Αύτη ήτον από την πόλιν του Ικονίου, θυγάτηρ μεν Θεοκλείας, ευγενούς τινος και επιφανούς γυναικός Ελληνίδος, αρραβωνισμένη δε με άνδρα Θάμυριν ονομαζόμενον, όταν ήτον χρόνων δεκαοκτώ. Όταν δε ο Απόστολος Παύλος επήγεν από την Αντιόχειαν εις το Ικόνιον, εξενοδοχείτο εις τον οίκον του Ονησιφόρου, και εκεί εδίδασκε την εις Χριστόν πίστιν όλους εκείνους, οπού προς αυτόν εσύντρεχον. Τότε και η μακαρία αύτη Θέκλα εν τη γειτωνεία εκείνη καθημένη, ήκουεν από την θυρίδα τα γλυκύτατα λόγια του μακαρίου Παύλου, με τόσην ηδονήν και επιθυμίαν, ώστε οπού αλησμόνει και φαγητόν, και πιοτόν, και όλα της τα προς το ζην αναγκαία. Αλησμόνει δε και αυτήν ακόμη την μητέρα, και τον αρραβωνιστικόν της. Και μόλον οπού η μήτηρ και ο αρραβωνιστικός της εσπούδαζον να εμποδίσουν αυτήν από την ακρόασιν των γλυκυτάτων λογίων του Παύλου. Όθεν όταν ο Παύλος εφυλακώθη, τότε η αοίδιμος αύτη πηγαίνουσα την νύκτα εις την φυλακήν, ενετρύφα εις την ουράνιον διδασκαλίαν του Αποστόλου, και από τότε ηκολούθει αυτώ.
Επειδή δε και οι δύω παρεστάθησαν εις τον
ανθύπατον, ο μεν Παύλος δαρθείς, εδιώχθη έξω από την χώραν του Ικονίου. Η δε
Θέκλα, εβάλθη εις την φωτίαν. Και δια της θείας χάριτος μείνασα αβλαβής, ευγήκε
δια να υπάγη εις αναζήτησιν του Αποστόλου. Όθεν ευρούσα αυτόν κρυπτόμενον μέσα
εις ένα τάφον, ομού με τον Ονησιφόρον τον ξενοδόχον του, επήγε μαζί με αυτόν
εις την Αντιόχειαν. Ευθύς δε οπού εμβήκαν εις την πόλιν, ένας πρώτος άρχων της
Αντιοχείας, Αλέξανδρος ονομαζόμενος, βλέπωντας την Θέκλαν, αιχμαλωτίσθη από τον
αυτής έρωτα. Όθεν επειδή παρεκάλεσε τον Παύλον δια να πάρη αυτήν εις γυναίκα
του, και δεν επέτυχε του ποθουμένου, δια τούτο επίασεν αυτήν αδιάντροπα εις το
μέσον του δρόμου, και κατεφίλησεν αυτήν. Η δε Αγία φωνάζουσα, έσχισε το
επανωφόρι του άρχοντος, και ρίπτουσα από την κεφαλήν του τον στέφανον οπού
εφόρει, εζήτει μόνον τον πνευματικόν νυμφίον της Παύλον. Ο δε Αλέξανδρος μη
υπομείνας την εντροπήν ταύτην και ατιμίαν, εγκαλεί την Θέκλαν εις τον ηγεμόνα.
Και λοιπόν δίδεται η Μάρτυς τροφή εις μίαν λέαιναν, και έπειτα δίδεται εις
λέοντας και αρκούδας. Διαφυλαχθείσα δε από τα θηρία αβλαβής, βλέπει ένα λάκκον
γεμάτον από νερόν. Και επειδή προ πολλού επεθύμει να βαπτισθή, δια τούτο
εμβαίνει μέσα εις το νερόν. Η δε φώκαις οπού ήτον μέσα εις το νερόν, ευθύς από θείαν
δύναμιν έμειναν νεκραίς.
Έπειτα δίδεται πάλιν η Παρθένος εις τα θηρία. Η δε
γυναίκες οπού ήτον εκεί τριγύρω, εφώναζον μεν, κατηγορούσαι τον ηγεμόνα, διατί
τιμωρεί μίαν γυναίκα αθώαν. Προς δε την Αγίαν έδειχναν μεγάλην αγάπην και
φιλοφροσύνην. Και μάλιστα η συγγενής του Καίσαρος Τρύφαινα, η οποία εμπιστεύθη
εξ αρχής δια να φυλάττη την Αγίαν· και αντί δια την αποθανούσαν θυγατέρα της
Φαλκονίλλαν είχε την Αγίαν Θέκλαν.
Μετά ταύτα εδέθη η Αγία κοντά εις δύω φοβερούς
ταύρους του Αλεξάνδρου. Αλλά και από αυτούς έμεινεν αβλαβής. Όθεν επειδή, τόσον
ο ηγεμών, όσον και ο άρχων Αλέξανδρος εστοχάσθησαν, ότι επιχειρούσιν αδύνατα
πράγματα, μάλιστα δε, επειδή και έβλεπον την ευγενεστάτην Τρύφαιναν να
λειποθυμή από την υπερβολικήν λύπην οπού εδοκίμαζε δια τα βάσανα της Θέκλης,
τούτου χάριν φοβηθέντες, αφήκαν την Αγίαν ελευθέραν, δια να ζη όπως θέλει. Και
λοιπόν ελευθερίαν λαβούσα η Αγία, μετά παρέλευσιν καιρού, επήγεν εις τα Μύρα και
αντάμωσε τον μακάριον Παύλον. Και από εκεί πάλιν εγύρισεν εις το Ικόνιον με την
γνώμην του Αποστόλου, διδάσκουσα εις τους απίστους το Ευαγγέλιον του Χριστού.
Επειδή δε έβλεπε την κατά σάρκα μητέρα της πως
ήτον κωφή εις τα λόγια του Ευαγγελίου, και δεν ήθελε να πιστεύση, δια τούτο την
άφησε, και ευγαίνουσα από το Ικόνιον, επήγεν εις τον τάφον, όπου εύρε πρότερον
κεκρυμμένον τον Απόστολον Παύλον μαζί με τον Ονησιφόρον. Και τούτον
προσκυνήσασα και καταφιλήσασα, επήγεν εις την Σελεύκειαν. Είτα ευγαίνουσα έξω
από αυτήν έως ένα μίλιον, ανέβη εις το βουνόν το καλούμενον Καλαμών, και
κατοικεί μέσα εις ένα σπήλαιον. Εκεί δε πολλάς ενοχλήσεις εδοκίμασεν η μακαρία
από τους δαίμονας. Γενομένη δε γνώριμος εις όλους, τόσον δια τας αρετάς της,
όσον και δια τα θαύματα, ετράβιξε πολλάς γυναίκας ευγενείς και αρχοντίσσας εις
τον όμοιον ζήλον και μίμησιν της ασκήσεως.
Επειδή δε η Αγία εφαίνετο εις όλους άμισθος ιατρός
της ψυχής και του σώματος, και εδίωκεν από τους ανθρώπους τους δαίμονας, τούτου
χάριν εφθονήθη από τους ιατρούς της Σελευκείας. Όθεν έστειλαν οι μιαροί εκείνοι
μερικούς νέους ασελγείς δια να ατιμάσουν αυτήν. Αλλ’ η τιμία γραυς βλέπουσα
αυτούς ορμήσαντας κατ’ επάνω της αδιάντροπα, επικαλέσθη τον Θεόν εις βοήθειαν.
Και, ω του θαύματος! ακούει θείαν φωνήν οπού έλεγεν άνωθεν να έμβη μέσα εις την
πέτραν, η οποία έχει να σχισθή δι’ αυτήν, και εκεί να αναπαυθή. Όθεν εισελθούσα
εις την σχισθείσαν πέτραν, εγλύτωσε μεν από τα χέρια των ακολάστων εκείνων
νέων, ανέβη δε η μακαρία εις τον νυμφίον της Χριστόν, ούσα χρόνων εννενήκοντα.
Άγιος Νικόδημος
Αγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου