Τι σημαίνει
για μας η Μεταμόρφωσις;
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου
Καντιώτου
«Καὶ
μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν» (Ματθ. 17, 2)
Ἑορτή, ἀγαπητοί
μου, ἑορτὴ μεγάλη, δεσποτική· ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ
Ἕλληνες τιμοῦμε τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἰδιαιτέρως μὲ ναοὺς σὲ ὑψώματα καὶ κορυφές, ὅπως
καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος.
Ἀξίωσε κ᾽ ἐμᾶς ὁ Θεὸς νὰ χτίσουμε ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως καὶ πάνω στὴν κορυφὴ
τοῦ ὑψώματος 1020 τῆς Φλωρίνης. Συγκινοῦμαι βαθειὰ ὅταν τὸ σκέπτωμαι αὐτό. Ἦταν
ἡμέρες τοῦ 1946 – ᾽47, ἡμέρες ἐμφυλίου σπαραγμοῦ, ὅταν χυνόταν αἷμα ἀδελφικό·
ἡμέρες ποὺ ἐπὶ τοῦ ὑψώματος αὐτοῦ μιὰ φούχτα ἡρώων ὑπερασπιζόταν τὸν τόπο ἐναντίον
ἐπιδρομέων, οἱ ὁποῖοι ἦρθαν νὰ καταλύσουν τὴν ἀνεξαρτησία τῆς χώρας. Ἐδῶ ἤμουν
τότε κ᾽ ἐγώ. Καὶ μὲ ἀξίωσε κατόπιν ὁ Θεὸς νὰ χτίσουμε τὸ ναό. Καὶ χτίστηκε ἐν
μέσῳ μεγάλης ἀντιδράσεως. Ὅταν μάλιστα στήσαμε τὸν τίμιο σταυρὸ ὕψους
τριαντριῶν περίπου μέτρων, βρέθηκαν κάποιοι ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν γκρεμίσουν καὶ
στὴ θέσι του νὰ στήσουν τὸ σύμβολο τῆς ἀθεΐας καὶ ἀπιστίας. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν
ἐπέτρεψε, καὶ ἔτσι συνεχίζεται ἀκόμη ἡ λατρεία του.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ ναοῦ ἔρχομαι στὸ πιὸ οὐσιαστικό,
ποὺ ἐκφράζει τὸ ἐρώτημα· Τί σημαίνει γιὰ μᾶς ἡ Μεταμόρφωσις; τί μᾶς λέει
σήμερα;
* * *
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστός, ἀγαπητοί μου, εἶνε Θεὸς ἀληθινός· εἶνε τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας
καὶ ὁμοουσίου Τριάδος – Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα, ἐλέησον τὸν κόσμον κ᾽ ἐμὲ
τὸν ἁμαρτωλό. Μυστήριο ἀσύλληπτο. Ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔλαβε
σάρκα ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἐμφανίσθηκε στὴ γῆ ὡς
ἄνθρωπος· ὄχι μὲ μεγαλοπρέπεια, ἀλλὰ πολὺ ταπεινά. Ἀπὸ τὰ δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων
κανείς ἄλλος δὲν ἔζησε τόσο φτωχὸς ὅσο ὁ Χριστός μας· ἐμεῖς ὅλοι καὶ σπίτια ἔχουμε,
καὶ χωράφια, καὶ χρήματα, καὶ πλούτη. Τὸν ῥώτησαν κάποτε –«Διδάσκαλε, ποῦ
μένεις;». –Ἐλᾶτε νὰ δῆτε, ἀπήντησε (Ἰω. 1,38). Καὶ σὲ ἄλλη περίπτωσι εἶπε· Οἱ
ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιὲς καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ μέρος νὰ μείνουν, «ὁ δὲ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20. Λουκ. 9,58). Τέλος,
μετὰ τὸ «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46), ποὺ εἶπε,
«κλίνας» ἐπὶ τοῦ σταυροῦ «τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ἰω. 19,30). Ἔζησε
λοιπὸν ταπεινός. Καὶ μόνο αὐτό; Ὑβρίστηκε ὅσο κανείς ἄλλος. Τί δὲν τὸν εἶπαν·
«Εἶσαι Σαμαρείτης καὶ δαιμόνιον ἔχεις» (Ἰω. 8,48)· συμπράττεις μὲ τὸν «Βεελζεβούλ,
τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων» (Ματθ. 9,34· 12,24)· εἶσαι «ὁ υἱὸς τοῦ τέκτονος»
καὶ «τέκτων», ἕνας μαραγκός (Ματθ. 13,55. Μάρκ. 6,3) – ἐπειδὴ τὸν νόμιζαν παιδὶ
τοῦ ᾽Ιωσήφ. Καὶ πάνω στὸ Γολγοθᾶ ἀκόμα τοῦ φώναζαν ὑβριστικά· «Ἂν εἶσαι υἱὸς
τοῦ Θεοῦ, κατέβα ἀπ᾽ τὸ σταυρό…» (Ματθ. 27,40).
Κανείς δὲν μποροῦσε νὰ φανταστῇ, ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ ταπεινὸ σχῆμα ἑνὸς ἀνθρώπου
μπορεῖ νὰ κρύβεται ἡ Θεότης. Μυστήριο μεγάλο, ποὺ ἔμεινε κρυμμένο ἀπὸ τὰ
μάτια τοῦ κόσμου. Ἦταν, λέει κάποιος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἕνα
στρείδι, ποὺ δὲν τοῦ δίνεις σημασία, ἀλλ᾽ ἀνοίγοντάς το βρίσκεις μέσα του νὰ
κρύβεται ἕνα μαργαριτάρι· ἔτσι κάτω ἀπὸ τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τῆς Παρθένου
κρυβόταν ὁ πολύτιμος μαργαρίτης, ἡ Θεότης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ νὰ δώσῃ, λοιπόν, ὁ Χριστὸς μιὰ ἰδέα τῆς θείας μεγαλοπρεπείας του, τῆς
δόξης του, ἔκανε αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Ἀνέβηκε, λέει ἡ Γραφή (βλ. Ματθ.
17,1-9), στὸ ὄρος –κατὰ τὴν παράδοσι εἶνε τὸ Θαβώρ– καὶ ἐκεῖ μεταμορφώθηκε, ἄλλαξε
μορφή. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε «ὑπὲρ τὸν ἥλιον», παραπάνω κι ἀπ᾽ τὸν ἥλιο
(δοξ. ἀποστ. ἑσπ.). Τὰ ῥοῦχα του τὰ φτωχικά, ποὺ ὕφανε στὸν ἀργαλειὸ ἡ μητέρα
του Παναγία παρθένος, ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ χιόνι καὶ σὰν τὸ φῶς. Ἁπλώθηκε
μάλιστα μία φωτεινὴ νεφέλη, εἰκόνα τοῦ παναγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀκούστηκε
φωνὴ μεγάλη, ἡ ἴδια ποὺ εἶχε ἀκουστῆ καὶ στὸν Ἰορδάνη τὰ Θεοφάνεια, νὰ λέῃ· «Οὗτός
ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5).
Δίπλα του βρέθηκαν τότε ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας καὶ συνωμιλοῦσαν μαζί του
βεβαιώνοντας μὲ τὴν παρουσία τους ὅτι ὁ ἄνθρωπος ζῇ αἰωνίως, δὲν ἐξαφανίζεται·
τὸ σῶμα πεθαίνει, ἡ ψυχὴ μένει ἀθάνατη. Ἦταν οἱ δύο μεγάλες προσωπικότητες τῆς
παλαιᾶς διαθήκης, τοὺς ὁποίους σέβονταν ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι· καὶ νά τώρα αὐτοὶ
στέκονται τιμητικὰ δίπλα στὸν Ἰησοῦ βεβαιώνοντας τὴν ἀποστολή του.
Θεαταὶ ὅλου τοῦ ἐξαισίου θεάματος ἦταν οἱ τρεῖς ἐκλεκτοὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ· ὁ
Πέτρος γιὰ τὴν πίστι του («Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου
τὴν ἐκκλησίαν» Ματθ. 16,18), ὁ Ἰάκωβος γιὰ τὴν ἐλπίδα του, καὶ ὁ Ἰωάννης γιὰ
τὴν ἀγάπη του – εἶνε οἱ τρεῖς μεγάλες θεολογικὲς ἀρετές (βλ. Α΄ Κορ.
13,13). Οἱ μαθηταὶ μένουν τόσο ἐνθουσιασμένοι, ὥστε δὲν θέλουν νὰ φύγουν ἀπὸ ᾽κεῖ.
Μεταμορφώθηκε, λοιπόν, ὁ Χριστὸς παρουσίᾳ προφητῶν (ποὺ ἦταν κεκοιμημένοι) καὶ
ἀποστόλων, ἐνώπιον δηλαδὴ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, θριαμβευούσης καὶ
στρατευομένης.
Αὐτὸ εἶνε τὸ ἱστορικὸ μέρος τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Ἐπ᾽ αὐτοῦ στηρίζεται τὸ
δογματικὸ μέρος, θέματα δηλαδὴ καὶ ζητήματα πίστεως γύρω ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἄνοιξε
συζήτησι καὶ μεγάλη διαφωνία στὰ χρόνια τοῦ Βυζαντίου. Τὸ ἐρώτημα ποὺ ἐτέθη εἶνε
κυρίως τὸ ἑξῆς· τί ἦταν τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ποὺ εἶδαν οἱ τρεῖς μαθηταί,
κτιστὸ ἢ ἄκτιστο; Οἱ παπικοὶ τὸ θεωροῦσαν κτιστό, οἱ ὀρθόδοξοι ὅμως σὲ οἰκουμενικὴ
Σύνοδο καὶ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἀποφάνθηκαν, ὅτι τὸ φῶς
ἦταν ἄκτιστο. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ ἡ θεολογικὴ ἀνάλυσις εἶνε δύσκολη, ἀρκούμεθα στὴν ὀρθόδοξη
αὐτὴ ἀπόφασι καὶ θὰ ἐπιστήσουμε τὴν προσοχὴ σὲ πιὸ πρακτικὸ ζήτημα.
* * *
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί
μου, ἔπλασε ὅλα τὰ ζῷα, μικρὰ – μεγάλα, καὶ ὅλα διακρίνονται ἀπὸ τὴ μορφή τους.
Στὸν ἄνθρωπο ἔδωσε τὴν ἀνώτερη μορφή. Καὶ πρὸ Χριστοῦ ὁ Ὅμηρος ἔχει τὴ λέξι
θεο-είκελος» (Ἰλ. Α131κ.ἀ.· Ὀδ. Γ416· ἀπὸ τὸ θεῷ + ἕοικα = ὁμοιάζω), δηλαδὴ ὅμοιος
μὲ θεό, θεόμορφος. Ἡ δὲ ἁγία Γραφὴ διδάσκει καθαρά, ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν
ἄνθρωπο «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» δική του (Γέν. 1,26).Ἔχει λοιπὸν
μεγαλεῖο ὁ ἄνθρωπος. Φαίνεται αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴ στάσι του· μόνο αὐτὸς εἶνε ὀρθοβάμων,
βαδίζει ὄρθιος. Τὸ σκεφτήκατε αὐτό; πόσο ζυγισμένο εἶνε τὸ παράστημά του! μόνο ὅταν
ἀσθενήσῃ χάνει τὴν ἰσορροπία του καὶ πέφτει. Πλάστηκε ὄρθιος, γιὰ νὰ βλέπῃ τὸν
οὐρανό, νὰ δοξάζῃ τὸ Θεὸ καὶ νὰ σκέπτεται τὴν θεία καταγωγή του.
Δυστυχῶς ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν τίμησε τὴ μορφή του. Ἔπεσε. Ἔπεσε μὲ τὸ προπατορικὸ
ἁμάρτημα καὶ μὲ τὰ προσωπικὰ ἁμαρτήματα, κι ἀπὸ τότε ἡ μορφὴ ποὺ ἔχει δὲν τοῦ ἁρμόζει.
Ὁ ἰατροφιλόσοφος Καρρὲλ ἔγραψε τὸ βιβλίο «Ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸς ὁ ἄγνωστος»· ἐκεῖ
λέει ὅτι, ἂν ὁ καθένας ἔπαιρνε καὶ ἐξωτερικὰ μορφὴ σύμφωνη μὲ τὶς ἐσωτερικὲς ῥοπὲς
καὶ κλίσεις του, τότε θὰ εἴχαμε ἕνα φοβερὸ θέαμα· ἡ κοινωνία θὰ γέμιζε ἀπὸ ζῷα·
ὁ πονηρὸς θὰ ἐμφανιζόταν σὰν ἀλεποῦ (ὁ Χριστὸς εἶπε ἀλεποῦ τὸν Ἡρῴδη τὸν –
βλ. Λουκ. 13,32)· ὁ λαίμαργος θὰ φαινόταν σὰν χοῖρος, ὁ ἀσελγὴς σὰν τράγος, ὁ ἅρπαγας
σὰν λύκος, ὁ ἐκδικητικὸς σὰν καμήλα, ὁ φθονερὸς σὰν φίδι κ.λπ.· καὶ μόνο ποῦ
καὶ ποῦ κάποιοι θὰ διατηροῦσαν τὴ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου· οἱ ἄλλοι; ἀγέλη θηρίων!
Γι᾽ αὐτὸ ὁ φιλόσοφος Διογένης ἄναψε φανάρι στὴν ἀρχαία Ἀθήνα καὶ μέσ᾽ στὸ μεσημέρι
γύριζε στοὺς δρόμους φωνάζοντας «Ἄνθρωπον ζητῶ». Ὁ θεόπνευστος ψαλμῳδὸς Δαυῒδ
λέει· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις
καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Ἀγέλη κτηνῶν.
Ἂς θυμηθοῦμε πάλι τὸν Ὅμηρο, ποὺ ἀναφέρει στὴν Ὀδύσσεια (ῥαψ. Κ), τὴ μάγισσα
Κίρκη, ἡ ὁποία μετέβαλε τοὺς συντρόφους τοῦ Ὀδυσσέα σὲ χοίρους. Αὐτὴ εἶνε
σύμβολο τῆς ἁμαρτίας, ποὺ μεταβάλλει τοὺς ἀνθρώπους σὲ κτήνη. Αὐτὸ συμβαίνει
καὶ στὴν ὑλόφρονα ἐποχή μας· ὑλιστικὰ σκεπτόμαστε, ὑλιστικὰ φρονοῦμε, αἰσθανόμαστε,
πράττουμε.
Ν᾽ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι. Ὅπως ὁ Ὀδυσσέας μὲ τὸ σπαθί του ἀνάγκασε τὴ μάγισσα καὶ ἐπανέφερε
στὴν ἀνθρώπινη μορφὴ τὰ παλληκάρια του, ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς μὲ τὸν
τίμιο σταυρό του μεταμορφώνει τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Δὲν εἶνε μῦθος αὐτό, εἶνε
πραγματικότητα. Διαβάστε τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Παλαιὰ καὶ νεώτερα
παραδείγματα βεβαιώνουν, ὅτι ὁ Χριστὸς παίρνει τὸν φιλάργυρο – τσιγγούνη καὶ τὸν
κάνει ἐλεήμονα, παίρνει τὸν ἀρχομανῆ – φιλόδοξο καὶ τὸν κάνῃ ταπεινὸ μοναχὸ ποὺ
ἀσκητεύει σὲ σπηλιὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους κρατώντας κομποσχοίνι καὶ ὑμνώντας τὸ
Θεό, παίρνει τὸν φιλήδονο καὶ τὸν κάνει ἐγκρατῆ καὶ σώφρονα· «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις
τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76,11).
Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐνθαρρύνει νὰ δεχθοῦμε «τὴν τῶν βροτῶν ἐναλλαγήν»
(κάθ. ὄρθρ.), τὴν ἀλλαγὴ τῶν θνητῶν ἀνθρώπων διὰ τῆς μετοχῆς στὴ δόξα τοῦ
Κυρίου. «Μεταστοιχειώνει τὴν ἀμαυρωθεῖσαν φύσιν τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὴν δόξαν καὶ
λαμπρότητα τῆς Θεότητος» (ἀπόστιχ.)· μεταβάλλει τὴν σκοτισμένη φύσι τοῦ Ἀδὰμ στὴ
δόξα καὶ λάμψι τῆς Θεότητος. Καὶ ὅπως οἱ τρεῖς μαθηταὶ «τὴν θείαν ἠλλοιώθησαν
ἔκστασιν» (ἔ.ἀ.), ἔζησαν τὴ θεϊκὴ μεταβολή, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς ν᾽ ἀξιωθοῦμε νὰ δοῦμε
ἐντός μας τὴ θαυμαστὴ μεταβολή. Γιατὶ πράγματι μόνο ὁ Χριστὸς ἔχει τὴ δύναμι ν᾽
ἀλλάζῃ τὴν ἀνθρώπινη φύσι· χωρὶς ἐκεῖνον, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τέτοια θαύματα
δὲν γίνονται. Ὁ λύκος λ.χ. ἀρνὶ δὲν γίνεται καὶ τὸ κοράκι δὲν γίνεται
περιστέρι, ἐν Χριστῷ ὅμως οἱ λύκοι ἔγιναν ἀρνιὰ καὶ τὰ κοράκια περιστέρια.
Ὅταν ἡ Ἰαπωνία συνθηκολόγησε κ᾽ ἐπάνω στὸ θωρηκτὸ ὑπεγράφη ἡ συνθήκη εἰρήνης,
ρώτησαν τὸν Μὰκ Ἄρθουρ –Θὰ πάψουν ποτὲ οἱ πόλεμοι; κι αὐτὸς εἶπε μιὰ μεγάλη ἀλήθεια·
–Μόνο ἂν ἀλλάξῃ ἡ καρδιά. Κ᾽ εἶνε ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος ν᾽ ἀλλάξῃ, γιατὶ εἶνε
θηριώδης. Τὴν καρδιά του ὅμως δὲν τὴν ἀλλάζουν οὔτε τηλεβόλα οὔτε πυρηνικὲς
βόμβες. Οἱ πρόγονοί μας ἔλεγαν· «Ἦ χαρίεν ἔστ’ ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ», πόσο
χαριτωμένος εἶνε ὁ ἄνθρωπος ὅταν εἶνε πράγματι ἄνθρωπος (Μένανδρος – βλ. Μ. Ἰατροῦ,
Πόθεν καὶ διατί, σ. 216). Κι ὁ ἄνθρωπος γίνεται πράγματι ἄνθρωπος, ἀποκτᾷ ὡραιότητα,
γίνεται θεοείκελος καὶ θεόμορφος καὶ τοῦ ἀξίζει νὰ ἔχῃ τὴ μορφὴ ἀνθρώπου, μόνο
διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου