Ἡ ἐλεημοσύνη
«Αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει» (Πράξ. 9,36)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Ἡ ὁδός, ἀγαπητοί μου, ποὺ θὰ ὁδηγήσῃ
τὸν κόσμο σὲ εἰρήνη, ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη, δὲν εἶνε οὔτε τοῦ καπιταλισμοῦ οὔτε
τοῦ ἀθέου κομμουνισμοῦ· εἶνε ἡ «στενὴ πύλη καὶ τεθλιμμένη ὁδὸς» (Ματθ.
7,13-14), ποὺ διὰ τοῦ Γολγοθᾶ φθάνει στὴν Ἀνάστασι. Ἐμεῖς πιστεύουμε στὸ ὅραμα
τῆς βασιλείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος»(Λουκ.
1,33). Ὁ Δαυΐδ προσεύχεται «Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι», δεῖξε
μου δρόμο νὰ βαδίσω (Ψαλμ. 142,8). Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος λέει «Εὐθείας ποιεῖτε
τὰς τρίβους αὐτοῦ» (Ἠσ. 40,3=Ματθ. 3,3), πιάστε δρόμο εὐθὺ νὰ βαδίσετε. Καὶ ὁ ἴδιος
ὁ Χριστὸς λέει «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»(Ἰω. 14,6).
Αὐτὴ εἶνε ἡ εὐλογημένη ὁδὸς τοῦ Κυρίου. Εἶνε μία, ἀλλὰ καὶ πολλαπλῆ, ὅπως τὸ φῶς εἶνε ἕνα ἀλλὰ ἀναλύεται στὰ ποικίλα χρώματα τῆς ἴριδος. Ὅπως οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν ὅτι πολλοὶ εἶνε οἱ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν στὴ ῾Ρώμη, ἔτσι καὶ στὴν ἄνω Ἰερουσαλήμ, τὴν οὐράνια πατρίδα μας, εἰσέρχονται οἱ ἐκλεκτοὶ ἀπὸ δώδεκα πυλῶνες κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι (Ἀπ. 22,14).
Πολλοὶ λοιπὸν οἱ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν
στὴν ἄνω Ἰερουσαλήμ. Ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς θέλω νὰ σᾶς δείξω τὸν εὐκολώτερο, ποὺ ὁδηγεῖ
κατ᾽ εὐθεῖαν στὴν πλατεῖα τῆς ἄνω Ἰερουσαλήμ. Διαβάστε τὸ ὄνομά του, ὀνομάζεται·
ΟΔΟΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ. Ὅλοι μποροῦν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φιλαργύρους. Ἐμπρὸς
λοιπόν, ἀδέρφια μου, νὰ τὸν βαδίσουμε.
Καὶ τί βλέπω; Πολλοὶ τὸν ἀκολουθοῦν,
μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί· ἀλλὰ ὀφείλω νὰ πῶ, ὅτι ἐδῶ τὴν
πρωτοπορία καὶ τὴν πλειοψηφία ἔχουν οἱ γυναῖκες. ῾Ρώτησαν ἕνα σοφό· Γιατί οἱ ἀρετὲς
(ἡ πίστι, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη…) εἶνε γένους θηλυκοῦ; Καὶ ἀπήντησε· Διότι σ᾽ αὐτὲς
οἱ γυναῖκες νικοῦν τοὺς ἄντρες. Καὶ σήμερα, Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου, στὸ δρόμο τῆς
ἐλεημοσύνης λάμπει σὰν ἄστρο φωτεινὸ ἡ ἁγία Ταβιθά. Γι᾽ αὐτὴν θὰ ποῦμε λίγα
λόγια.
* * *
Ποιά ἦταν ἡ Ταθιθά; Τὸ ἀποστολικὸ
ἀνάγνωσμα λέει· «Ἐν Ἰόππῃ», στὴν πολίχνη αὐτὴ τῆς Παλαιστίνης, ζοῦσε αὐτὴ ἡ
«μαθήτρια» τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 9,36).
Ἡ Ταβιθὰ ἄκουγε προσεκτικὰ τὰ
λόγια τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ συμπεραίνουμε ἀπὸ τὸ ὄνομά της· γιατὶ ἡ Ταβιθὰ
«διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς». Δορκὰς σημαίνει ζαρκάδι, ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα
ζῷα ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν ὀξυδέρκειά του. Ἐπειδὴ κινδυνεύει, ὁ Θεὸς τὸ ἐφωδίασε
μὲ ἰσχυρὴ ὅρασι (βλέπει μακριά) καὶ ταχύτητα. Τὸ ζαρκάδι εἶνε σύμβολο τῆς
προσοχῆς, ποὺ πρέπει νὰ ἔχῃ κάθε Χριστιανὸς ἀλλὰ προπαντὸς ἡ γυναίκα καὶ
μάλιστα ἡ νεαρὴ κόρη. Ὁ σοφὸς Σολομῶν λέει· Πρόσεχε, παιδί μου, μὴ δώσῃς ὕπνον
τοῖς ὄμμασί σου καὶ νυσταγμὸν τοῖς βλεφάροις σου, γιὰ νὰ σῴζεσαι ἀπὸ τὶς
παγίδες τοῦ διαβόλου ὅπως τὸ ζαρκάδι, ὡς δορκὰς ἐκ παγίδων (Παρ. 6,4-5).
Ἡ Ταβιθὰ ἄκουγε μὲ προσοχὴ καὶ ἐφάρμοζε
μὲ προθυμία τὰ διδάγματα τῶν ἀποστόλων. Ἦταν «πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν
ὧν ἐποίει»(Πράξ. 9,36). Δὲν ἦταν ἁπλῶς μιὰ ἀκροάτρια· προσπαθοῦσε νὰ ἐκτελῇ ὅ,τι
διδασκόταν. Δὲν ἦταν δέντρο ἄκαρπο σὰν τὴ συκιὰ ποὺ ἐξήρανε ὁ Θεάνθρωπος (βλ.
Ματθ. 21,19)· ἦταν σὰν τὸ δέντρο ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ Δαυΐδ, «τὸ πεφυτευμένον παρὰ
τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ὃ τὸν καρπὸν αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ»(Ψαλμ. 1,3).
Ἡ Ταβιθὰ εἶχε τέσσερα γνωρίσματα·
πρῶτον ἀγαποῦσε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, δεύτερον ἦταν προσεκτικὴ στὴ ζωή της, τρίτον ἦταν
«πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν» (Πράξ. 9,36), καὶ τέταρτον ἔδειξε ὑπομονὴ
στὴν ἀσθένεια ποὺ τὴν ὡδήγησε στὸν θάνατο.
Μὲ τὴν κοίμησί της μεγάλη θλῖψι ἁπλώθηκε
στὴ μικρὴ κοινότητα τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἰόππης. Καὶ ὅταν ἄκουσαν, ὅτι ὁ ἀπόστολος
Πέτρος βρίσκεται στὴν Λύδδα, ἔστειλαν καὶ τὸν κάλεσαν. Καὶ ἦρθε ὁ Πέτρος στὴν Ἰόππη.
Συγκινήθηκε ἀκούγοντας γύρω ἀπὸ τὸ σκήνωμα τῆς Ταβιθᾶς τοὺς θρήνους τῶν χηρῶν
καὶ τῶν ὀρφανῶν ποὺ ἐκείνη προστάτευε.
Τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπὸ τὸ ὑπερῷο
ὅπου ἦταν τὸ νεκρὸ σῶμα, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε μὲ πίστι στὸ Θεό. Καὶ τὸ θαῦμα
ἔγινε. Μὲ ὅση εὐκολία ἐσὺ ἀγγίζεις τὸ διακόπτη καὶ ἀνάβει τὸ φῶς, ἔτσι ἐκεῖνος
φώναξε «Ταβιθά, ἀνάστηθι»(Πράξ. 9,40). Ἐκείνη ἄνοιξε τὰ μάτια, εἶδε τὸν Πέτρο
καὶ ἀνεκάθισε στὸ φέρετρο. Τῆς ἔδωσε τὸ χέρι τὴ σήκωσε, φώναξε τοὺς πιστοὺς καὶ
τοὺς τὴν παρέδωσε ζωντανή! Ἔκλαιγαν τώρα ἀπὸ χαρά. Ὅλοι στὴν Ἰόππη ἔμαθαν τὸ θαῦμα
καὶ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Κύριο.
* * *
Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, ἀγαπητοί μου,
ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ταβιθὰ δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶχαν πεθάνει καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι. Γιατί
ἀπ᾽ ὅλους ἐκείνους, ἐρωτᾷ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ Πέτρος ἀνέστησε μόνο τὴν
Ταβιθά; Καὶ ἐξηγεῖ· Γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃ, ὅτι ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἀρετὲς μεγαλύτερη εἶνε ἡ
ἔμπρακτη ἀγάπη· τὴν ἀνέστησε γιὰ νὰ μᾶς πῇ, ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη καὶ νεκρὸ ἀνασταίνει
(Migne 59,467)!
Ὅποιος διαβάζει αὐτὸ τὸ θαῦμα θυμᾶται
τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται»(Ματθ.
5,7). Τί ὑπέροχη ἡ εἰκόνα τοῦ ἐλεήμονος, καὶ πόσο αὐτὸς μοιάζει μὲ τὸν εὔσπλαχνο
Κύριο!
Στὰ Γιάννενα ὑπάρχουν πολλὰ
φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα. Δὲν τὰ ἔκτισε τὸ κράτος· ἔγιναν μὲ δωρεὲς φιλανθρώπων Ἠπειρωτῶν.
Καὶ στὴν Ἀθήνα πολλὰ ἱδρύματα εἶνε ἔργα μεγάλων εὐεργετῶν· ἐνῷ αὐτοὶ ἔζησαν
φτωχικά, ἄλλοι πλούσιοι δὲν προσέφεραν τίποτα.
Στὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης
διαπρέπουν οἱ γυναῖκες. Στὸν βίο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ διαβάζουμε τὸ ἑξῆς.
Ὁ ἅγιος εἶπε στὶς γυναῖκες νὰ θυσιάσουν τὰ κοσμήματά τους (δαχτυλίδια,
σκουλαρίκια, κωσταντινᾶτα). Αὐτὲς τὸν ἄκουσαν· καὶ ἀπὸ τὰ τιμαλφῆ ἐκεῖνα ὁ ἅγιος
ἄνοιξε διακόσα σχολεῖα! Καὶ τὶς ἐπαινοῦσε γιὰ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴ θυσία τους.
Ἡ Χριστιανὴ γυναίκα βεβαίως χωρὶς
τὴν ἄδεια τοῦ συζύγου της δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πειράξῃ τίποτε ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά
του· εἶνε ἁμαρτία. Ὁ μέγας Βασίλειος ὅμως ἐπιτρέπει μία ἐξαίρεσι. Ἐάν, λέει, ἡ
γυναίκα ἔχῃ φιλάργυρο ἄνδρα, ἐπιτρέπεται νὰ δώσῃ ἐλεημοσύνη ἐν ἀγνοίᾳ του· ἔτσι,
κατὰ τὸ «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. 6,3), κάνει καὶ τὸν
φιλάργυρο σύζυγό της ἐλεήμονα.
Ἀλλ᾽ ὅσο ὑπέροχη εἶνε ἡ εἰκόνα τῆς ἐλεημοσύνης,
τόσο βδελυκτὴ καὶ ἀποτρόπαια εἶνε ἡ εἰκόνα τῆς φιλαργυρίας.
Ξέρετε γιατί ἔπεσε ἡ Κωνσταντινούπολις; Τὸν
Μάιο τοῦ 1453, τὶς παραμονὲς τῆς ἁλώσεως, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ζήτησε ἀπὸ
τοὺς πλουσίους· Ἀδέρφια μου, νῦν ὑπὲρ πάντων ὁ ἀγών· δὲν ἔχουμε χρήματα γιὰ τὴν
ἄμυνα, βοηθῆστε σεῖς!… Δὲν τοῦ ἔδωσαν. Καὶ ἐκεῖνος μὲν πῆγε κατὰ θέλημα Θεοῦ.
Μετὰ μπῆκαν μέσα οἱ ἀγαρηνοί, βρῆκαν στὰ πλουσιόσπιτα πιθάρια μὲ χρυσᾶ
νομίσματα καὶ τὰ λεηλάτησαν· ἀντὶ νὰ τὰ φᾶνε τὰ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ, τὰ ἔφαγαν τὰ
παιδιὰ τοῦ διαβόλου.
Οἱ φιλάργυροι ἀγαποῦν τὸ χρῆμα σὰν
τὸν Ἰούδα. Θὰ πῶ καὶ μιὰ περίπτωσι ποὺ ἔζησα κ᾽ ἐγὼ τὸ 1944 στὴν Κοζάνη. Ζήτησα
τότε ἀπὸ ὅλους βοήθεια γιὰ τὸ συσσίτιο τῶν πεινασμένων. Οἱ φτωχοὶ ἔδωσαν. Οἱ
πλούσιοι ἀρνήθηκαν. Ὅταν ὅμως κατέβηκαν τὰ «γεράκια» ἀπ᾽ τὰ βουνά, ἐκεῖνοι δὲν ἀστειευόντουσαν·
τοὺς ἤξεραν καλά, τοὺς κάλεσαν ὅλους μὲ κατάλογο καὶ τοὺς εἶπαν· Ἐσὺ ὁ ἄλφα θὰ
δώσῃς 20 λίρες, ἐσὺ ὁ βῆτα 30 λίρες, ἐσὺ 100, ἐσὺ 500, ἐσὺ 1.000, ἐσὺ 2.000…
(κάτι πῆγαν νὰ μουρμουρίσουν, ἀλλὰ σώπασαν)· αὔριο στὶς δέκα ἡ ὥρα θὰ τά ᾽χετε
φέρει ὅλα στὸ δημαρχεῖο· ὅποιος δὲν τὰ φέρῃ, θὰ τὸν κοντύνουμε μιὰ σπιθαμή. Τὴν
ἄλλη μέρα –τὸ εἶδα τὸ θέαμα αὐτό– σκαρμοῦτσα - σκαρμοῦτσα χιλιάδες (σκαρμοῦτσο
εἶνε στήλη ἀπὸ κέρματα τυλιγμένα σὲ χαρτί, σὰν φυσέκι). Κόσμε κόσμε! σοῦ
φωνάζει ὁ ἱεροκήρυκας, ποὺ τὸν ἤξερες νὰ περπατάῃ στοὺς δρόμους σὰν σκελετός,
καὶ δὲν τοῦ ᾽δωσες δραχμή, ἀλλὰ τὸν ἀπειλοῦσες κιόλας νὰ τὸν καταγγείλῃς ὡς
κομμουνιστή· καὶ ὅταν ἦρθαν αὐτοὶ καὶ σὲ ἀπείλησαν, φοβήθηκες γιὰ τὸ τομάρι σου
καὶ ἄνοιξες τὸ μπεζαχτᾶ σου…
Ἀδέλφια μου, μία ὁδὸς σῴζει, ἡ ὁδὸς
τῆς νινευϊτικῆς μετανοίας. Ἡ μετάνοια αὐτή, γιὰ νά ᾽νε καρποφόρος, γιὰ νὰ μᾶς
φέρῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μᾶς σώσῃ, πρέπει ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος νά ᾽χῃ τὴν
προσευχή, τὴ νοερὰ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεόν, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος νά ᾽χῃ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μ᾽ αὐτὲς τὶς δυὸ φτεροῦγες ἡ μετάνοια θὰ μᾶς ὑψώσῃ πρὸς τὰ ἄνω, θὰ μᾶς ἐλεήσῃ
καὶ θὰ σώσῃ κ᾽ ἐμᾶς.
Ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας
Ταβιθᾶς, τοῦ ἁγίου Ἰερεμίου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἂς ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ κ᾽ ἐμᾶς, ἀδελφοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου