Η πρόσφατη πρωτοβουλία της Ιεράς Μητρόπολης Νέας
Ιωνίας και Φιλαδελφείας να δημιουργήσει ένα ψηφιακό εργαλείο βασισμένο σε
τεχνητή νοημοσύνη αποτελεί ένα ενδιαφέρον και πρωτοποριακό βήμα για τα
εκκλησιαστικά δεδομένα της Ελλάδας. Στον πυρήνα του εγχειρήματος βρίσκεται η
επιθυμία να φέρει κοντά τον σύγχρονο άνθρωπο με τον λόγο του Θεού, αξιοποιώντας
τα εργαλεία της εποχής του.
Αναμφισβήτητα, τα θετικά στοιχεία μιας τέτοιας προσπάθειας είναι πολλά. Η δυνατότητα εύκολης πρόσβασης σε κείμενα της Αγίας Γραφής, των Πατέρων της Εκκλησίας, σε ερμηνευτικά και λειτουργικά σχόλια μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη θρησκευτική εκπαίδευση και κατήχηση. Η τεχνητή νοημοσύνη δύναται να βοηθήσει ερευνητές, θεολόγους, εκπαιδευτικούς, κληρικούς, αλλά και απλούς πιστούς να αναζητούν εύκολα βιβλικά αποσπάσματα, να συγκρίνουν ερμηνείες, να κατανοούν γλωσσικές δυσκολίες ή ιστορικές συνθήκες. Το ίδιο το γεγονός ότι μια Ορθόδοξη Μητρόπολη πειραματίζεται με την τεχνολογία δείχνει κι έναν αναστοχασμό της Εκκλησίας απέναντι στη νεωτερικότητα — μια προσπάθεια να μιλήσει με τη γλώσσα του καιρού της, κάτι που δεν είναι καθεαυτό αρνητικό, εφόσον δεν αλλοιώνει το μήνυμα του Ευαγγελίου.
Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η
Εκκλησία μπορεί να χρησιμοποιεί ένα εργαλείο τεχνητής νοημοσύνης χωρίς να
αλλοιώνεται η ποιμαντική της αποστολή. Η απάντηση, κατά την ταπεινή μου γνώμη,
βρίσκεται στη διάκριση: η τεχνολογία μπορεί να υπηρετεί την Εκκλησία, όχι να
την υποκαθιστά. Οι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης δεν κατέχουν «πνευματικότητα»·
δεν μπορούν να εισέλθουν στο βάθος της προσευχής ή της μετάνοιας. Μπορούν όμως
να υποστηρίξουν τη μετάδοση της γνώσης και να βοηθήσουν τον ποιμένα να επικοινωνήσει
πιο σύντομα και ακριβέστερα τον λόγο του Ευαγγελίου.
Στον Καθολικό και Προτεσταντικό χώρο βλέπουμε ήδη
ανάλογες εφαρμογές. Στη Ρώμη, για παράδειγμα, το «Catholic Answers AI» λειτουργεί ως
εργαλείο θεολογικής πληροφόρησης, απαντώντας σε ερωτήματα δογματικού ή ηθικού
χαρακτήρα βάσει της επίσημης Κατηχήσεως της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Στις
Ηνωμένες Πολιτείες, αρκετές προτεσταντικές κοινότητες έχουν αναπτύξει «Bible bots» για κατήχηση ή μελέτη της Αγίας Γραφής, χρησιμοποιώντας τα ως βοηθήματα
και όχι ως υποκατάστατα του πάστορα. Το κοινό στοιχείο όλων αυτών είναι ότι
αντιμετωπίζουν την τεχνολογία ως διάκονο και όχι ως πνευματικό πατέρα.
Η πρόκληση για την Ορθόδοξη Εκκλησία έγκειται
ακριβώς εδώ: πώς μπορεί να εισέλθει στον ψηφιακό χώρο χωρίς να χάσει τη
θεολογική της ιδιοπροσωπία. Ο Χριστιανισμός είναι κατεξοχήν πίστη ενσαρκωμένη·
ο Θεός έγινε άνθρωπος, ο λόγος έλαβε σάρκα. Η πίστη δεν είναι ιδέα, αλλά σχέση
προσώπων που πραγματώνεται μέσα στο «σώμα» — στο σώμα του Χριστού, στην
ευχαριστιακή κοινότητα. Αν η χρήση ενός ψηφιακού εργαλείου παραμείνει
προσανατολισμένη στην υπενθύμιση αυτού του μυστηρίου, τότε η τεχνολογία
λειτουργεί ως εργαλείο παιδείας και ερμηνείας της θεολογικής αλήθειας, όχι ως
φορέας της θείας χάριτος. Αν όμως μετατραπεί σε υποκατάστατο των σχέσεων
προσώπου, τότε κινδυνεύει να αποσιωπήσει το ουσιώδες: ότι η πίστη δεν είναι
πληροφορία, αλλά σχέση, αγάπη και μετοχή στο Πνεύμα.
Η ισορροπία λοιπόν δεν βρίσκεται στο να
απορρίψουμε την καινοτομία, αλλά στο να προσδιορίσουμε τη σωστή χρήση και
πρακτική αξία. Ένα τέτοιο εργαλείο μπορεί να καταστεί πραγματικά χρήσιμο όταν
λειτουργεί ως συμπλήρωμα της ποιμαντικής ζωής, διευκολύνοντας τη γνώση, χωρίς
να αντικαθιστά την εμπειρία.
Η Εκκλησία είχε πάντοτε την ικανότητα να
αγκαλιάζει τα μέσα του καιρού της χωρίς να ταυτίζεται με αυτά. Από τα
χειρόγραφα των μοναχών μέχρι την εκτύπωση των λειτουργικών βιβλίων και τώρα την
τεχνητή νοημοσύνη, κάθε εποχή καλεί την Εκκλησία να κηρύττει τον ίδιο Χριστό με
νέα εργαλεία. Το ζητούμενο παραμένει το ίδιο: να υπηρετείται ο άνθρωπος, όχι να
εξουσιάζεται από τα ψηφιακά ή τεχνολογικά μέσα.
Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος
***
The recent
initiative of the Holy Metropolis of Nea Ionia and Filadelfeia to create a
digital tool based on artificial intelligence represents an interesting and
pioneering step for the ecclesiastical context of Greece. At the heart of this
endeavor lies the desire to bring contemporary people closer to the Word of God
by using the instruments of their own age.
Undeniably, the
positive aspects of such an effort are numerous. The possibility of easy access
to the texts of the Holy Scriptures, the Fathers of the Church, and
interpretive and liturgical commentaries can meaningfully contribute to
religious education and catechesis. Artificial intelligence can assist
researchers, theologians, educators, clergy, and ordinary believers in quickly
locating biblical passages, comparing interpretations, and understanding
linguistic challenges or historical circumstances. The very fact that an
Orthodox Metropolis experiments with technology shows a certain self-reflection
of the Church in relation to modernity — an attempt to speak the language of
its time, which is not in itself negative, provided that it does not distort the
message of the Gospel.
Nevertheless,
the key question remains: to what extent can the Church use an AI-based tool
without compromising its pastoral mission? The answer, in my view, lies in
discernment: technology may serve the Church, but it cannot replace her. AI
applications lack “spirituality”; they cannot enter into the depths of prayer
or repentance. However, they can support the transmission of knowledge and help
the pastor communicate the message of the Gospel more concisely and accurately.
In the Catholic
and Protestant spheres, similar applications already exist. In Rome, for
instance, the “Catholic Answers AI” functions as a theological information
platform, responding to doctrinal or moral questions based on the official
Catechism of the Roman Catholic Church. In the United States, several
Protestant communities have developed “Bible bots” for catechetical purposes or
for Bible study, using them as teaching aids rather than as substitutes for the
pastor. The common element among all these examples is their understanding of
technology as a deacon rather than a spiritual father.
The challenge
for the Orthodox Church lies precisely here: how to enter the digital space
without losing her theological identity. Christianity is, by nature, an
incarnational faith; God became human, and the Word took on flesh. Faith is not
an idea but a relationship of persons actualized within the “body” — the Body
of Christ, the Eucharistic community. If the use of a digital tool remains
directed toward reminding us of this mystery, then technology can serve as an
instrument of education and interpretation of theological truth, though never
as a bearer of divine grace. If, however, it becomes a substitute for personal
relationships, it risks silencing what is essential: that faith is not
information but relationship, love, and participation in the Spirit.
The balance,
therefore, does not lie in rejecting innovation, but in defining its proper use
and pastoral value. Such a tool can become truly beneficial when it functions
as a complement to the pastoral life of the Church, facilitating access to
knowledge without replacing lived experience.
The Church has
always possessed the ability to embrace the means of her time without
identifying herself with them. From the handwritten manuscripts of the monks to
the printing of liturgical books and now to artificial intelligence, every era
calls the Church to proclaim the same Christ through new instruments. The goal
remains unchanged: that humanity be served, not ruled, by technology, digital
or otherwise.

1 σχόλιο:
Στήν θεωρία καλά είναι αυτά που λέει το άρθρο.
Στήν πράξη όμως θά υπάρξουν παρενέργειες.
Αν σκεφθούμε, ότι υπάρχουν άνθρωποι, που μόλις εμφανίσουν κάποιο πρόβλημα υγείας, καταφεύγουν στο Διαδίκτυο για να λάβουν διάγνωση καί θεραπεία με τα φάρμακα που θα τούς προτείνει αυτό, αποφεύγοντας την εξέταση από ιατρό, τί θα τούς εμποδίσει να κατευθύνουν την πνευματική ζωή τους σύμφωνα με τις οδηγίες της Τεχνητής Νοημοσύνης, αποφεύγοντας την προσωπική επαφή με Πνευματικό ;
(Παρεμπιπτόντως η εικόνα του Κυρίου περιβαλλόμενη από τυπωμένο κύκλωμα πλακέττας είναι, κατά τη γνώμη μου αντιαισθητική και ασεβής.)
Δημοσίευση σχολίου