Ὁ ρόλος τῆς
γυναίκας στήν ἐκκλησιαστική ζωή
Δημητρίου Ν. Μόσχου
Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Ε.Κ.Π.Α.
Ὁ ρόλος τῆς γυναίκας στήν Ἐκκλησία εἶναι πολύ πιό
περίπλοκος ἀπ’ ὅσο ἀρχικά φαίνεται, ὅσο περίπλοκη εἶναι καί ἡ ἱστορική ἐξέλιξη
τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστιανισμοῦ. Στήν πρώτη Ἐκκλησία, παρ᾽ ὅλο πού ὁ Ἰουδαϊσμός, ἀπό
τόν ὁποῖο προῆλθαν οἱ περισσότεροι πρῶτοι πιστοί, ἦταν ἀνδροκρατούμενος, ἡ
γυναίκα εἶχε σημαντική θέση. Γυναῖκες ἔφεραν τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, ἐνῶ ὅταν
μετά τήν Ἀνάληψη συγκεντρώθηκαν στό ὑπερῶον «σὺν γυναξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ Ἰησοῦ»
(Πράξ. 1,14) ἕως ἑκατόν εἴκοσι ἄτομα, καί μετά ἀπό προσευχή ἐξέλεξαν δύο ὑποψήφιους
γιά τήν κενή θέση τοῦ Ἰούδα, συμμετεῖχαν στήν προσευχή καί ἄνδρες καί γυναῖκες.
Λίγο ἀργότερα τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς «ἦσαν ἅπαντες ἐπὶ τὸ αὐτό» (Πράξ. 2,2)
καί ἦρθε τό Ἅγιο Πνεύμα, σέ ὅλους, ἄνδρες καί γυναῖκες. Αὐτό ἐξηγεῖ ὁ ἀπόστολος
Πέτρος λέγοντας ὅτι ἦρθε ἡ ἐσχάτη ἡμέρα ὅπου «προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ
θυγατέρες ὑμῶν καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται» (Πράξ. 2,17). Λίγο
αργότερα οἱ τέσσερεις κόρες Φιλίππου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ προφητεύουν (Πράξ. 21,9),
ἐνῶ γυναῖκες ὅπως ἡ Λυδία, ἡ Πρίσκιλλα, ἡ διακόνισσα Φοίβη συμβάλλουν στό ἔργο
τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἄντρες καί γυναῖκες (χῆρες, παρθένοι) ἐπιτελοῦσαν
διαφορετικά ἔργα μέσα σέ μιά κοινότητα πού πλούτιζε καί αὐξανόταν ὄχι μόνο μέ
τήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀλλά καί μ’ αὐτό πού ἐκείνη ὑποστασιάζει: τήν
διανομή τῶν κοινῶν δώρων, ἀπαρχῶν καί δεκατῶν στά φτωχά μέλη.
Αὐτή ἦταν ἀρχικά
λειτουργία τῶν ἐπισκόπων καί τῶν διακόνων (Διδαχὴ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων), προτοῦ
οἱ πρῶτοι δώσουν βάρος στό «διδασκάλιο» καί τόν τελετουργικό εἰκονισμό τῶν ἐσχάτων
στή Θεία Λειτουργία. Οἱ γυναῖκες πού ὡς χῆρες καί λίγο ἀργότερα ὡς διακόνισσες ἐπιτελοῦσαν
τό εὐρύτερο κοινωνικό ἔργο δέν ἀνῆλθαν, βεβαίως, ποτέ σέ ἀξίωμα ἐπισκόπου ἤ
πρεσβυτέρου (χωρίς, ὅπως πιά ὅλοι συμφωνοῦν, νά ὑπάρχει κάποιος θεολογικός
λόγος γι’ αὐτό), ὡστόσο ἀνέλαβαν πολλά ἄλλα: τή διάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου
μεταξύ τῶν γυναικῶν. Σύμφωνα μέ τήν ἐξαιρετική ἐργασία τοῦ Εὐαγγέλου Θεοδώρου Ἡ
χειροτονία ἤ χειροθεσία τῶν διακονισσῶν (Ἀθήνα 1954), ναί μέν ἡ διακόνισσα δέν
μποροῦσε νά «ἱερατεύει» (ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου θεωρώντας ὅμως τήν γυναικεία
ἱεροσύνη χαρακτηριστικό τοῦ Ἑλληνισμοῦ πρᾶγμα πού ἐξηγεῖ τά κίνητρά του), ἀλλά,
προσθέτει ὁ Θεοδώρου μέ ἀκρίβεια, οὔτε ὁ διάκονος «ἱερατεύει» τελώντας
μυστήρια. Ἡ διακόνισσα δέν μποροῦσε Τεῦχος 4ον Ἰούλιος - Αὔγουστος 2024 25 νά
μεταδώσει τή Θεία Εὐχαριστία μέσα στή σύναξη, ἀλλά μποροῦσε νά τή μεταφέρει σέ
γυναῖκες ἀρρώστους κατ’ ἰδίαν (ἄρα ἦταν περισσότερο θέμα δημόσιας εἰκόνας). Δέν
τελοῦσε μυστήρια, ἀλλά ἔχριε καί βάπτιζε ἐνήλικες γυναῖκες. Ἡ διακόνισσα δέν
μποροῦσε νά κηρύττει, ἀλλά εἶχε ἔργο νά κατηχεῖ νέα παιδιά καί γυναῖκες κι ἔτσι
«καὶ εἰς τὴν γυναικωνίτην ἀδιαβλήτως παρεισεδύετο ἡ τοῦ Κυρίου διδασκαλία»
(Κλήμης Ἀλεξανδρεύς). Τέλος, καί σημαντικότατο εἶναι ὅτι ἡ διακόνισσα, ὅπως καί
ὁ διάκονος, ἐπιτελοῦσαν σημαντικότατο κοινωνικό ἔργο, πού μαρτυρεῖται ἀκόμα καί
τόν 6ο αἰ., ὅπως μᾶς πληροφορεῖ μιά ἀπό τίς πολλές ἐπιγραφές πού σώζονται στήν Ἀνατολική
Μεσόγειο: ἡ «διακόνισσα Παῦλα» ἐπαινεῖται γιά τό «φιλελεῆμον», γιά τό ὅτι ὑπῆρξε
μητέρα χηρῶν καί ὀρφανῶν καί καταπονουμένων «καὶ ἵνα μὴ δόξῳ πολλὰ λέγειν
πάντων καταφύγιον. Τοὔνομα δὲ αὐτῆς Παῦλα διακόνισσα» (Ἐπιγραφές Κάτω
Μακεδονίας 448, Βέρροια 6ος αἰ.). Παράλληλα, ἀπό τόν 4ο αἰ., ἐμφανίζεται τό
πλουσιότατο σέ μορφές καί ἱστορία φαινόμενο τοῦ μοναχισμοῦ (καί εἰδικά
γυναικείου): «χρὴ δὲ καὶ γυναικῶν ἀνδρείων μνημονεῦσαι» γράφει ὁ Παλλάδιος στή
Λαυσαϊκὴ Ἱστορία του τό 420 ξεκινώντας ἀπό τή Μελανία πού «ἔδωσε τό μοναχικό σχῆμα»
στόν Εὐάγριο τόν Ποντικό καί ἔγραψε ἱστορία στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας.
Οἱ μοναχές ἀναλαμβάνουν πνευματικά ἀλλά καί διοικητικά ἀξιώματα καί μαζί μέ τίς
διακόνισσες συντελοῦν ὄχι ἁπλά στήν ἀποκατάσταση τῆς γυναίκας στή λατρεία, ἀλλά
κυρίως στήν ἀνάπτυξη μιᾶς «λογικῆς λατρείας» γιά ἄνδρες καί γυναῖκες μακριά ἀπό
μαγικές ἀντιλήψεις, σάν αὐτές πού θέλουν π.χ. τή γυναῖκα «ἀκάθαρτη», ἐνῶ
ξεκάθαρα παραδίδεται ὅτι ἡ διακόνισσα χειροτονοῦνταν μέσα στήν Ἁγία Τράπεζα
καί, ἄν καί τελευταία, κοινωνοῦσε ἀπό τό κοινό ποτήριο ὅπως οἱ ἱερεῖς καί τό ἀκουμποῦσε
κατόπιν μέ τά χέρια της στήν Ἁγία Τράπεζα! Ἡ Θεία Εὐχαριστία ὡς πυρήνας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
γεγονότος δέν εἶναι μόνο τελετουργία, ὅπου διαβάζει τά «λόγια» ὁ ἱερέας-τελετουργός,
ἀλλά καί κοινό τραπέζι ἀγάπης μέ τόν Σταυρωμένο καί Ἀναστημένο Κύριο. Μέρος αὐτοῦ
τοῦ τραπεζιοῦ εἶναι καί ἡ προσφορά τῶν δώρων, πού ἐπιτελοῦν ὁ διάκονος καί ἡ
διακόνισσα, ἐνῶ τόν δρόμο ἀνοίγουν τό βάπτισμα καί ἡ κατήχηση στά ὁποῖα (εἰδικά
προκειμένου γιά γυναῖκες), οἱ διακόνισσες συμβάλλουν ἀποφασιστικά, καί, τέλος,
προετοιμάζουν τό κοινό τραπέζι ἡ κάθαρση καί ἡ πνευματική καθοδήγηση στην ὁποία
ἄνδρες ἀλλά καί γυναῖκες ἀσκήτριες συντελοῦν μέ τή διδαχή καί τό παράδειγμά
τους. Ἑπομένως μιά ζωντανή Ἐκκλησία στήν ἱστορία καί τό παρόν εἶναι πάντα μιά Ἐκκλησία
μέ λειτουργήματα καί προσφορά καί ἀπό ἄνδρες καί ἀπό γυναῖκες, ἐξίσου ὅπως καί ἀπό
κληρικούς καί ἀπό λαϊκούς ἀρκεῖ νά λειτουργοῦν «εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν»
Πηγή: Περιοδικό Εφημέριος 4ο 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου