ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ 1821-2021
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ
Απλά … ευλαβικά …. Αδελφικά.
Για την όντως Μεγάλη Χρονιά και Μέρα
200 χρόνια Ελευθερίας, 1821-2021!
Για την όντως Μεγάλη Χρονιά και Μέρα
200 χρόνια Ελευθερίας, 1821-2021!
Προτείνω στους επισκέπτες της «Αναστάσιος» για ανάγνωση, και όχι μόνο, το από τα πιο κατάβαθα Ελληνικό ποίημα που ακολουθεί.
25η Μαρτίου, Ευαγγελισμός - Ελληνισμός
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μεμιάς ανοίγει ο ουρανός τα σύγνεφα
μεριάζουν,
οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι, κοιτάζουν.
Μια φλογ’ αστράφτει … ακούονται ψαλμοί και μελωδία …
Πετάει εν’ άστρο… σταματά εμπρός εις τη Μαρία…
οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι, κοιτάζουν.
Μια φλογ’ αστράφτει … ακούονται ψαλμοί και μελωδία …
Πετάει εν’ άστρο… σταματά εμπρός εις τη Μαρία…
«Χαίρε, της λέει, αειπάρθενε, ευλογημένη,
χαίρε!
Ο Κύριός μου είναι
με σε. Χαίρε, Μαρία, χαίρε!»
Επέρασαν
χρόνοι πολλοί… Μια μέρα σαν εκείνη,
αστράφτει πάλε ο ουρανός… Στην έρμη της την κλίνη
λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμή κι απελπισμένη,
μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει, αλυσωμένη.
Τα σίδερα είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.
Τα καταφρόνια, η δυστυχιά σέπουν τα κόκαλά της.
Τρέμει μεμιάς η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα
φέγγει κι αφήνει και περνά εν’ άστρο, μιαν αχτίδα.
Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του…
«Ξύπνα, ταράζου,
μη φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.
Ο Κύριός μου είναι με σε, Ελλάς, ανάστα, χαίρε».
Οι τοίχοι ευθύς σωριάζονται. Η μαύρ’ η πεθαμένη
νιώθει τα πόδια φτερωτά. Στη μέση της δεμένη
χτυπάει η σπάθα φοβερή. Το κάθε πάτημά της
ανοίγει μνήμ’ αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της…
Κανείς δεν αποκρένεται… Βγαίνει, πετά στα όρη…
Λιώνουν τα χιόνια όθε διαβεί, όθε περάσει η Κόρη.
«Ξυπνάτε, εσείς που κοίτεστε, ξυπνάτε όσοι κοιμάστε,
το θάνατο όσοι εγεύτητε, τώρα ζωή χορτάστε».
Οι χρόνοι
φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη η μέρα
είναι γραμμένο εκεί ψηλά να λάμπει στον αιθέρα
μ’ όλα τα κάλλη τ’ ουρανού. Στολίζεται όλη η φύση
με χίλια μύρια λούλουδα για να τη χαιρετίσει.
Γιορτάστέ την, γιορτάστέ την! Καθείς ας μεταλάβει
από τη Χάρη του Θεού. Και σεις, και σεις οι σκλάβοι,
όσοι τη δάφνη στην καρδιά να φέρετε φοβάστε,
αφορεσμένοι να ’στε!
[1859]
αστράφτει πάλε ο ουρανός… Στην έρμη της την κλίνη
λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμή κι απελπισμένη,
μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει, αλυσωμένη.
Τα σίδερα είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.
Τα καταφρόνια, η δυστυχιά σέπουν τα κόκαλά της.
Τρέμει μεμιάς η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα
φέγγει κι αφήνει και περνά εν’ άστρο, μιαν αχτίδα.
Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του…
Ο Κύριός μου είναι με σε, Ελλάς, ανάστα, χαίρε».
νιώθει τα πόδια φτερωτά. Στη μέση της δεμένη
χτυπάει η σπάθα φοβερή. Το κάθε πάτημά της
ανοίγει μνήμ’ αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της…
Κανείς δεν αποκρένεται… Βγαίνει, πετά στα όρη…
Λιώνουν τα χιόνια όθε διαβεί, όθε περάσει η Κόρη.
«Ξυπνάτε, εσείς που κοίτεστε, ξυπνάτε όσοι κοιμάστε,
το θάνατο όσοι εγεύτητε, τώρα ζωή χορτάστε».
είναι γραμμένο εκεί ψηλά να λάμπει στον αιθέρα
μ’ όλα τα κάλλη τ’ ουρανού. Στολίζεται όλη η φύση
με χίλια μύρια λούλουδα για να τη χαιρετίσει.
Γιορτάστέ την, γιορτάστέ την! Καθείς ας μεταλάβει
από τη Χάρη του Θεού. Και σεις, και σεις οι σκλάβοι,
όσοι τη δάφνη στην καρδιά να φέρετε φοβάστε,
αφορεσμένοι να ’στε!
[1859]
Με «την αγάπην την πρώτην, ην ουκ αφήκα …»
Αθανάσιος
Κοτταδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου