Κυριακή Στ' Λουκά
«Τι λες» γυρνώντας στο σπίτι
σου;
π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Σήμερα διαβάσαμε στο Ευαγγέλιο ότι ο Χριστός πάει στα Γάδαρα και εκεί
οι κάτοικοι, παρ’ ότι Εβραίοι, είχαν μια χαλαρή αντίληψη για τον Νόμο του Θεού,
και παρ’ ότι ο Νόμος του Θεού απαγόρευε την εκτροφή χοίρων και την βρώση
χοιρινού κρέατος, εκείνοι παραβαίνοντας την εντολή, είχαν ένα μεγάλο κοπάδι από
γουρούνια, ως κύρια βιοποριστική τους πρόσοδο.
Αλλά είχαν και ένα περίεργο σημάδι στο χωριό τους. Ένας άνθρωπος
συγχωριανός τους, μισόγυμνος, παντελώς εκτός εαυτού, θεοπάλαβος θα λέγαμε,
γυρνούσε ανάμεσα στα μνήματα στο νεκροταφείο, έμενε μέσα σ’ αυτά και τρόμαζε
τους διαβάτες σε τέτοιο βαθμό, που είχανε συνεργαστεί και τον είχαν συλλάβει,
τον είχαν δέσει, και τον είχαν φυλακίσει. Κι αυτός έσπασε τα δεσμά του,
γκρέμισε και την πόρτα της φυλακής, και έφυγε και πάλι στον χώρο στον οποίο
αισθανόταν άνετα.
Και να ξαφνικά εμφανίζεται στο χωριό τους ο Χριστός και ελευθερώνει αυτόν τον δυστυχισμένο αφ’ ενός από τα δαιμόνια, αλλά και κάνει κάτι επιπλέον για να σκεφτούν και οι άλλοι οι Εβραίοι την αμαρτία τους. Επιτρέπει τα δαιμόνια, που «κατοικούσαν» στον άνθρωπο, να πνίξουν όλη αυτή την αγέλη των γουρουνιών μέσα στη λίμνη.
Έρχονται τότε οι κάτοικοι της περιοχής, μαθαίνοντας από τους
χοιροβοσκούς τα νέα, και βλέπουν έντρομοι, αυτόν τον εκτός εαυτού, τον
δαιμονισμένο ή τρελό, όπως ήθελε ο καθένας τον έλεγε, να κάθεται στα πόδια του
Χριστού «ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν», όπως λέει το κείμενο, φορώντας ρούχα και
έχοντας σώα τα μυαλά του. Εκπλήσσονται απ’ αυτό. Εκπλήσσονται και από το
γεγονός του πνιγμού των γουρουνιών. Μέσα σ’ αυτές τις τρομακτικές εκπλήξεις,
και συγχρόνως υπό την πίεση των παθών τους, παρακαλούν τον Χριστό να φύγει από
κοντά τους.
Δεν Του γυρεύουν να τους εξηγήσει, πώς έγιναν όλα αυτά και άλλαξε έτσι
η πραγματικότητα του χωριού τους; Πώς αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος ήταν φόβος και
τρόμος, βρίσκεται σωφρωνών και ιματισμένος δίπλα Του; Από πού κι ως πού πνίγηκε
όλο το κοπάδι των γουρουνιών; Έχουν απλώς ένα τρόμο από το θαύμα της θεραπείας,
και ένα θυμό από τη ζημιά του πνιγμού των γουρουνιών, και γυρεύουν από τον
Χριστό να τους αφήσει. Του λένε: «Φύγε, φύγε! Εντάξει, καλά είναι τώρα, δεν ξέρουμε
ποιος είσαι, τι κάνεις, γιατί το έκανες, με μας όμως δεν θέλουμε να έχεις
πάρε-δώσε. Απομακρύνσου».
Και ο Χριστός έφυγε, όπως φεύγει και από μας όταν λέμε ανάλογα την
ίδια κουβέντα σ’ Αυτόν, στα δικά μας διάφορα θέματα. Ο καθένας μας, εύκολα λέμε
στον Χριστό, (κι όταν δεν το λέμε με τα λόγια, αυτό είναι ακόμα χειρότερο):
«Απομακρύνσου, δεν θέλουμε μ’ Εσένα καμία σχέση».
Ο πρώην δαιμονισμένος, όμως, παρεκάλεσε τον Χριστό, από κει και μετά η
ζωή του να συνδυαστεί μ’ Αυτόν. Και αυτόν τον συνδυασμό της ζωής του με τον
Χριστό, αυτός ο πρώην δαιμονισμένος, τον φανταζόταν ως μια υπόθεση που χτίζεται
με την τοπική εγγύτητα! «Να έρχομαι κοντά Σου, να είμαι διαρκώς δίπλα Σου και
θα είμαι δικός Σου».
Όμως ούτε το «κοντά», ούτε το «δίπλα» φτιάχνουν την συγγένεια και το
τι είναι «δικό Σου». Άλλα θέματα απαιτούνται. Την ψυχική απόσταση δεν την
δημιουργούν τα χιλιόμετρα. Μπορεί κανείς να είναι χιλιόμετρα μακρυά απ’ τον
άλλον, και να τον αγαπάει ιδιαίτερα. Μπορεί να κοιμάται στο ίδιο κρεββάτι, να
ζει κάτω απ’ τα ίδια κεραμίδια, όπως λέμε, και να μη θέλει να δει ο ένας τον
άλλον. Όχι μονάχα σε συζυγικές σχέσεις, αλλά και σε αδελφικές σχέσεις και σε
συγγενικές σχέσεις. Ο Ιούδας ήταν όλη μέρα, κάθε μέρα, δίπλα στον Χριστό, για
τρία χρόνια!!
Ο Χριστός τον βάζει κι αυτόν, τον πρώην δαιμονισμένο, στη σωστή βάση
και του λέει: «Όχι, δεν θα έρθεις κοντά μου. Το αν κατάλαβες ή όχι το τι έγινε,
και πόσο με ακολουθείς, θα φανεί στον ιδιωτικό σου χώρο. Γύρνα στο σπίτι σου
και διηγήσου στους συγγενείς σου όσα έκανε για σένα ο Θεός».
Από δω και μετά ξεκινά ένα άλλο μυστήριο. Τι σημαίνει «διηγήσου τους»;
Πες τους ένα όμορφο εκπληκτικό παραμύθι; Περίγραψε με λόγια, αυτά που σου
συνέβησαν; Προφανώς μια διήγηση χρειάζεται, αλλά τα πράγματα δεν εξαντλούνται
σε μια διήγηση. Όταν ο Χριστός τού λέει: «Γύρνα στο σπίτι σου και διηγήσου ‘ὅσα
ἐποίησέ σοι ὁ Θεός’» δεν εννοεί να το περιγράψει φραστικά, εννοεί να το
αφηγηθεί αλλιώτικα! Πώς αλλιώτικα; Με τον τρόπο ζωής, όχι με τα λόγια απλώς. Με
το κλίμα και την ατμόσφαιρα, που δημιουργούμε. Όπως πρέπει να περιγράψω τον
κόσμο του Θεού εγώ, εσείς, ο καθένας μας, όταν θα φύγουμε από δω και θα
γυρίσουμε στα σπίτια μας. Θα πρέπει εκεί στο σπίτι μας να αφηγηθούμε τι έκανε
για μας, εδώ στη σύναξή μας, ο Θεός. Από τι μας απάλλαξε; Σε τι μας βοήθησε; Τι
αλλοίωση καλή συνέβη στη ζωή μας; Πώς πάψαμε να είμαστε γυμνοί, φρικαλέοι και
τρομακτικοί για τους άλλους; Πώς καταλάβαμε ότι τα συμφέροντά μας δεν είναι στο
επίπεδο το υλικό, το «γουρουνίσιο», όπως έκαναν αυτοί εκεί οι χωρικοί;
Έχουμε τρεις τομείς ανθρώπινους, στους οποίους φαίνεται αν ο Θεός
έκανε κάτι για μας. Ο ένας τομέας είναι η σκέψη, ο άλλος τομέας
είναι τα λόγια και ο τρίτος τομέας είναι οι πράξεις.
Όταν αφήνω τον Θεό να κάνει κάτι στη ζωή μου, όταν την αλλάζει, τότε αρχίζω να
σκέφτομαι αλλοιώτικα. Δηλαδή, αποχτάω άλλη ζυγαριά, άλλο κριτήριο, άλλο τρόπο
να αξιολογήσω, τι είναι και τι δεν είναι συμφέρον. Να μπορώ να έχω τα κριτήρια
ώστε να διακρίνω σαφώς τι είναι επιθυμία αποδεχτή και τι είναι επιθυμία την
οποία πρέπει να απορρίψω. Τι είναι υγιές και τι είναι νοσηρό. Τι είναι αλήθεια
και τι είναι ψέμα.
Όταν αυτό υπάρξει στη σκέψη μου, στο μυαλό μου, στον εσωτερικό μου
άνθρωπο, τότε τα λόγια μου θα είναι ακριβώς ξεχείλισμα αυτού του τρόπου με τον
οποίον σκέφτομαι. Θα μιλάω με την ποιότητα που σκέφτομαι. Δεν θα έχω την
θρασύτητα να απαιτώ από τον άλλον να συμμορφωθεί σ’ αυτό που θέλω εγώ. Δεν θα
έχω τον εγωισμό να θέλω να επιβάλλω την επιθυμία μου. Δεν θα λέω κουβέντες, που
θα δημιουργούν στον άλλον πίκρα, άγχος, στρες και πρεσάρισμα. Και φυσικά οι
πράξεις της καθημερινότητάς μου θα είναι ακριβώς, με την ουσιαστική έννοια της
λέξεως, όχι με την συμπεριφορική, θα είναι κυριολεκτικώς «καλές πράξεις». Όχι
καλές πράξεις σαν την αφέλεια καθωσπρεπισμού δραστηριοτήτων προσκοπικού
επιπέδου. Υπάρχουν καλές πράξεις για το «φαίνεσθαι», και υπάρχουν καλές πράξεις
ως έκφραση αυτονόητης αγάπης. Φανέρωση ότι πλέον «εγώ αυτό είμαι».
Θυμάστε στην Παλαιά Διαθήκη, που τον Ιωσήφ τον πουλήσανε τα αδέλφια
εκεί κάτω στην Αίγυπτο, τον αγάπησε για το μυαλό του και την ευθυκρισία του ο
πρωθυπουργός της Αιγύπτου, που ονομαζόταν Πετεφρής και τον πήρε σπίτι του
υιοθετώντας τον. Αλλά η γυναίκα του Πετεφρή ερωτεύθηκε τον πολύ όμορφο νεαρούλη
Ιωσήφ και μια μέρα του επετέθη σεξουαλικά! Κι όταν αυτός της είπε «ξέχνα το,
δεν γίνεται», εκείνη του είπε: «Δεν μας βλέπει κανένας. Είναι εξασφαλισμένο το
γεγονός ότι δεν πρόκειται κανείς να αντιληφθεί τι συνέβη». Κι εκείνος της λέει:
«Τοῦ Θεοῦ εἰμί ἐγώ». «Εγώ», της λέει, «δεν είμαι των ανθρώπων, είμαι
του Θεού. Δεν με νοιάζουν τα μάτια τους. Με νοιάζει Εκείνος».
Στο τρίτο κομμάτι λοιπόν της υπόθεσης, στις πράξεις δηλαδή, πρέπει
σιγά-σιγά να αποκτήσουμε αυτό το κριτήριο που είχε ο Ιωσήφ. Να μπορούμε να
λέμε: «Τοῦ Θεοῦ εἰμί ἐγώ». Για να το πούμε όμως, πρέπει να είμαστε. Για
να είμαστε πρέπει να σκεφτόμαστε σωστά και να εκφραζόμαστε σωστά.
Σήμερα λοιπόν ο Χριστός μάς λέει ότι, όταν μετά από λίγο γυρίσουμε στο
σπίτι μας, θα πρέπει να είμαστε για τους άλλους πηγή χαράς, όχι πηγή γκρίνιας.
Οι άνθρωποι οι δικοί μας, που δεν ήρθαν στο Ναό, δεν χρειάζεται να τ’ ακούσουν
κι από πάνω. Δεν θα αγαπήσουν τον Χριστό, ούτε το ενδεχόμενο να έρθουν κι
εκείνοι στην Ευχαριστία. Αν κάποιος που πήγε, τους αρχίζει ένα εκνευριστικό
«μπουρ, μπουρ, μπουρ» και μια δηλητηριώδη γκρίνια η οποία κάνει απεχθές κάθε
τέτοιο ενδεχόμενο, και δικαίως. Αυτό είναι το χειρότερο.
Πρέπει λοιπόν ο σημερινός δαιμονισμένος να μας βοηθήσει εμάς να απαλλαγούμε από τα δαιμόνια που μας τυραννάνε. Τον καθένα τα δικά του, που ξέρει. Εγώ τα δικά μου κι εσείς τα δικά σας. Να γίνουμε, τελικά, ιματισμένοι και σωφρονούντες. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου