Φυλαχθήτε ἀπό τήν πλεονεξiα
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«…Καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ
γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου» (Λουκ. 12,18)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ
καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 12,16-21· 14,35); Δὲν ἐννοῶ ἂν τ᾽ ἀκούσατε μὲ τὰ ἐξωτερικά
σας αὐτιά, ἀλλὰ μ᾿ ἐκεῖνα τὰ αὐτιὰ ποὺ ζητᾶ ὁ Κύριός μας ὅταν λέει «Ὁ ἔχων ὦτα
ἀκούειν ἀκουέτω» (Ματθ. 11,15 κ.ἀ.). Ὅποιος προσέξῃ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, θὰ δῇ
μέσα σ᾿ αὐτὸ τὴ φωτογραφία του, τὴ φωτογραφία τῆς κοινωνίας, ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος.
* * *
Εἶνε νύχτα, μεσάνυχτα. Τὰ πουλιὰ κοιμοῦνται στὶς φωλιές τους, τὰ ἀθῷα παιδάκια κοιμοῦνται στὶς κούνιες τους, οἱ ἐγκληματίες καὶ οἱ φυλακισμένοι κοιμοῦνται κι αὐτοὶ στὰ κελλιά τους· στὶς καλύβες πρὸ παντὸς τῶν κουρασμένων ἀθῴων ἀνθρώπων γλυκὸς εἶνε ὁ ὕπνος. Ὅλοι κοιμοῦνται, ἕνας ὅμως δὲν κοιμᾶται. Ἀγρυπνεῖ. Τὰ μάτια του ἔχουν κοκκινίσει. Γιατί ἆραγε; Ποιός νά ᾿νε αὐτός; Νὰ εἶνε πατέρας ἢ μάνα, ποὺ τὸ παιδί τους χαροπαλεύει; Νὰ εἶνε νοσοκόμος ἢ γιατρός, ποὺ ξαγρυπνᾷ δίπλα στὸν ἄρρωστο; Νὰ εἶνε κανένας ἐπιστήμονας, ποὺ στύβει τὸ μυαλό του πάνω στὰ βιβλία; Νὰ εἶνε κανένας στρατιώτης, ποὺ μὲ τὸ ὅπλο φυλάει ἐπάλξεις; Νὰ εἶνε κανένας ἀσκητής, ποὺ κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα μὲ τὸ κομποσχοίνι κάνει προσευχές;…
Αὐτὸς ποὺ ἀγρυπνεῖ δὲν εἶνε οὔτε
μάνα οὔτε πατέρας οὔτε γιατρὸς οὔτε στρατιώτης οὔτε ἐπιστήμονας οὔτε ἀσκητής.
Ἀλλὰ τί εἶνε; Ὑπάρχουν δύο εἰδῶν ἀγρυπνίες – διαλέξτε· ἀγρυπνίες τοῦ
διαβόλου, καὶ ἀγρυπνίες τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἐδῶ εἶνε ἀγρυπνία τοῦ διαβόλου. Αὐτὸς
ἐδῶ ποὺ ἀγρυπνεῖ βηματίζει νευρικὰ μέσα στὸ σπίτι του. Πλησιάστε ν᾿ ἀκούσετε
τί λέει. Φωνὴ ἄγχους ἀκούγεται, φωνὴ ἀγωνίας. «Τί νὰ κάνω;» λέει. Μὰ ποιός νά ᾿νε
ἆραγε αὐτός;
«Τί νὰ κάνω;». Νὰ τὸ πῇ ὁ φτωχὸς οἰκογενειάρχης
μὲ τὰ 7-8 παιδιὰ ποὺ ζητοῦν κάθε μέρα τροφή. Νὰ τὸ πῇ ἡ χήρα ἡ παντέρημη, ποὺ
δὲν ἔχει στὸν κόσμο στήριγμα. Νὰ τὸ πῇ ὁ ἄνεργος, ποὺ χτύπησε χίλιες πόρτες καὶ
καμμιά δὲν ἄνοιξε νὰ τοῦ δώσῃ δουλειά. Νὰ τὸ ποῦν οἱ πεινασμένοι καὶ οἱ
δυστυχισμένοι… Δὲν τὸ λέει κανείς ἀπ᾿ αὐτούς. Τὸ λέει κάποιος ἄλλος. Τί
πρόβλημα ἔχει; πρόβλημα ἀρχιμήδειο, πρόβλημα ἀλγεβρικό Αὐτὰ τὰ προβλήματα τὰ
λύνει ὁ ἄνθρωπος· τὸ δυσκολώτερο πρόβλημα εἶνε κάποιο ἄλλο, ποὺ ἐξακολουθεῖ καὶ
σήμερα νὰ σείῃ τὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε αἰώνιο. Τὸ ἐρώτημα αὐτό,
«Τί νὰ κάνω;», εἶνε τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ βοᾷ στὸν κόσμο.
«Τί νὰ κάνω;». Τί εἶνε αὐτὸς ποὺ τὸ
λέει; Εἶνε πλούσιος. Μόνο πλούσιος; Πλεονέκτης εἶνε. Τί τοῦ συνέβη; Ἐκεῖνο τὸ
χρόνο ἦρθε ἐξαιρετικὴ εὐφορία στὰ χωράφια του. Τὸ ἀμπάρι του γέμισε σιτάρι, τὰ
βαρέλια γέμισαν κρασί, τὰ πιθάρια του γέμισαν λάδι. Εἶχε περισσέματα πολλὰ καὶ
δὲν χωροῦσαν οἱ ἀποθῆκες· ζητοῦσε μεγαλύτερες. Καὶ τί λέει; Ἀκοῦστε τον· δὲν ὑπάρχει
λέξις τοῦ Εὐαγγελίου χωρὶς σημασία. Ὅλο τὸ βάρος εἶνε σὲ μιὰ ἀντωνυμία. «Τί νὰ
κάνω», λέει, γιὰ «τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου», τὰ ὑπάρχοντά μου (Λουκ.
12,17-18). Ἄχ νὰ ἔλειπε αὐτὸ τὸ «μου»!
«Τὰ ἀγαθά μου», λέει. Ἦταν δικά του; Ἐὰν
δὲν ἔπεφτε ἡ βροχούλα στὰ χωράφια, ἐὰν δὲν φυσοῦσε ἀέρας, ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν
κατάλληλοι καιροί, θὰ ἔσπερνε ἀλλὰ δὲν θὰ θέριζε. Τὰ ἀγαθὰ λοιπὸν δὲν εἶνε δικά
του· εἶνε τοῦ Θεοῦ. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23,1). Ἀλλὰ
αὐτὸς τὰ κάνει δικά του.
Καὶ ζητάει ἀποθῆκες. Ἀποθῆκες; Ὑπάρχουν
ἀποθῆκες, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀσφαλίσῃ 100% τὰ προϊόντα του καὶ κανένας νὰ μὴν τὰ
πειράξῃ. Ἀποθῆκες; Νά· κάθε στομάχι πεινασμένου εἶνε μιὰ ἀποθήκη. Νὰ τὰ μοιράσῃ
σ᾿ αὐτοὺς καὶ νὰ τὰ ἀσφαλίσῃ. Ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν τὸ καταλαβαίνει.
Ὕστερα ἀπὸ πολλὴ σκέψι βρῆκε κάποια
λύσι. Θὰ γκρεμίσῃ τὰ μικρὰ κτήρια καὶ θὰ τὰ κάνῃ μεγάλα· κ᾿ ἐκεῖ θὰ συγκεντρώσῃ
τὰ ἀγαθά του· καὶ θὰ ζήσῃ μὲ ἕνα πρόγραμμα Σαρδαναπάλου καὶ Λουκούλλου καὶ Ἐπικούρου,
«Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32).
Ὅταν τὰ εἶχε ὅλα τακτοποιήσει ἦταν πιὰ
περασμένα μεσάνυχτα. Κουρασμένος ἀπὸ τὴ σκέψι πῆγε νὰ κοιμηθῇ. Ἀλλ᾿ ἐκείνη τὴ
στιγμὴ κάποιος τοῦ χτυπᾷ τὴν πόρτα. Ὤ τὸν αὐθάδη! γίνεται ἐπίσκεψι τέτοια ὥρα;
Ἄνθρωπος δὲν κάνει ἐπίσκεψι μεσάνυχτα· αὐτὸς λοιπὸν ποιός εἶνε; Εἶνε ὁ χάρος! Ἦρθε
σὲ ὥρα ποὺ δὲν τὸν περίμενε. –Ποιός εἶστε; –Εἶμαι ὁ χάρος καὶ ἦρθα νὰ σὲ πάρω…
Αὐτὸς ἔρχεται τὴν ὥρα ποὺ δὲν περιμένεις, τὸ πρωὶ ποὺ ξυπνᾷς, τὸ μεσημέρι ποὺ
τρῶς, τὸ βράδυ ποὺ ξαπλώνεις, στὴ γιορτή, στὴν καθημερινή, στὸ χωράφι, στὸ
δρόμο, στὴν πλατεῖα, στὸ ἀεροπλάνο ποὺ ταξιδεύεις, τὴν ὥρα ποὺ παντρεύεσαι… Ἔτσι
ἔρχεται ὁ χάρος. Εἶνε ἀναιδέστατος· δὲν ξέρει αὐτὸς ὧρες, δὲν κάνει διάκρισι.
Ἔρχεται λοιπὸν αὐτὸς καὶ τοῦ λέει· –Ἔχω
ἐντολὴ νὰ σὲ πάρω. –Χάρε, ἄφησέ με ν᾿ ἀπολαύσω τὰ ἀγαθά, ἄφησέ με νὰ κάνω
διαθήκη νὰ τὰ μοιράσω στοὺς συγγενεῖς μου. –Ὄχι· αὐτή τὴ στιγμή. Ὁ οὐρανὸς ἐξέδωκε
ἔνταλμα συλλήψεως… Κι ὁ χάρος τὸν παίρνει στὰ μαῦρα φτερά του καὶ τὸν
μεταφέρει στὸν ᾅδη. Πολλὲς σπηλιὲς ἔχει ὁ ᾅδης, ἀλλὰ ἡ πιὸ σκοτεινὴ εἶνε ἡ
σπηλιὰ τῶν φιλαργύρων καὶ τῶν πλεονεκτῶν. Γιατὶ αὐτοὶ εἶνε οἱ μεγαλύτεροι ἐγκληματίες.
Ἐν τῷ μεταξὺ στὸ παλάτι τοῦ πλεονέκτου γίνεται καυγᾶς μεγάλος. Μαζεύτηκαν σὰν τὰ
κοράκια οἱ συγγενεῖς καὶ μαλώνουν γιὰ τὸ πῶς θὰ μοιραστῇ ἡ περιουσία του.
Διαπληκτισμοί, δικαστήρια…, ἐνῷ τὸ πρᾶγμα ἦταν ἁπλούστατο.
* * *
Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶνε ἡ
παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Καὶ τὸ συμπέρασμα; Τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· «Ὁρᾶτε
καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας»· ἀνοῖξτε τὰ μάτια σας καὶ φυλαχτῆτε ἀπὸ
κάθε πλεονεξία (Λουκ. 12,15). Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀρρώστια, ὁ καρκίνος τῆς ψυχῆς, τὸ
θηρίο ποὺ δὲν χορταίνει ποτέ.
Τί θὰ πῇ πλεονεξία; Κατὰ κάποιο τρόπο ὅλοι
εἴμαστε πλεονέκτες. Μὴ ζυγίζεστε μὲ ζυγαριὲς τοῦ κόσμου· ἐλᾶτε νὰ ζυγιστοῦμε μὲ
τὴ ζυγαριὰ τοῦ εὐαγγελίου. Πλεονεξία εἶνε τὸ νὰ μὴ μένῃς εὐχαριστημένος σ᾿ ἐκεῖνα
τὰ λίγα ποὺ χρειάζονται γιὰ τὴ συντήρησί σου, στὸν «ἄρτον τὸν ἐπιούσιον» (Ματθ.
6,11), στὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα. Ὅταν ξεπερνᾷς αὐτὸ τὸ μέτρο, τότε πιὰ ἀρχίζει ἡ
πλεονεξία.
Καὶ ἡ πλεονεξία εἶνε ἀδηφάγος. Μάζεψε
χίλιες λίρες; θέλει νὰ τὶς κάνῃ δυὸ χιλιάδες· τὶς δυὸ χιλιάδες νὰ τὶς κάνῃ
τέσσερις, τὶς τέσσερις ὀχτώ… Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια, Φτάνει χόρτασα
ἀπὸ τὰ νερά σας· ὁ ᾅδης μπορεῖ νὰ πῇ στὸ χάρο καὶ στοὺς νεκροθάφτες, Φτάνει
χόρτασα ἀπὸ νεκρούς· μὰ ὁ πλεονέκτης δὲν θὰ πῇ ποτέ Φτάνει. Ἂν ἦταν δυνατόν, κι
ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ φτωχοῦ νὰ πάρῃ τὴ μπουκιά. Ὑπάρχει ἄλλη μεγαλύτερη ἀφροσύνη
στὸν κόσμο;
Λέει ἡ μυθολογία γιὰ τὸν Μίδα βασιλιᾶ τῆς
Φρυγίας, ὅτι εἶχε χρυσάφι, δὲν ἔμενε ὅμως ἱκανοποιημένος. Προσευχήθηκε λοιπὸν
στοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου· Μιὰ χάρι σᾶς ζητῶ· ὅ,τι πιάνω, νὰ γίνεται χρυσό – ὤ τὸν
ἀνόητο! Καὶ οἱ θεοὶ ἄκουσαν, λέει, τὴν προσευχή του, κι ἀπὸ τότε ὅ,τι ἔπιανε
(χῶμα, πέτρες, λουλούδια, δέντρα…) γινόταν χρυσάφι. Πάει στὸ σπίτι, πιάνει
ψωμί, χρυσό· πιάνει πιάτο, χρυσό· πιάνει ποτήρι, χρυσό. Πάει ἡ κόρη του νὰ τὸν
πλησιάσῃ, ἔγινε κι αὐτὴ ἄγαλμα. Φάε τώρα, ἀνόητε, χρυσάφι!
Ἀλλ᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, ἔπαθε καὶ ἡ ἀνθρωπότης
σήμερα. Γέμισαν οἱ τράπεζες ἀπὸ ῥάβδους χρυσοῦ. Στὴν Ἀμερικὴ ἄνοιξαν βουνὰ ὁλόκληρα
νὰ κρύψουν τὸ χρυσάφι τους μέσα στὴ γῆ. Ποτέ ἄλλοτε δὲν μαζεύτηκε τόσος πλοῦτος,
τόσα ἀγαθά· ποὺ ἂν ὑπῆρχε μιὰ δικαία κατανομή, ὄχι αὐτὸ τὸν πληθυσμὸ μόνο ἀλλὰ
πολὺ περισσότερα δισεκατομμύρια θὰ μποροῦσε νὰ θρέψῃ ἡ γῆ. Τώρα ὁ χρυσὸς
μαζεύτηκε στὰ χέρια ὀλίγων, ποὺ ἐπαναλαμβάνουν σὰν τὸν ἄφρονα «Τὰ ἀγαθά μου», τὰ
ὑπάρχοντά μου, ἐνῷ οἱ πολλοὶ δυστυχοῦν καὶ ὑποφέρουν. Ἔτσι, ἐνῷ ὑπάρχει ἄφθονο
χρυσάφι, πεθαίνουν σήμερα ἄνθρωποι.
Μὰ ἐπὶ τέλους ποιός φταίει; Τὸ χρυσάφι;
Ὄχι· μέταλλο εἶνε. Φταίει ὁ ἄνθρωπος, φταίει ἡ πλεονεξία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔσβησε
τὸ Θεὸ καὶ ἔκανε τὸ χρῆμα θεό του· ἕνα θεὸ ψεύτικο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ φέρῃ στὸν
ἄνθρωπο τὴν πραγματικὴ εὐτυχία.
Ὦ εὐτυχία, ποῦ κατοικεῖς; –Κοντὰ στὸ
Θεό. Τὸ ψάρι δὲν ζῇ ἔξω ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ τὸ πουλὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ἀέρα, καὶ ἡ ἀνθρώπινη
ψυχὴ δὲν ζῇ παρὰ μόνο κοντὰ στὸ Χριστό· ὅν, «παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς
πάντας τοὺς αἰῶνας»· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου