Κυριακή του Ασώτου
Σήμερα διαβάσαμε στο Ευαγγέλιο το
τρίτο κομμάτι από το 15ο κεφάλαιο του Λουκά, που περιγράφει την παραβολή του
Ασώτου, όπως συνηθίσαμε να λέμε, ενώ ουσιαστικά ολόκληρο το κεφάλαιο περιγράφει
τον πατέρα, όχι τον Άσωτο.
Γιατί και τα δυο προηγούμενα περιστατικά στο ίδιο κεφάλαιο, είτε με τη χαμένη δραχμή (Λουκ. 15, 8-10), είτε με το χαμένο πρόβατο στο βουνό (Λουκ. 15, 3-7), περιγράφουν ακριβώς την φροντίδα αυτουνού που είναι «υπεύθυνος για». Και εκείνα ήταν αντικείμενα, χρήματα και ζώα. Εδώ τώρα, στην περίπτωση με τον Άσωτο και τον πρεσβύτερο, η υπόθεση αφορά πρόσωπα, και δεν είναι απλώς υποχρέωση, αλλά υπευθυνότητα.
Όλοι μας είμαστε ανάμεσα στο τρίκλωνο δίλημμα: του παρελθόντος μας, του παρόντος μας και του μέλλοντός μας. Το παρελθόν είναι αυτό απ’ το οποίο καταγόμαστε κληρονομικά, αλλά και αυτό το οποίο κι εμείς, σ’ ό,τι μας αναλογεί, δημιουργήσαμε. Σε κάθε στιγμή της ζωής μας έχουμε ένα παρελθόν, το οποίο το παραλάβαμε, και ένα παρελθόν το οποίο το φτιάξαμε. Έχουμε ένα παρόν το οποίο τώρα το ζούμε, κι έχουμε ένα μέλλον το οποίο το χτίζουμε και με τα δύο αυτά: Με το παρελθόν και με το παρόν. Και από τα δεδομένα του παρελθόντος, και από τα δεδομένα του παρόντος, χτίζουμε το μέλλον.
Λέει λοιπόν σήμερα το κομμάτι του Ευαγγελίου, ότι ένας πατέρας είχε δύο γιούς. Συνήθως, σε κάθε κοινότητα υπάρχει ένας υπεύθυνος που υλοποιεί την από κοινού παραδοχή, θέτοντας και υπερασπιζόμενος τους νόμους. Ακόμα και σε κάθε σπίτι ο γονιός - πατέρας/μητέρα είναι αυτός που θέτει τους νόμους. Οι νόμοι είναι απαραίτητοι γιατί χτίζουν και γεννάνε την ευθύνη και, όταν κανείς το καταλάβει αυτό σωστά, κατακτά την ωριμότητα. Ωριμάζω (-Μεγαλώνω) όταν αναλαμβάνω μια ευθύνη. Ουσιαστικά, αρχίζω να υπάρχω.
Σ’ αυτή εδώ την περίπτωση, ο πατέρας είναι αυτός που είναι ο ιδιοκτήτης των οικονομικών δεδομένων της οικογένειας. Πάει, λοιπόν, ο μικρότερος γιος και του λέει: «Ό,τι μου ανήκει δώσ’ το μου». Ο άλλος γιος δεν πάει να προβάλλει τέτοιες αγενείς απαιτήσεις. Σιωπά. Και οι δυο όμως, τελικά, έχουν τον ίδιο λανθασμένο τρόπο.
Ο άσωτος βιώνει ένα πιεστικό παρόν: «Με στενεύει το πλαίσιο το οικογενειακό, δεν μ’ αφήνει να υπάρχω όπως θέλω, θέλω να φύγω». Το αρνείται και φεύγει.
Ο πρεσβύτερος έχει την αίσθηση ότι αυτό είναι ένα υποχρεωτικό παρόν, το οποίο θα πρέπει να το υποστώ και να το «περάσω». Το υφίσταται και μένει, δεν φεύγει.
Ο άσωτος το αρνείται και φεύγει, ο πρεσβύτερος το υφίσταται και μένει. Κανένας απ’ τους δύο δεν αγαπάει. Ούτε ο μεγάλος, ούτε ο μικρός. Όμως, ο άσωτος φεύγοντας συνειδητοποιεί ότι αυτά που νόμιζε ότι θα τον κάνουν ευτυχή, στην πράξη, χάνονται. Τα χρήματα χάνονται, η υγεία φθείρεται, τα νειάτα περνούν. Και σιγά-σιγά αυτό αρχίζει να δουλεύει μέσα του και να το συνειδητοποιεί. Ο πρεσβύτερος, ο μεγαλύτερος, από την άλλη, δεν έμαθε ότι η ανταπόδοση είναι ελεύθερη, και άρα αβέβαιη. Πρέπει να μπορεί κανείς να έχει την απλωσιά της ελευθερίας αυτής της αβεβαιότητας. Γι’ αυτό, επειδή αυτό δεν το καταλαβαίνει, όταν συναντάει τον Πατέρα του, τού λέει: «Δεν μού ’δωσες ένα κατσίκι για να γλεντήσω με τους φίλους μου».
Ο πατέρας όμως δεν συναλλάσσεται με κανέναν. Ούτε με τον έναν, ούτε με τον άλλον. Αλλά τι κάνει; Προικίζει. Η λέξη «προικίζω» και η λέξη «προίκα» στα ελληνικά σημαίνει «δωρεάν χορηγία». Το δίνω, όχι επειδή το χρωστάω, αλλά επειδή το θέλω. Ο πατέρας, λοιπόν αυτός, προικίζει και τον ένα γιο, και τον άλλο γιο. Δεν το καταλαβαίνει ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Ο πατέρας, από τη θέση ισχύος που έχει, αναλαμβάνει τη θέση υπηρεσίας. Η δύναμή του μπαίνει στην υπηρεσία των αγαπημένων του. Το μεγαλύτερο μήνυμα των σωστών πατεράδων είναι αυτό. Να μπορεί αυτός που έχει την ισχύ και την δύναμη, να τα υποτάσσει στην υπηρεσία των αγαπημένων του. Όταν αυτό το ζήσει κανείς στη σχέση με τον φυσικό του γονιό, θα το καταλάβει και στη σχέση με τον Θεό γονιό του. Ή και ανάστροφα. Η σχέση με τον θεϊκό του γονιό θα του δώσει να καταλάβει και ποιά πρέπει ή είναι η σχέση με τον φυσικό του γονιό.
Επιστρέφει ο άσωτος, τέλος πάντων, μετά από μια χαοτική διαδρομή! Θυμάστε ποιά είναι η πρώτη λέξη που απευθύνει σ’ Αυτόν στον οποίο επιστρέφει; Δεν του λέει «συγχώρα με». Του λέει «Πατέρα». Αυτό είναι ακριβώς το μεγαλειώδες το οποίο αντελήφθη στην «ξενιτειά». Κατάλαβε ότι ο πατέρας δεν είναι αυτός που συναλλάσσεται. Είναι αυτός που θυσιάζεται. Γι’ αυτό προσφωνεί «Πατέρα, συγχώρεσέ με». Όχι «συγχώρα με, και τα λοιπά, και τα λοιπά, (τις αιτήσεις του)».
Ο Χριστός, αδελφοί μου, γίνεται δικός μας αδελφός, με το να ενσαρκωθεί, για να γίνει δικός μας πατέρας ο Πατέρας Του. Αν αυτό δεν το καταλάβουμε, από κει και μετά θα ’χουμε μπερδευτεί. Θα ’χουμε στραβή αντίληψη για τον Θεό, που θα Τον φανταζόμαστε επουράνιο χωροφύλακα της ζωής μας, του οποίου νομίζουμε ότι είναι κολλημένο το μάτι Του στην κλειδαρότρυπα της ιδιωτικότητάς μας. Κάτι τέτοιο μας κάνει να αισθανόμαστε ένα περιβάλλον που μας καταπιέζει, όπως τον άσωτο, ή ένα περιβάλλον το οποίο μας είναι υποχρεωτικό να το υποστούμε, όπως ο πρεσβύτερος υιός, ενώ δεν ισχύει κανένα απ’ τα δύο. Ο Θεός ούτε αστυνομεύει τη ζωή των ανθρώπων, ούτε γίνεται παρατηρητής για έλεγχο. Είναι Αυτός που: «Δεν συναλλάσσεται, αλλά προικίζει».
Εμείς όμως, όταν τα συνειδητοποιήσουμε αυτά, από κει και μετά τι θα κάνουμε; Θα πρέπει σε πρώτη φάση να γνωρίσουμε «ποιός είναι ο πατέρας μας». Έχουμε μέσα μας μία ασαφή εικόνα για τον Θεό, Τον Οποίο φανταζόμαστε ως μια εξάρτηση, για να Του γυρέψουμε καλή υγεία ή εξασφάλιση της βιολογικής μας διαδρομής, και συγχρόνως πολλές φορές ο Θεός στη ζωή μας είναι όπως το αλεξίπτωτο στον αεροπόρο: Του δίνει σιγουριά η αίσθηση ότι έχει αλεξίπτωτο δίπλα του, αλλά καθόλου δεν επιθυμεί να το χρησιμοποιήσει! Να πέσει το αεροπλάνο του, και να χρειαστεί αυτός να χρησιμοποιήσει το αλεξίπτωτο! Πολλές φορές βρισκόμαστε σ’ αυτή την κατάσταση.
Βέβαια, δεν ξέρουμε καν, πολλές φορές, το πρόσωπο του Χριστού. Ούτε ποιός είναι, ούτε πώς, γιατί και πότε έγινε άνθρωπος, ούτε τον Θάνατό Του, ούτε την Ανάστασή Του για εμάς, ούτε τα παρεπόμενα όλων αυτών σ’ εμάς. Και όταν εν τη πράξει και ουσιαστικά Τον αγνοούμε, τότε γίνονται αυτά που είπαμε. Το παρόν γίνεται ή καταπίεση, ή υποχρέωση, και δεν μαθαίνουμε να αγαπάμε, γιατί κανένας δεν αγαπάει τα αφεντικά. Στην καλύτερη περίπτωση τα σέβεται, αλλά δεν τα αγαπάει. Ο Χριστός πάντως ήρθε, και με τον άσωτο μας έδειξε ότι όλοι μας ανήκουμε σε μια κοινότητα, η οποία απαρτίζεται όσο καλύτερα μαθαίνουμε να λέμε: «Πατέρα μας, Πάτερ ημών» όχι «Πατέρα μου».
Εδώ χρειάζεται μια θεμελιακή επεξήγηση της παραβολής. Ολόκληρο το κεφάλαιο, αλλά ειδικότερα η παραβολή (Λουκ. 15, 11-32) περιγράφει, όχι τα παιδιά αλλά τον Πατέρα. Δεν ήταν ένας πατέρας που είχε δυο παιδιά, αλλά δυο άνθρωποι που είχαν κοινό Πατέρα. Ο Χριστός με την παραβολή «ζωγραφίζει» τις ενδεχόμενες σχέσεις ανάμεσα στον Πατέρα και τα παιδιά. Πρεσβύτερος ή άσωτος μπορεί να είναι και να γίνει ο καθένας μας. Και το ακόμα ειδικότερο, μπορεί καθένας μας να είναι τώρα πρεσβύτερος και στην συνέχεια άσωτος. Μπορεί να είναι άσωτος και ξάφνου να μετατραπεί σ’ ένα πρεσβύτερο. Όλοι μας είμαστε και τα δύο. Ή έστω έχουμε τον κίνδυνο και για τα δύο.
Ο Χριστός μάς λέει ότι ο άσωτος ήταν ειλικρινής ανόητος, που ωρίμασε απ’ τον πόνο, και ο πρεσβύτερος ήταν ένας περφεξιονιστής φίλαυτος, που δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει ποία και πόση ήταν η περιουσία του (Πάντα τά ἐμά σά ἐστίν).
Και για τον ένα και για τον άλλον το θεμελιακό θέμα είναι η ποιότητα και η στάση του Πατέρα. Όσα και όποια λάθη [κοινωνικώς απαράδεκτα (άσωτος) ή κοινωνικώς ευπρεπή και αδιάφορα (πρεσβύτερος)] και αν διαπράξω, αξία και σημασία έχει ότι ο Πατέρας μου, θα συνεχίσει να βλέπει στο πρόσωπό μου αυτό που δημιούργησε και όχι αυτό στο οποίο κατάντησα. Όταν λέει «Ντύστε τον την στολή την πρώτη», εννοεί την στολή του Βαπτίσματος («Δότε συντόμως τήν στολήν τήν πρώτην τῷ τέκνῳ μου, ἥν ἡ κολυμβήθρα πᾶσιν ὑφαίνει, ἥν κατασκευάζει Χάρις ἡ τοῦ Πνεύματός μου, καί σπεύσατε ἐνδύσατε», Ρωμανός Μελωδός: Εἰς τόν ἄσωτον υἱόν), αυτήν που είχε προσοικειωθεί και του γεννάει αναμνήσεις! Μια άκαιρη πολυτέλεια κάνει τις σχέσεις, όχι οικογενειακές αλλά υπηρεσιακές. Και μετάνοια είναι η επιστροφή στο σπίτι του Πατέρα μας.
Ο μεγάλος υιός δεν το ’μαθε ποτέ αυτό, και μπήκε σε μια λογική ζήλειας. Είναι πολύ κακή η ψυχική κατάσταση της ζήλειας, γιατί δεν μπορώ να αγαπάω. Μπερδεύομαι και είμαι σε μια συνεχή σύγχυση και ταραχή. Όταν ο μεγάλος γιος τού λέει: «Δίπλα σου είμαι διαρκώς. Δεν μου ’δωσες όμως ποτέ τίποτα». Ο πατέρας τού λέει: «Ήσουνα με σφιγμένα δόντια, τελικά. Δεν κατάλαβες καθόλου ότι όλα όσα έχω, κι εγώ ακόμα ο ίδιος, δικός σου είμαι». Ίσως γι’ αυτό η παραβολή κλείνει χωρίς να μας λέει αν ο πρεσβύτερος υιός μπήκε στο σπίτι μαζί με τον Πατέρα! Ας ευχηθούμε να μπήκε (αφορά τον καθένα μας!) όμως ο Χριστός το άφησε σε εκκρεμότητα, την οποία πρέπει ο καθένας μας, ξεπερνώντας την σύγχυση και την ταραχή της ζήλειας, να υπερβεί και να μάθει να χαίρεται, αφού όπως λέει ο Απ. Παύλος: «Εἰ χαίρει ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη».
Άμα δεν το καταλάβουμε αυτό, δεν θα γεμίσει ποτέ χαρά η καρδιά μας και δεν θα καταλάβουμε ότι η σχέση με τον Χριστό και την Εκκλησία δεν είναι θρησκευτικά καθήκοντα, αλλά μια ελεύθερη ανάσα, μιας πλήρως υγιούς ζωής.
ΙΖ’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ
Ἀσώτου υἱοῦ
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν
Κεφ. ιε’, 11-32
O Κύριος εἶπε τήν ἑξῆς παραβολή:
- Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο παιδιά. Καί ἀπό αὐτά εἶπε ὁ νεώτερος στόν πατέρα: -Πατέρα, δῶσε μου τό μερίδιο πού μοῦ ἀνήκει ἀπό τήν περιουσία.
Καί τούς μοίρασε, στά δύο, ὅλη του τήν περιουσία.
Καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ὁ νεώτερος γιός ἀφοῦ πῆρε ὅλα ὅσα τοῦ ἀνῆκαν, ἔφυγε σέ χώρα μακρινή καί ἐκεῖ σπατάλησε τήν περιουσία του, ζώντας ἄσωτα . Ὅταν πιά τά εἶχε ξοδέψει ὅλα, ἔπεσε στόν τόπο ἐκεῖνο μεγάλη πεῖνα καί ἄρχισε καί αὐτός, νά πεινᾶ. Πῆγε λοιπόν καί ἔγινε ὑπηρέτης σέ κάποιον ἀπό τούς πολίτες τῆς χώρας ἐκείνης, καί ἐκεῖνος τόν ἔστειλε στά χωράφια του, νά τοῦ βόσκει τά γουρούνια. Καί ἐκεῖ ἔφθασε στό κατάντημα, νά λαχταράει νά κορέσει τήν πεῖνα του με ξυλοκέρατα· μέ ἐκεῖνα δηλαδή πού ἔτρωγαν τά γουρούνια ἀλλά δέν τοῦ ἔδινε κανένας.
Αὐτό ὅμως ἔγινε ἀφορμή καί συνῆλθε· καί σκέφτηκε:
- Πόσοι ἑργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν περίσσιο ψωμί, ἐνῶ ἐγῶ ἐδῶ, πεθαίνω τῆς πείνας. Θά σηκωθῶ καί θά πάω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ: «Πατέρα, ἁμάρτησα καί στόν Θεό, καί σέ σένα. Δέν εἶμαι πιά ἄξιος, νά λέγομαι παιδί σου. Πάρε με κοντά σου σάν ἕνα ὑπηρέτη σου».
Σηκώθηκε λοιπόν καί ξεκίνησε νά πάει στόν πατέρα του.
Μά ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, ὁ πατέρας του τόν εἶδε καί τόν σπλαγχνίσθηκε, ἔτρεξε καί τόν ἀγκάλιασε σφιχτά καί τόν καταφιλοῦσε. Τότε ὁ υἱός του τοῦ εἶπε:
- Πατέρα, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σέ σένα, καί δέν εἶμαι πιά ἄξιος νά λέγομαι παιδί σου.
Ἀλλά ὁ πατέρας στράφηκε στούς δούλους του καί τούς εἶπε:
- Φέρτε τήν καλύτερη φορεσιά καί ντύστε τον καί βάλτε του στό χέρι δαχτυλίδι. Καί στά πόδια ὑποδήματα. Καί φέρτε καί σφάξτε τό πιό καλοθρεμμένο μοσχάρι, τό σιτευτό, νά φᾶμε καί νά εὐφρανθοῦμε. Γιατί ὁ γιός μου αὐτός ἦταν νεκρός, καί ἀναστήθηκε, ἤταν χαμένος καί βρέθηκε!
Καί ἄρχισαν νά γλεντοῦν.
Ὁ μεγάλος γιός του ἦταν τότε στά χωράφια. Καί γυρίζοντας, καθώς πλησίαζε στό σπίτι, ἄκουσε τραγούδια καί χορούς. Φώναξε τότε ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες, καί ζήτησε νά μάθει, τί εἶχε συμβῆ. Καί ἐκεῖνος τοῦ ἐξήγησε: «Ὁ ἀδελφός σου, γύρισε καί ἔσφαξε ὁ πατέρας σου γιά χάρη του τό σιτευτό μοσχάρι, γιατί τοῦ ἐπέστρεψε ὑγιής». Τότε ἐκεῖνος θύμωσε καί δέν ἤθελε νά μπεῖ στό σπίτι παρ' ὅτι ὁ πατέρας του βγῆκε ἔξω καί τόν παρακαλοῦσε. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπάντησε στόν πατέρα του:
- Νά, ἐγώ τόσα χρόνια σέ ὑπηρετῶ σάν δοῦλος καί ποτέ μου δέν περιφρόνησα ἐντολή σου. Καί σ’ ἐμένα δέν ἔδωσες οὔτε μιά φορά ἕνα κατσικάκι, νά διασκεδάσω λίγο μέ τούς φίλους μου. Ἀλλά, μόλις πού ξαναγύρισε ὁ γιός σου αὐτός, πού σοῦ κατάφαγε τήν περιουσία, γλεντώντας μέ πόρνες, σύ, γιά χάρη του, ἔσφαξες τό ἐκλεκτότερο μοσχάρι.
Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε:
- Παιδί μου, σύ εἶσαι πάντοτε κοντά μου καί ὅλα τά δικά μου εἶναι καί δικά σου. Νά εὐχαριστηθεῖς ἔπρεπε καί νά χαρεῖς. Γιατί ὁ ἀδερφός σου αὐτός ἦταν νεκρός, καί ἀναστήθηκε, ἤταν χαμένος καί βρέθηκε.-
Ένας πατέρας και τα παιδιά του
π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Γιατί και τα δυο προηγούμενα περιστατικά στο ίδιο κεφάλαιο, είτε με τη χαμένη δραχμή (Λουκ. 15, 8-10), είτε με το χαμένο πρόβατο στο βουνό (Λουκ. 15, 3-7), περιγράφουν ακριβώς την φροντίδα αυτουνού που είναι «υπεύθυνος για». Και εκείνα ήταν αντικείμενα, χρήματα και ζώα. Εδώ τώρα, στην περίπτωση με τον Άσωτο και τον πρεσβύτερο, η υπόθεση αφορά πρόσωπα, και δεν είναι απλώς υποχρέωση, αλλά υπευθυνότητα.
Όλοι μας είμαστε ανάμεσα στο τρίκλωνο δίλημμα: του παρελθόντος μας, του παρόντος μας και του μέλλοντός μας. Το παρελθόν είναι αυτό απ’ το οποίο καταγόμαστε κληρονομικά, αλλά και αυτό το οποίο κι εμείς, σ’ ό,τι μας αναλογεί, δημιουργήσαμε. Σε κάθε στιγμή της ζωής μας έχουμε ένα παρελθόν, το οποίο το παραλάβαμε, και ένα παρελθόν το οποίο το φτιάξαμε. Έχουμε ένα παρόν το οποίο τώρα το ζούμε, κι έχουμε ένα μέλλον το οποίο το χτίζουμε και με τα δύο αυτά: Με το παρελθόν και με το παρόν. Και από τα δεδομένα του παρελθόντος, και από τα δεδομένα του παρόντος, χτίζουμε το μέλλον.
Λέει λοιπόν σήμερα το κομμάτι του Ευαγγελίου, ότι ένας πατέρας είχε δύο γιούς. Συνήθως, σε κάθε κοινότητα υπάρχει ένας υπεύθυνος που υλοποιεί την από κοινού παραδοχή, θέτοντας και υπερασπιζόμενος τους νόμους. Ακόμα και σε κάθε σπίτι ο γονιός - πατέρας/μητέρα είναι αυτός που θέτει τους νόμους. Οι νόμοι είναι απαραίτητοι γιατί χτίζουν και γεννάνε την ευθύνη και, όταν κανείς το καταλάβει αυτό σωστά, κατακτά την ωριμότητα. Ωριμάζω (-Μεγαλώνω) όταν αναλαμβάνω μια ευθύνη. Ουσιαστικά, αρχίζω να υπάρχω.
Σ’ αυτή εδώ την περίπτωση, ο πατέρας είναι αυτός που είναι ο ιδιοκτήτης των οικονομικών δεδομένων της οικογένειας. Πάει, λοιπόν, ο μικρότερος γιος και του λέει: «Ό,τι μου ανήκει δώσ’ το μου». Ο άλλος γιος δεν πάει να προβάλλει τέτοιες αγενείς απαιτήσεις. Σιωπά. Και οι δυο όμως, τελικά, έχουν τον ίδιο λανθασμένο τρόπο.
Ο άσωτος βιώνει ένα πιεστικό παρόν: «Με στενεύει το πλαίσιο το οικογενειακό, δεν μ’ αφήνει να υπάρχω όπως θέλω, θέλω να φύγω». Το αρνείται και φεύγει.
Ο πρεσβύτερος έχει την αίσθηση ότι αυτό είναι ένα υποχρεωτικό παρόν, το οποίο θα πρέπει να το υποστώ και να το «περάσω». Το υφίσταται και μένει, δεν φεύγει.
Ο άσωτος το αρνείται και φεύγει, ο πρεσβύτερος το υφίσταται και μένει. Κανένας απ’ τους δύο δεν αγαπάει. Ούτε ο μεγάλος, ούτε ο μικρός. Όμως, ο άσωτος φεύγοντας συνειδητοποιεί ότι αυτά που νόμιζε ότι θα τον κάνουν ευτυχή, στην πράξη, χάνονται. Τα χρήματα χάνονται, η υγεία φθείρεται, τα νειάτα περνούν. Και σιγά-σιγά αυτό αρχίζει να δουλεύει μέσα του και να το συνειδητοποιεί. Ο πρεσβύτερος, ο μεγαλύτερος, από την άλλη, δεν έμαθε ότι η ανταπόδοση είναι ελεύθερη, και άρα αβέβαιη. Πρέπει να μπορεί κανείς να έχει την απλωσιά της ελευθερίας αυτής της αβεβαιότητας. Γι’ αυτό, επειδή αυτό δεν το καταλαβαίνει, όταν συναντάει τον Πατέρα του, τού λέει: «Δεν μού ’δωσες ένα κατσίκι για να γλεντήσω με τους φίλους μου».
Ο πατέρας όμως δεν συναλλάσσεται με κανέναν. Ούτε με τον έναν, ούτε με τον άλλον. Αλλά τι κάνει; Προικίζει. Η λέξη «προικίζω» και η λέξη «προίκα» στα ελληνικά σημαίνει «δωρεάν χορηγία». Το δίνω, όχι επειδή το χρωστάω, αλλά επειδή το θέλω. Ο πατέρας, λοιπόν αυτός, προικίζει και τον ένα γιο, και τον άλλο γιο. Δεν το καταλαβαίνει ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Ο πατέρας, από τη θέση ισχύος που έχει, αναλαμβάνει τη θέση υπηρεσίας. Η δύναμή του μπαίνει στην υπηρεσία των αγαπημένων του. Το μεγαλύτερο μήνυμα των σωστών πατεράδων είναι αυτό. Να μπορεί αυτός που έχει την ισχύ και την δύναμη, να τα υποτάσσει στην υπηρεσία των αγαπημένων του. Όταν αυτό το ζήσει κανείς στη σχέση με τον φυσικό του γονιό, θα το καταλάβει και στη σχέση με τον Θεό γονιό του. Ή και ανάστροφα. Η σχέση με τον θεϊκό του γονιό θα του δώσει να καταλάβει και ποιά πρέπει ή είναι η σχέση με τον φυσικό του γονιό.
Επιστρέφει ο άσωτος, τέλος πάντων, μετά από μια χαοτική διαδρομή! Θυμάστε ποιά είναι η πρώτη λέξη που απευθύνει σ’ Αυτόν στον οποίο επιστρέφει; Δεν του λέει «συγχώρα με». Του λέει «Πατέρα». Αυτό είναι ακριβώς το μεγαλειώδες το οποίο αντελήφθη στην «ξενιτειά». Κατάλαβε ότι ο πατέρας δεν είναι αυτός που συναλλάσσεται. Είναι αυτός που θυσιάζεται. Γι’ αυτό προσφωνεί «Πατέρα, συγχώρεσέ με». Όχι «συγχώρα με, και τα λοιπά, και τα λοιπά, (τις αιτήσεις του)».
Ο Χριστός, αδελφοί μου, γίνεται δικός μας αδελφός, με το να ενσαρκωθεί, για να γίνει δικός μας πατέρας ο Πατέρας Του. Αν αυτό δεν το καταλάβουμε, από κει και μετά θα ’χουμε μπερδευτεί. Θα ’χουμε στραβή αντίληψη για τον Θεό, που θα Τον φανταζόμαστε επουράνιο χωροφύλακα της ζωής μας, του οποίου νομίζουμε ότι είναι κολλημένο το μάτι Του στην κλειδαρότρυπα της ιδιωτικότητάς μας. Κάτι τέτοιο μας κάνει να αισθανόμαστε ένα περιβάλλον που μας καταπιέζει, όπως τον άσωτο, ή ένα περιβάλλον το οποίο μας είναι υποχρεωτικό να το υποστούμε, όπως ο πρεσβύτερος υιός, ενώ δεν ισχύει κανένα απ’ τα δύο. Ο Θεός ούτε αστυνομεύει τη ζωή των ανθρώπων, ούτε γίνεται παρατηρητής για έλεγχο. Είναι Αυτός που: «Δεν συναλλάσσεται, αλλά προικίζει».
Εμείς όμως, όταν τα συνειδητοποιήσουμε αυτά, από κει και μετά τι θα κάνουμε; Θα πρέπει σε πρώτη φάση να γνωρίσουμε «ποιός είναι ο πατέρας μας». Έχουμε μέσα μας μία ασαφή εικόνα για τον Θεό, Τον Οποίο φανταζόμαστε ως μια εξάρτηση, για να Του γυρέψουμε καλή υγεία ή εξασφάλιση της βιολογικής μας διαδρομής, και συγχρόνως πολλές φορές ο Θεός στη ζωή μας είναι όπως το αλεξίπτωτο στον αεροπόρο: Του δίνει σιγουριά η αίσθηση ότι έχει αλεξίπτωτο δίπλα του, αλλά καθόλου δεν επιθυμεί να το χρησιμοποιήσει! Να πέσει το αεροπλάνο του, και να χρειαστεί αυτός να χρησιμοποιήσει το αλεξίπτωτο! Πολλές φορές βρισκόμαστε σ’ αυτή την κατάσταση.
Βέβαια, δεν ξέρουμε καν, πολλές φορές, το πρόσωπο του Χριστού. Ούτε ποιός είναι, ούτε πώς, γιατί και πότε έγινε άνθρωπος, ούτε τον Θάνατό Του, ούτε την Ανάστασή Του για εμάς, ούτε τα παρεπόμενα όλων αυτών σ’ εμάς. Και όταν εν τη πράξει και ουσιαστικά Τον αγνοούμε, τότε γίνονται αυτά που είπαμε. Το παρόν γίνεται ή καταπίεση, ή υποχρέωση, και δεν μαθαίνουμε να αγαπάμε, γιατί κανένας δεν αγαπάει τα αφεντικά. Στην καλύτερη περίπτωση τα σέβεται, αλλά δεν τα αγαπάει. Ο Χριστός πάντως ήρθε, και με τον άσωτο μας έδειξε ότι όλοι μας ανήκουμε σε μια κοινότητα, η οποία απαρτίζεται όσο καλύτερα μαθαίνουμε να λέμε: «Πατέρα μας, Πάτερ ημών» όχι «Πατέρα μου».
Εδώ χρειάζεται μια θεμελιακή επεξήγηση της παραβολής. Ολόκληρο το κεφάλαιο, αλλά ειδικότερα η παραβολή (Λουκ. 15, 11-32) περιγράφει, όχι τα παιδιά αλλά τον Πατέρα. Δεν ήταν ένας πατέρας που είχε δυο παιδιά, αλλά δυο άνθρωποι που είχαν κοινό Πατέρα. Ο Χριστός με την παραβολή «ζωγραφίζει» τις ενδεχόμενες σχέσεις ανάμεσα στον Πατέρα και τα παιδιά. Πρεσβύτερος ή άσωτος μπορεί να είναι και να γίνει ο καθένας μας. Και το ακόμα ειδικότερο, μπορεί καθένας μας να είναι τώρα πρεσβύτερος και στην συνέχεια άσωτος. Μπορεί να είναι άσωτος και ξάφνου να μετατραπεί σ’ ένα πρεσβύτερο. Όλοι μας είμαστε και τα δύο. Ή έστω έχουμε τον κίνδυνο και για τα δύο.
Ο Χριστός μάς λέει ότι ο άσωτος ήταν ειλικρινής ανόητος, που ωρίμασε απ’ τον πόνο, και ο πρεσβύτερος ήταν ένας περφεξιονιστής φίλαυτος, που δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει ποία και πόση ήταν η περιουσία του (Πάντα τά ἐμά σά ἐστίν).
Και για τον ένα και για τον άλλον το θεμελιακό θέμα είναι η ποιότητα και η στάση του Πατέρα. Όσα και όποια λάθη [κοινωνικώς απαράδεκτα (άσωτος) ή κοινωνικώς ευπρεπή και αδιάφορα (πρεσβύτερος)] και αν διαπράξω, αξία και σημασία έχει ότι ο Πατέρας μου, θα συνεχίσει να βλέπει στο πρόσωπό μου αυτό που δημιούργησε και όχι αυτό στο οποίο κατάντησα. Όταν λέει «Ντύστε τον την στολή την πρώτη», εννοεί την στολή του Βαπτίσματος («Δότε συντόμως τήν στολήν τήν πρώτην τῷ τέκνῳ μου, ἥν ἡ κολυμβήθρα πᾶσιν ὑφαίνει, ἥν κατασκευάζει Χάρις ἡ τοῦ Πνεύματός μου, καί σπεύσατε ἐνδύσατε», Ρωμανός Μελωδός: Εἰς τόν ἄσωτον υἱόν), αυτήν που είχε προσοικειωθεί και του γεννάει αναμνήσεις! Μια άκαιρη πολυτέλεια κάνει τις σχέσεις, όχι οικογενειακές αλλά υπηρεσιακές. Και μετάνοια είναι η επιστροφή στο σπίτι του Πατέρα μας.
Ο μεγάλος υιός δεν το ’μαθε ποτέ αυτό, και μπήκε σε μια λογική ζήλειας. Είναι πολύ κακή η ψυχική κατάσταση της ζήλειας, γιατί δεν μπορώ να αγαπάω. Μπερδεύομαι και είμαι σε μια συνεχή σύγχυση και ταραχή. Όταν ο μεγάλος γιος τού λέει: «Δίπλα σου είμαι διαρκώς. Δεν μου ’δωσες όμως ποτέ τίποτα». Ο πατέρας τού λέει: «Ήσουνα με σφιγμένα δόντια, τελικά. Δεν κατάλαβες καθόλου ότι όλα όσα έχω, κι εγώ ακόμα ο ίδιος, δικός σου είμαι». Ίσως γι’ αυτό η παραβολή κλείνει χωρίς να μας λέει αν ο πρεσβύτερος υιός μπήκε στο σπίτι μαζί με τον Πατέρα! Ας ευχηθούμε να μπήκε (αφορά τον καθένα μας!) όμως ο Χριστός το άφησε σε εκκρεμότητα, την οποία πρέπει ο καθένας μας, ξεπερνώντας την σύγχυση και την ταραχή της ζήλειας, να υπερβεί και να μάθει να χαίρεται, αφού όπως λέει ο Απ. Παύλος: «Εἰ χαίρει ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη».
Άμα δεν το καταλάβουμε αυτό, δεν θα γεμίσει ποτέ χαρά η καρδιά μας και δεν θα καταλάβουμε ότι η σχέση με τον Χριστό και την Εκκλησία δεν είναι θρησκευτικά καθήκοντα, αλλά μια ελεύθερη ανάσα, μιας πλήρως υγιούς ζωής.
ΙΖ’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ
Ἀσώτου υἱοῦ
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν
Κεφ. ιε’, 11-32
O Κύριος εἶπε τήν ἑξῆς παραβολή:
- Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο παιδιά. Καί ἀπό αὐτά εἶπε ὁ νεώτερος στόν πατέρα: -Πατέρα, δῶσε μου τό μερίδιο πού μοῦ ἀνήκει ἀπό τήν περιουσία.
Καί τούς μοίρασε, στά δύο, ὅλη του τήν περιουσία.
Καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ὁ νεώτερος γιός ἀφοῦ πῆρε ὅλα ὅσα τοῦ ἀνῆκαν, ἔφυγε σέ χώρα μακρινή καί ἐκεῖ σπατάλησε τήν περιουσία του, ζώντας ἄσωτα . Ὅταν πιά τά εἶχε ξοδέψει ὅλα, ἔπεσε στόν τόπο ἐκεῖνο μεγάλη πεῖνα καί ἄρχισε καί αὐτός, νά πεινᾶ. Πῆγε λοιπόν καί ἔγινε ὑπηρέτης σέ κάποιον ἀπό τούς πολίτες τῆς χώρας ἐκείνης, καί ἐκεῖνος τόν ἔστειλε στά χωράφια του, νά τοῦ βόσκει τά γουρούνια. Καί ἐκεῖ ἔφθασε στό κατάντημα, νά λαχταράει νά κορέσει τήν πεῖνα του με ξυλοκέρατα· μέ ἐκεῖνα δηλαδή πού ἔτρωγαν τά γουρούνια ἀλλά δέν τοῦ ἔδινε κανένας.
Αὐτό ὅμως ἔγινε ἀφορμή καί συνῆλθε· καί σκέφτηκε:
- Πόσοι ἑργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν περίσσιο ψωμί, ἐνῶ ἐγῶ ἐδῶ, πεθαίνω τῆς πείνας. Θά σηκωθῶ καί θά πάω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ: «Πατέρα, ἁμάρτησα καί στόν Θεό, καί σέ σένα. Δέν εἶμαι πιά ἄξιος, νά λέγομαι παιδί σου. Πάρε με κοντά σου σάν ἕνα ὑπηρέτη σου».
Σηκώθηκε λοιπόν καί ξεκίνησε νά πάει στόν πατέρα του.
Μά ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, ὁ πατέρας του τόν εἶδε καί τόν σπλαγχνίσθηκε, ἔτρεξε καί τόν ἀγκάλιασε σφιχτά καί τόν καταφιλοῦσε. Τότε ὁ υἱός του τοῦ εἶπε:
- Πατέρα, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σέ σένα, καί δέν εἶμαι πιά ἄξιος νά λέγομαι παιδί σου.
Ἀλλά ὁ πατέρας στράφηκε στούς δούλους του καί τούς εἶπε:
- Φέρτε τήν καλύτερη φορεσιά καί ντύστε τον καί βάλτε του στό χέρι δαχτυλίδι. Καί στά πόδια ὑποδήματα. Καί φέρτε καί σφάξτε τό πιό καλοθρεμμένο μοσχάρι, τό σιτευτό, νά φᾶμε καί νά εὐφρανθοῦμε. Γιατί ὁ γιός μου αὐτός ἦταν νεκρός, καί ἀναστήθηκε, ἤταν χαμένος καί βρέθηκε!
Καί ἄρχισαν νά γλεντοῦν.
Ὁ μεγάλος γιός του ἦταν τότε στά χωράφια. Καί γυρίζοντας, καθώς πλησίαζε στό σπίτι, ἄκουσε τραγούδια καί χορούς. Φώναξε τότε ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες, καί ζήτησε νά μάθει, τί εἶχε συμβῆ. Καί ἐκεῖνος τοῦ ἐξήγησε: «Ὁ ἀδελφός σου, γύρισε καί ἔσφαξε ὁ πατέρας σου γιά χάρη του τό σιτευτό μοσχάρι, γιατί τοῦ ἐπέστρεψε ὑγιής». Τότε ἐκεῖνος θύμωσε καί δέν ἤθελε νά μπεῖ στό σπίτι παρ' ὅτι ὁ πατέρας του βγῆκε ἔξω καί τόν παρακαλοῦσε. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπάντησε στόν πατέρα του:
- Νά, ἐγώ τόσα χρόνια σέ ὑπηρετῶ σάν δοῦλος καί ποτέ μου δέν περιφρόνησα ἐντολή σου. Καί σ’ ἐμένα δέν ἔδωσες οὔτε μιά φορά ἕνα κατσικάκι, νά διασκεδάσω λίγο μέ τούς φίλους μου. Ἀλλά, μόλις πού ξαναγύρισε ὁ γιός σου αὐτός, πού σοῦ κατάφαγε τήν περιουσία, γλεντώντας μέ πόρνες, σύ, γιά χάρη του, ἔσφαξες τό ἐκλεκτότερο μοσχάρι.
Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε:
- Παιδί μου, σύ εἶσαι πάντοτε κοντά μου καί ὅλα τά δικά μου εἶναι καί δικά σου. Νά εὐχαριστηθεῖς ἔπρεπε καί νά χαρεῖς. Γιατί ὁ ἀδερφός σου αὐτός ἦταν νεκρός, καί ἀναστήθηκε, ἤταν χαμένος καί βρέθηκε.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου