«Ο ΟΥΝ ΙΗΣΟΥΣ ΚΕΚΟΠΙΑΚΩΣ ΕΚ ΤΗΣ ΟΔΟΙΠΟΡΙΑΣ …
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ
Οι μαθητές έχουν φύγει για την πόλη ν’ αγοράσουν τροφές. Ο Ιησούς, μαζί του ίσως κι ο Ιωάννης, ο πιο νέος του κύκλου των μαθητών έχει μείνει εκεί. Έτσι βλέπει σε λίγο να έρχεται από την πόλη μια γυναίκα ν’ αντλήσει νερό. Τι πιο απλό, τι πιο φυσικό, μάλιστα τέτοια ώρα, ντάλα μεσημέρι, και μετά από όχι λίγη πεζοπορία, από το να ζητήσει να πιει λίγο νερό. «Δος μοι πιείν», της λέει. Αλλά ! Τι τραγικό, τι μικρόψυχο, και ποιος μπορούσε να φανταστεί αυτό που ακούει να του απαντά αυτή.
Το εντελώς αντίθετο ο
Χριστός, πάνω και πέρα απ’ αυτά, της απαντά ήρεμα και ειρηνικά. Και όχι μόνο. «Αν ήξερες, γυναίκα, τι μεγάλο δώρο σου κάνει αυτή τη στιγμή ο
Θεός ! Όπως και ποιος είναι αυτός
που σου λέει. «δος μου να πιω λίγο νερό», εσύ θα του ζητούσες, κι Εκείνος θα σου έδινε ευχαρίστως «ύδωρ ζων» ! Ναι, μάλιστα, ζωντανό,
τρεχούμενο νερό. «Μα τι είναι αυτά που ακούω να μου λες τώρα δα», φυσικό να λογίστηκε
στο νου της η γυναίκα, άνθρωπο έχοντας εμπρός της, άνθρωπο βλέποντας με τα
μάτια της, όχι κρυμμένο Θεό. «Πώς μπορεί,
πώς είναι δυνατό να γίνει αυτό που λες, αφού, ούτε κουβά έχεις ν’ αντλήσεις νερό, και το πηγάδι είναι βαθύ;»
Επί πλέον, για πρόσεξε παρακαλώ και τούτο. «Αυτό
το πηγάδι είναι του μεγάλου μας προπάτορα Ιακώβ. Απ’ αυτό ήπιε κι ο ίδιος, απ’
αυτό και οι γιοί του, και τα ζωντανά του απ’ αυτό. Μήπως εσύ είσαι ανώτερος από
αυτόν;»
Από έκπληξη σε έκπληξη
πέφτει η γυναίκα με αυτά που ακούει από το Χριστό. Και τι θαυμάσιος ο τρόπος
του, τι ανθρώπινος, τι απλός. «Όποιος
πίνει από αυτό το νερό, προχωρεί ο Χριστός, θα δψάσει και πάλι. Αλλά όποιος πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ δε
θα διψάσει ποτέ. Γιατί το νερό που θα του δώσω, θα γίνει μέσα του μια πηγή που
θα αναβλύζει αιώνια ζωή» ! Παράξενα λόγια, «ξένον άκουσμα» που λέει, άκουσμα όμως λίαν ευχάριστο. Προφανώς δεν
κατάλαβε τι θέλει να της πει, δεν έπιασε το νόημά του. Πρόσεξε όμως το προσδοκώμενο
απ’ αυτό, την ενδιέφερε πολύ, κάλυπτε μεγάλη ανάγκη της, την απάλλασσε από κόπο
καθημερινό. Διό παρακαλεί και λέει. «Δώσε
μου Κύριε αυτό το νερό, για να μη διψώ, μηδέ να έρχομαι εδώ να αντλώ».
Τόσο απλά πάλι, τόσο
φυσικά, τόσο ανθρώπινα, χωρίς μεγάλα λόγια, κι ούτε θεολογίες υψηλές, ο Χριστός
την έχει φέρει κιόλας στο σημείο αιχμής ! Εκεί ακριβώς που ήξερε, κι έπρεπε, κι
είχε ιδιαίτερη σημασία να βρεθεί. Στην αναφορά και φανέρωση της προσωπικής της
ιστορίας ζωής. Σε κάτι σαν μετάνοια, γράφε, και κλήση σε εξομολόγηση ειλικρινή.
Πράγμα για το οποίο, και αυτό έχει σημασία, και αξίζει να προσεχθεί, θα την
τιμήσει πάρα πολύ. Θα καταστήσει
αυτή τη γυναίκα, και τι γυναίκα, μέσον
και όργανο να διαμηνυθούν σε όλο τον κόσμο, και από πρώτο χέρι, κορυφαίες
αλήθειες για το ποιος ή τι ο Θεός, για το ποιος και τι αυτός ο ίδιος, ο Ιησούς
Χριστός. Είναι που λέει η Γραφή. «Δεν
είναι οι σκέψεις μου σαν τις δικές σκέψεις, μηδέ τα έργα σας, σαν τα δικά μου
έργα»-Ησ.55.8. Και πιο απλά, πιο
πολύ, πιο συγκεκριμένα. Εγώ και θέλω και μπορώ και κάνω τον πιο μεγάλο διώκτη
μου-Σαύλος-τον πιο διαπρύσιο κήρυκα της Αλήθειας μου σε όλα τα έθνη της γης-Παύλος.
Και δε σταματώ εδώ !
Επανερχόμαι. «Ναι, ευχαρίστως να σου δώσω αυτό το νερό, ανάγκη
όμως να ερωτηθεί κι ο άνδρας σου γι αυτό, αν συμφωνεί. Πήγαινε, λοιπόν, να τον
φωνάξεις, κι έλα πάλι μαζί του εδώ». «Ουκ
έχω άνδρα», αποκρίθηκε και είπε η γυναίκα. «Καλώς είπας ότι άνδρα ουκ
έχω», αρχίζει ο Χριστός, και προχωρεί. «Πέντε
γαρ άνδρας έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ. Τούτο αληθές είρηκας», ολοκληρώνει.
Φυσικά η γυναίκα μένει κατάπληκτη, όχι όμως άφωνη, ευτυχώς. Και το πιο
σπουδαίο, από τα εσώψυχά της, το μέσα βαθιά κάθε ανθρώπου, καταχωνιασμένο εκεί για
καιρό, ίσως από αλλότριες συνθήκες, βγαίνει τώρα κάτι σαν φως, κάτι σαν «άνω αναφορά», σαν απόηχος μακρινός. «Κύριε
θεωρώ ότι προφήτης ει συ», του λέει.
Την έχει φτάσει στο άλλο φως, δε είναι να χάσει την ευκαιρία, θέλει να
πιάσει το νόημα, να δει τα πράγματα πιο καθαρά. «Οι προπατορές μας, του λέει,
λάτρεψαν το Θεό σ’ αυτό εδώ το βουνό. Εσείς όμως-οι Ιουδαίοι-λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο τόπος,
όπου πρέπει να λατρεύει κανείς το Θεό». Στα πόδια του, λοιπόν, η ρίζα, η
αιτία κι η απαρχή της διαφοράς, του διχασμού, του χωρισμού, του κάθε μεταξύ
ανθρώπων διαγκωνισμού.
Πέρα και πάνω από τα τοιαύτα
ο Χριστός αρχίζει να την καθοδηγεί πιο ανοιχτά, να την φέρνει στα ήρεμα και
καθάρια νερά του Θεού, στο όντως φως, το Φως το Αληθινό. Και μ’ αυτήν και απ’
αυτήν όλους όσους το θέλουν σιγά-σιγά. «Πίστεψέ
με γυναίκα», αρχίζει πάλι Εκείνος. «Δεν
είναι μακριά ο καιρός που δε θα λατρεύετε τον Πατέρα, ούτε σ’ αυτό το βουνό,
ούτε στα Ιεροσόλυμα. Εσείς οι
Σαμαρείτες λατρεύετε αυτό που δεν ξέρετε, εμείς όμως λατρεύουμε αυτό που
ξέρουμε, γιατί η σωτηρία έρχεται στον κόσμο από τους Ιουδαίους. Είναι όμως κοντά ο καιρός, ήρθε κιόλας, που
οι πραγματικοί λατρευτές θα λατρέψουν τον Πατέρα με τη δύναμη του Πνεύματος που
αποκαλύπτει την αλήθεια, τι είναι όντως αληθινό. Γιατί έτσι τους θέλει ο Πατέρας αυτούς που τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι
Πνεύμα! Και αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του
Πνεύματος που φανερώνει την αλήθεια»!
Να, λοιπόν, η πρώτη Αποκάλυψη, να η μέγιστη σ’
αυτή τη γυναίκα τιμή. «Πνεύμα ο
Θεός»! Αυτό που ακούει όμως σαν να
της πέφτει βαρύ, ήταν πάνω από τις δυνάμεις της. Δε ζητάει όμως εξηγήσεις,
αφήνει το θέμα μετέωρο, ανοιχτό. Όπως αργότερα ο Πιλάτος, που ακούει τα περί Αληθείας από του Χριστό, του πετάει την
ερώτηση. «Τι εστίν αλήθεια;» αλλά
δεν περιμένει να του απαντήσει, βγαίνει έξω στο μικρόψυχο πλήθος που το θάνατο
του Σωτήρα απαιτεί. «Του λέει τότε η γυναίκα. «Ξέρω ότι θα έρθει ο
Μεσσίας, δηλαδή, ο Χριστός. Όταν έρθει εκείνος θα μας τα εξηγήσει όλα αυτά».
Και πού να φανταστεί αυτό που έμελλε να ακούσει παρευθύς. «Λέγει αυτή ο Ιησούς. «Εγώ
ειμί ο λαλών σοι». «Εγώ είμαι-ο
Μεσσίας-εγώ που σου μιλάω αυτή τη
στιγμή» ! Να και η δεύτερη, όχι
μικρότερη Αποκάλυψη, και η αντίστοιχη προς αυτή τη γυναίκα τιμή. «Εγώ ειμί
ο λαλών σοι»!
«Εκείνη τη στιγμή έρχονται από την πόλη οι μαθητές», παρεμβάλλει
ωραιότατα ο Ιωάννης, αφήνοντας να διαφανεί που θα πήγε τώρα η κατάπληξη αυτής.
«Οι μαθητές απορούν και θαυμάζουν, λέει, που συνομιλούσε με γυναίκα, μα κανείς τους
δεν τολμά να πει ή να ρωτήσει το παραμικρό. «Τι συζητάς;» ή «γιατί μιλάς μαζί της;» Προφανώς με μια άγνωστη,
υπονοεί. Δεν πάει το πράγμα στη γενικευμένη υποτίμηση της γυναίκας την
προχριστιανική και όχι μόνο εποχή. Οι γυναίκες τώρα είχαν και θέση και ρόλο
στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Χριστού. Κι ενδιαφέρει ίσως εδώ να
προστεθεί ότι Ρωμανός ο Μελωδός σε Αναστάσιμο Κοντάκιο, βάζει τον Απόστολο
Πέτρο, να μην μπορεί να εξηγήσει, αλλά και να παραπονιέται, που ο Χριστός μετά
την Ανάστασή του εμφανίστηκε πρώτα στις γυναίκες και όχι σ’ αυτούς.
Έτσι μετά ταύτα, λοιπόν,
έχοντας ισορροπήσει δηλαδή το θέμα ο Ευαγγελιστής, καταγράφει την κατάπληξή της
γυναίκας και μετά το. «Εγώ ειμί-ο
Μεσσίας-ο λαλών σοι», λιτά, απροκάλυπτα,
απερίφραστα ως εξής. «Τότε η γυναίκα
άφησε τη στάμνα της εκεί, πήγε στην πόλη και άρχισε να λέει στον κόσμο. «Ελάτε
να δείτε έναν άνθρωπο, που μου είπε όλα όσα έχω κάνει στη ζωή μου, μήπως είναι
αυτός ο Μεσσίας;» Τουτέστιν εγώ κατάλαβα πως αυτός είναι όντως, αλλά να τον
δείτε, να τον ακούσετε, να το επιβεβαιώσετε και σεις. «Και βγήκαν από την πόλη και έρχονταν σ’ αυτόν.
Στη συνέχεια ο Ευαγγελιστής
κάτασπρος μέσα κι έξω όταν καταγράφει αυτά, ανακαλεί στη μνήμη του νοσταλγικά
τα ωραία εκείνα χρόνια τα παλιά, και μας δίνει ζωντανά, σαν να έγινε χθες αυτό
που επακολούθησε εκείνη την ημέρα ανάμεσα στους μαθητές και στο Χριστό. «Ραβί- Δάσκαλε- έλα να βάλεις κάτι στο
στόμα σου, έλα να φας κάτι κι εσύ». Σειρά να τώρα να τραβήξει και τους
δικούς του πιο ψηλά. «Εγώ έχω να φάω τροφή
που-αυτή την ώρα- δεν ξέρετε, δεν
καταλαβαίνετε εσείς». «Μήπως του
έφερε κανείς να φάει;», αναρωτιούνται μεταξύ τους οι μαθητές. «Δική μου τροφή, αρχίζει να τους εξηγεί
ο Ιησούς, είναι να εκτελώ το θέλημα
Εκείνου που με έστειλε, και να φέρω εις πέρας το έργο του. Και επί του
προκειμένου, να σας πάω σε κάτι φυσικό, σ’ αυτό που συνηθίζετε να λέτε και
σεις. «Τέσσερις μήνες ακόμη, λέτε, κι έφτασε ο θερισμός». Κι εγώ σας
λέω, σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε παντού τα χωράφια τόσων και τόσων ψυχών
αλλιώς. Ανθοβολούν από τα ώριμα στάχυα
προσδοκίας της Αλήθειας του Θεού, και είναι έτοιμα κιόλας για θερισμό. Κι ο
θεριστής αμείβεται για τη δουλειά του και συνάγει καρπό για την αιώνια ζωή,
έτσι ώστε να χαίρονται μαζί και αυτός που σπέρνει και αυτός που θερίζει. Γιατί
εδώ αληθεύει η παροιμία. «Άλλος είναι που σπέρνει και άλλος που θερίζει. Εγώ
σας έστειλα να θερίσετε καρπό που γι αυτόν εσείς δεν κοπιάσατε, άλλοι μόχθησαν
κι εσείς μπήκατε εκεί να θερίσετε το δικό τους κόπο».
Τεράστια η σημασία αυτών των λόγων Του, και για τους πνευματικούς
σποριάδες, και για τους πνευματικούς θεριστές κάθε εποχής ! Και όχι μόνο, αλλά
και γι αυτόν τον πιο απλό χριστιανό. Αν
τι, και ποιο Χριστό σπέρνει με το λόγο, και ιδιαίτερα με τον τρόπο της ζωής του,
μάλιστα σ’ αυτήν εδώ τη μέρα με τη μέρα όλο και πιο χαοτική εποχή. Και από
τούτο, αν και ως ποιο βαθμό γίνεται
σήμερα κάτι σαν αυτό που γράφει και κλείνει τις ωραίες αναμνήσεις του ο και
αγαπημένος Απόστολος του: «Ο Θεός Αγάπη
εστί» ! Ιωάννης ο Ευαγγελιστής. «Πολλοί
από τους Σαμαρείτες εκείνης της πόλης πίστεψαν σ’ Αυτόν χάρη στη μαρτυρία της
γυναίκας που έλεγε. «Μου είπε όλα όσα έχω κάνει». Όταν, λοιπόν, οι Σαμαρείτες ήρθαν κοντά του, τον παρακαλούσαν να μείνει
μαζί τους, κι έμεινε δυο μέρες εκεί. Έτσι πίστεψαν πολύ περισσότεροι ακούγοντας
τα λόγια του, αλλά στη γυναίκα έλεγαν. «Η πίστη μας δε στηρίζεται πια στα δικά
σου λόγια, γιατί εμείς οι ίδιοι τον έχουμε τώρα ακούσει και ξέρουμε πως αυτός
είναι ο Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου».
Πιο πολύ όμως βεβαίωνε και βεβαιώνει ως και σήμερα, και στους
αιώνες των αιώνων ταύτα και τα τοιαύτα η γυναίκα αυτή, και τι γυναίκα, που
είπαμε και αποκάλυψε η ίδια μπρος στο Χριστό. Που όμως δεν έμεινε έτσι, δεν απόμεινε να θυμάται απλά το τόσο ωραίο
και απερίγραπτα πόσο γι αυτήν τιμητικό περιστατικό. Ο Χριστός ευλόγησε, και
γύρισε και θέλησε κι η ίδια να
συνεχίσει, και συνέχισε από κείνη τη μεγάλη ώρα από την εντελώς άλλη όχθη της ζωής ! Ως
παραδίδει η Εκκλησία, που την τιμά ως
την Αγία Μεγαλομάρτυρα και Ισαπόστολο της Αλήθειας του Χριστού Φωτεινή !
Και στις 26 Φεβρουαρίου, και την Κυριακή της Σαμαρείτισσας, τέταρτη από
του Πάσχα την Κυριακή. Και πίστεψε στο
Χριστό, και κήρυξε την Αλήθεια του Χριστού, και υπέμεινε θάνατο μαρτυρικό,
οικογενειακά μάλιστα στο φοβερό διωγμό του Νέρωνα-66 μ. Χ. Και βέβαια από αυτή τη θέση δεν παύει να
πρεσβεύει και να παρακαλεί να βρίσκουν κάθε λίγο και λιγάκι όσοι πολλοί
άνθρωποι το Φως το Αληθινό του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Αθανάσιος Κοτταδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου