Οἱ ἄκαρποι
«Μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι» (Τίτ. 3,14)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἀγαπητοί μου,
πρέπει νὰ φιλοτιμοῦνται νὰ εἶνε καρποφόρα δένδρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κάθε γεωργὸς ἢ ἀμπελουργός, ποὺ
κοπιάζει φυτεύοντας καὶ καλλιεργώντας ἕναν ἀγρὸ ἢ ἀμπελῶνα ἢ κῆπο, ἀσφαλῶς δὲν
κάνει ἀσκόπως ὅλους ἐκείνους τοὺς κόπους καὶ τὰ ἔξοδα· ἀποβλέπει καὶ προσδοκᾷ
στὸν κατάλληλο καιρὸ νὰ λάβῃ τοὺς καρποὺς τῶν θυσιῶν του. Ἔτσι καὶ ὁ Θεῖος ἀμπελουργὸς
περιμένει ἀπὸ μᾶς καρπούς· ὄχι βεβαίως πρὸς ἴδιον ὄφελος, ἀλλὰ γιὰ τὴ δική μας
σωτηρία.
Οἱ Χριστιανοί, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος φυτεύονται στὸν κῆπο τῆς Ἐκκλησίας, τρέφονται μὲ τὰ ἱερὰ μυστήρια καὶ τὸν θεόπνευστο λόγο τῆς ἀληθείας, ποτίζονται συνεχῶς ἀπὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν»(Ἰω. 4,10- 11) καὶ ἀπολαμβάνουν τόσες ἄλλες περιποιήσεις τῆς θείας προνοίας, δὲν εἶνε εὔλογο νὰ αἰσθάνωνται ἀπέναντι στὸ Χριστὸ τὸ χρέος νὰ τοῦ ἀποδώσουν καρπούς; Ὀφείλουν ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀνθίζουν ἀλλὰ καὶ νὰ καρποφοροῦν, νὰ παράγουν δηλαδὴ καρποὺς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἀρετῆς.
Τὴν ὑποχρέωσι αὐτὴν ἀκριβῶς ἔρχεται
νὰ ὑπενθυμίσῃ σήμερα, Κυριακὴ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἑβδόμης (Ζ΄) Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μὲ τὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Τίτον Ἐπιστολή
του, ποὺ ἀκούσαμε(βλ. Τίτ. 3,8-15), ἀπευθύνεται στοὺς πιστοὺς τῆς ἐποχῆς του ἀλλὰ
καὶ κάθε ἐποχῆς.
Οἱ Χριστιανοὶ τοῦ ποιμνίου σου,
τονίζει ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος στὸν μαθητή του Τίτο, τὸν πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς
Κρήτης, δὲν πρέπει νὰ ἀρκοῦνται μόνο σὲ μιὰ ἁπλῆ ἀκρόασι τῶν θείων ἀληθειῶν καὶ
σὲ συζητήσεις θρησκευτικὲς μεταξύ τους. Ἀφοῦ δέχτηκαν τὴ διδαχὴ τοῦ εὐαγγελίου,
ὀφείλουν καὶ νὰ ζοῦν σύμφωνα μ᾽ αὐτήν, νὰ ἐκτελοῦν τὶς θεῖες ἐντολές.
Διαφορετικά, ἐὰν ἀρέσκωνται μόνο
στὸ νὰ ἀκοῦνε χωρὶς νὰ ἐφαρμόζουν ὅ,τι διδάσκει ὁ Χριστός, τότε μοιάζουν μὲ
δέντρα ἄκαρπα, καὶ ἡ εὐθύνη τους δὲν εἶνε μικρή. Διότι ὁ Κύριος δὲν χορηγεῖ τὸν
ἀνεκτίμητο πλοῦτο τοῦ ἐλέους του καὶ τὸν πανάκριβο θησαυρὸ τῆς χάριτός του ἀσκόπως,
γιὰ νὰ μένῃ ἀνενέργητος.
Καὶ καταλήγει σήμερα ὁ ἀπόστολος
Παῦλος· «μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας
χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι»(ἔ.ἀ. 3,14). Ἂς μαθαίνουν, δηλαδή, οἱ Χριστιανοί
μας νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα, νὰ προνοοῦν γιὰ τὶς παρουσιαζόμενες ἀνάγκες τῶν
ἀδελφῶν βοηθώντας τους ἐμπράκτως. Ἔτσι δὲν θὰ εἶνε δέντρα ἄκαρπα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη
ποὺ θὰ δείχνουν καὶ τὴν ἐλεημοσύνη ποὺ θὰ κάνουν θὰ φέρουν καρπὸ πολύτιμο.
Ποιός θὰ εἶνε ὁ καρπός; Δὲν θὰ εἶνε
τόσο ἡ χρηματικὴ ἢ ἄλλη ὑλικὴ βοήθεια ποὺ θὰ λάβῃ ὁ φτωχὸς γιὰ τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες
του. Ὁ σπουδαιότερος καρπὸς δὲν εἶνε ὑλικὸς καὶ πρόσκαιρος· εἶνε πνευματικὸς καὶ
αἰώνιος. Τὸ μεγάλο κέρδος δὲν εἶνε ἡ κοινωνικὴ ἀνακούφισι, ἡ βοήθεια στὴν ἐπιβίωσι
τοῦ ἀνθρώπου σὲ τοῦτο τὸν κόσμο· γι᾽ αὐτὸ φροντίζουν καὶ τὰ κράτη μὲ τὰ ἁρμόδια
ὑπουργεῖα τους. Τὸ μέγα κέρδος εἶνε ἡ αἰώνιος σωτηρία – τίνος· ἐκείνου ποὺ ἀσκεῖ
τὴν ἀγάπη ἐμπράκτως.
* * *
Τὰ καλὰ ἔργα! νά, ἀγαπητοί μου,
τί ἀπαιτεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ κάθε Χριστιανὸ ποὺ βαπτίστηκε στὴν ἱερὰ
κολυμβήθρα καὶ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Χωρὶς τὰ καλὰ ἔργα ὁ Χριστιανὸς
μένει ἄκαρπος. Σὲ τίποτε δὲν θὰ τὸν ὠφελήσῃ οὔτε τὸ χριστιανικό του ὄνομα, οὔτε
οἱ θρηκευτικὲς συζητήσεις καὶ ἀκροάσεις στὶς ὁποῖες συμμετέχει, οὔτε οἱ ἑορτὲς
καὶ τὰ πανηγύρια ὅπου συχνάζει. Ἔργα ζητάει ὁ Παῦλος, καλὰ ἔργα ζητάει ὁ Χριστὸς
καὶ ἡ ἁγία του Ἐκκλησία.
Καὶ ποιά εἶνε τὰ καλὰ ἔργα; Ὅλοι
τὰ γνωρίζουμε, ἀλλὰ δὲν τὰ ἐκτελοῦμε. Καλὸ ἔργο εἶνε ὅ,τι πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστι
στὸ Χριστό, ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαχνία του. Καλὸ ἔργο εἶνε ἡ ἐλεημοσύνη.
Καλὸ ἔργο εἶνε ἡ ὑλικὴ καὶ ἠθικὴ ὑποστήριξι τῶν ἐργατῶν τοῦ εὐαγγελίου. Καλὸ ἔργο
εἶνε ἡ θυσία τοῦ ἐγὼ χάριν τοῦ πλησίον. Καλὸ ἔργο εἶνε γενικὰ κάθε ἀρετή. Στὰ ἔργα
αὐτὰ οἱ Χριστιανοὶ πρέπει ὄχι ἁπλῶς νὰ συμμετέχουν, ἀλλὰ καὶ νὰ πρωτοστατοῦν, νὰ
εἶνε μπροστά, ὁδηγοὶ καὶ ἐμπνευσταί, αὐτοὶ ποὺ θὰ παροτρύνουν καὶ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς
των στὸ καλό.
Τὰ καλὰ ἔργα! Τὰ ἐκτελοῦμε; Τότε
εἴμαστε Χριστιανοὶ πραγματικοί· μοιάζουμε μὲ δέντρα καρποφόρα, ποὺ μὲ τοὺς καρπούς
των ἀνταμείβουν τὸν κηπουρὸ γιὰ τοὺς κόπους ποὺ καταβάλλει σὲ ὅλη τὴ διάρκεια
τοῦ ἔτους. Δὲν τὰ ἐκτελοῦμε; Τότε εἴμαστε Χριστιανοὶ ψεύτικοι· μοιάζουμε μὲ
δέντρα ἄκαρπα. Παρατηρῆστε τὸ ἄκαρπο δέντρο. Ἔχει κλαδιά, φύλλα, ὡραία ἐμφάνισι·
ἐὰν ὅμως τὸ πλησιάσῃς καὶ ψάξῃς τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ φυλλώματά του, καρπὸ δὲν
βρίσκεις. Τί κρῖμα, λές, τέτοιο ὡραῖο δέντρο νὰ μὴν ἔχῃ καρπούς!…
Ἀλλὰ τὴν ἴδια καὶ χειρότερη εἰκόνα
παρουσιάζει ὁ ἄκαρπος χριστιανός. Παρατηρῆστε τον. Ἔχει γνώσεις πολλὲς γύρω ἀπὸ
τὴ θρησκεία. Διδάσκει, κατηχεῖ, ῥητορεύει! Ἀλλ᾿ ἐὰν ἀπὸ τὴ θεωρία κατεβῇ στὴν
πρᾶξι, τί ἀπογοήτευσι! Ἐρευνᾷς τὴ ζωή του ὡς ἀτόμου, ὡς πολίτου, ὡς οἰκογενειάρχου,
καὶ δὲν βρίσκεις καρπό, δὲν συναντᾷς οὔτε μία περίπτωσι, ποὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ
ἐφαρμόζῃ στὸν βίο του τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία. Εἶνε ὁ δυστυχὴς ἄκαρπος. Ἔχει
φύλλα (γνώσεις, θεωρίες), μὰ δὲν ἔχει καρπό (ἔργα πίστεως, χριστιανικά).
Ἔτσι ἦταν ἡ ἄκαρπη συκιὰ ποὺ
πλησίασε ὁ Κύριος ζητώντας καρπό, δὲν βρῆκε ὅμως καὶ τὴν ἐξήρανε (βλ. Ματθ.
21,18-20. Μᾶρκ. 11,13-14,21). Ἦταν εἰκόνα τῆς συναγωγῆς τῆς παλαιᾶς διαθήκης.
Καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνῳδὸς τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ψάλλει· «Τῆς ξηρανθείσης συκῆς διὰ τὴν
ἀκαρπίαν τὸ ἐπιτίμιον φοβηθέντες, ἀδελφοί, καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας
προσάξωμεν Χριστῷ, τῷ παρέχοντι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος»(ἀπόστ. αἴν. Μ. Δευτ.).
Δηλαδή· Νὰ φοβηθοῦμε, ἀδελφοί, τὴν τιμωρία τῆς συκιᾶς ποὺ ἐξήρανε ὁ Κύριος, καὶ
νὰ φέρουμε στὸ Χριστὸ καρποὺς ποὺ νὰ δείχνουν τὴ μετάνοιά μας, γιὰ νὰ μᾶς δώσῃ
τὸ μέγα ἔλεός του.
Πόσο λίγα καὶ σπάνια εἶνε σήμερα
τὰ καλὰ ἔργα! Πόσο λίγοι εἶνε οἱ Χριστιανοὶ τῆς ἐμπράκτου ἀγάπης! Καὶ ἀντιθέτως
πόσο πολλοὶ εἶνε οἱ ἄκαρποι! Ἀλλὰ ὁ Κύριος, ὡς ἰδιοκτήτης τοῦ ἀγροῦ τοῦ κόσμου
καὶ καλλιεργητὴς τῶν ψυχῶν μας, ἔρχεται, γιὰ νὰ συλλέξῃ τοὺς καρποὺς τῶν ἀρετῶν.
Ἔρχεται, γιὰ νὰ ξερριζώσῃ τὰ δέντρα τὰ ἄκαρπα. Δὲν ἀκοῦς τί λέει στὸ Εὐαγγέλιο;
«Ἤδη καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν
καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται»(Ματθ. 3,9-10). Ἡ ἀξίνη εἶνε δίπλα
στὴ ῥίζα τῶν ἀκάρπων δέντρων, ἕτοιμη νὰ τὰ ξερριζώσῃ· λοιπὸν κάθε δέντρο ποὺ δὲν
κάνει καρπὸ καλὸ κόβεται καὶ ῥίχνεται στὴ φωτιά.
* * *
Ἀδελφέ μου! ἐσὺ τί εἶσαι; Ἂν εἶσαι
δέντρο καρποφόρο, χαρὰ σ᾽ ἐσένα! πλησιάζει ἡ ἡμέρα ποὺ ὁ Κύριος θὰ σὲ ἀνταμείψῃ,
θὰ συλλέξῃ τὸν καρπό σου μὲ ἀσφάλεια στὴν ἀποθήκη τῆς αἰωνίου ζωῆς· προσπάθησε
λοιπὸν νὰ παραγάγῃς ἀκόμη περισσότερους καρποὺς πίστεως.
Ἂν ὅμως εἶσαι δέντρο ἄκαρπο, τότε
μὴ χάνεις καιρό. Δὲν βλέπεις τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶνε ἕτοιμη νὰ πέσῃ ὅπως ἡ ἀξίνη
τοῦ γεωργοῦ; Θὰ σὲ κόψῃ καὶ θὰ σὲ ῥίξῃ στὴ φωτιά. Γιατί κοιμᾶσαι ἀμέριμνος; Δὲς
τὴ γύμνωσί σου, τὴν ἀκαρπία σου. Τόσα χρόνια σὲ ποτίζει, σὲ κλαδεύει, σὲ
περιποιεῖται ὁ οὐράνιος Κηπουρός, κ᾽ ἐσὺ δὲν ἔχεις κάνει καμμιά προκοπή. Εἶσαι ὁ
ἄκαρπος. Δεῖξε συναίσθησι γι᾽ αὐτό. Κλάψε, πέσε στὰ γόνατα τῆς θείας εὐσπλαχνίας.
Ζήτησε μιὰ μικρὴ παράτασι τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους καὶ πὲς μὲ συντετριμμένη καρδιά·
«Οἴμοι, τί ὡμοιώθην ἐγὼ τῇ ἀκάρπῳ
συκῇ, καὶ πτοοῦμαι τὴν κατάραν σὺν τῇ ἐκκοπῇ; ἀλλ᾽ ἐπουράνιε γεωργὲ Χριστὲ ὁ
Θεός, τὴν χερσωθεῖσάν μου ψυχὴν καρποφόρον ἀνάδειξον, καὶ ὡς τὸν ἄσωτον υἱὸν
δέξαι με καὶ ἐλέησόν με»(Παρακλητ. ἦχ. πλ. α΄, Δευτ. ἀπόστ. αἴν. κατανυκτ.). Ἀλλοίμονό
μου, δηλαδή, πῶς ἔγινα ὅμοιος μὲ τὴν ἄκαρπη συκιά, καὶ φοβᾶμαι ὅτι ὁ Κύριος θὰ
μὲ καταραστῇ καὶ μὲ κόψῃ! ἀλλὰ σύ, οὐράνιε γεωργὲ Χριστὲ ὁ Θεός, τὴν ψυχή μου
ποὺ χερσώθηκε ἀνάδειξέ την καρποφόρο, καὶ δέξου με σὰν τὸν ἄσωτο υἱὸ καὶ σῶσε
με.
Κύριε, οὐράνιε Γεωργὲ τῶν καρδιῶν
μας!. Μέχρι σήμερα ὑπῆρξα ἕνα ἄκαρπο δέντρο μέσα στὸν κῆπο τῆς Ἐκκλησίας σου. Δὲν
ἔχω νὰ σοῦ παρουσιάσω κανένα καλὸ ἔργο. Ὑπόσχομαι ὅμως, ὅτι τώρα θὰ βάλω τὰ
δυνατά μου, ὥστε νὰ γίνω κ᾽ ἐγὼ ἕνα δέντρο καρποφόρο. Ζητῶ, Κύριε, τὸ ἔλεός
σου. Μὴ μὲ ξερριζώσῃς σὰν τὴν ἄκαρπη συκιά, καὶ σῶσε με!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου