Ευγνωμοσύνη
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου
Ν. Καντιώτου
«Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν
Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ» (Λουκ. 17,15-16)
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, ἑώρτασε τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν
Θεοφανείων. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη καὶ τότε
φανερώθηκε τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα, ἐλέησον
τὸν κόσμον!
Μετὰ τὴ βάπτισι στὸν Ἰορδάνη ὁ Χριστὸς
πῆγε στὴν ἔρημο, ποὺ εἶνε τὸ μεγάλο πανεπιστήμιο. Ἐκεῖ ἡ ψυχὴ ἀποκτᾷ φτερά. Καὶ
τί ἔκανε στὴν ἔρημο ὁ Χριστός; Ἐκεῖ ὁ σατανᾶς τοῦ ὑπέβαλε τρεῖς πειρασμούς, καὶ
ὁ Χριστὸς καὶ στοὺς τρεῖς τὸν νίκησε.
Καὶ μετὰ τὴν ἔρημο ὁ Χριστὸς ἄρχισε τὸ
κοσμοσωτήριο ἔργο του ὡς παγκόσμιος Διδάσκαλος καὶ ὡς παγκόσμιος Ἰατρός. Ἀφ᾿ ἑνὸς
διὰ τῆς διδασκαλίας καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου διὰ τῶν θαυμάτων του θεράπευε τὰ ψυχικὰ καὶ
τὰ σωματικὰ νοσήματα τῶν ἀνθρώπων.
Ἕνα ἐπεισόδιο ἀπὸ τὴν δημοσία ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Σὲ κάποιο ἔρημο μέρος τῆς Ἁγίας Γῆς, σὲ μιὰ σπηλιά, ζοῦσαν δέκα ἄνθρωποι.
Ἦταν ἀσθενεῖς σοβαρά. Ἔπασχαν ἀπὸ τὴ φοβερὴ νόσο τῆς λέπρας.
Εἶχαν φαγούρα στὸ κορμί, στὸ δέρμα. Ἦταν
γεμᾶτοι πληγές, ποὺ ἔβγαζαν πύον καὶ αἷμα. Ἀπὸ τὴ λέπρα σάπιζαν τὰ δάχτυλα, τὰ
χέρια, τὰ πόδια τους· σάπιζαν τὰ αὐτιά, οἱ μύτες, ἄλλα μέλη τους, καὶ ἔπεφταν.
Καὶ ὅταν πάσχῃ κανεὶς ἀπὸ λέπρα παραμορφώνεται· ὁ πιὸ ὄμορφος ἄντρας καὶ ἡ πιὸ ὄμορφη
κοπέλλα γίνονταν ἄσχημοι. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἡσυχάσουν· οὔτε νὰ κοιμηθοῦν.
Ἡ ἀσθένεια αὐτή, ἡ λέπρα, ποὺ ταλαιπωροῦσε
καὶ βασάνιζε πολλοὺς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἦταν ἀνίατη, δὲν θεραπευόταν. Ἔπειτα, στὶς
ἡμέρες μας, βρέθηκε –δόξα τῷ Θεῷ– τὸ φάρμακο καὶ τώρα θεραπεύεται. Τότε ὅμως γιὰ
τὸ λεπρὸ δὲν ὑπῆρχε ἐλπίδα θεραπείας.
Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμα χειρότερο. Ἡ ἀρρώστια
αὐτὴ ἦταν μεταδοτική. Ἕνας λεπρὸς μποροῦσε μὲ τὴ συναναστροφὴ νὰ μεταδώσῃ τὴν
ἀσθένειά του, νὰ κολλήσῃ τὴ λέπρα καὶ σ᾿ ἄλλους καὶ τὸ κακὸ νὰ μεταδοθῇ σ᾿ ἕνα
ὁλόκληρο χωριό. Γι᾿ αὐτὸ ἐλάμβαναν μέτρα καὶ ἀπομόνωναν τοὺς λεπρούς. Τοὺς ἔδιωχναν
μακριὰ ἀπὸ τὴν κοινωνία, ἀπὸ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους. Δὲν εἶχε δικαίωμα
κανεὶς νὰ τοὺς πλησιάσῃ καὶ νὰ τοὺς συναναστραφῇ. Τοὺς κρεμοῦσαν στὸ λαιμὸ
κουδούνια, ὅπως στὰ γίδια, νὰ χτυποῦν καὶ νὰ προειδοποιοῦν τοὺς ἄλλους ν᾿ ἀπομακρύνωνται,
νὰ φεύγουν ἀπὸ κοντά τους.
Οἱ δέκα αὐτοὶ δυστυχισμένοι λεπροὶ δὲν
πιὰ εἶχαν ἄλλη ἐλπίδα· περίμεναν μόνο τὸ θάνατο ὡς λυτρωτὴ τῶν πόνων τους.
Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδαν ἀπὸ μακριὰ τὸ Χριστό, κάτι
σκίρτησε μέσα τους, μιὰ ἐλπίδα καὶ μιὰ πίστι μεγάλη φύτρωσε στὴν καρδιά τους. Εἶχαν
ἀκούσει τόσα πολλὰ γι᾿ αὐτόν, καὶ ἔλεγαν· Μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ μᾶς κάνῃ
καλά! Τώρα λοιπόν, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν πλησιάσουν σωματικά, τὸν
πλησίασαν μὲ τὴν κραυγή τους. Ἕνωσαν καὶ οἱ δέκα τὴ φωνή τους, ἔκαναν τὰ
λαρύγγια τους σάλπιγγες, καὶ φώναζαν συνεχῶς. Τί φώναζαν; Μακάρι κ᾿ ἐμεῖς νὰ
φωνάζαμε τὰ λόγια ποὺ ἔλεγαν ἐκεῖνοι οἱ λεπροί. Ἔλεγαν δυὸ λέξεις· «Ἐλέησον ἡμᾶς»
(Λουκ. 17,13).
Τὸ ἴδιο λέμε κ᾿ ἐμεῖς σήμερα, «Κύριε, ἐλέησον».
Ἀλλὰ πόση διαφορὰ ἔχει τὸ δικό μας «Κύριε, ἐλέησον» ἀπὸ ἐκεῖνο! Στὴν θεία
λειτουργία, ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος, ἑξήντα καὶ πλέον φορὲς λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Τὸ λέει ὁ ψάλτης, ἀλλὰ πόσο τὸ αἰσθάνεται; Κ᾿ ἐμεῖς ὅλοι τὸ ἴδιο εἴμαστε· καὶ ἡ
δική μας καρδιὰ Βόρειος Πόλος εἶνε. Ἐκεῖνο τὸ «Ἐλέησον ἡμᾶς» τῶν λεπρῶν ἦταν
φωτιά. Σπανίως ἄνθρωποι προσεύχονται τόσο φλογερά. Ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», ὅταν
βγαίνῃ ἀπ᾿ τὴν καρδιά, γεμᾶτο πίστι, ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ χιλιάδες ἄλλες προσευχὲς
ποὺ λέγονται κοιμισμένα· κάνει θαύματα, τὰ ἄστρα κατεβάζει στὴ γῆ – αὐτή εἶνε ἡ
πίστι μας.
Τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ φώναξαν οἱ
δέκα λεπροί, ἔκανε τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο·
θεραπεύτηκαν ἀπὸ τὴν ἀνίατη ἀσθένεια!
Πότε θεραπεύτηκαν; Ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε
νὰ πᾶνε στοὺς ἱερεῖς. Δείχνει κι αὐτό, ὅτι ὁ Κύριός μας δὲν κατήργησε τὸν θεσμὸ
τῆς ἱερωσύνης. Τοὺς ἔστειλε στοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ διαπιστώσουν ἐκεῖνοι τὴ
θεραπεία. Καὶ ἐνῷ, ὑπακούοντας στὸν Ἰησοῦ, ξεκίνησαν, τότε ἐκεῖ, πηγαίνοντας
στοὺς ἱερεῖς, ἔγινε τὸ θαῦμα· οἱ πληγὲς ἔκλεισαν καὶ τὸ δέρμα τους, ποὺ
προκαλοῦσε ἀηδία, ἔγινε καθαρὸ καὶ ἁπαλὸ σὰν βελοῦδο, σὰν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ.
Οὔτε ἕνα στίγμα ἀπὸ τὴν ἀσθένεια δὲν ἔμεινε.
Θεραπεύτηκαν, ἦταν πιὰ πεντακάθαροι. Τί
ἔπρεπε τώρα νὰ κάνουν; Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ θαῦμα ἔπρεπε νὰ πᾶνε καὶ οἱ δέκα στὸ
Χριστὸ καὶ νὰ τοῦ ποῦν ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ.
Ἀλλὰ δὲν πῆγαν. Μόνο ἕνας τὸ θεώρησε
καθῆκον καὶ ὑποχρέωσί του νὰ πῇ εὐχαριστῶ στὸν Εὐεργέτη τους. Ἔπεσε στὰ πόδια
τοῦ Κυρίου καὶ τὸν εὐχαρίστησε γιὰ τὸ καλὸ ποὺ τοῦ ἔκανε. Καὶ αὐτὸς δὲν ἦταν
ντόπιος, ἀλλὰ ξένος, ἀπὸ τὴν ἐπιμιξία τῶν Ἰουδαίων μὲ ἄλλα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη.
Ἦταν Σαμαρείτης.
Ὁ Χριστός, βλέποντας ὅτι ἀπουσιάζουν οἱ
ἄλλοι, τοῦ λέει· Ἐγὼ δέκα ἐκαθάρισα, οἱ ἄλλοι ἐννέα ποῦ εἶνε; Δὲν αἰσθάνθηκαν
τὴν ἀνάγκη νὰ ποῦν ἕνα εὐχαριστῶ;
* * *
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο καὶ μᾶς διδάσκει τὴν εὐγνωμοσύνη.
Στὸν κόσμο αὐτὸν ποὺ ζοῦμε, πρέπει νὰ ἔχουμε εὐγνώμονα καρδιά. Γιατὶ πολλὲς εὐεργεσίες
δεχόμαστε συνεχῶς.
Πρῶτα – πρῶτα νὰ ἔχουμε εὐγνωμοσύνη στὸν
πατέρα καὶ στὴ μάνα μας, στοὺς γονεῖς μας, ποὺ μᾶς γέννησαν, κοπίασαν γιὰ τὴ
μόρφωσι καὶ τὸ καλό μας ἐν γένει. Εὐγνωμοσύνη στοὺς δασκάλους καὶ τοὺς
καθηγητάς μας, ποὺ μᾶς ἔμαθαν γράμματα καὶ μᾶς δίδαξαν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Εὐγνωμοσύνη
πρὸς τοὺς ἱερεῖς μας, οἱ ὁποῖοι μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἁγιάζουν. Εὐγνωμοσύνη
σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ μᾶς κάνει κάποιο καλό.
Σᾶς ἐρωτῶ· εἴμαστε εὐγνώμονες; Ὄχι. Ἡ ἀχαριστία
εἶνε γνώρισμα τῆς κοινωνίας μας. Ἀχάριστοι εἶνε οἱ ἄνθρωποι. Ὅ,τι καλὸ νὰ τοὺς
κάνῃς, δὲν αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ ποῦν εὐχαριστῶ. Ἔσβησε πλέον ἀπὸ τὰ χείλη
τῶν ἀνθρώπων τὸ εὐχαριστῶ.
Ἀλλὰ ἡ μεγάλη ἀχαριστία τοῦ ἀνθρώπου ἐκδηλώνεται
στὸν κατ᾿ ἐξοχὴν εὐεργέτη του, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ εἶνε παραπάνω
κι ἀπὸ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα καὶ ἀπὸ τὸν ἱερέα κι ἀπὸ κάθε ἄλλον εὐεργέτη.
Ὅλα ὁ Θεὸς τὰ δίνει. Κάθε ἀκτίνα τοῦ ἥλιου,
ὦ ἀχάριστε ἄνθρωπε, ποὺ ταξιδεύει καὶ σοῦ ἔρχεται ἀπὸ τόσο μακριά, εἶνε μιὰ εὐεργεσία
τοῦ Θεοῦ. Κάθε σταγόνα, ποὺ πέφτει πάνω στὴ γῆ καὶ κάνει τοὺς κάμπους νὰ
πρασινίζουν καὶ ν᾿ ἀνθίζουν, τοῦ Θεοῦ εἶνε. Εὐλογία Θεοῦ εἶνε κάθε φύλλο, κάθε
λουλούδι, κάθε χορτάρι ποὺ φυτρώνει στὴ γῆ. Εὐλογία Θεοῦ εἶνε κάθε πουλὶ ποὺ
κελαηδάει στὸ δάσος καὶ κάθε ὀμορφιὰ τῆς γῆς.
Ὅταν λοιπὸν βλέπεις κι ἀκοῦς τὰ μεγαλεῖα
τοῦ Θεοῦ, πὲς ἕνα εὐχαριστῶ σ᾿ αὐτόν. «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. 5,18). Νὰ
εἴμαστε ὄχι τέρατα – ἀγνώμονες, ἀλλὰ εὐγνώμονες.
Ἀπορῶ, πῶς μᾶς κρατάει ὁ Θεὸς καὶ δὲν
διατάζει, νὰ σειστῇ ἡ γῆ καὶ νὰ γίνουν ἐρείπια τὰ πάντα. Καθόμαστε στὸ τραπέζι κ᾿
ἔχουμε μπροστά μας τὰ πάντα, ψωμὶ κρέας φροῦτα καὶ τόσα ἄλλα –τὴ στιγμὴ ποὺ
πεινοῦν χιλιάδες ἄνθρωποι– κ᾿ ἐμεῖς οὔτε ἕνα σταυρὸ δὲν κάνουμε. Δὲν κάνουμε
προσευχὴ στὸ τραπέζι, δὲν κάνουμε καὶ στὸ δωμάτιο, οὔτε τὸ πρωὶ οὔτε τὸ βράδυ.
Ἀχαριστία! Καὶ ἡ ἀχαριστία φαίνεται πιὸ φοβερὴ – πότε· ὅταν πολλοὶ ἀνοίγουν τὸ
στόμα τους καὶ βλαστημᾶνε τὸ Θεό. Συμπεριφέρονται σὰν τὰ λυσσασμένα σκυλιά, ποὺ
δὲν γνωρίζουν τὸ ἀφεντικό τους ἀλλὰ τὸ δαγκώνουν. Ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς δαγκώνουμε τὸ ἀφεντικό
μας, τὸ Χριστὸ καὶ Θεό μας.
Τὸ σημερινό, λοιπόν, εὐαγγέλιο μᾶς
διδάσκει, ἀδελφοί μου, νὰ μιμηθοῦμε ὄχι τοὺς ἐννέα ἀχάριστους ἀλλὰ τὸν ἕνα, αὐτὸν
ποὺ εἶπε τὸ εὐχαριστῶ στὸ Χριστό, κ᾿ ἐκεῖνος τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ εἶπε «Ἀναστὰς
πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. 17,19). Ἂς ἐξετάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας.
Μὴ φανοῦμε κ᾿ ἐμεῖς ἀχάριστοι στὸν Σωτῆρα καὶ Εὐεργέτη μας, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς
ψυχῆς μας νὰ εὐγνωμονοῦμε τὸν Ὕψιστο γιὰ ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς δίνει· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου