Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς ἐμφανίστηκε στὰ γράμματα μὲ τὴν ἀνατολὴ τῆς
δεκαετίας τοῦ 1960, κυρίως ὡς ἀρθρογράφος σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς
ἐκείνης (ἐφημ. «Καθημερινή», περιοδικὰ «Ἐποχές», «Σύνορο», «Χριστιανικὸ
Συμπόσιο»). Ἀργότερα ἀπέκτησε μόνιμη στήλη στὴν ἐφημ. «Τὸ Βῆμα» (γιὰ 13 χρόνια)
καὶ συνέχισε στὴν «Καθημερινὴ» μέχρι πρόσφατα.
Τὰ γραπτὰ τῶν πρώτων ἐτῶν (1963-66 ) συγκεντρώθηκαν καὶ ἐκδόθηκαν σὲ βιβλία («Πείνα καὶ δίψα», 1964· «Ἡ κρίση τῆς προφητείας», 1965· «Τίμιοι μὲ τὴν Ὀρθοδοξία», 1966). Στοὺς πενήντα περίπου τίτλους ποὺ ἔχει δημοσιεύσει (χώρια οἱ σαράντα περίπου τίτλοι τῶν ἐπιφυλλιδογραφικῶν συλλογῶν), κυρίαρχη θέση κατέχει τὸ βιβλίο «Τὸ πρόσωπο καὶ ὁ ἔρως», τὸ ὁποῖο ξεκίνησε ὡς διδακτορικὴ διατριβή («Τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τῆς θεολογικῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου», 1970), γιὰ νὰ καταλήξει στὴν ὁριστικὴ ἔκδοση τοῦ 1987.
Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συνοψίσει τὸ ὅλο περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ βιβλίου σὲ
δύο λέξεις: ἐλευθερία καὶ κοινωνία. Θὰ ἔλεγα μάλιστα ὅτι μὲ αὐτὲς τὶς δύο
λέξεις θὰ μπορούσαμε νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν ἴδια τὴν παρουσία τοῦ Χ.Γ. στὰ
γράμματα (ἔργο καὶ σκέψη). Αὐτὸ τὸ βιβλίο, μάλιστα, ἀποτέλεσε τὴ μήτρα σχεδὸν ὅλων
τῶν ἄλλων βιβλίων, τὰ ὁποῖα ἐπεκτείνουν, διασαφηνίζουν, ἀναπτύσσουν καὶ ἐξειδικεύουν
τὴ θεματολογία του.
Οἱ παραπάνω πληροφορίες θὰ πρέπει νὰ συμπληρωθοῦν ἀπὸ ἕνα καίριο
στοιχεῖο: τὴ γλώσσα ποὺ εἰσήγαγαν αὐτὰ τὰ ἄρθρα καὶ ποὺ χαρακτηρίζει ἔκτοτε ὅλα
τὰ γραπτὰ κείμενα τοῦ Χ.Γ. Ἡ γλώσσα αὐτή, ἐκτὸς τῆς καλλιέπειάς της («ἐν ἀνθηρῷ
Ἕλληνι λόγῳ», κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη), παρουσιάζει καὶ τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά:
α) συνέπεια στὴ σχέση σημαίνοντος καὶ σημαινόμενου·
β) ἔλειψη ἀξιωματικῆς αὐθεντίας μὲ συχνὰ παρὸν ἕνα ἀπορούμενο·
γ) διαλογικὴ παρουσία καταφατικοῦ καὶ ἀποφατικοῦ λόγου (βλ. Ἰωάννου
Δαμασκηνοῦ: «Καὶ αὗται μὲν αἱ ἀποφάσεις καὶ καταφάσεις· γλυκυτάτη δὲ ἡ ἐξ ἀμφοῖν
συνάφεια»)·
δ) ἐνσωμάτωση φράσεων ἢ προτάσεων κλασικῶν ἢ σημαντικικῶν συγγραφέων τῆς
θεολογίας, φιλοσοφίας, πεζογραφίας, ποίησης, ὄχι τόσο ὡς ἀποδεικτικῶν στοιχείων
τοῦ λόγου, ἀλλὰ ὠς ἀκολουθία καὶ ὁλοκλήρωση τῶν δικῶν του προτάσεων.
Τὸ κυριότερο ὅμως στοιχεῖο τοῦ λόγου του καὶ τῆς γλώσσας του βρίσκεται
στὴν ἀντίληψη τῆς καθολικότητας τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ καὶ ὄχι στὴν ἀποσπασματικότητα
ποὺ εἰσήγαγε ὁ Διαφωτισμός (δυτικὸς καὶ ἐγχώριος).
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν τέμνεται σὲ θρησκευτική, κοσμική, ἐρωτική,
καλλιτεχνική, κοινωνικὴ ἢ ἐπιχειρηματικὴ κ.ἄ. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη τῆς καθολικότητας
τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἐνσωματώσει στὴ σπουδὴ καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ λόγου του τοὺς
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δίπλα στοὺς ἀρχαίους καὶ τοὺς νεώτερους δημιουργούς, ἀντιλαμβανόμενος
τὴ φιλοσοφία ὡς ἔρωτα τῆς σοφίας, μόνο ποὺ γιὰ τὸν Χ.Γ. αὐτὴ ἡ σοφία εἶναι ἐνυπόστατη
καὶ ἀφορᾶ τὴν τριαδικὴ αἰτιώδη ἀρχὴ τοῦ κόσμου ποὺ δοξάζεται στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία
ὡς γεγονὸς τέμνει τὴν ἱστορία καὶ τῆς δίνει νόημα καὶ περιεχόμενο.
Σπουδαῖοι στοχαστὲς τοῦ πολιτισμοῦ θὰ ἀποτελέσουν ἀντικείμενο σπουδῆς ὡς
«εὐσεβεῖς», ἀκόμη καὶ χωρὶς αὐτεπίγνωση τῆς εὐσέβειάς τους, ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἀληθεῖς.
Κατὰ τοῦτο, ἀκούγεται νὰ ἐπαναλαμβάνεται ὁ λόγος τοῦ ἀπόστολου Παύλου στοὺς Ἀθηναίους:
«Ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν».
Σήμερα ἡ «γλώσσα» τοῦ Χ.Γ. ἀποτελεῖ αὐτονόητη συνθήκη σὲ ἀνθρώπους ποὺ
ἀσχολοῦνται μὲ πνευματικὰ θέματα. Πρὶν ὀκτὼ δεκαετίες δὲν ἦταν — ἀπεναντίας
μάλιστα.
Κατὰ τοῦτο, εἴμαστε ὅλοι μας παιδιά του.
Δημήτρης Μαυρόπουλος
25.8.24
1 σχόλιο:
Καίριος και υπέροχος ο Δημήτρης!
Δημοσίευση σχολίου