Ένα χαρτί από κονσερβοκούτι στο… εικονοστάσι
Η μαυροντυμένη γυναίκα έβγαλε από το φούρνο τη λειτουργιά που άχνιζε,
την ακούμπησε απαλά στην καθαρή πετσέτα κι έκανε το σταυρό της. Ύστερα πήρε το
θυμιατό κι άναψε το καρβουνάκι. Έριξε δυο κόκκους λιβάνι και γιόμισε το σπιτικό
της μυρωδιές και προσευχές. Η σημαία από το ανοιχτό παράθυρο αναριγούσε. Μόλις
τέσσερις μέρες πριν, στις 12 του Οκτώβρη του 1944, οι νοικοκυραίοι -όχι μόνο
ετούτου του σπιτιού, μα ολάκερης της πρωτεύουσας- βγάλανε από τα μπαούλα τις
χιλιοδιπλωμένες σημαίες για να τις ανεμίσουν σε δρόμους και πλατείες και να
φωνάξουν μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής τους «Ήρθε η λευτεριά!».
Μαζί κι η παπαδιά, η Χρυσούλα. Κι ας ήταν μαυροντυμένη. Κι ας μην
είχαν περάσει μήτε σαράντα μέρες που αποχαιρέτησε για πάντα το μονάκριβο αγόρι
της. «Ήρθε η λευτεριά λεβέντη μου» σιγομουρμούρισε μπαίνοντας στο υπνοδωμάτιο.
«Την έφερες εσύ, γιασεμί μου!».
Θυμιάτισε ένα-ένα τα εικονίσματα της Παναγιάς, του Χριστού, του αγίου Βασιλείου, προστάτη του σπιτικού και του άντρα της, του παπα Βασίλη, κι ύστερα κοντοστάθηκε σε μια φωτογραφία ενός δεκαοχτάχρονου αγοριού που πόζαρε αμέριμνος ακουμπισμένος στα κάγκελα του σπιτιού τους. Τη θυμάται καλά αυτή τη στιγμή της φωτογράφησης. Ο Γιάννης της, όμορφος σαν την άνοιξη, αθώος σαν το χιόνι και ριψοκίνδυνος σαν τους ήρωες των σχολικών βιβλίων, είχε ποζάρει για μια τυχαία φωτογράφηση που έμελλε να ήταν η τελευταία της ζωής του.
Από κοντά κι ο πατέρας, ο γνωστός και σεβάσμιος λευίτης στους
Αθηναϊκούς κύκλους παπα Βασίλης, εφημέριος μέχρι πρότινος του Καθεδρικού Ναού
Αθηνών -και τώρα της Αγίας Ειρήνης Αιόλου- με την τεράστια κοινωνική προσφορά
και τις πρωτοποριακές για την εποχή πρακτικές[1].
Ένα βράδυ ήρθε αναψοκοκκινισμένος και ανήσυχος. Στις επίμονες
ερωτήσεις της μάνας απάντησε με καμάρι: «Πήρα τα σχέδια των οχυρώσεων των
Γερμανών στην Αττική. Τώρα ταξιδεύουν…» Συγκρατήθηκε η μάνα να μη βγάλει καμιά
κραυγή με τούτα τα απίστευτα που έκανε ο δεκαοχτάχρονος μοναχογιός της. Κι όλο
πλήθαιναν οι προσευχές και τα παρακάλια στη Μάνα Παναγιά…
Ένα άλλο βράδυ γύρισε αμίλητος και σκεφτικός. Η μάνα τον κοίταξε
κατευθείαν στα μάτια και του ’γνεψε «Τι;». Κατέβασε εκείνος το κεφάλι και
ψιθύρισε: «Μπήκα στο Γερμανικό Φρουραρχείο και φωτογράφησα απόρρητα επιτελικά
σχέδια και έγγραφα, που μου παρέδωσε ένας Γερμανός αξιωματικός με αγγλική
καταγωγή». Σώπασε η μάνα. Μόνο η κραυγή της ανέβηκε σιωπηλή στο θρόνο του Θεού
για να στείλει τους αγγέλους του ουρανού και να τον σκεπάσουν από το κακό.
Τούτες οι αποκοτιές θα σταματήσουν απότομα στις 24 Ιουνίου του 44,
όταν οι Γερμανοί τον ανακαλύπτουν στον Πειραιά μαζί με ένα άλλο παλικάρι, το
Νίκο Μπάρδη, κρυμμένους σ’ ένα καΐκι, έτοιμους να φύγουν για τη Μ. Ανατολή, μ’
ένα σωρό εμπιστευτικά έγγραφα.
Τα βασανιστήρια που τους κάνουν στις φυλακές Αβέρωφ, όπου τους
κρατούν, είναι απάνθρωπα. Αλλά η δύναμη κι η αντοχή των δυο παλικαριών είναι
αξιοθαύμαστη.
Στις 3 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί αποφασίζουν να αποφυλακίσουν τους
κρατούμενους. Κι ενώ όλοι αναθαρρεύουν πως πέρασε τούτο το κακό κι η λευτεριά
όπου να ’ναι ζυγώνει, η διοίκηση αλλάζει ρότα και τους μεταφέρει στη Μέρλιν
«για να ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις».
«Επέστρεψα στο κελλί μας, όπου οι άλλοι ξαγρυπνούσαν κουβεντιάζοντας»
γράφει αργότερα ο Νίκος Μπάρδης, που μαζί με τον Δημήτρη Αλεξόπουλο εξαιρέθηκαν
την τελευταία στιγμή από την καταδίκη σε θάνατο[2]. Και συνεχίζει: «Ο Λίτινας,
ο Χούπης και εγώ καθόμαστε σε μια γωνιά και συζητούσαμε. Σε λίγο ο Χούπης
σηκώθηκε και πλησίασε τον Αλεξόπουλο. Όταν ξαναγύρισε στην θέσι του μας είπε
πως ο Αλεξόπουλος σκέπτεται την τελευταία στιγμή να ορμήσουμε και να αρπάξουμε
τα όπλα των Γερμανών για να προσπαθήσουμε να διαφύγουμε. Κατά τας 3.45 μας πήρε
για λίγο ο ύπνος. Εγώ εκοιμώμουν στα πόδια του Χούπη, όταν σε λίγο εκείνος με
ένα σκούντημά του με ξύπνησε. “Ξύπνα να κουβεντιάσουμε, μου λέει, όσο για ύπνο,
εκεί που θα πάμε σε λίγο θα κοιμηθούμε αιώνια”. Στο ρολόγι του Αλεξόπουλου
παρακολουθούσαμε την ώρα που αργοπερνά».
Ξημερώματα της 8ης Σεπτεμβρίου 1944, ώρα 5:30. Δυο
φορτηγά ξεκινούν από τη Μέρλιν με κατεύθυνση το Χαϊδάρι. Κανείς από τους
ελάχιστους Αθηναίους που κυκλοφορούν αυτή την ώρα στους δρόμους δεν υποψιάζεται
το φορτίο του θανάτου που κρύβεται κάτω και πίσω από τα σκεπάσματα των
φορτηγών. Ο ήχος τους σπάει τη σιωπή της έρημης Αθήνας και ακούγεται
ανατριχιαστικός καθώς κατεβαίνουν τη Βασιλίσσης Σοφίας. Φτάνουν στην πλατεία
Συντάγματος και στρίβουν δεξιά, όταν ένα χέρι ξεπροβάλλει σιγά-σιγά από τα
παραπέτια του ενός φορτηγού και αφήνει να πέσει κάτι στο δρόμο…
Ένας αγουροξυπνημένος μικροπωλητής κατεβαίνει βιαστικά την
Πανεπιστημίου. Ξάφνου το πόδι του σκοντάφτει σε ένα δεματάκι. Σκύβει και με
έκπληξη αντικρύζει μια εικόνα της Παναγίας δεμένη σφιχτά μ’ ένα μαντίλι. Και
πριν προλάβει να αναρωτηθεί πώς βρέθηκε τούτη η εικόνα στην άκρια του δρόμου,
βλέπει ένα σημείωμα γραμμένο στην πίσω μεριά ενός χαρτιού από κονσέρβα.
«Ὁ εὑρὼν παρακαλεῖται νὰ πάῃ τὸ παρὸν σημείωμα στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Εἰρήνης, εἰς τὸν ἱερέα Βασίλειο Χούπη. Εἶμαι γιός του καὶ ἐκτελοῦμαι σήμερα 8-9-1944. Ζήτω ἡ Πατρίς. Πατέρα, μανούλα μου, Κούλα μου. Νὰ μὲ συγχωρήσετε γιὰ τὴν πίκρα ποὺ θὰ σᾶς ποτίσω. Θέλω νὰ ζήσετε, γιὰ νὰ ἐκδικηθῆτε καὶ νὰ προσεύχεσθε γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς μου. Θάρρος, συγγνώμη. Σᾶς φιλῶ, Ἰωάννης Χούπης».
«Πάτερ Μακάριε, φεύγω! Σκοτώσαν τον Γιαννάκη!». Ο παπα Βασίλης με
τρεμάμενη φωνή προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του και να βρει κουράγιο να
πάει για την αναγνώριση του νεκρού. «Έννα να ’ρτω μιτά σου!»[3] του δηλώνει
κατηγορηματικά ο νεαρός διάκος και ξεκινούν κι οι δυο για το Γ΄ Νεκροταφείο,
όπου μεταφέρθηκαν οι νεκροί.
***
Η παπαδιά τίναξε το κεφάλι, σε μια προσπάθεια να διώξει από το νου τις νωπές μνήμες και να συνεχίσει το θυμιάτισμα. Αύριο είναι τα σαράντα του παλικαριού κι όλα πρέπει να γίνουν όπως του αξίζουν. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός μήνυσε του παπα Βασίλη πως είναι επιθυμία του να τελέσει ο ίδιος το μνημόσυνο[4].
Αναστέναξε βαθιά η παπαδιά, φύσηξε λιγάκι το καρβουνάκι, έριξε κι άλλο
κόκκο λιβάνι και η ματιά της στηλώθηκε στα εικονίσματα. Εκεί, ανάμεσα στην
εικόνα του Χριστού και του αγίου Βασιλείου ξεπρόβαλε η φωτογραφία ενός
δεκαοχτάχρονου παλικαριού που πόζαρε αμέριμνος ακουμπώντας στα κάγκελα του
σπιτιού τους. Και δίπλα, σε μια μικρή κορνίζα ήταν ένα μικρό χαρτί από κάποιο
κονσεβοκούτι. Πάνω του ήταν γραμμένο ένα κομμάτι της νεότερης Ιστορίας της
πατρίδας μας. Πολύτιμο και ακριβό.
Υπ.
25 Νοεμβρίου 2023
Ημέρα Πανελλήνιου Εορτασμού της Εθνικής Αντίστασης
____________________
[1] Από το 1938 ο ναός απέκτησε μικρόφωνα κι οι ακολουθίες
μεταδίδονται πλέον ραδιοφωνικά. Οι ασθενείς που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν
στην Ελλάδα στέλνονται στο εξωτερικό. Ο ναός αποκτά δύο φορητές εικόνες για
λειτουργική χρήση, του Νυμφίου και της Αναστάσεως, και οι δύο έργα του Φώτη
Κόντογλου. Όταν ο π. Βασίλειος ανέλαβε το 1942 καθήκοντα στην Αγία Ειρήνη,
οργάνωσε μαζί με τον τότε διάκονο Μακάριο (τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Κύπρου)
και τον αριστερό ψάλτη μαθήματα Ελληνικών, Ιστορίας και Έκθεσης σε άπορους
μαθητές. Βλ. περιοδικό Εφημέριος, έτος 69ο, τχ. 5ο, σσ.
43-44
[2] Τη συγκλονιστική αυτή μαρτυρία έχει δημοσιεύσει ο καθηγητής και
ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος στο βιβλίο του «Χαϊδάρι, 8 Σεπτεμβρίου
1944. Η αόρατη στρατιά στο απόσπασμα», εκδ. Πατάκη, 2005. Ο συγγραφέας είχε
προτείνει πριν από χρόνια να ονομαστεί μία από τις αίθουσες της Νομικής
Σχολής αίθουσα Ιωάννη Χούπη.
[3] Θα 'ρθω μαζί σου.
[4] «Επάνω στο λευκό σου μνήμα ας ηχήση νικητήρια η σάλπιγξ. Ήρωα της Ελλάδος, η θυσία δεν απέβη επί ματαίω. Το ένδοξον έπος το οποίον έγραψες μαζί με όλους τους θυσιασθέντας, διανοίγει σήμερον την νέαν περίοδον της ιστορίας μας. Περίοδον ελευθερίας. Περίοδον προόδου και ευημερίας. Ο σπόρος τον οποίον εσπείρατε αποδίδει ήδη πλουσίαν την συγκομιδήν. Το δένδρον της ελευθερίας, το οποίον επότισες με το αίμα σου, προσφέρει σήμερον τους ευχύμους καρπούς του. Από τον Γολγοθάν σας εξεπήγασεν η Ανάστασις της πατρίδος μας» είναι τα συγκλονιστικά λόγια του τότε διακόνου Μακαρίου που εκφώνησε στην επιμνημόσυνη ομιλία. Βλ. περιοδικό Εφημέριος, ό.π.
Πηγή φωτογραφιών: περιοδικό Τόλμη, τχ. 66.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου