Δεν έβγαζε λέξη όταν του ξερίζωναν τα νύχια
Ο γέροντας του πόνου και της ταπείνωσης
(+19 Ιουλίου 2011)
Ο Γέροντας Αρσένιος (κατά
κόσμον Άγγελος Παπατσιόκ – Papacioc) γεννήθηκε το 1914 σε ένα μικρό χωριό, το
Μισλεάνουλ, στον νομό Ιάλομιτσα, στη Ρουμανία.
Προικισμένος από τον Θεό με
πολλά και διαλεχτά δώρα (καλλιτεχνικό ταλέντο, διάνοια, κλπ, ήταν για
λίγο καιρό δήμαρχος μίας πόλης) εγκαταλείπει από την νεότητά του την
κοσμική ζωή και μπαίνει στο μοναστήρι από μια αγία τρέλα για τον Χριστό.
Η μοναστική κουρά του έγινε
στην Ιερά Μονή Συχαστρία και μετά υπηρέτησε ως ιερέας στην Ιερά Μονή Σλάτινα
μαζί με τον Πατέρα Κλεόπα.
Το 1958 είναι φυλακισμένος από
την κομμουνιστκή αστυνομία εξ αιτίας της συμμετοχής του στη Φλεγομένη Βάτο
(Rugul Aprins), ένα ησυχαστικό ρεύμα που επηρέασε τη ρουμανική διανόηση μετά το
Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στη φυλακή ήταν μία στήλη
φωτός, που ενίσχυε πολλές βασανισμένες ψυχές στην ομολογία του Χριστού.
Μετά την απόλυση του, το 1964
έγινε γνωστός ως ένας από τους πιο αγαπημένους πνευματικούς στην
Ρουμανία.
Κοιμήθηκε εν Κυρίω
στις 19 Ιουλίου 2011.
[...] Εκεί στην Σλάτινα με παρέλαβε η Αστυνομία Sigurimi. Μ’
επήραν απ’ την ακολουθία του Όρθρου στις δύο τα μεσάνυκτα. Εγώ ο ίδιος εκείνη
τη στιγμή έκανα την Ακολουθία. Ενθυμούμαι ήλθαν 89 αξιωματικοί με τρία φορτηγά
και δύο ιδιωτικά αυτοκίνητα. Όταν τους είδα να έρχωνται, τους είπα: «Σείσθηκε
το βουνό και βγήκε ένα ποντίκι. Ημπορούσατε να με πάρετε ένα τηλέφωνο να έλθω
μόνος μου. Γιατί εκάματε τόσο κόπο, τόσα έξοδα για ένα καλόγερο! Τι χρειαζόταν
αυτό το θέατρο;»
Την νύκτα άκουσα ένα ελαφρό κτύπο
στον τοίχο. «Ποιος είναι:» ερώτησα. Ήτο ο π. Μάρκος. Είχε συλληφθεί κι αυτός.
Ευρισκόταν στο διπλανό κελλί, των ιδίων διαστάσεων με το ιδικό μου.
Δεν ημπορείτε να αντιληφθήτε μέσα στον πόνο μου, τι χαρά ένιωσα να έχω δίπλα
μου κάποιον άνθρωπο ιδικό μου! Αυτός ήτο μεγάλος ασκητής και εραστής του Θεού.
Για τη μεγάλη καρτερία του τον θεωρούσαν φακίρη. Τόσο πολύ υπέμενε τους πόνους
και τα βάσανα για τον Χριστό, ώστε δεν έβγαζε λέξι όταν του
εξερίζωναν τα νύχια των χεριών και ποδιών του. Έλεγε στους άλλους
συγκρατουμένους του με γενναιοψυχία και χριστιανική καύχησι: «Τους έκανα σκόνη
τους αστυνομικούς».
Κατόπιν με μετέφεραν με το τυφλοπάνι στα μάτια στο Βουκουρέστι για την συνέχισι
της ανακρίσεως, η οποία εκεί διήρκεσε 90 ημέρες. Ήτο η πιο βασανιστική
περίοδος. Σ' έδερναν και σ' εσκότωναν μόνο και μόνο να συμφωνήσης με τις
κατηγορίες τους. Τους έλεγα: Δεν είμαι ένοχος γι’ αυτό το πράγμα, κύριοι. Δεν
ξέρω τον τάδε. Κόψτε μου το κεφάλι. Στο τέλος ευρήκαν αφορμή να με ενοχοποιήσουν
με την «Φλεγόμενη Βάτο». «Φλεγόμενη Βάτος» ήτο μία ομάδα πνευματικών
προσωπικοτήτων του Βουκουρεστίου και των περιχώρων, οι οποίοι κάθε εβδομάδα
συγκεντρώνοντο στο Μοναστήρι του αγίου Ανθίμου και ησχολούντο με την συζήτησι
και την μελέτη πατερικών βιβλίων. Ακόμη συνομιλούσαν πώς θα αντιμετωπίσουν ένα
ουνίτη ιερέα, ο οποίος με τα κηρύγματά του τραβούσε πολλούς νέους κοντά του και
είχε σταλεί από τον Πάπα σαν υπεύθυνος της νοτιο-ανατολικής Ευρώπης. Με
κατηγόρησαν λοιπόν ότι εκάναμε εκεί συγκεντρώσεις εναντίον του καθεστώτος της
Χώρας.
Μετά από πολλές διαδικασίες ελευθερώθηκα από τις φυλακές, αλλά δεν
γινόμουν δεκτός σε κανένα μοναστήρι, διότι οι ηγούμενοι και οι πατέρες
εφοβούντο μήπως ενοχοποιηθούν ως συνεργάτες μου και κλεισθούν φυλακή. Ο
πατριάρχης Ιουστινιανός μου έδωσε την ιδέα να πάω στο Κλουζ, εφημέριος σε
κάποια ενορία, διότι τότε πολλές θέσεις ήσαν κενές, λόγω της συλλήψεως των
ιερέων. Υπηρέτησα ως εφημέριος δύο χρόνια στην ενορία Κάτω και Άνω Φιλέα. Τότε
εστάλην και ως ηγούμενος στο μοναστήρι Κέϊα του νομού Πράχοβα. Μετά από 6
χρόνια μεταφέρθηκα στο μοναστήρι Καλνταρουσάνι, όπου υπηρέτησα ως μέγας
οικονόμος και γραμματεύς. Από εκεί με μετακίνησαν στο γυναικείο μοναστήρι
Ντίντρου-Λεμν, όπου υπηρέτησα ως Πνευματικός και λειτουργός. Κατόπιν επί ενάμισυ
χρόνο εργάσθηκα σαν λειτουργός στο Ανδρικό μοναστήρι Τσερνίκα, ενώ από το 1976
μεταφέρθηκα με εντολή του πατριάρχου στο μικρό μοναστήρι της αγίας Θεοτόκου
Μαρίας, που είναι στην κωμόπολι Τέκιργκιολ της Κωνστάντζας. Εκεί υπηρετώ μέχρι
τώρα ως Πνευματικός και λειτουργός των μοναζουσών Αδελφών και πολλών ευλαβών
χριστιανών.
[...]
Ενθυμείσθε πόσα χρόνια εκάνατε
στις φυλακές;
Την πρώτη φορά φυλακίσθηκα έξι
χρόνια. Τότε ήμουν λαϊκός. Μετά την είσοδό μου στον μοναχισμό φυλακίσθηκα ακόμη
άλλα έξι χρόνια και τελευταία άλλα δύο. Συνολικά 14 χρόνια ήμουν
φυλακισμένος για την πίστη του Χριστού μας!
Σε ποιες φυλακές εκάνατε;
Στις φυλακές του Αϊούντ (πόλις
της δυτικής Ρουμανίας) έκανα τον περισσότερο καιρό. Εκεί υπήρχε ένα τμήμα
Ασφαλείας από Ούγγρους κομμουνιστές πολύ σκληρό. Στο κρατητήριο με κράτησαν
χρόνια και χρόνια. Περνούσαν από εμάς συχνά πράκτορες του κόμματος να ιδούν τα
αισθήματα και τα φρονήματά μας. Αυτές οι φυλακές του Αϊούντ ήσαν το βασίλειο
του θανάτου. Το έργο που εφήρμοζαν με σκληρότητα ήτο ο αργός διά της
λιμοκτονίας θάνατος.
Όταν άνοιγαν το κελλάκι σου για να σε πάρουν, δεν ήξερες, εάν θα επιστρέψης. Σε
περίπτωσι ασθενείας σου σε έπαιρναν και σε επήγαιναν σε άλλο χειρότερο τμήμα
για να συντομεύσουν τον θάνατό σου. Σε κρατούσαν απομονωμένο από όλους μέχρι να
πεθάνης.
Τι εκάνατε τον ελεύθερο χρόνο σας;
Κάθε ημέρα επαναλάμβανα στην
μνήμη μου στιγμές από την Θεία Λειτουργία. Είχα μια κανάτα νερό και 300
γραμμάρια ψωμί από κριθάρι. Θεωρούσα την κανάτα για Άγιο Ποτήριο και περνούσα
απ’ όλες τις στιγμές της θείας Λειτουργίας. Κατόπιν κοινωνούσα μ' αυτό το ψωμί
τους άλλους κρατουμένους και τους έλεγα: Δεν μπορώ να σας ειπώ τι είναι η Θεία
Κοινωνία, επειδή δεν έχω εδώ τα απαραίτητα στοιχεία να την τελέσω, αλλά συμβολικά
σας δίνω αυτό το ψωμί, που το θεωρώ ανώτερο και απ’ αυτό το απλό αντίδωρο. Πολλοί
κρατούμενοι εζητούσαν να εξομολογηθούν επειδή δεν ήξεραν εάν θα ζουν μέχρι την
επόμενη ημέρα. Μ' αυτά τα συμβολικά εϊδη τους κοινωνούσα ως μελλοθανάτους και
τους έλεγα: «Αύριο το πρωί να μείνετε στο τάδε μέρος και εκεί να ενθυμηθήτε τις
αμαρτίες σας». Και όταν ετελείωνα μ' αυτό τον τρόπο, ας πούμε, την θεία
Λειτουργία, εδιάβαζα σ' όλους και την συγχωρητική ευχή. Όμως με μία προϋπόθεσι:
Εάν συναντούσαν κάποιον ιερέα, να εξομολογηθούν όλα από την αρχή. Εάν όχι, εθεωρούσα
έγκυρη την εξομολόγηση που τους είχα κάνει εγώ, χωρίς βέβαια να σταθούν μπροστά
μου και να εξομολογηθούν, αλλά μόνο να ενθυμούνται νοερώς και τρόπον τινά
νοερώς να μου τα λέγουν. Το έργο αυτό συνέβαινε πολύ συχνά.
Σε μια άλλη περίοδο, όπου ήμουν φυλακισμένος πάλι επί έξι χρόνια, εφιλοτέχνησα
με την τέχνη της ξυλογλυπτικής που ήξερα, ένα ξύλινο ομοίωμα της περικαλλούς
εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της πόλεως Άρντζες. Αυτό το ξυλογλυπτικό
ομοίωμα είχε ύψος από την βάσι του μέχρι την κορυφή του σταυρού της εκκλησίας
65 πόντους. Ημπορούσα να το βγάλω απ’ εκεί, αλλά οι ρώσσοι έβαλαν χέρι και μου
το επήραν. Εσκάλισα ακόμη και ένα καντήλι, του οποίου ο σταυρός στη ρίζα του
είναι τεθραυσμένος σαν σύμβολο ότι η αλήθεια του Ευαγγελίου στον
κόσμο αυτόν διώκεται. Επάνω από τον κενό χώρο, όπου μπαίνει το λάδι,
έφτιαξα ένα σταυρό, ο οποίος να φωτίζεται από τις ακτίνες της φλόγας, όταν το
καντήλι είναι αναμμένο και αυτό σαν σύμβολο ότι ο σταυρός και πάλι
θα νικήση. Στο μέρος απ’ όπου κρέμεται το καντήλι έφτιαξα ένα κέντημα
που να συμβολίζη τον ουρανό, ενώ ο βυθός του καντηλιού να συμβολίζη την γη.
Έτσι μου έλεγε η ψυχή μου να το αισθάνωμαι. Στο μέσον του καντηλιού έκανα μία
σκαλιστή ζώνη, η οποία συμβολίζει την δύναμι και την ενότητα που έχει με άλλες
αξίες. Η ζώνη αυτή συμβολίζει ακόμη και την δύναμι που έχει η αμαρτία να μας
περισφίγγη στην ζωή. Στο Γεροντικό κάποιος έλεγε ότι εθανάτωσε την αμαρτία. Και
τον ρώτησαν:
- Εάν ιδής ένα νόμισμα κάτω τι θα
κάνης;
- Θα το ιδώ, αλλά δεν θα το πάρω.
- Εάν ιδής ένα άνδρα και μία
γυναίκα ν' αμαρτάνουν;
- Θα τους ιδώ, αλλά δεν θα τους
κρίνω.
- Ναι, αλλά, εάν πεθαίνη το
πάθος, τότε ούτε θέλεις να βλέπης την αμαρτία.
Εν κατακλείδι, λέγω, ότι τα
πάθη δεσμεύονται και δεν πεθαίνουν. Θεός να μας φυλάξη να μη ξεσπάση
κανένα πάθος, το οποίο θα μας ταλαιπωρεί σ' όλη την ζωή μας.
Ακόμη εσκάλισα και μικρούς
επιστήθιους σταυρούς, τους οποίους εμοίραζα στον κόσμο.
Δεν αγιογράφησα μέσα στην φυλακή.
Δεν ήτο δυνατόν. Όμως ασχολήθηκα αρκετά μ’ αυτό το εργόχειρο. Ένα από τα
αντιπροσωπευτικά έργα μου είναι ο Απόστολος Παύλος, ένας σταυρός και η Κυρία
Θεοτόκος με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Τον πόνο δεν είναι εύκολο να τον υπομένης, εάν δεν είσαι σε στενή σχέσι
με τον Θεό. Δεν ημπορούσα να ειπώ: «Κύριε, δος μου πόνο», αλλά τον
ευχαριστούσα με όλη την καρδιά μου, διότι με εβοηθούσε και με εκρατούσε
άγρυπνο. Υπάρχουν πράγματα για τα οποία δεν ημπορείς να ομιλήσης-αποκαλύψεις
και μιά ολόκληρη σειρά πραγμάτων, τα οποία υπερασπίζεις και για τα οποία δεν
σου επιτρέπεται να ομιλήσης.
Υπήρχαν στιγμές στις οποίες μόλις ημπορούσες να αναπνέης και τότε μου
έφευγε η περιέργεια που είχα πώς βγαίνει η ψυχή από το σώμα. Τόσο
προχωρημένη ήτο η καταπίεσις. Προπαντός όταν σε έβαζαν σε ένα δωμάτιο με πολύ
χαμηλή θερμοκρασία. Τότε ενόμιζες ότι θα σταματήση η καρδιά σου και θα μείνης
επί τόπου.
Πηγή: Αρχιμανδρίτου Ιωαννίκιου Μπάλαν, Ψυχωφελείς διάλογοι με τον Ρουμάνο
γέροντα Αρσένιο, εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου