Μητροπολίτου Ἀττικῆς και
Μεγαρίδος Νικοδήμου
Εὔκολοι οἱ σύγχρονοί μου στή
διαγραφή καί στήν ἀπώθηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παράδοσης. Μέ μιά κίνηση
περιφρόνησης σβήνουν τίς μνῆμες καί ἀποκόβονται, ὑπαρξιακά, ἀπό τό θησαύρισμα τῆς
ζωῆς, πού μᾶς κληροδότησαν αἰώνων μόχθοι καί περιπλανήσεις στίς ἀνοιχτές θάλασσες
καί στά μυστικά φιόρδ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Τό “χτεσινό” τικετάρεται ὡς
φθαρμένο καί ξεπερασμένο. Καί τό “σημερινό” λουστράρεται καί λανσάρεται ὡς ἡ ὑλοποίηση
τοῦ γλυκύτερου ὄνειρου.
Δέν εἶναι οὔτε ἕνα, οὔτε δυό τά φωτεινά στοιχεῖα, πού ἄφησαν πίσω τους οἱ πατέρες μας. Ἡ διαδρομή τους εἶναι κατάσπαρτη καί μέ τά λάθη τους. Εἶναι, ὅμως, στεφανωμένη καί μέ τούς πνευματικούς ἄθλους τους.
Δέν κινῶ τό δείκτη μου σελίδα-σελίδα
καί γραμμή-γραμμή. Γυρίζω τά φύλλα καί σταματῶ στό κεφάλαιο, πού διασώζει τήν ἀκόρεστη
δίψα τῶν πατέρων μας γιά ἐμβάθυνση στή γνώση καί στήν ἐμπειρία τῆς ἀγάπης. Πρόκειται
γιά πλοῦτο, πού ξεπερνάει τή φαντασία μας. Γιά δεῖγμα ζωῆς, πού δέν κατάφεραν νά
τό ὑπερβοῦν, καί νά τό ἀχρηστέψουν οἱ σύγχρονες ἀναζητήσεις μας, οἱ ἀξιολογικές
ἐκτιμήσεις μας καί οἱ τολμηροί ἤ, σωστότερα, οἱ παράτολμοι πειραματισμοί μας.
Ἄν ἀνοίξουμε τά κείμενα τῶν Πατέρων
μας, πού διαπραγματεύονται τήν ἀγάπη, θά βρεθοῦμε, ξαφνικά, στήν ἑστία τοῦ φωτός
καί τῆς θερμότητας. Στή ζεστή ἀγκαλιά τοῦ “Πατέρα” Θεοῦ. Καί στήν ἀτμόσφαιρα τῆς
ἄδολης κοινωνίας τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος.
Ὁ πλοῦτος τῆς θεολογικῆς καί τῆς ἀνθρωπολογικῆς
ἐπεξεργασίας τῆς ἀγάπης συνιστᾶ ἀληθινό χρυσωρυχεῖο. Φωτίζει καί καταξιώνει τήν
ἀνθρώπινη διαδρομή. Μεταποιεῖ τήν ψυχρή, ἐπαγγελματική ἤ κοινωνική σχέση μέ τό
συνάνθρωπο σέ ἀλληλοπεριχώρηση καί σέ ἀλληλοκατανόηση. Ἀνασύρει τό πρόσωπο ἀπό
τήν κόλαση τῶν ταξικῶν συγκρούσεων καί τό μετατάσσει στό παραδείσιο κλίμα τῆς ὁλόκαρδης
ἀποδοχῆς τοῦ “ἀδελφοῦ” καί τῆς ἀκαταπόνητης προσφορᾶς τοῦ θυσιαστικοῦ μόχθου.
Καί δέν εἶναι μόνο ὁ στοχασμός καί
ἡ ἐμβάθυνση, πού μᾶς ἀπέμεινε σάν κληρονομιά καί σάν παράδοση τῶν Πατέρων μας. Ἡ
πράξη τους εἶναι ἕνας δεύτερος, παράλληλος θησαυρός. Ὅποια βιογραφία καί ἄν ἀνοίξεις,
θά μείνεις ἔκθαμβος καί σκεφτικός. Θά συναντήσεις ἁγίους νά διασκορπίζουν στούς
φτωχούς ἀδελφούς τόν πατρικό πλοῦτο. Θά ἀνακαλύψεις πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας,
πού μέρα καί νύχτα προσφέρονταν στήν ὑπηρεσία τῶν πονεμένων. Θά ἠχήσει στά αὐτιά
σου ἡ ἀπολογία τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, τοῦ Παύλου: “Τίς ἀσθενεῖ καί οὐκ ἀσθενῶ,
τίς σκανδαλίζεται, καί οὐκ ἐγώ πυροῦμαι” (Β΄ Κορινθ. ια΄ 29).
Ἡ διαγραφή ὅλου αὐτοῦ τοῦ πλούτου
δέν ἀποτελεῖ ἐκσυγχρονισμό, ἀλλά αἰφνίδια, ἀλόγιστη πτώχευση. Ἄδειασμα τῆς
καρδιᾶς μας. Ἐπιστροφή στό βαρβαρισμό. Καί ἀνάδειξη τῆς κοινωνίας μας σέ ἐκτροφεῖο
ἐκμεταλλευτῶν καί δολοφόνων.
Ἄρθρο ἀπό τό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος
140, 1 Σεπτεμβρίου 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου