [...] δεν ζει πια "ενώπιον του θανάτου". [...] η ενορατική βεβαιότητα του θανάτου ─διαρκώς παρούσα στον νου του καθενός─ απωθείται από τον σύγχρονο άνθρωπο, λόγω του τρόπου ζωής και των φροντίδων του, εκτός συνειδήσεως, μέχρι σημείου να ανάγεται τελικά στην απλή αφηρημένη γνώση ότι κάποτε θα πεθάνει. […] Αν ο σύγχρονος άνθρωπος αδιαφορεί για τη μεταθανάτια ζωή, ο λόγος είναι ότι πρωταρχικά αρνείται την ουσία και το είναι του θανάτου».[15] Η ξέφρενη εργασία και το ξέφρενο κέρδος αναισθητοποιούν τον σύγχρονο άνθρωπο απέναντι στην ιδέα του θανάτου.

Η «οριακή κατάσταση» της πανδημίας δεν φαίνεται να θραύει την απώθηση -άρνηση του θανάτου, να αποσπά το άτομο από τις υπεκφυγές και τις ψευδαισθήσεις, και να το εγείρει στην «αυθεντική ύπαρξη» και την ελευθερία που κομίζει η συνειδητοποίηση του μηδενός (θα λέγαμε, παραφράζοντας τους Καρλ Γιάσπερς και Μάρτιν Χάιντεγκερ). Αντ’ αυτού, έχουμε μάλλον την κατίσχυση ενός παραλυτικού φόβου. Οπωσδήποτε, ο φόβος του θανάτου είναι φυσικός· εντούτοις παλαιότερα μετριαζόταν ─σε σημείο που υπολειπόταν του φόβου της αιώνιας καταδίκης─ κυρίως χάρις στην ελπίδα και την προσδοκίας μιας νέας, μακαριότερης της ενθάδε, βιοτής στο επέκεινα.

Η άρνηση του θανάτου συνδυάζεται με μία υπερβολική έμφαση στην υγεία και τη σωματική ευεξία, με τη λατρεία της νεότητας και με την υποτίμηση του γήρατος, η πάση θυσία αναβολή του οποίου έχει καταστεί το επίκεντρο μιας ολόκληρης βιομηχανίας. Όταν ενέσκηψε η πανδημία, η υγεία ανακηρύχθηκε ─χωρίς αναλογισμό, αυτονόητα─ ανώτατη αξία, στο βωμό της οποίας θυσιάστηκαν ελευθερίες, δικαιώματα, απολαύσεις, σχέσεις, πνευματικά και υλικά αγαθά κ.ο.κ. Όμως, όπως παρατηρεί ο Βίκτορ Φρανκλ, η υγεία δεν ενέχει κάποιο αυτοτελές νόημα, αλλά αποτελεί μία μόνο από τις προϋποθέσεις επίτευξης του πραγματικού νοήματος: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο άρρωστος πρώτα-πρώτα θέλει να αναρρώσει· οπότε η υγεία μοιάζει να είναι ο υπέρτατος σκοπός της ζωής του. Αλλά στην πραγματικότητα η υγεία δεν είναι τίποτε περισσότερο από μέσον για τον σκοπό, αφού είναι προϋπόθεση για να πετύχει οτιδήποτε μπορεί να θεωρεί πραγματικό νόημα σε μια δεδομένη στιγμή».[16] Όταν, λοιπόν, τα πραγματικά νοήματα ελλείπουν, η αποκατάσταση της υγείας απλώς επαναφέρει στο προσκήνιο το υπαρξιακό κενό.

Στην τωρινή πανδημία, ο άνθρωπος ζει μια πρωτοφανή αντίφαση και παραδοξότητα: βομβαρδίζεται από τηλεοράσεως με μία τεράστια ποσότητα θανάτου, βλέπει εκατόμβες νεκρών να παρελαύνουν στην οθόνη του, την ίδια στιγμή που είναι στεγανά αποχωρισμένος και αποξενωμένος από την απτή πραγματικότητα του θανάτου όσο ποτέ άλλοτε. Χορταίνει εικονικό θάνατο, την ώρα που ο πραγματικός θάνατος συμβαίνει πίσω από ερμητικά κλειστές πόρτες και τα πτώματα «φυγαδεύονται» μέσα σε σφραγισμένα φέρετρα. Έχουμε να κάνουμε με εκδηλώσεις, στον υπερθετικό βαθμό, του σύγχρονου «αντεστραμμένου θανάτου» ─ του αντίποδα του μεσαιωνικού «εξημερωμένου θανάτου», συστατικές ποιότητες του οποίου ήταν η εγγύτητά του και η γειτνίαση ζωντανών - νεκρών.

Η «στρατιωτική μεταφορά»

Ο απαγορευμένος θάνατος εξαφανίζεται από το λεξιλόγιο· στη θέση του μένει ένα διάχυτο ανώνυμο άγχος. Στην κυβερνητική ιστοσελίδα που ενημερώνει για την πορεία της πανδημίας, η λέξη «θάνατοι» αντικαταστάθηκε από τη λέξη «απώλειες». Αλλά η αντικατάσταση αυτή υποδηλώνει και κάτι άλλο: την επικράτηση αυτού που η Σούζαν Σόνταγκ ονομάζει «στρατιωτική μεταφορά στην ιατρική».[17] Το Κράτος και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μεταχειρίζονται ορολογία που παραπέμπει σε πολεμική σύρραξη: «πολεμάμε εναντίον ενός αόρατου εχθρού», «τα νοσοκομεία είναι πεδίο μάχης», «οι υγειονομικοί μάχονται ηρωικά» «τα επιτελεία επεξεργάζονται επιχειρησιακά σχέδια»,«τα φάρμακα και τα εμβόλια είναι τα όπλα μας» κ.ο.κ. Η στρατιωτική χροιά των υπουργικών και ιατρικών δηλώσεων τις μεταμορφώνει σε οιονεί πολεμικά ανακοινωθέντα. Η άντληση όρων από τη γλώσσα των πολεμικών υποθέσεων δείχνει πως «η νόσος γίνεται αντιληπτή ως ο εχθρός εναντίον του οποίου διεξάγει πόλεμο η κοινωνία».[18] Σύμφωνα με τη Σόνταγκ, η κατάχρηση της στρατιωτικής μεταφοράς πιθανόν να είναι αναπόφευκτη στην καπιταλιστική κοινωνία, ένεκα της υποχώρησης των ηθικών αξιών και της κυριαρχίας του ιδιωτικού συμφέροντος και του κέρδους, επιφέρει δε τον στιγματισμό της νόσου και κατ’ επέκτασιν των ασθενών, ενώ «ο ασφαλέστερος τρόπος να αντικρύζουμε τη νόσο και ο υγιέστερος να νοσούμε είναι ένας τρόπος στον υπέρτατο βαθμό αποκαθαρμένος από τη μεταφορική σκέψη».[19]

Το «αδύνατο» πένθος

Αναφορικά με το πένθος, η άρνηση - απαγόρευσή του αποτελούσε, και πριν τον κορωνοϊό, ουσιώδη πτυχή της απαγόρευσης του θανάτου στη Δύση· τώρα, όμως, έφθασε στα άκρα. Κάποτε, ο θάνατος ήταν μια οργανωμένη, δημόσια τελετή όπου προεξήρχε ο νεκρός: «Από τη στιγμή που κάποιος βρισκόταν στο κρεβάτι “κατάκοιτος”, το δωμάτιό του γέμιζε κόσμο, συγγενείς, παιδιά, φίλους, γείτονες, μέλη της αδελφότητας».[20] Ξενυχτούσαν τον νεκρό στο σπίτι και τον εξέθεταν σε προσκύνημα στον ναό της ενορίας· η νεκρώσιμη ακολουθία, η πάνδημη κηδεία, τα μοιρολόγια, τα δείπνα, τα μνημόσυνα κ.λπ. συγκροτούσαν ένα δίκτυο εθίμων το οποίο ενέπλεκε την κοινότητα και προσέδιδε στον θάνατο και το πένθος έναν κοινωνικό χαρακτήρα. Σήμερα, ο θάνατος και το πένθος έχουν απωθηθεί στην αυστηρώς ιδιωτική σφαίρα του ατόμου· το άλλοτε επίσημο έχει γίνει κρυφό. Όπως γράφει η Κατερίνα Μάτσα, η απώθηση αυτή «δεν είναι παρά ένας δείκτης του βαθμού αποξένωσης των ανθρώπων, μια μορφή κοινωνικής παθολογίας».[21]

Με την πανδημία, ακόμη και οι στενοί συγγενείς αποκλείονται από την επιτέλεση του πένθους. Θεσπίστηκε ανώτατο όριο παρευρισκομένων στις κηδείες· η νεκρώσιμη ακολουθία γίνεται επί τροχάδην· ο θρήνος του νεκρού πριν τον ενταφιασμό περιστέλλεται. Ειδικά οι νεκροί από COVID-19 θάβονται σε χωριστή πτέρυγα, απομακρυσμένη από το υπόλοιπο κοιμητήριο, και οι οικείοι δεν επιτρέπεται να τους αγγίξουν ή να τους ασπαστούν (μάλιστα, στην Ελλάδα, καθ’ υπέρβασιν των επιστημονικών οδηγιών, δεν μπορούν καν να δουν το αγαπημένο τους πρόσωπο στο ύστατο χαίρε, καθώς το φέρετρο δεν ανοίγει). Εξαιτίας της απαγόρευσης κυκλοφορίας, οι οικογενειακές συγκεντρώσεις όπου οι συγγενείς και οι φίλοι μοιράζονταν το πένθος (όσο δεν είχαν ακόμη παντελώς εκλείψει) είναι αδύνατες.

Όμως, η απαγόρευση του πένθους σημαίνει άρνηση του δικαιώματος των επιζώντων στην παρηγοριά. Στη φάση του πένθους, ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη συμπαράσταση της κοινωνίας, περισσότερο ίσως παρά οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ζωής του. Η απόσυρση της συμπαράστασης αυτής, ήδη συνήθης και τώρα πια κρατικά επιβεβλημένη, βυθίζει τον άτομο στη μοναξιά και την απελπισία. Σύμφωνα πάλι με την Μάτσα, «βασική λειτουργία του πένθους είναι να εντάξει τις αναμνήσεις και τις ελπίδες των ζωντανών σε κάτι καινούριο, μια καινούρια ζωή που πρέπει να οικοδομηθεί από την αρχή».[22] Το «αδύνατο» ή ανεπιτέλεστο πένθος είναι ψυχοτραυματικό: «Αυτό που δεν έγινε δυνατό να συμβολοποιηθεί μέσα από τις επικήδειες τελετές μεταδίδεται με δύναμη και βία στους απογόνους του νεκρού διαμέσου της επιστροφής του τραυματικού απωθημένου και παίρνει τη μορφή παθολογίας».[23]

Επίλογος

«Και μετά απ’ όλ’ αυτά τι;» πιθανόν να απορήσει ο αναγνώστης που είχε την υπομονή να φθάσει μέχρις εδώ. Η όποια απάντηση μπορεί να είναι μόνον υπαινικτική: αν ο τρόπος του θανάτου επισφραγίζει τον τρόπο της ύπαρξης και αν, με τη σειρά του, ο τρόπος της ύπαρξης διαπλάθεται από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, η αλλαγή των στάσεων των ανθρώπων απέναντι στον θάνατο είναι μάλλον ακατόρθωτη στις κοινωνίες του φετιχισμού του εμπορεύματος και του χρήματος, της αποξένωσης του ανθρώπου από την ουσία του, τους συνανθρώπους του και τη φύση, όπου οι ψευδο-Θεοί του Κράτους και της (αυτονομημένης) Τεχνικής έχουν ενθρονιστεί στη θέση του «νεκρού Θεού» της Μεταφυσικής. Η πανδημία του κορωνοϊού, τραβώντας στα άκρα την προϋπάρχουσα απαγόρευση του θανάτου και αποκαλύπτοντας τα ποικίλα αδιέξοδά της, δυνατόν να μεταποιηθεί σε κρίσιμη καμπή για έναν ριζικό επαναπροσανατολισμό της κοινωνίας και του ατόμου, για μία νέα γέννηση μέσω του θανάτου. Παρά τις αντιξοότητες ─ή ορθότερα λόγω αυτών και εντός αυτών─ η ελπίδα διατηρείται άσβεστη· άλλωστε, όπως διδάσκει ο Γκέοργκ Χέγκελ, «η ζωή του πνεύματος δεν είναι η ζωή που υποχωρεί από φόβο μπροστά στο θάνατο και κρατείται καθαρή μακριά από την ερήμωση, αλλ’ εκείνη που τον αντέχει και διατηρείται μέσα σ’ αυτόν».[24]

Ευχαριστίες

Ευχαριστώ τους ασθενείς μου και τους συναδέλφους και συνεργάτες μου (κάποιοι εκ των οποίων αρρώστησαν και οι ίδιοι) στη Μονάδα Νοσηλείας Ασθενών με COVID-19 του Τζανείου Νοσοκομείου Πειραιά για την πολύτιμη συμβολή τους στη συγγραφή του παρόντος άρθρου, μέσω των εμπειριών και βιωμάτων τους που μοιράστηκαν μαζί μου. Επίσης, ευχαριστώ το περιοδικό Kaboom για τη φιλοξενία.


[1] Φιλίπ Αριές, Δοκίμια για το θάνατο στη Δύση, μτφ. Καρίνας Λάμψα, Γλάρος, Αθήνα, 1988.

[2] Ό.π., σ. 48.

[3] Ό.π., σ. 49.

[4] Ό.π., σσ. 59-60.

[5] Ό.π., σ. 56.

[6] Ό.π., σ. 159.

[7] Burkhard Dasch et al, Place of Death: Trends Over the Course of a Decade. A Population-Based Study of Death Certificates From the Years 2001 and 2011. Deutsches Ärzteblatt International 2015; 112: 496–504.

[8] Lucas Morin et al. Where do older people die? A nationwide study in France (1990–2010). Médecine Palliative 2015; 14: 179-190.

[9] Αριές, ό.π., σ. 182.

[10] Ό.π., σ. 187.

[11] Χρήστος Γιανναράς, Το πρόσωπο και ο έρως, Δόμος, Αθήνα, 1987, σ. 94.

[12] Αριές,ό.π., σσ. 191-192.

[13] Επίκουρος, Κύριαι Δόξαι, 2. Στο: Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων, Loeb Classical Library, Cambridge, 1925.

[14] Βλ. Γεώργιος Κρανιδιώτης, Η έννοια της ευθανασίας στον Ευγένιο Βούλγαρη, Ηθική-Περιοδικό φιλοσοφίας, 2019; 12: 29-43.

[15] Μαξ Σέλερ, Θάνατος και μετά θάνατον ζωή, μτφ. Κωστή Παπαγιώργη, Καστανιώτης, Αθήνα, 2003, σσ. 22-23.

[16] Βίκτορ Φρανκλ, Η αναζήτηση του ανθρώπου για το υπέρτατο νόημα, μτφ. Αυγουστίνου Τσιριμώκου, Αρμός, Αθήνα, 2018, σσ. 107-108.

[17] Σούζαν Σόντακ, Η νόσος ως μεταφορά - Το AIDS και οι μεταφορές του, μτφ. Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου - Στέφανου Ροζάνη, Ύψιλον, Αθήνα, 1993, σσ. 103-105.

[18] Ό.π., σ. 72.

[19] Ό.π., σ. 9.

[20] Αριές, ό.π., σ. 147.

[21] Κατερίνα Μάτσα, Το αδύνατο πένθος στην εποχή του κορονοϊού, Νέα Προοπτική, 12 Απριλίου 2020.

[22] Κατερίνα Μάτσα, Νιόβη - Το αδύνατο πένθος στον καιρό της πανδημίας, Άγρα, Αθήνα, 2020, σ. 51.

[23] Ό.π., σ.57.

[24] Γκέοργκ Χέγκελ, Φαινομενολογία του πνεύματος, μτφ. Δημήτρη Τζωρτζόπουλου, τόμος 1ος, Δωδώνη, Αθήνα, 1993, σ. 154.

Δεν υπάρχουν σχόλια: