Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν ἐξορία - π. Γρηγορίου Μουσουρούλη


Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν ἐξορία
 «Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς» 

Τοῦ μακαριστοῦ
Ἀρχιμανδρίτου π. Γρηγορίου Μουσουρούλη
Ἀρχιγραμματέως  Ἱεράς Συνόδου
τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου

*******
«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς»
 5 Ἰουνίου 404 μ.Χ., 


Μακαριώτατε Πάτερ, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, σεβαστοί Πατέρες, ἐντιμότατοι ἄρχον­τες, ἀδελφοί ἠγαπημένοι παρά Κυρίου, τήν ἡμέρα αὐτή ἐκδίδεται τό αὐτοκρατορικό διάτα­γμα τῆς δεύτερης ἐξορίας τοῦ «ἀγγέλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπό­λεως, τοῦ «χρυ­σοῦ τήν γλῶτταν Ἰωάννου». Ὁ νοτάριος Πατρί­κιος, ἀπεσταλμένος τοῦ αὐτοκράτορα, εἶναι λα­κωνικός: «Τά κατά σαυτόν οὖν», λέγει στόν Χρυσόστομο, «ἀναθείς τῷ Θεῷ ἔξελθε τῆς Ἐκκλη­σίας». Ἀπό τήν ἡμέρα αὐτή ὁ χρυσός ἀετός τοῦ ἄμβωνα τῆς Ἐκκλησίας εἰσέρχεται στόν κολοφώνα τῆς δόξας του.          

Αὐτός πού ἀναδεί­χτηκε ἄξιος τοῦ Θεοῦ στήν ἔρημο, ἄξιος στό στίβο τῆς ἀγάπης, ἄξιος στόν ἄμβωνα, ἄξιος στό θρόνο, κρίνεται ἄξιος νά δεχτεῖ καί τό τελευταῖο, τό πιό λαμπερό διαμάντι στό στέμμα, τό ὁποῖο ἤδη λαμπρύ­νει τό ἅγιο μέτωπό του· τό διαμάντι τοῦ μαρτυρίου.

                Ἐλᾶτε λοιπόν νά παρακολουθήσουμε τόν ὑπέρμαχο τῆς ἀλήθειας, τό φίλο τοῦ Χριστοῦ στήν μαρτυρική πορεία του ὅπως σκιαγραφεῖται στίς ἐπιστολές πού ἔστελλε ὁ ἱερός ἄνδρας σ᾽ ὅλο αὐτό τό διάστημα τοῦ μαρτυρίου του.

*****

«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς»

                20 Ἰουνίου 404. Ὁ στρατός πολιορκεῖ τό κτίριο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ὁ λαός ἄγρυπνος παρακολουθεῖ, ἕτοιμος νά ὑπερασπιστεῖ τόν πατέρα του, χύνοντας ἀκόμη καί τό αἷμα του γι᾽ αὐτόν. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν θέλει οὔτε μιά σταγόνα αἵματος νά χυθεῖ γι᾽ αὐτόν. Γιά νά προλάβει τήν αἱματοχυσία, παραπλανᾶ μέ ἔξυπνο τέχνασμα τό λαό του, φεύγει κρυφά ἀπό ἄλλη πόρτα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, καί παραδίδεται στούς στρατιῶ­τες πού τόν περίμε­ναν. «Μετ᾽ αὐτοῦ,» θά μᾶς πεῖ ὁ Παλλάδιος, «συνεξῆλθε καί ὁ Ἄγγελος τῆς Ἐκκλησίας μή φέρων τήν ἐρημίαν αὐτῆς».

                Ὁ Χρυσόστομος παίρνει τό δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Πίσω του μένει ἕνας λαός πού τόν κλαίει ἀπαρηγόρητα. Κι ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων, ὁ ὀφθαλμός τῆς οἰκουμένης, ἡ πόλη τοῦ Κωνσταν­τίνου ζεῖ τίς συνέπειες τῶν ἀποφά­σεων τῶν ἀρχόντων της. Χαλάζι φοβερό πού κατά­στρεψε τά πάντα, λαίλαπα πού ξερρίζωνε δένδρα. Κλαγγές ὅπλων, καί αἵματα πιστῶν πού σφάζονται ἀνηλεῶς, συνθέτουν τό φοβερό σκηνικό. Ἡ πυρ­καϊ­ά πού ξέσπασε στήν Ἁγία Σοφία, ἐναγκαλίζεται θανάσι­μα τόν περι­καλῆ ναό. Οἱ φλόγες ἀδη­φάγες  ἀπο­τεφρώνουν τό μέγαρο τῆς Γερουσίας καί ἀπει­λοῦν τό παλάτι.

                Κι ὁ Χρυσόστομος χωρίς νά ξέρει τί γίνεται πίσω, μ᾽ ἕνα ραβδί στό χέρι πορεύεται ἀπό τή Χαλκηδόνα πρός τή Νίκαια. Πολλά τά χιλιόμετρα, ὧρες πολλές τήν ἡμέρα περπατᾶ κάτω ἀπό τόν καυστικό ἥλιο, γέροντας στά 57 του χρόνια. Ἔπειτα ἀπό πορεία 10 ἡμερῶν φθάνει στήν πόλη τῶν Πατέρων τῆς Α´Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐδῶ συνῆλθε ἀπό τίς ἔντονες συγκινήσεις, ἀνέκτησε κάπως τίς δυνάμεις του, πού εἶχαν μειωθεῖ ἀπό τήν ὑπεράνταση τῶν δραματικῶν γεγονότων τῆς Κωνσταντινούπολης, ἠρέμησε καί μάλιστα βρῆκε χρόνο νά ἐνδιαφερθεῖ γιά τήν ἱεραπο­στολή, στή Φοινίκη, τήν Ἀραβία καί τήν Κύπρο, τήν ὁποία ἐνίσχυσε μέ χρήματα καί περισσότερο μέ δοκιμασμένους ἱερομόναχους.

                Ἡ εἴδηση τήν ὁποία ἔλαβε στή Νίκαια γιά τόν τελικό προορισμό του, πού ἦταν ἡ Κουκου­σός τῆς μικρῆς Ἀρμενίας τόν ἐλύπησε βαθύ­τατα. Ὁ ἀγώνας τῆς ψυχῆς του ἔχει γίνει πλέον ἐσωτερικός καί βαθύς. Ἀπό τά κατάβαθά του θά πολεμήσει μέ τά στοιχεῖα τῆς φύσεως, μέ τίς ἀφάνταστες ταλαιπωρίες τῆς ὁδοιπορίας ἀνάμεσα ἀπό τίς σταχτιές ἐρημιές τῆς κεντρικῆς σκληρο­τράχηλης Μικρασίας, γιά νά φθάσει στόν τόπο τῆς ἐξορίας του, ἀνάμεσα ἀπό γκρε­μούς καί χαράδρες, ἀπό ἄγρια βουνά, σκοτεινά δάση καί βαθιά ποτάμια, μέσα στή βροχή καί τό χιόνι καί πάλι στήν κάψα τοῦ λιοπυριοῦ.... Θά γράψει στήν Ὀλυμπιάδα: «ὕφαλοι καί σπιλάδες, στρόβιλοι καί καταιγίδες καταρρή­γνυνται· νύξ ἀσέλινος, ζόφος βαθύς, κρημνοί καί σκόπελοι». «Ἀνηλώθημεν, ἐδαπανήθημεν, μυρί­ους ἀπεθάνομεν θανάτους». Ὅμως «ὅσῳ τά τῶν πειρασμῶν ἡμῖν ἐπιτείνεται, τοσούτῳ τά τῆς παρακλήσεως ἡμῖν αὔξεται καί χρηστοτέρας ἔχομεν περί τῶν μελλόντων τάς ἐλπίδας.» Στήν Καισάρεια θά φθάσει: «κατειρ­γασμένος, τεταρι­χευμένος, ἐν αὐτῇ τῆς φλογός τῇ ἀκμῇ τοῦ πυρετοῦ κείμενος, ..., τά ἔσχατα πάσχων».

                Πολεμᾶ μέ τήν ἀχώριστη συντρόφισσά του τήν ἀρρώστια, πού τοὔμεινε πιστή στήν πεζοπο­ρία του. Ἀφόρητοι στομαχικοί πόνοι μέ κρίσεις πυρετοῦ, πού τό μόνο φάρμακο ἀντιμετώπισής τους εἶναι ἕνα λουτρό ἔστω καί μέσα σ᾽ ἕνα πιθάρι σπασμένο. Θά πολεμήσει καί μέ τή μονα­ξιά, τόν ἀπαίσιο δυνάστη τῶν εὐαίσθη­των πνευ­μάτων, θά πολεμήσει μέ τήν κακότητα τῶν δεύ­τερων φρουρῶν του, μέ τίς ἐπιδρομές τῶν Ἰσαύρων. Ἡ ψυχή του παλεύει μονάχη ἐναντίον ὅλων αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν. Μά εἶναι ἡ ψυχή αὐτή ἕνας παράδεισος πνευμα­τικῶν ὡραιοτήτων, καί ἡ διάνοιά του εἶναι «ἀδαμαντίνη», πού στό ἠλιοβα­σίλεμά της θά γεμίσει τόν οὐρανό τῆς οἰκουμένης μέ λαμπερές ἀντάγειες, κατακόκκινες ἀπό αἷμα καί δόξα. Τή δόξα τῆς μαρτυρικῆς ἁγιότητας. Ἔνδοξος καί περιφανής ἦταν ὄχι μόνο ὅταν καθόταν στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά καί τώρα πού βαδίζει στά κακοτράχαλα βου­νά τῆς Ἀρμε­νίας σύροντας  μαζί του ὅλη τήν οἰκουμένη. 

                Σέ πολλά σημεῖα τῆς πορείας κληρικοί καί λαϊκοί ὑποδέχονταν τόν ἱερό δέσμιο μέ τιμές ἥρωα, μάρτυρα καί ἁγίου. Μέ δάκρυα τόν προϋ­παντοῦσαν λέγοντας: «συνέφερεν ἵνα ὁ ἥλιος συνέστειλε τάς ἀκτῖνας αὐτοῦ ἤ ἵνα τό στόμα Ἰωάννου ἐσιώπησε».

                Στήν Κουκουσό τά πράγματα ἄλλαξαν. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τόν δέχτηκε σάν πατέρα. Τό ἴδιο κι ὁ διοικητής Διόσκορος.Τό σκηνικό ὅ­μως ἀλλάζει τό χειμώνα τοῦ 405. Ὁ ἀέρας πού φυσᾶ εἶναι κρύσταλλο. Μέσα σ᾽ ἕνα δωμάτιο ὁ καπνός ἀπ᾽ τή φωτιά σταματᾶ τήν ἀναπνοή. Πάνω στό κρεββάτι ἕνα ἀνθρώπινο ράκος παλεύει μέ τό θάνατο. Ἐάν δέν πνιγόταν ἀπό τόν βήχα, ἐάν δέν συσποῦσε τό πρόσωπο ἀπό τό σφυροκόπημα ἀνηλεῶν πονοκεφάλων, ἐάν ἡ ναυτία τόν ἄφηνε γιά λίγο ἥσυχο, θά τόν ἐνόμιζες νεκρό. Ὅλο τό χειμώνα οὔτε τρώγει, οὔτε πίνει, οὔτε κοιμᾶται, οὔτε κινεῖται. Μόνο ριγεῖ ἀπό τό κρύο καί λυώνει. Καί συχνά ψιθυ­ρίζει:  «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

                Τήν ἄνοιξη ὅμως συνῆλθε. Ἀπό ἐκεῖ ἔστειλε ἀμέτρητες ἐπιστολές στούς φίλους καί γνωστούς του, καί ξεχνώντας τόν ἑαυτό του καί τά βάσανά του τούς στηρίζει στήν πίστη, τούς δείχνει τήν ὑπέροχη ἠθική σημασία τῶν παθημάτων, καί τούς ζητεῖ νά ὑπερασπιστοῦν τήν ἀλήθεια, ἀπαι­τώντας μάλιστα ἀπό τούς κληρικούς του νά ἐργάζον­ται ἀδιάλλειπτα καί ἄοκνα γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου.

                Ἡ Κουκουσός τώρα γίνεται τό κέντρο τοῦ κόσμου. Ἡ ἀποστολική του καρδιά σκιρτᾶ γιά τούς λαούς, πού λατρεύουν ἀκόμη τά εἴδωλα. Αὐτό πού εἶχε ἀρχίσει ἀπό τήν Κων/λη καί τό συνέχισε στόν πρῶτο σταθμός τῆς ἐξορίας τή Νίκαια, τώρα τό συστηματοποιεῖ καλύτερα καί τό παρακολουθεῖ ἄγρυπνα. Ὁ λαός τῶν Φοινίκων πού  θυσίαζε τά παιδιά του στό Βάαλ καί τήν Ἀστάρτη γίνονται χριστιανοί. Οἱ Φοίνικες πρέπει νά γίνουν χριστιανοί! Στή χώρα τῆς Ἀστάρ­της καί τοῦ Βάαλ, ὑψώνονται ναοί τοῦ Χριστοῦ καί τά εἴδωλα γκρεμίζονται ντροπια­σμένα. Κι ὅταν ἀπό μαθαίνει πώς οἱ ἱεραπόστολοι ὑφίστανται τά πάν­δεινα ἀπό τούς ἐκεῖ ἐθνικούς, θλίβεται βαθύτατα. Γράφει ἀμέσως στόν ἱεραπόστολο Ρουφῖνο: «Τί κάθεσαι; Φύγε νά πᾶς στή Φοινίκη. Καί μόνο μέ τήν παρουσία σου θά συγκρατήσεις τήν κατά­σταση».

                Τό ἱεραποστολικό του ἔργο, ἀπό τόν τόπο τῆς ἐξορίας, ἐπεκτέινεται καί σ᾽ἄλλους λαούς, ὅπως τούς ἁμαξόβιους Σκύθες, καί τούς Πέρσες, ἐνῶ ἐντείνει τίς προσπάθειές του γιά τόν ἐκχρι­στιανισμό τῶν Γότθων ἤ τήν ἐπιστροφή τους τους ἀπό τόν ἀρειανι­σμό στήν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἐδῶ θά συντάξει καί δύο περίφημες πραγματεῖες μέ βαθύ πνευματικό περιεχόμενο του. Καί οἱ δύο αὐτές πραγματεῖες εἶναι οἱ τελευταῖες ἀναλαμπές τῆς μεγάλης διανοίας τοῦ ἱεροῦ συγγραφέα, καί ἀπεικονίζουν τήν τότε ψυχική του κατάσταση, τήν ἰδεώδη ἀντίληψη πού ἔχει γιά τή ζωή καί τό σκοπό της.

******

«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς»

                Στήν ἐξορία ὁ Χρυσόστομος ἔλαμψε ὅπως τό χρυσάφι στό χωνευτήρι καί γέμισε φῶς τήν οἰκουμένη καί τούς αἰῶνες. Καί εἶναι τό φῶς αὐτό πιό γλυκό καί πιό ἔνδοξο, διότι ἔχει στή λάμψη του κάτι ἀπό τίς ἀνταύγειες τοῦ αἵμα­τος τῶν Μαρτύρων. Μέσα στό καμίνι τῶν διώξεων, τῶν συκοφαντιῶν, τῶν κατατρεγμῶν, τοῦ πόνου καί τῆς ὀδύνης οἱ ἀρετές του, ἡ πραότητα, ἠ ὑπομο­νή του, τό θάρρος, ἡ εὐψυχία καί ἡ καρτερία του στίς κακουχίες, τά μύρα τῶν προσευχῶν του, ἡ ἁγνότητα τοῦ ἤθους του, καί πάνω ἀπό ὅλα ἡ πίστη του, ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό καί ἡ ἀφο­σίωσή του στήν Ἐκκλη­σία, μαζί καί ἡ ἀξιοπρέ­πεια, ἡ ἀκτινοβολία καί τό κύρος του, τό κύρος τοῦ Μάρτυρα, δια­γράφουν στόν παγκόσμιο ὁρίζοντα ἕνα θαυμάσιο τόξο, τοῦ ὁποίου τό ἀνέβασμα μέ δάκρυα στά μάτια παρακολου­θοῦμεν οἱ πιστοί καί στό βάθος τῆς ψυχῆς μας μέ ζῆλο ἱερό ζηλεύουμε γιά τόν ἑαυτό μας.

                Μακαριώτατε Πάτερ, στούς δύσκολους καιρούς πού διέρχεται ὁ κόσμος, ἡ μικρή μας πατρίδα, τό ἔθνος ὁλόκληρο, μέ τήν πληθώρα καί τήν ποικιλία τῶν προβλημάτων, ταπεινά καί υἱικά εὐχόμαστε καί προσευχόμαστε, ὁ Ἅγιος Θεός νά σᾶς χαρίζει ἔτη πολλά, ὑγεία καί δυνάμεις πολλές ψυχικές καί σωματικές, καί τό Πανάγιο Πνεῦμα νά γαλβανίζει τήν θεοφιλῆ ψυχή σας μέ τίς ἀρετές τοῦ προστάτου σας Ἁγίου, τήν πίστη, τήν πραότητα, τήν ὑπομονή, τήν εὐψυχία, τήν καρτερία, τό ἀκατάβλητο τοῦ φρονήματος, ὥστε ὡς καλός οἰακοστρόφος τῆς Κύπριδος Ἐκκλησίας νά ὁδηγεῖτε τό πλήρωμά της ἐπί λιμένα θελήματος Κυρίου. Πολλά τά ἔτη σας, Μακαριώτατε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: