«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς»
5 Ἰουνίου 404 μ.Χ.,
Αὐτός πού ἀναδείχτηκε
ἄξιος τοῦ Θεοῦ στήν ἔρημο, ἄξιος στό στίβο τῆς ἀγάπης, ἄξιος στόν ἄμβωνα, ἄξιος
στό θρόνο, κρίνεται ἄξιος νά δεχτεῖ καί τό τελευταῖο, τό πιό λαμπερό διαμάντι
στό στέμμα, τό ὁποῖο ἤδη λαμπρύνει τό ἅγιο μέτωπό του· τό διαμάντι τοῦ
μαρτυρίου.
Ἐλᾶτε λοιπόν νά παρακολουθήσουμε τόν ὑπέρμαχο τῆς ἀλήθειας, τό φίλο τοῦ Χριστοῦ στήν μαρτυρική πορεία του ὅπως σκιαγραφεῖται στίς ἐπιστολές πού ἔστελλε ὁ ἱερός ἄνδρας σ᾽ ὅλο αὐτό τό διάστημα τοῦ μαρτυρίου του.
*****
«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς»
20 Ἰουνίου 404. Ὁ στρατός
πολιορκεῖ τό κτίριο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ὁ λαός ἄγρυπνος παρακολουθεῖ, ἕτοιμος νά
ὑπερασπιστεῖ τόν πατέρα του, χύνοντας ἀκόμη καί τό αἷμα του γι᾽ αὐτόν. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος
τοῦ Θεοῦ δέν θέλει οὔτε μιά σταγόνα αἵματος νά χυθεῖ γι᾽ αὐτόν. Γιά νά προλάβει τήν αἱματοχυσία, παραπλανᾶ μέ ἔξυπνο
τέχνασμα τό λαό του, φεύγει κρυφά ἀπό ἄλλη πόρτα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, καί
παραδίδεται στούς στρατιῶτες πού τόν περίμεναν. «Μετ᾽ αὐτοῦ,» θά μᾶς πεῖ ὁ
Παλλάδιος, «συνεξῆλθε καί ὁ Ἄγγελος τῆς Ἐκκλησίας μή φέρων τήν ἐρημίαν αὐτῆς».
Ὁ Χρυσόστομος παίρνει τό δρόμο
τοῦ μαρτυρίου. Πίσω του μένει ἕνας λαός πού τόν κλαίει ἀπαρηγόρητα. Κι ἡ
βασιλίδα τῶν πόλεων, ὁ ὀφθαλμός τῆς οἰκουμένης, ἡ πόλη τοῦ Κωνσταντίνου ζεῖ
τίς συνέπειες τῶν ἀποφάσεων τῶν ἀρχόντων της. Χαλάζι φοβερό πού κατάστρεψε τά
πάντα, λαίλαπα πού ξερρίζωνε δένδρα. Κλαγγές ὅπλων, καί αἵματα πιστῶν πού
σφάζονται ἀνηλεῶς, συνθέτουν τό φοβερό σκηνικό. Ἡ πυρκαϊά πού ξέσπασε στήν Ἁγία
Σοφία, ἐναγκαλίζεται θανάσιμα τόν περικαλῆ ναό. Οἱ φλόγες ἀδηφάγες ἀποτεφρώνουν τό μέγαρο τῆς Γερουσίας καί ἀπειλοῦν
τό παλάτι.
Κι ὁ Χρυσόστομος χωρίς νά ξέρει
τί γίνεται πίσω, μ᾽ ἕνα ραβδί στό χέρι πορεύεται ἀπό τή Χαλκηδόνα πρός τή
Νίκαια. Πολλά τά χιλιόμετρα, ὧρες πολλές τήν ἡμέρα περπατᾶ κάτω ἀπό τόν
καυστικό ἥλιο, γέροντας στά 57 του χρόνια. Ἔπειτα ἀπό πορεία 10 ἡμερῶν φθάνει στήν
πόλη τῶν Πατέρων τῆς Α´Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐδῶ συνῆλθε ἀπό τίς ἔντονες
συγκινήσεις, ἀνέκτησε κάπως τίς δυνάμεις του, πού εἶχαν μειωθεῖ ἀπό τήν ὑπεράνταση
τῶν δραματικῶν γεγονότων τῆς Κωνσταντινούπολης, ἠρέμησε καί μάλιστα βρῆκε χρόνο
νά ἐνδιαφερθεῖ γιά τήν ἱεραποστολή, στή Φοινίκη, τήν Ἀραβία καί τήν Κύπρο, τήν
ὁποία ἐνίσχυσε μέ χρήματα καί περισσότερο μέ δοκιμασμένους ἱερομόναχους.
Ἡ εἴδηση τήν ὁποία ἔλαβε στή
Νίκαια γιά τόν τελικό προορισμό του, πού ἦταν ἡ Κουκουσός τῆς μικρῆς Ἀρμενίας
τόν ἐλύπησε βαθύτατα. Ὁ ἀγώνας τῆς ψυχῆς του ἔχει γίνει πλέον ἐσωτερικός καί
βαθύς. Ἀπό τά κατάβαθά του θά πολεμήσει μέ τά στοιχεῖα τῆς φύσεως, μέ τίς ἀφάνταστες
ταλαιπωρίες τῆς ὁδοιπορίας ἀνάμεσα ἀπό τίς σταχτιές ἐρημιές τῆς κεντρικῆς
σκληροτράχηλης Μικρασίας, γιά νά φθάσει στόν τόπο τῆς ἐξορίας του, ἀνάμεσα ἀπό
γκρεμούς καί χαράδρες, ἀπό ἄγρια βουνά, σκοτεινά δάση καί βαθιά ποτάμια, μέσα
στή βροχή καί τό χιόνι καί πάλι στήν κάψα τοῦ λιοπυριοῦ.... Θά γράψει στήν Ὀλυμπιάδα:
«ὕφαλοι καί σπιλάδες, στρόβιλοι καί καταιγίδες καταρρήγνυνται· νύξ ἀσέλινος,
ζόφος βαθύς, κρημνοί καί σκόπελοι». «Ἀνηλώθημεν, ἐδαπανήθημεν, μυρίους ἀπεθάνομεν
θανάτους». Ὅμως «ὅσῳ τά τῶν πειρασμῶν ἡμῖν ἐπιτείνεται, τοσούτῳ τά τῆς
παρακλήσεως ἡμῖν αὔξεται καί χρηστοτέρας ἔχομεν περί τῶν μελλόντων τάς ἐλπίδας.»
Στήν Καισάρεια θά φθάσει: «κατειργασμένος, τεταριχευμένος, ἐν αὐτῇ τῆς φλογός
τῇ ἀκμῇ τοῦ πυρετοῦ κείμενος, ..., τά ἔσχατα πάσχων».
Πολεμᾶ μέ τήν ἀχώριστη
συντρόφισσά του τήν ἀρρώστια, πού τοὔμεινε πιστή στήν πεζοπορία του. Ἀφόρητοι στομαχικοί
πόνοι μέ κρίσεις πυρετοῦ, πού τό μόνο φάρμακο ἀντιμετώπισής τους εἶναι ἕνα
λουτρό ἔστω καί μέσα σ᾽ ἕνα πιθάρι σπασμένο. Θά πολεμήσει καί μέ τή μοναξιά,
τόν ἀπαίσιο δυνάστη τῶν εὐαίσθητων πνευμάτων, θά πολεμήσει μέ τήν κακότητα τῶν
δεύτερων φρουρῶν του, μέ τίς ἐπιδρομές τῶν Ἰσαύρων. Ἡ ψυχή του παλεύει μονάχη ἐναντίον
ὅλων αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν. Μά εἶναι ἡ ψυχή αὐτή ἕνας παράδεισος πνευματικῶν ὡραιοτήτων,
καί ἡ διάνοιά του εἶναι «ἀδαμαντίνη», πού στό ἠλιοβασίλεμά της θά γεμίσει τόν
οὐρανό τῆς οἰκουμένης μέ λαμπερές ἀντάγειες, κατακόκκινες ἀπό αἷμα καί δόξα. Τή
δόξα τῆς μαρτυρικῆς ἁγιότητας. Ἔνδοξος καί περιφανής ἦταν ὄχι μόνο ὅταν καθόταν
στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά καί τώρα πού βαδίζει στά κακοτράχαλα βουνά
τῆς Ἀρμενίας σύροντας μαζί του ὅλη τήν
οἰκουμένη.
Σέ πολλά σημεῖα τῆς πορείας
κληρικοί καί λαϊκοί ὑποδέχονταν τόν ἱερό δέσμιο μέ τιμές ἥρωα, μάρτυρα καί ἁγίου.
Μέ δάκρυα τόν προϋπαντοῦσαν λέγοντας: «συνέφερεν ἵνα ὁ ἥλιος συνέστειλε τάς ἀκτῖνας
αὐτοῦ ἤ ἵνα τό στόμα Ἰωάννου ἐσιώπησε».
Στήν Κουκουσό τά πράγματα ἄλλαξαν.
Ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τόν δέχτηκε σάν πατέρα. Τό ἴδιο κι ὁ διοικητής
Διόσκορος.Τό σκηνικό ὅμως ἀλλάζει τό χειμώνα τοῦ 405. Ὁ ἀέρας πού φυσᾶ εἶναι
κρύσταλλο. Μέσα σ᾽ ἕνα δωμάτιο ὁ καπνός ἀπ᾽ τή φωτιά σταματᾶ τήν ἀναπνοή. Πάνω
στό κρεββάτι ἕνα ἀνθρώπινο ράκος παλεύει μέ τό θάνατο. Ἐάν δέν πνιγόταν ἀπό τόν
βήχα, ἐάν δέν συσποῦσε τό πρόσωπο ἀπό τό σφυροκόπημα ἀνηλεῶν πονοκεφάλων, ἐάν ἡ
ναυτία τόν ἄφηνε γιά λίγο ἥσυχο, θά τόν ἐνόμιζες νεκρό. Ὅλο τό χειμώνα οὔτε
τρώγει, οὔτε πίνει, οὔτε κοιμᾶται, οὔτε κινεῖται. Μόνο ριγεῖ ἀπό τό κρύο καί
λυώνει. Καί συχνά ψιθυρίζει: «δόξα τῷ
Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Τήν ἄνοιξη ὅμως συνῆλθε. Ἀπό ἐκεῖ
ἔστειλε ἀμέτρητες ἐπιστολές στούς φίλους καί γνωστούς του, καί ξεχνώντας τόν ἑαυτό
του καί τά βάσανά του τούς στηρίζει στήν πίστη, τούς δείχνει τήν ὑπέροχη ἠθική
σημασία τῶν παθημάτων, καί τούς ζητεῖ νά ὑπερασπιστοῦν τήν ἀλήθεια, ἀπαιτώντας
μάλιστα ἀπό τούς κληρικούς του νά ἐργάζονται ἀδιάλλειπτα καί ἄοκνα γιά τή
διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἡ Κουκουσός τώρα γίνεται τό
κέντρο τοῦ κόσμου. Ἡ ἀποστολική του καρδιά σκιρτᾶ γιά τούς λαούς, πού λατρεύουν
ἀκόμη τά εἴδωλα. Αὐτό πού εἶχε ἀρχίσει ἀπό τήν Κων/λη καί τό συνέχισε στόν πρῶτο
σταθμός τῆς ἐξορίας τή Νίκαια, τώρα τό συστηματοποιεῖ καλύτερα καί τό παρακολουθεῖ
ἄγρυπνα. Ὁ λαός τῶν Φοινίκων πού θυσίαζε
τά παιδιά του στό Βάαλ καί τήν Ἀστάρτη γίνονται χριστιανοί. Οἱ Φοίνικες πρέπει
νά γίνουν χριστιανοί! Στή χώρα τῆς Ἀστάρτης καί τοῦ Βάαλ, ὑψώνονται ναοί τοῦ
Χριστοῦ καί τά εἴδωλα γκρεμίζονται ντροπιασμένα. Κι ὅταν ἀπό μαθαίνει πώς οἱ ἱεραπόστολοι
ὑφίστανται τά πάνδεινα ἀπό τούς ἐκεῖ ἐθνικούς, θλίβεται βαθύτατα. Γράφει ἀμέσως
στόν ἱεραπόστολο Ρουφῖνο: «Τί κάθεσαι; Φύγε νά πᾶς στή Φοινίκη. Καί μόνο μέ τήν
παρουσία σου θά συγκρατήσεις τήν κατάσταση».
Τό ἱεραποστολικό του ἔργο, ἀπό
τόν τόπο τῆς ἐξορίας, ἐπεκτέινεται καί σ᾽ἄλλους λαούς, ὅπως τούς ἁμαξόβιους
Σκύθες, καί τούς Πέρσες, ἐνῶ ἐντείνει τίς προσπάθειές του γιά τόν ἐκχριστιανισμό
τῶν Γότθων ἤ τήν ἐπιστροφή τους τους ἀπό τόν ἀρειανισμό στήν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἐδῶ
θά συντάξει καί δύο περίφημες πραγματεῖες μέ βαθύ πνευματικό περιεχόμενο του.
Καί οἱ δύο αὐτές πραγματεῖες εἶναι οἱ τελευταῖες ἀναλαμπές τῆς μεγάλης διανοίας
τοῦ ἱεροῦ συγγραφέα, καί ἀπεικονίζουν τήν τότε ψυχική του κατάσταση, τήν ἰδεώδη
ἀντίληψη πού ἔχει γιά τή ζωή καί τό σκοπό της.
******
«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς»
Στήν ἐξορία ὁ Χρυσόστομος ἔλαμψε
ὅπως τό χρυσάφι στό χωνευτήρι καί γέμισε φῶς τήν οἰκουμένη καί τούς αἰῶνες. Καί
εἶναι τό φῶς αὐτό πιό γλυκό καί πιό ἔνδοξο, διότι ἔχει στή λάμψη του κάτι ἀπό
τίς ἀνταύγειες τοῦ αἵματος τῶν Μαρτύρων. Μέσα στό καμίνι τῶν διώξεων, τῶν
συκοφαντιῶν, τῶν κατατρεγμῶν, τοῦ πόνου καί τῆς ὀδύνης οἱ ἀρετές του, ἡ
πραότητα, ἠ ὑπομονή του, τό θάρρος, ἡ εὐψυχία καί ἡ καρτερία του στίς
κακουχίες, τά μύρα τῶν προσευχῶν του, ἡ ἁγνότητα τοῦ ἤθους του, καί πάνω ἀπό ὅλα
ἡ πίστη του, ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό καί ἡ ἀφοσίωσή του στήν Ἐκκλησία, μαζί
καί ἡ ἀξιοπρέπεια, ἡ ἀκτινοβολία καί τό κύρος του, τό κύρος τοῦ Μάρτυρα, διαγράφουν
στόν παγκόσμιο ὁρίζοντα ἕνα θαυμάσιο τόξο, τοῦ ὁποίου τό ἀνέβασμα μέ δάκρυα στά
μάτια παρακολουθοῦμεν οἱ πιστοί καί στό βάθος τῆς ψυχῆς μας μέ ζῆλο ἱερό
ζηλεύουμε γιά τόν ἑαυτό μας.
Μακαριώτατε Πάτερ, στούς
δύσκολους καιρούς πού διέρχεται ὁ κόσμος, ἡ μικρή μας πατρίδα, τό ἔθνος ὁλόκληρο,
μέ τήν πληθώρα καί τήν ποικιλία τῶν προβλημάτων, ταπεινά καί υἱικά εὐχόμαστε
καί προσευχόμαστε, ὁ Ἅγιος Θεός νά σᾶς χαρίζει ἔτη πολλά, ὑγεία καί δυνάμεις
πολλές ψυχικές καί σωματικές, καί τό Πανάγιο Πνεῦμα νά γαλβανίζει τήν θεοφιλῆ
ψυχή σας μέ τίς ἀρετές τοῦ προστάτου σας Ἁγίου, τήν πίστη, τήν πραότητα, τήν ὑπομονή,
τήν εὐψυχία, τήν καρτερία, τό ἀκατάβλητο τοῦ φρονήματος, ὥστε ὡς καλός οἰακοστρόφος
τῆς Κύπριδος Ἐκκλησίας νά ὁδηγεῖτε τό πλήρωμά της ἐπί λιμένα θελήματος Κυρίου.
Πολλά τά ἔτη σας, Μακαριώτατε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου