Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

Να σᾶς δώσω μιά κατάρα; «Κ.Π.»

 

Να σᾶς δώσω μιά κατάρα;  

«Κ.Π.»

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης, συνήθιζε κάθε ἡμέρα, ὅταν τελείωνε τὸ ἐπισκεπτήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Δαβίδ στὴν Εὔβοια, νὰ μπαίνει τελευταῖος στὸ Ναό του. Ἔπρεπε νὰ προσκυνήσει τὸν Ἅγιο, νὰ συζητήσουν, ὅσο χρειαστεῖ καὶ ὕστερα νὰ ἀποσυρθεῖ. Πάντοτε τὸν ἔβλεπε ὁλοζώντανο ἔξω ἀπὸ τὴ λάρνακά του, «ἐνώπιος ἐνωπίω», ὁ ἅγιος Δαβὶδ καὶ ὁ ἅγιος Ἡγούμενος. Θαυμαστὸ πῶς ἐπικοινωνοῦν οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ!

Κάποια ἡμέρα χρειάστηκε νὰ περιμένει διακριτικά, παράμερα, γιατί ὑπῆρχαν ἀκόμη πιστοὶ ποὺ προσκυνοῦσαν. Ὁ Ἅγιος Δαβὶδ μὲ ὑψωμένο τὸ χέρι του, ἔξω ἀπὸ τὴ λάρνακά του εὐλογοῦσε τὸν κάθε προσκυνητή, ποὺ εὐλαβικά, ἀνυποψίαστα τὸν ἀσπαζόταν! Τελευταῖα πέρασε μία μανούλα μὲ τὰ τέσσερα παιδάκια της. Ὁ Ἅγιος Δαβὶδ εὐλόγησε τὰ παιδιὰ ἀλλὰ δὲν εὐλόγησε τὴ μανούλα τους, ποὺ ἔκανε καὶ τὴ μετάνοιά της!

Ἀπόρησε ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος καὶ, ὅταν ἦρθε ἡ σειρά του στὴν λάρνακα, ρώτησε πολὺ ἁπλὰ τὸν Ἅγιο Δαβίδ: - Ἅγιέ μου, ἔβλεπα μὲ χαρὰ πὼς ὅλους τούς εὐλογοῦσες καὶ προσευχόμουν γι’ αὐτούς. Ὅμως τὴν πολύτεκνη μανούλα μὲ τὰ τέσσερα παιδιά της, γιατί δὲν τὴν εὐλόγησες τὴν καημένη; Τόσο κόπο ἔκαμε νὰ τὰ ἑτοιμάσει καὶ νὰ τὰ φέρει ὡς ἐδῶ ἀπὸ τὸ μακρινὸ χωριό τους.

Τόση ἀνάγκη εἶχε τὴν εὐλογία σου, στὸ δύσκολο καθημερινό της ἀγώνα. Γιατί συνέβη αὐτό; Ἀπόρησα. Συγχώρησέ με, ποὺ σὲ ρωτῶ. – Εὐλογημένε μου, πῶς νὰ τὴν εὐλογήσω; Αὐτὴ δὲν σταματᾶ νὰ καταριέται συνέχεια τὰ παιδάκια της! Μεγάλη ἡ ἁμαρτία!

Τὸν προσκύνησε ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ὅπως ἔπρεπε καὶ ἔκανε κάθε βράδυ, καὶ ἔκλεισε βιαστικὰ τὸ Ναό. Ἔπρεπε νὰ τὴν προλάβει, πρὶν ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τους. Τὴν πρόλαβε. Δόξα τῷ Θεῶ! Νάτοι! Καθισμένοι οἱ δυό τους σὲ μία ἥσυχη γωνιὰ τοῦ περιβόλου, συζητοῦν σιγανά, ἐνῶ τὰ παιδάκια παίζουν παράμερα καὶ χαίρονται τὰ κεράσματα κάποιου Μοναχοῦ. Πολλὴ ὥρα συζητοῦσαν. Κάποια στιγμὴ φάνηκε νὰ σκουπίζει τὰ δάκρυά της ἡ μανούλα αὐτή. Σηκώθηκαν. Ὁ Πατὴρ ἔβαλε τὸ πετραχῆλι του καὶ ἐκείνη γονάτισε, γιὰ νὰ συγχωρεθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα τὸν φιλεύσπλαχνο. Ὀλοφώτεινη, λυτρωμένη, ἀνακουφισμένη ἀσπάστηκε τὸ χέρι του καὶ τὸ πετραχῆλι του, καὶ στράφηκε στὰ παιδιά της ποὺ ὅρμησαν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μανούλας τους. Σίγουρα ὁ Ἅγιος Δαβὶδ θὰ τὴν εὐλογοῦσε τώρα ἀπὸ ψηλὰ καὶ μὲ τὰ δυό του ἅγια χέρια. Ἔκτοτε ἐρχόταν συχνά ΄καί ὁ π. Ἰάκωβος ἦταν πιὰ ὁ Πνευματικός της ὁδηγός, ὁ Γέροντάς της…

«Καταριέται τὰ παιδιά της! Μεγάλη ἁμαρτία!» Μεγάλη ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ κακή, ἀσεβής, βλάσφημη συνήθεια καί λέξη. Φρίττουμε στό ἄκουσμά της. Κατὰρα ἀπὸ τὸ κατὰ + ἀρά (=κατάρα), τὸ ἀντίθετο τῆς εὐχῆς καὶ τῆς εὐλογίας. Εἶναι λοιπὸν ἡ κατάρα ἡ κακία ποὺ βγαίνει ἀπὸ μία κακὴ καρδιὰ καὶ ἕνα κακὸ στόμα, γιὰ κάποιον ποὺ μισεῖς καὶ λαχταρᾶς μόνο τὸ κακό του! Ὅποιος χρησιμοποιεῖ κατάρες γιὰ τοὺς συνανθρώπους του δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας! Ἡ κακία του μολύνει τόν ἴδιο ἀφάνταστα καί μάλιστα ἂν καταριέται ἄδικα τὸν ἄλλο, διότι  ἡ κατάρα ἐπιστρέφει σ’ αὐτὸν ποὺ τὴν λέγει. Δὲν ἐνοχλεῖ οὔτε βλάπτει τὸν ἄλλον, τὸν δίκαιο καί εὐσεβῆ  ἄνθρωπο, πού ζεῖ μυστηριακή ζωή. Ἡ κατάρα πιάνει, ἂν ὁ ἄλλος ἔχει διαπράξει σοβαρὴ ἀνεξομολόγητη ἀδικία. «Καὶ δὲν εἶναι τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ ἀρνητικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς ποὺ καταριέται, κατὰ ἕνα μυστηριώδη τρόπο, ἐνεργεῖ καὶ ἐπηρεάζει τὸν ἄδικο, ποὺ παθαίνει κακό» λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Πολλοὶ Πατέρες καὶ Γέροντες μιλοῦν αὐστηρὰ γιὰ ὅποιον καταριέται, διότι δὲν ἐφαρμόζει τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη: «Πάτερ, ἅφες αὐτοῖς…» καὶ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν…»!

Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει: «Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἀκάθαρτο ἀπὸ ἕνα στόμα ποὺ κατασπαράσσει μὲ κακία τὸν ἀδελφό του. Δὲν σοῦ δόθηκε τὸ στόμα γιὰ νὰ δαγκώνεις ἀλλὰ γιὰ νὰ θεραπεύεις τὰ τραύματα τοῦ ἄλλου!». Πῶς ἀπὸ τὸ στόμα ποὺ βγαίνει προσευχὴ βγαίνει καὶ κατάρα; Πρόσχωμεν! Πολλοὶ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ κατάρες καὶ ποὺ λένε καὶ ποὺ δέχονται. Ἡ συγχώρηση στὸ Ἐξομολογητῆρι καὶ ἡ ἀγάπη σώζει. Ἡ κατάρα εἶναι ἐγκληματικὴ πράξη. Ἂς μιμηθοῦμε τὸν Κύριό μας πού εἶπε:  «Εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς…» καί τόν ἅγιο Παΐσιο: «Νὰ σᾶς δώσω μία κατάρα; Νὰ σᾶς κάψει ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγάπη Του τὶς καρδιές σας!».

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αναστάσιε, με τις ευχές να ασχολείσαι και όχι με τις κατάρες.