Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

Η σημαία που μπήκε ανάποδα στο μπαλκόνι - Κρ.Π.

Η σημαία που μπήκε ανάποδα στο μπαλκόνι

Μικρές ιστορίες του χθες και του σήμερα

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου, κάπου στα Βόρεια Προάστεια. Μισοξαπλωμένη νωχελικά σε μια καρέκλα σκηνοθέτη με τα πόδια ακουμπισμένα σ’ ένα σκαμνί, χαζεύω στο κινητό μου. Λογής-λογής ειδήσεις παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μου, άλλες πραγματικές κι άλλες με μεγάλη δόση υπερβολής. Ο καθένας προσπαθεί να ψαρέψει αναγνωστικό κοινό με όποια μέθοδο ξέρει ή μπορεί. Κι από κάτω ποικίλα σχόλια αναγνωστών: άλλα επιδοκιμαστικά, άλλα «ψαγμένα», άλλα δηκτικά ή ειρωνικά κι άλλα επιθετικά. Ο κάθε σχολιαστής απολαμβάνει τα νανοσεκόντ της δημοσιότητας που του αναλογούν. τόσος είναι ο μέσος όρος ανάγνωσης των δεκάδων σχολίων που συνοδεύουν τις αναρτήσεις.

Ο κορωνοϊός πια δεν πουλάει και τόσο. Ψυχολογική κούραση, αδυναμία πειθούς ή και τα δύο; Ποιος ξέρει! Κι οι προκλήσεις των Τούρκων μοιάζουν πλέον σαν το παραμύθι με τον ψεύτη λύκο. Ειπώθηκαν τόσες φορές που πλέον δεν εγείρουν το ενδιαφέρον των πολλών, κι ας είναι τόσο τρομακτικό το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου με τους γείτονες και ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Τώρα το θέμα της ημέρας είναι η παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Εκείνης που μέχρι πρότινος τιμούσαμε στις … καφετέριες και τώρα αντιδράμε, γιατί φοβόμαστε μήπως δεν θα πραγματοποιηθεί. Η αλήθεια είναι βέβαια, πως πέρυσι που για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία δεν γιορτάστηκε όπως άλλες φορές η επέτειος της παλιγγενεσίας ούτε η επέτειος του ΟΧΙ, μας ξινοφάνηκε. Με το πληκτρολόγιο ανά χείρας μισοξαπλωμένοι αναπαυτικά στον καναπέ, εξαπολύσαμε μύδρους εναντίον όλων όσοι επιβουλεύονται την πατρίδα μας. Ύστερα χαζέψαμε σε άλλες αναρτήσεις στο facebook με πλακίτσες κι διάφορα αξιοπερίεργα, μπήκαμε στις ομαδικές του viber και πριν βραδιάσει στηθήκαμε στη μικρή οθόνη για να χαζέψουμε κανένα σήριαλ…

Τις σκέψεις μου διακόπτει μια ασυνήθιστη κίνηση στο ακριβώς απέναντι μπαλκόνι που αιχμαλωτίζει τη ματιά μου. Δεν τους ξέρω προσωπικά, μα στο μικρόκοσμο μιας γειτονιάς με πολυκατοικίες, κάθε κίνηση είναι ορατή και ερμηνεύσιμη από τους δίπλα, τους αποπάνω, τους απέναντι. Όλοι ξέρουμε όλους κι ας μην λέμε ούτε «καλησπέρα» όταν συναντιόμαστε τα βράδια με μια σακούλα στο χέρι μπροστά στον κάδο απορριμμάτων.

Οι πληροφορίες μου λοιπόν, λένε ότι ο πατέρας φεύγει κάθε πρωί με τον ηλεκτρικό στις 8:30 και γυρίζει αργά. Άλλοτε στις 7, άλλοτε στις 8 και καμιά φορά μετά τις 9:30. Το ντύσιμό του μου κάνει για τραπεζικό. Έτσι τον έχω ονοματίσει: τραπεζικό. Η μαμά πρέπει να ’ναι δασκάλα. Φεύγει πάντα στις 7:30 με μια τσάντα φίσκα τετράδια και γυρνάει πριν από το μεσημέρι με άλλη τσάντα, πάλι γεμάτη τετράδια. Τα παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, πάνε στο Δημοτικό. Φεύγουν μαζί με τη μαμά και γυρνούν πάντα μόνα τους. Πάντα στις 2 και 10. Μαζί τους μένει κι ένας παππούς. Τον κόβω γύρω στα ενενηνταφεύγα. Πρέπει να είναι ο παππούς της μαμάς, όχι ο πατέρας της. Η μάνα της δασκάλας που μένει στο από κάτω διαμέρισμα, τον φωνάζει «πατέρα». Όταν σχολάει από τη δική της δουλειά έρχεται και του κάνει παρέα.

Ο παππούς είναι αρκετά ενδιαφέρων τύπος. Τα απογεύματα της Παρασκευής όταν η δασκάλα με τον τραπεζικό πάνε στο Super Market, κάθεται με την κόρη του στο μπαλκόνι και διηγείται ιστορίες. Τούτες τις μέρες λέει για πολλοστή φορά ιστορίες από το ’40. Ήταν λέει σκολιαρούδι, στο Γυμνάσιο, σαν ξέσπασε ο πόλεμος. Θυμάται το πρωινό εκείνης της Δευτέρας της 28ης Οκτωβρίου κι η φωνή του σπάει. Πόσο θα ’θελε -λέει- να ντυθεί και ’κείνος στο χακί, να πάει στο μέτωπο, να τραγουδήσει μαζί με τη Σοφία της Νίκης το «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά …». Ύστερα η φωνή του χαμηλώνει τόσο, που δεν διακρίνω πια τι λέει, πιάνει το λευκό μπαστούνι -που ’ναι  τα τελευταία χρόνια τα μάτια του- και με δειλά βήματα μπαίνει στο σπίτι. 

Σήμερα βγήκαν όλοι μαζί έξω. Πρώτα η μαμά με τον μπαμπά, ύστερα τα δυο παιδιά και τελευταίοι ο παππούς με την κόρη του. Εκείνος κρατά το λευκό μπαστούνι, το κουνάει ανιχνευτικά δεξιά-αριστερά και με μικρά βήματα φτάνει στα κάγκελα. Η κόρη του και μάνα της δασκάλας βγαίνει με αργές, προσεκτικές κινήσεις από τη μπαλκονόπορτα, κρατώντας στο ένα χέρι ένα ξύλινο κοντάρι με λευκές και γαλάζιες πλάγιες ρίγες κι ένα σταυρό χρυσό στο πάνω μέρος. Στο άλλο κρατά διπλωμένη μια γαλανόλευκη. «Έλα πατέρα» του λέει. «Σου κρατώ εγώ το κοντάρι».

Αφήνει ο παππούς το λευκό μπαστουνάκι, στέκεται ολόρθος, ψάχνει ψηλαφιστά τον ένα κρίκο στο κοντάρι, ύστερα πιάνει τελετουργικά τη σημαία, βρίσκει -πάλι ψηλαφιστά- τη μια υποδοχή και την περνά στον ένα κρίκο. Με οδηγό πάντα την αφή, βρίσκει και τον άλλο κρίκο και περνά την άλλη υποδοχή.

Κανείς δεν μιλά. Ο παππούς πιάνει το κοντάρι, το φέρνει κοντά του, σκύβει και ακουμπά τα χείλη του στη σημαία. Ύστερα αργά-αργά υψώνει το κοντάρι και με τη βοήθεια της δασκάλας το τοποθετεί στην υποδοχή που έχουν τα κάγκελα του μπαλκονιού. Χαϊδεύει για λίγο το κοντάρι και λέει σιγά: «Φέρε το μπαστούνι μου».

Η σημαία ξεδιπλώνεται και λικνίζεται στο ρυθμό του αέρα που φυσά. Άξαφνα ο μικρός γιος κοιτά επίμονα το γαλανόλευκο πανί και σκουντά τον πατέρα. «Κοίτα!» του κάνει με νόημα. Κοιτώ κι εγώ. Ωχ! Η σημαία είναι κρεμασμένη ανάποδα. Ο σταυρός της είναι στο κάτω μέρος. Το θέαμα είναι αστείο.  Στο μεταξύ οι υπόλοιποι έχουν καταλάβει το λάθος και κοιτούν αμήχανα. Ο πατέρας τους κοιτά επίμονα στα μάτια. Ύστερα φέρνει τον αντίχειρα μπροστά στα χείλη του, διπλώνει τα υπόλοιπα δάχτυλα και τα μάτια του στέλνουν το μήνυμα: «Μη μιλήσει κανείς! Μην του χαλάσουμε τη στιγμή».

Οι ένοικοι του διαμερίσματος μπήκαν ένας-ένας μέσα. Μαζί κι ο παππούς. Όλες τις επόμενες μέρες η σημαία νανουριζότανε στο ρυθμό του αέρα, κρεμασμένη ανάποδα, με το σταυρό προς τα κάτω και κανείς από την οικογένεια δεν τόλμησε να τη βάλει «κανονικά». Ούτε κανείς από τη γειτονιά το πήρε χαμπάρι.

Ξημέρωσε το πρωινό της 26ης Οκτωβρίου. Όλοι έχουν φύγει για τις δουλειές. Κάποια στιγμή η μπαλκονόπορτα άνοιξε δειλά και ξεπρόβαλε το λευκό μπαστουνάκι του παππού. Βγήκε έξω εκείνος, έκανε δυο-τρία βήματα, ακούμπησε με τρεμάμενα χέρια το κοντάρι. Ύστερα πήρε την άκρια της σημαίας, την έφερε στα χείλη του και την ασπάστηκε.

Ένας πιτσιρικάς γύρω στα δεκαεφτά, με ένα σκουλαρίκι μπηγμένο εκεί που τελειώνει το κάτω χείλος κι ένα tatoo με δυο δράκους στο αριστερό του χέρι, που ’τυχε να περνάει κάτω στο δρόμο, πήρε με την άκρη του ματιού του τη σκηνή, πρόσεξε την ανάποδη σημαία που στροβιλιζόταν στο ρυθμό του αέρα και σχεδόν αυθόρμητα φώναξε: «Γεια σου μεγάλε αντιδραστικέ!»(*) Μα ο παππούς ούτε που κατάλαβε ποιος ήταν ο παραλήπτης του μηνύματος. Συνέχισε να φιλά τη σημαία και τα μάτια του τα κλειστά έβλεπαν -για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια- την Ελλάδα που αργοπεθαίνει, τους ανθρώπους που τρώνε από τα σκουπίδια, τα νέα παιδιά, με τα μάστερ και τα διδακτορικά που γυρεύουν μια δουλίτσα, τα άλλα, τα ξενιτεμένα μας που βρήκαν μια δουλειά στα ξένα, μα γυρεύουν ήλιο κι ουρανό στη ζωή τους, τους εχθρούς μας, τους έξω και τους μέσα …

Τα μάτια του παππού γυάλισαν παράξενα. Στο κατόπι έβαλε το χέρι στη τσέπη του παντελονιού του κι έβγαλε δυο μικρές εικονίτσες, μια του Αη Δημήτρη και μια της Αγίας Σκέπης. Και σταύρωσε μ’ αυτές τη σημαία. Και μαζί με τη σημαία, όλη την πατρίδα μας, την έρημη και κατατρεγμένη. Με την ελπίδα της λευτεριάς, από όλους τους «κατακτητές». Και πρώτα από μας τους ίδιους!

Κρ.Π.

____________________________

(*) Η ανάποδα κρεμασμένη σημαία θεωρείται διεθνώς ως πράξη αντίστασης, ως σιωπηρή διαμαρτυρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: