Η συνέπεια στη χριστιανική ζωή
Ευτυχίας Γ. Μάστορα
Προς το τέλος του τρίχρονου δημοσίου βίου Του και αρχίζοντας την τελευταία εβδομάδα της επίγειας ζωής Του ο Κύριος προβαίνει σε μία πράξη, που θα μας ήταν ανεξήγητη, εάν δεν γνωρίζαμε την αλληγορία της και τον συμβολισμό της. Η χρονική τοποθέτηση της πράξεώς Του αυτής, από τον Ιησού Χριστό, αλλά και η υπενθύμισή της από την Εκκλησία μας προς τους χριστιανούς, την εσπέρα της Κυριακής των Βαϊων, τονίζουν και υπογραμμίζουν τη σημασία και τη βαρύτητα του μηνύματος που εκπέμπει.
Η θριαμβευτική Βαϊοφόρος έχει
τελειώσει. (Ματθ. ΚΑ΄). Οι έμποροι και οι κολλυβισταί έχουν εκδιωχθεί από τον
Ναό. Τυφλοί και κωφοί έχουν θεραπευθεί. Ο αίνος των νηπίων και των θηλαζόντων
έχει καταρτισθεί. Και καθώς η νύχτα πέφτει, ο Κύριος με τους Δώδεκα αποσύρεται
στο Όρος των Ελαιών, όπου ο προσφιλής κήπος της Γεθσημανή και το φιλικό χωριό
Βηθανία με το φιλόξενο σπίτι των ευεργετημένων αδελφών Λαζάρου, Μαρίας και
Μάρθας.
«Ηυλίσθη εκεί» ... περιγράφει ο
Ματθαίος. Εκεί διανυκτέρευσαν.
Τη Δευτέρα, πολύ πρωί, και
προφανώς χωρίς να πάρει κάποιο πρωινό ο Κύριος, αναχώρησε μαζί με τους
Αποστόλους για τα Ιεροσόλυμα. «Και
επανάγων εις την πόλιν επείνασεν». Τότε βρέθηκε στον δρόμο τους η συκιά. Μια
συκιά που η πληθώρα των φύλλων της έπρεπε να μαρτυρεί και την ύπαρξη καρπών,
αφού το δέντρο αυτό βγάζει τα σύκα πριν από τα φύλλα.
Για να καθησυχάσει λοιπόν την
πείνα Του ο Ιησούς, ζήτησε ανάμεσα στα φύλλα της να βρει σύκα. «Αλλ’ ουδέν εύρεν», μας πληροφορεί ο
Ματθαίος. Εξαπατήθηκε λοιπόν ο Ιησούς από την εμφάνιση της συκιάς εκείνης. Και
προβαίνει σε μια πράξη ανερμήνευτη εκ πρώτης όψεως. Αυτός που παντού και πάντα
ευεργετούσε, τώρα καταράται: « Μηκέτι εκ
σου γένηται καρπός εις τον αιώνα». Συνοπτικά ο Ματθαίος αποφαίνεται: « Και παραχρήμα εξηράνθη η συκή». Ο δε Μάρκος
προσθέτει κάποιες επιβεβαιωτικές λεπτομέρειες για το επόμενο πρωί: «Και
παραπορευόμενοι πρωί, είδον την συκήν εξηραμένην εκ ριζών. Και αναμνησθείς ο
Πέτρος λέγει αυτώ: Ραββί, ίδε. Η συκή ην κατηράσω εξήρανται». (Μάρκ. ΙΑ΄20, 21)
Το παράδοξο αυτό γεγονός εγείρει
μερικά ερωτηματικά στους μελετητές του: Πώς το πρωί ο Κύριος και οι Δώδεκα
έφυγαν από τη Βηθανία χωρίς να φάνε; Πώς ο Ιησούς βγήκε από το σπίτι που
κυβερνούσε η άγρυπνη οικοδέσποινα, η
Μάρθα, χωρίς να λάβει τροφή, πόσο μάλλον που στο Ταλμούδ οι ραββίνοι
συνιστούσαν το φαγητό σε πολύ πρωινή ώρα; Ο Κύριος αγνοούσε ότι στη συκιά δεν
υπήρχαν καρποί; Και πώς μπορούσαν να υπάρχουν, αφού κατά τον Μάρκο «ὁ γαρ
καιρός ουκ ην σύκων»; Πράγματι, στις
πρώτες μέρες του Απριλίου δεν θα μπορούσε η συκιά να έχει σύκα. Γιατί ο Κύριος
καταδικάζει ένα δέντρο, σαν να ήταν ένα ηθικό και υπεύθυνο πρόσωπο, αφού
μάλιστα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ένοχο που ήταν χωρίς καρπούς αυτή την
εποχή;
Οι απαντήσεις σε όλα αυτά τα
ερωτήματα οδηγούν με βεβαιότητα στο εξής συμπέρασμα: Ο Κύριος «σκηνοθέτησε»
όπως θα λέγαμε στη σύγχρονη γλώσσα, το επεισόδιο αυτό και προετοίμασε με κάθε
ακρίβεια όλα του τα στοιχεία και όλες τις λεπτομέρειες. Και τούτο γιατί ήθελε
να παρουσιάσει ένα γεγονός που θα είχε αξία συμβόλου και αλληγορίας, με
επιχείρημα την αντίθεση ανάμεσα στην αφθονία του άχρηστου φυλλώματος και στην
έλλειψη των χρήσιμων καρπών. «Προκαλεί το γεγονός αυτό κατ’ οικονομίαν»,
σημειώνει ο Ζυγαβινός, «ώστε να βρει καλή αφορμή, να επιτελέσει το θαύμα της
ξηράνσεως». Ο δε Δαμασκηνός υπογραμμίζει ότι ο Κύριος εγνώριζε πως η συκιά ούτε
είχε ούτε και μπορούσε να έχει καρπούς, ήθελε όμως με αλληγορικό και συμβολικό
τρόπο να δείξει ότι πρέπει ο άνθρωπος «τους καρπούς της βασιλείας του Θεού εν
παντί καιρώ ποιείν τω Θεώ», διαφορετικά επικρέμαται γι’ αυτόν η κατάρα της
αιωνίου ακαρπίας.
Οι Απόστολοι που είχαν
παρακολουθήσει τις συζητήσεις του Κυρίου με τους Φαρισαίους και είχαν ακούσει
τις επιτιμήσεις Του για την υποκρισία τους, εύκολα μπόρεσαν να εννοήσουν σε
ποιον αναφερόταν η συμβολική αυτή
διδασκαλία, της οποίας υπήρξαν μάρτυρες και ακροατές. Αφορούσε την ιουδαϊκή
συναγωγή, που ο Θεός την είχε ορίσει «εις Φως Εθνών», όπως προφητεύει ο Ησαϊας
(μθ΄6) , εξ αιτίας της απιστίας της όμως στερήθηκε την Χάρη του Σωτήρος Θεού
και «κατέστη έρημος και άκαρπος εκκλησία», όπως σχολιάζει ο Δαμασκηνός.
Αφορούσε τον Ισραήλ, τον εκλεκτό λαό του Θεού, που ήταν κατά την εποχή του
Χριστού πεισματικά στερημένος από ηθικούς καρπούς, έτρεφε όμως άφθονο φαρισαϊκό
φύλλωμα, εξωτερική δηλ. θεοσέβεια.
Προσωποποιεί λοιπόν και
συμβολίζει η συκιά, σύμφωνα με τον καθηγητή Τρεμπέλα , τον υποκριτή και τον
απατεώνα, που «έξωθεν φαίνεται δίκαιος, έσωθεν δε γέμει υποκρίσεως και
ανομίας», κατά τον λόγον του Ιησού. Ο ίδιος καθηγητής, ολοκληρώνοντας την
ερμηνεία του γεγονότος αυτού,
υπογραμμίζει ότι σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Ματθαίου και του Μάρκου η
συκιά καταδικάζεται όχι μόνο γιατί ήταν άκαρπη, αλλά και γιατί προσωποποιούσε
το ψεύδος.
Γι’ αυτή την καταδίκη νομίζω
κανείς δεν θα επιχειρούσε να διαμαρτυρηθεί. Το αντίθετο, μάλιστα, όλοι θα
πρέπει να την επιδοκιμάζουμε, αφού όλοι φρίττουμε, όταν ανακαλούμε στο νου και
στην ψυχή μας εκείνα τα φοβερά «ουαί», με τα οποία ο Κύριος ξεγύμνωσε την
ασυνέπεια των θρησκευτικών ηγετών του ιουδαϊκού λαού και μέτρησε την τεράστια
απόσταση ανάμεσα στα πραγματικά ψυχικά τους αποθέματα και στην εξωτερική τους εικόνα,
την οποία κυκλοφορούσαν στον κόσμο που τους περιέβαλλε.
Επί είκοσι αιώνες τώρα η έννοια
«φαρισαίος» είναι συνώνυμη με την έννοια μάσκα και προσωπείο. Το εφόδιο αυτό
δεν λείπει δυστυχώς από τις αποσκευές του σύγχρονου ανθρώπου, αγαπητοί. Δεν
είναι καθόλου εύκολο να ξεχωρίσουμε αν οι άνθρωποι που βρίσκονται στο φιλικό,
επαγγελματικό, κοινωνικό περιβάλλον μας έχουν πρόσωπο ή προσωπείο. Πόσες φορές
ακούμε λόγους ή βλέπουμε ενέργειες που μας ωθούν να διερωτηθούμε: «Μα τα
πιστεύει αυτά που λέει;», «Τα πιστεύει αυτά που κάνει;» .
Μήπως αυτή την ίδια απορία και το
ίδιο ερωτηματικό το προκαλείς κι εσύ με τη συμπεριφορά σου στους ανθρώπους του
περιβάλλοντός σου; Και το χειρότερο, μήπως εσύ, που χρόνια τώρα μαθητεύεις στο
σχολείο του Χριστού, συλλαμβάνεις τον εαυτό σου να παρουσιάζει ένα πλούσιο
φύλλωμα με ποικίλες εξωτερικές εκδηλώσεις, ενώ οι εσωτερικοί καρποί είναι
ελάχιστοι έως ανύπαρκτοι; Αλλά και αντιθέτως, μήπως έχεις την ικανότητατης
κατάλληλης προσαρμογής, σαν τον χαμαιλέοντα, σε όλες τις ευκαιρίες και τις
καταστάσεις, επιβεβαιώνοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου «Θεόν ομολογούσιν
ειδέναι, τοις δε έργοις αρνούνται...»; Πού λοιπόν η συνέπεια ανάμεσα σε ό,τι
πιστεύεις ως αληθινό και γνήσιο και σε ό,τι εκδηλώνεις και ενεργείς;
Να λοιπόν το θέμα αυτής της χωρίς
ιδιαίτερες απαιτήσεις ομιλίας. Περί συνεπείας ο λόγος.
Δεν ξέρω πού πηγαίνει ο νους,
ακούγοντας τον όρο «συνέπεια». Μπορεί τη στιγμή αυτή κάποιες συνειδήσεις να
θορυβήθηκαν, γιατί έρχονται στο μυαλό πράξεις που σίγουρα τις χαρακτηρίζει
έλλειψη συνεπείας. Ίσως καθυστερημένη προσέλευση σε συναντήσεις
προγραμματισμένες ή έκτακτες, τότε που υποχρεώνω τους ακριβείς να με
περιμένουν, υπομονετικά ή όχι, και
ξεμπερδεύω με ένα «συγγνώμη». Ίσως συχνές απουσίες από ευκαιρίες που
προετοιμάζονται με πραγματική αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον και γι’ αυτές τις
απουσίες διαθέτω πάντα πρόχειρες και κατά τη γνώμη μου εύλογες δικαιολογίες.
Ίσως κάποια βιβλία δανεικά, που όμως έχουν ξεχαστεί στη δική μου βιβλιοθήκη.
Ίσως υποσχέσεις που έδωσα και λησμόνησα να τηρήσω, τηλεφωνήματα που αμέλησα να
κάνω, χρήματα που δανείστηκα και ξέχασα να επιστρέψω, ίσως... ίσως...
Πράγματι με όλες αυτές τις
παραλείψεις και πολλές άλλες ακόμα χαρακτηρίζεται η απουσία της συνέπειας, η
έλλειψη αγάπης και σεβασμού προς τον άλλο,
η περιχαράκωση στο εγώ μου, στον
εαυτό μου, στα δικά μου...
Μα αν κατάφερνε κανείς να
βελτιωθεί ως προς αυτά και να τα διορθώσει ακόμη, θα είχε τάχα επιτύχει στο
μέγα άθλημα της χριστιανικής συνέπειας; Με τις σκέψεις που ακολουθούν, θα γίνει
προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα.
Και πρώτα – πρώτα τι σημαίνει
«συνέπια» στην άχραντη ελληνική γλώσσα;
Κοντά στην πρόθεση –συν – υπάρχει το ουσιαστικό - έπος -,
δηλ. λόγος ή το ρήμα έπομαι, δηλ. ακολουθώ. Έτσι ετυμολογεί ο καθηγητής
Μπαμπινιώτης και ερμηνεύει: «συνέπεια είναι η ιδιότητα κάποιου να τηρεί
επακριβώς τις υποχρεώσεις του, η συμφωνία ανάμεσα σ’ αυτά που δηλώνει ότι
πρεσβεύει, υπόσχεται ή είναι υποχρεωμένος κάνει και σ’ αυτά που πραγματοποιεί».
Ο ορισμός αυτός βέβαια αφορά
όλους τους ανθρώπους και βρίσκει την εφαρμογή του στην εναρμόνιση ανάμεσα στις
πεποιθήσεις καθενός και στον εξωτερικό του βίο.
Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για
τον συνεπή χριστιανό. Τι όμως ρυθμίζει τις πεποιθήσεις του συνειδητού και
συνεπούς χριστιανού; Ασφαλώς ο Νόμος του Θεού, όπως τον αποκάλυψε ο Ιησούς
Χριστός και τον βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο, όπως τον δίδαξαν οι Απόστολοι και τον
ερμήνευσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Σ’ αυτό τον Θείο Νόμο έχουμε δηλώσει πίστη
και την ομολογούμε οσάκις απαγγέλουμε το «Πιστεύω».
Και τώρα ας κάνουμε μιαν υπόθεση.
Ας υποθέσουμε ότι παρουσιάζεται ενώπιόν μας ένα πρόσωπο σημαντικό, ένας άγιος,
ας πούμε ο Αδελφόθεος Ιάκωβος, πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων, που η Καθολική
επιστολή του εγγίζει ως τα βάθη τις χριστιανές ψυχές. Στέκεται λοιπόν εμπρός
στον καθένα και ερωτά: «Πιστεύεις;».
Όσοι είμαστε παρόντες, τόσα ΝΑΙ, εγκάρδια και ολόψυχα θ’ ακούγονταν,
έτσι δεν είναι; Και τότε ο Αδελφόθεος θα συνέχιζε: «Δείξον μου την πίστιν σου
εκ των έργων σου», τα έργα τελειοποιούν την πίστη, χωρίς τα έργα η πίστη είναι
νεκρή.
Αυτά τα έργα, αγαπητοί, οι
ενέργειές μας, οι δραστηριότητες, τα λόγια μας, οι πράξεις μας και οι λογισμοί
μας ακόμα, κάθε τι που αποτελεί έκφανση του προσωπικού μας βίου, αυτοί είναι οι
καρποί της συκιάς που αναζήτησε ο Κύριος στην πορεία προς τα Ιεροσόλυμα. Απαιτεί λοιπόν ο Θεός, ο
προσωπικός μας βίος να είναι απόλυτα εναρμονισμένος με τη θεωρία, δηλ. τη γνώση
και την πίστη που αποκτήσαμε και καλλιεργήσαμε μέσα στο ευλογημένο θερμοκήπιο
της Εκκλησίας μας, στο οποίο αξιωθήκαμε να θητεύουμε από τα πρώτα μας χρόνια. «Ου
πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’
ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου». (Ματθ. Ζ΄21)
Την ίδια απαίτηση έχουν από τον
πιστό χριστιανό και οι άνθρωποι που τον περιβάλλουν: Μέσα στην οικογένεια, στον
χώρο εργασίας, στην κοινωνία. Ζητούν κάτι απολύτως φυσικό και σπουδαίο: Τα λόγια του να συμβαδίζουν με τις πράξεις
του, η ομολογία της πίστης του να
επισφραγίζεται με το παράδειγμά του, η ζωή του να είναι μια αναμφισβήτητη
εύγλωττη μαρτυρία του αγώνα του να είναι συνεπής στις χριστιανικές του αρχές.
Όταν όμως δεν τα διακρίνουν αυτά,
ομολογώντας το ή όχι, διαμαρτύρονται και δυσανασχετούν και το χειρότερο
σκανδαλίζονται, αφού με τη συμπεριφορά σου διαψεύδεις αυτό που διατείνεσαι πως
φρονείς και πιστεύεις. «Δι’υμάς βλασφημείται το όνομα του Θεού...» (Ρωμ. Β΄24).
Εξ αιτίας σας...
Και μετά πώς να τα μαζέψεις; Πώς
να αποκαταστήσεις την αμαυρωμένη εικόνα που εσύ λέρωσες, όχι τη δική σου, μα
Εκείνου, του Θεού και Πατρός, που δέχτηκες να Τον εκπροσωπείς, αφού όλοι ξέρουν
ότι ανήκεις στη δική Του παράταξη.
Και κάτι ακόμη: Μετά από τέτοια
προδοτικά ολισθήματα, πώς θα επανέλθει η ειρήνη και η ηρεμία στη συνείδηση και στην ψυχή, αφού η συνέπεια είναι μια
υπαρξιακή επιταγή της ψυχής, που διψάει και λαχταρά να αποσαφηνίσει τη ζωή της,
να ζήσει καθαρά και αυθεντικά, όχι πλαστά και κίβδηλα. Αφού η συνέπεια είναι
πάθος αλήθειας και πνευματικής ισορροπίας, καθώς καταργεί την ανακολουθία και
εξαφανίζει την τρομερή γελοιοποίηση που υφίσταται ο ασυνεπής μπροστά στους
άλλους, αλλά κυριώτατα μπροστά στον εαυτό του.
Γνώρισα στη ζωή μου ανθρώπους που
τον μέσα κόσμο τους δεν κατάλαβα ποτέ να τον έχει προδώσει ο έξω εαυτός τους.
Κοντά τους αισθανόμουν την ψυχική τους γαλήνη και παρακολουθούσα την απόλυτη
συνέπεια του βίου τους. Μακάρι να τους είχα μοιάσει!
Απαιτεί λοιπόν ο Θεός, περιμένουν
οι γύρω, απαιτεί ο εαυτός μας: Η ζωή μας
η χριστιανική να μην είναι μόνο θεωρία, αλλά να είναι πράξη και βίωμα. Να
εκτυλίσσεται διαποτισμένη και φωτισμένη από
τον Λόγο του Θεού, ο οποίος αποτελεί την πυξίδα και τον καταστατικό
χάρτη της ανθρώπινης και μάλιστα της χριστιανικής πορείας. Το πετυχαίνουμε
άραγε; Δεν νομίζω ότι η απάντηση μπορεί να είναι εκατό τοις εκατό θετική.
Βρεθήκαμε να ζούμε, αγαπητοί,
στον αμαρτωλό αυτόν αιώνα, στοιχεία κι εμείς της εκπεσούσης ανθρωπότητας, που
ζει μακριά από τον Θεό, προσκολλημένη στα αμαρτωλά και πρόσκαιρα του παρόντος
βίου. Εδώ αντιμετωπίζουμε ένα ευαίσθητο και καυτό πρόβλημα: Διατρέχουμε
καθημερινώς τον κίνδυνο του «συσχηματισμού μας τω αιώνι τούτω...». Το γνωρίζει
ο Απόστολος Παύλος, όταν γράφει στους Ρωμαίους και διαχρονικά σε όλους τους
χριστιανούς: «Παρακαλώ υμάς... αδελφοί ... μη συσχηματίζεσθαι τω αιώνι
τούτω...» (Ρωμ. ιβ΄). Επισημαίνει την ασυνέπεια πολλών χριστιανών, οι οποίοι,
χωρίς πνευματικό βάθος, χωρίς φωτισμένο νου και χωρίς καλλιεργημένη συνείδηση
καταλήγουν να μιμούνται τους ανθρώπους που βρίσκονται μακριά από την Εκκλησία.
Εδώ λησμονείται η χριστιανική συνέπεια, καθώς την παραμερίζει η ανθρωπαρέσκεια
και η κενοδοξία, καθώς την καλύπτουν ιδιοτελή ελατήρια και προσωπικά
συμφέροντα. Έτσι οι χριστιανοί κρύβουν,
αρνούνται, ισοπεδώνουν και συμβαδίζουν με αυτούς, με τους οποίους διαφωνούν.
Ενώ άνθρωποι άθεοι, άπιστοι ή ολιγόπιστοι δεν διστάζουν να εναρμονίσουν τη ζωή
τους προς τις πεποιθήσεις τους, να τις προβάλουν, να τις υπερασπιστούν.
Εδώ είναι που ο χριστιανός πρέπει
να αναπτύξει τη μεγαλύτερη προσοχή και την ισχυρότερη αντίσταση, να διαφυλάξει
και να διατηρήσει τον θησαυρό που κατέχει, ακόμα και να τον προβάλει με
καύχηση.
«Στώμεν καλώς», αδελφοί. Το κακό
που πάντα υπήρχε στη ζωή, στιγματιζόταν όμως ως παράνομο και αντίθετο με τη
χριστιανική τάξη και την κοινωνική αντίληψη, σήμερα, σε πολλές περιπτώσεις
διαπράττεται με κάλυψη νομιμότητας και επικροτείται δημοσίως. «Αιώνιες αξίες»,
σημειώνει ο Σεβ. Μητρ. Πρώην Πειραιώς Καλλίνικος, «εμπνευσμένες από την αλήθεια του Ευαγγελίου,
όπως είναι η ιερότητα του γάμου, η συζυγική πίστη, η κυριαρχία στη σάρκα, η
αγνότητα, θεωρούνται από πολλούς ξεπερασμένες και αναχρονιστικές. Η αυθεντία
του πατέρα και της μάνας, του ιερέα και του δασκάλου, ο σεβασμός προς τους
μεγαλυτέρους, η υπακοή των παιδιὠν στους γονείς, θεωρούνται κατεστημένο. Ο
σεβασμός της προσωπικότητας του άλλου, η τιμή προς τους μεγαλύτερους, η
ευγένεια της συμπεριφοράς, θεωρούνται πράξεις δουλοπρέπειας. Η πίστη στον Θεό,
ο σεβασμός προς την Εκκλησία, η πειθαρχία στο Ευαγγέλιο, θεωρούνται
οπισθοδρομικότητα.
Πρόοδος θεωρείται η ελευθερία των
ηθών, οι εγωκεντρικές και ανθρωποκεντρικές αντιλήψεις, η υλιστική θεώρηση της
ζωής, το ξέφτισμα της φιλοπατρίας, η κατάργηση των ελληνοχριστιανικών
παραδόσεων της φυλής μας, η αντιπαιδαγωγική ασύδοτη ελευθερία των νέων, ο εκχυδαϊσμός της γλώσσας μας, η
παραχάραξη της ιστορίας μας, η αποκοπή από τις ρίζες μας, η πιστή αντιγραφή και
εφαρμογή της αμερικάνικης και ευρωπαϊκής ζωής και κουλτούρας. Αυτό το πνεύμα το
καλλιεργούν κατάλληλα τα μέσα ενημερώσεως και ιδιαιτέρως και αποτελεσματικά η
τηλεόραση και το διαδίκτυο».
Μέσα σ’ αυτή την κατεδάφιση κυκλοφορεί ο πιστός χριστιανός, διατρέχοντας
τον κίνδυνο της παραπλάνησης και του συσχηματισμού «τω αιώνι τούτω». Είναι ένα
πρόβλημα μπροστά στο οποίο πρέπει να σταθούμε με πολλή σοβαρότητα και
υπευθυνότητα. Να ερευνήσουμε τη ζωή και τη σκέψη μας, μήπως το πνεύμα αυτό έχει
επηρεάσει την υπόστασή μας. Μήπως έχουμε προχωρήσει σε κάποιους συμβιβασμούς
και σε κάποιες παραχωρήσεις. Γιατί ο συμβιβασμός συντελείται σιγά και
ανεπαίσθητα και δεν είναι εύκολη η διαπίστωσή του. Γιατί η ολίσθηση γίνεται με
βραδύτητα και έχει κατάλήξη τη συνήθεια,
έτσι ώστε όχι μόνο να ανέχομαι αδιαμαρτύρητα αλλά και να δικαιολογώ αβαρίες σε ζητήματα που αφορούν την
εμφάνιση, την ενδυμασία, τη διασκέδαση, τα θεάματα και αναγνώσματα, τις
κοινωνικές σχέσεις και άλλες σοβαρότερες πλευρές της ατομικής, οικογενειακής,
επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής, για τις οποίες καλούμαι να πάρω θέση και να
εκφράσω άποψη.
Μήπως τότε σιωπώ ή συμφωνώ ή
συμβιβάζομαι, αντί να δείξω ότι
τουλάχιστον διαφωνώ; Μήπως επιλέγω τον συσχηματισμό και όχι τη συνέπεια και τη
σταθερότητα στις χριστιανικές μου αρχές, των οποίων γνωρίζω την ανυπολόγιστη
αξία;
Ίσως όμως και να μη την γνωρίζω
όσο πρέπει καλά. Γιατί δυστυχώς έχουμε ρυθμίσει τη ζωή μας με βάση την
εξωτερική και φαρισαϊκή τήρηση της επιφάνειας και του γράμματος του Νόμου του
Θεού, χωρίς να βιώνουμε την αξία και το πνεύμα του, το οποίο εκφράζει το θέλημα
του Θεού και αποβλέπει στη σωτηρία μας. Έτσι η καρποφορία μας είναι ελάχιστη,
μηδαμινή, ίσως και ανύπαρκτη. Η συνέπεια και η αυθεντικότητά μας, η γνησιότητα
και η εντιμότητά μας, η ειλικρίνεια και η αλήθεια μας παρουσιάζονται ελλιπείς.
Μοιάζουμε με καράβι, που πάνω στο σκαρί του δρουν δυνάμεις αντίρροπες και το
κρατούν καταδικασμένο... ακίνητο...
Ο Χριστός όμως «επείνασεν και
ήλθεν επί την συκήν και ουδέν εύρεν ... και παραχρήμα εξηράνθη η συκή». Αλλά
«της ξηρανθείσης συκής δια την ακαρπίαν το επιτίμιον φοβηθέντες αδελφοί,
καρπούς αξίους της μετανοίας ποιήσωμεν...». Για να ελκυσθεί εντός μας η Χάρις
του Θεοὐ, που χωρίς αυτήν ποτέ δεν υπάρχει καρποφορία στις ψυχές.
Μετάνοια συνεχής λοιπόν, ως βιωματική κατάσταση της ψυχής και όχι
ως περιστασιακό και παροδικό συναίσθημα, που μας συνέχει μόνο κατά την ώρα της
εξομολόγησης. Είναι το πρώτο μας εφόδιο, το πρώτο όπλο κατά της ακαρπίας η
μετάνοια.
Ας αναζητήσουμε την πλήρη και ουσιαστική γνώση
του Νόμου του Θεού στη μελέτη του Ευαγγελίου
και πνευματικών βιβλίων, που το περιεχόμενό τους είναι απαύγασμα βίωσης και
καρποφορίας του θελήματος του Κυρίου στον νου και στην καρδιά των συγγραφέων
τους.
Και η ακρόαση
του Θείου Λόγου, που τον αναπτύσσουν θεοφώτιστοι κήρυκες ή απλοί ομιλητές,
πολλά μπορεί να προσφέρει στον έχοντα «ώτα ακούειν».
Καρπός μετανοίας και η ταπείνωση , όπως περιέχεται και εκφράζεται
στον λόγο της Παρθένου Μαρίας: «Ιδού η
δούλη Κυρίου...». Η ταπείνωση ανοίγει τους κρουνούς της Θείας Χαριτος, για να
αρδεύσουν τα άγια της νάματα το άκαρπο δέντρο της ψυχής και να αποδώσει τους
καρπούς που περιμένει ο Θεός.
Άγρυπνη προσοχή στις κινήσεις της καρδιάς. Ο αιώνας αυτός μόνο πειρασμούς
δημιουργεί και είναι τόσο εύκολο στην καρδιά να ενδώσει.
Ανύστακτη προσευχή προς τον Θεό, Εκείνος να κάνει το θαύμα Του και να
μεταμορφώσει τη θλιβερή ακαρπία μας σε πλούσια καρποφορία.
Αδιάκοπη συμμετοχή στη Θεία Λατρεία και στα Άγια Μυστήρια. Εκεί η κοινωνία
του πιστού προς τον Κύριο και προς τους
εν Χριστώ αδελφούς. Εκεί η συγκομιδή των καρπών του Αγίου Πνεύματος και της
Θείας Χάριτος.
Συνεχίζουμε λοιπόν τον αιματηρό
και ανύστακτο αγώνα για την καρποφορία των αρετών στη συκή της ψυχής μας και την
πορεία μας στην οδό της χριστιανικής συνέπειας, που συχνά είναι πορεία εναντίον
του ρεύματος. Αυτός ο αγώνας και αυτή η πορεία αποτελούν το πρωταρχικό χρέος
του πιστού χριστιανού, ο οποίος οφείλει να ορθοτομεί την αλήθεια που πιστεύει
με τον λόγο, με τις πράξεις, με τη ζωή του. Η
παρουσία μας μέσα στον κόσμο να είναι
μια διαρκής αποσαφήνιση της πίστης στον αληθινό Θεό, της αρετής και των
αξιών εκείνων, για τις οποίες μπορεί να καυχάται ο άνθρωπος και ιδίως ο
αληθινός χριστιανός. Η δράση μας να είναι μια συνεχής και επίμονη απαίτηση
αλήθειας, ειλικρίνειας, γνησιότητας, άρνηση συμμετοχής στην παραχάραξη της
διδασκαλίας του Χριστού, σεμνή αλλά ενεργητική διαμαρτυρία.
Το χρέος αυτό δεν μπορεί να
μείνει ανεξόφλητο. Είναι χρέος απέναντι στον εαυτό μας και στην κοινωνία,
απέναντι στις νέες γενεές, που τις καταπληγώνει η αναιδής ασυνέπεια των
ενηλίκων. Είναι χρέος απέναντι σε Εκείνον, τον μόνον που διεκήρυξε: «Εγώ ειμι η Αλήθεια...».
1 σχόλιο:
Συνέπεια και χριστιανός σήμερα είναι ασυμβίβαστα.
Δημοσίευση σχολίου