Μπαίνει ένα παιδί κάπως διστακτικά.
Ιερέας = Καλώς τον. Πέρνα μέσα. Πώς σε λένε;
-Γιάννη.
Ι = Έλα Γιάννη, να 'σαι καλά. Κάτσε να γνωριστούμε. Είσαι φίλος του Κώστα που βγήκε τώρα;
- Ναι.
Ι = Ωραία. Πόσων χρόνων είσαι;
- Δεκατέσσερα.
Ι = Πας, δηλαδή, στη Δευτέρα Γυμνασίου; - Όχι, στην Πρώτη, έχω χάσει μία χρονιά.
Ι = Καλά, δεν πειράζει... Έχεις εξομολογηθεί άλλη φορά;
- Όχι.
Ι = Κοίτα, ο Θεός μάς αγαπάει πολύ, γι' αυτό μάς έδωσε τη δυνατότητα να σβήνουμε τις αμαρτίες μας, εάν θέλουμε. Έκανες πολύ καλά που αποφάσισες να έλθεις. Μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα και ο Θεός που σ' αγαπάει πολύ, Γιάννη, καλό παιδί, θα τὰ συγχωρήσει όλα. Για να δούμε, τι νοιώθεις να σε βαραίνει;
– (Με δισταγμό) Να, βρίζω καμμιά φορά, άμα μέ
τσαντίζουνε... Ας πούμε, προχτές είχαμε πάει με τον Κώστα και δύο άλλα παιδιά
για τσιγάρα και μού είχε πει ένα παιδί να του πάρω μια τηλεκάρτα από το
περίπτερο. Αλλά εγώ δεν του τὴν πήρα γιατί δεν ήξερα αν θα μού δώσει μετά τα
λεφτά, μια φορά τον είχα δανείσει και μετά δεν μού τά έδωσε. Και όταν γυρίσαμε
αυτός μέ έβριζε και μ' έκανε ρεζίλι μπροστά στα άλλα παιδιά κι έτσι τον έβρισα
κι εγώ. Ήμασταν φίλοι πριν και τώρα δεν μού μιλάει, ούτε μπορώ να τὸν πάρω
τηλέφωνο για τα μαθήματα κι έχω στενοχωρηθεί.
Ι = Καλά, κοίταξε, συμβαίνουν αυτά μεταξύ φίλων.
Θα μπορούσες, αντί να τον βρίσεις, να τού έλεγες την αλήθεια για κείνα τα
χρήματα ώστε να καταλάβει πώς σκέφτηκες. Θα προσπαθήσεις από δω και πέρα να τα
βρήτε κάπως. Αλλά δε μού λες, καπνίζεις, βρε Γιάννη, σ' αυτή την ηλικία;
– Από πέρυσι καπνίζω. Λίγα όμως.
Ι = Έχεις υπ' όψιν σου πόσο κακό κάνει στην υγεία;
Και τι ευχαρίστηση δίνει; Τίποτα. Κάνε μια προσπάθεια να το κόψεις και ο Θεός
θα σε βοηθήσει. Άλλο τίποτα έχεις να πούμε στο Θεό;
-Όχι.
Ι = Εντάξει. (Ακολουθούν συμβουλές για την
προσευχή και τη Θεία Κοινωνία).
Να τι κάνει η απειρία. Πρώτο φάουλ: δεν εικάζουμε
ποτέ σε ποια τάξη πάει ένα παιδί. Συμβαίνουν και ατυχήματα στη ζωή. Δεύτερο και
σημαντικότερο εδώ, δεν έχουμε συντονισμό με το υποκειμενικό πρόβλημα του
παιδιού. Ο συγκεκριμένος έφηβος άγχεται που θα χάσει την βοήθεια στα μαθήματα
την οποία ελάμβανε από τον φίλο του, ενώ ο πνευματικός τού κάνει διδασκαλία για
το κάπνισμα. Ευνόητο είναι ότι ο νεαρός θα αποχωρήσει άδειος και μη ωφελημένος.
«Μα, να μην τού πούμε τίποτε γι' αυτό;» θα αντείπει κανείς. Ίσως πρέπει να του πούμε, αλλά αφού αντιληφθή ότι καταλάβαμε τις αγωνίες του. Τότε μόνο έχει ελπίδες να συντονισθή και αυτός.
Η συγκεκριμένη περίπτωση είναι ενδεικτική και
αντιπροσωπευτική πληθώρας άλλων. Όπως εμφαίνεται σαφώς από τον διάλογο, ο
πνευματικός είναι καλοπροαίρετος και ήπιος. Εκφράζεται με αγάπη και ειλικρινές
ενδιαφέρον. Όμως βρίσκεται μακριά από εκεί που βρίσκεται ο εξομολογούμενος, δεν
έχουν συναντηθή. Και γνωρίζουμε όλοι από προσωπική πείρα πόσο σημαντικό είναι
το βίωμα ότι ο άλλος μάς κατάλαβε, ότι έπιασε΄ το πρόβλημά μας. Το πιθανότερο
εδώ είναι ότι ο πνευματικός βρίσκεται ψυχολογικά σε άλλη εποχή από τον εξομολογούμενο.
Θα μιλήσουμε σε άλλο σημείο του βιβλίου περί αυτής
της έλλειψης συγχρονισμού. Παραθέτω, όμως, αυτή την παρατήρηση επειδή
διαφαίνονται «με το καλημέρα», όπως λένε, τα τόσο διαφορετικά αυτονόητα.
Βλέποντας έναν έφηβο για πρώτη φορά τι μάς ωθεί να πιστεύουμε ότι προσήλθε με
κύριο μέλημα της αποφόρτιση από την ενοχή και τη λήψη της άφεσης, όπως ίσως θα
ίσχυε για μεγαλύτερους και συστηματικά πιστούς άνθρωπους;
Ας ξεκινήσουμε με ένα θεμελιώδες αξίωμα. Ποτέ η
αφήγηση του εξομολογούμενου δεν αποτελεί πιστή απόδοση των γεγονότων. Γενικώς
δεν υπάρχει αντικειμενική αφήγηση. Αυτό το έλλειμμα δεν οφείλεται σε συνειδητή
πρόθεση παραποίησης αλλά σε ασυνείδητες επιλογές οι οποίες οδηγούν σε
προσθαφαιρέσεις. Να συμπληρώσω, επίσης, ότι δεν είναι όλες αυτές οι επιλογές
ιδιοτελείς, δεν πηγάζουν δηλαδή από ασυνείδητη σκοπιμότητα, χωρίς φυσικά και
αυτή να απουσιάζει. Στην πλειονότητά τους, όμως, είναι απόρροια της ανθρωπινότητάς
μας, συστατικό της ανθρώπινης φύσης. Αποτελούν μορφή με την οποία εκδηλώνονται
η ετερότητα και η αποσπασματικότητά μας.
Μεθοδεύοντας τον τρόπο με τον οποίο θα οργανώσουμε
την σκέψη μας καθώς εξασκούμε το μυστήριο της Εξομολόγησης, όπως μάλιστα είναι
συνδεδεμένο άρρηκτα σήμερα και με την Συμβουλευτική, μαθαίνουμε να θέτουμε
θεμελιώδη ερωτήματα: Ποιο είναι το αίτημα του προσερχομένου; Ποιο είναι το
πρόβλημα στο εδώ και τώρα; Γιατί έχει σημασία το θέμα αυτό; Και στο κάτω-κάτω,
θα πει κάποιος, γιατί πρέπει να νοιάζομαι τι ακριβώς ζητά ο άλλος; Στην
Εξομολόγηση προσήλθε για να ακούσει τι έχει ο Θεός να τού πει, τι ο Θεός τού ζητά.
Η ευλογοφανής αυτή ένσταση δεν λαμβάνει υπ' όψιν
ότι ο άνθρωπος γίνεται δεκτικός των λόγων μας μόνο αν αισθανθεί ότι τὸν
καταλάβαμε. Απλούστατα, αν δεν εκτιμήσουμε σε ποια κατάσταση βρίσκεται ο
προσερχόμενος, τότε δεν θα συντονιστούμε μαζί του. Αν δεν συνειδητοποιήσουμε τι
έχει ανάγκη τη συγκεκριμένη στιγμή, είναι πολύ πιθανό να μιλούμε «στον αέρα»
την υπόλοιπη ώρα, ίσως και να μην τόν ξαναδούμε πλέον.
Συχνά σε άλλο σημείο εστιάζει ο εξομολογούμενος
και σε άλλο εμείς. Ενδέχεται να βρίσκεται κάτω από την επίδραση πιεστικών
ψυχικών αναγκών, όπως για παρηγοριά, αποφόρτιση, ενθάρρυνση. Επίσης τις
περισσότερες φορές δεν διαθέτει τα ίδια αυτονόητα με εμάς, τα οποία αποτελούν
κοινή βάση για συζήτηση. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι,
μόλις βγαίνει από το γραφείο ένας εξομολογούμενος και μπαίνει ο επόμενος,
βγαίνουμε και εμείς από έναν κόσμο και μπαίνουμε σε άλλον, ενδεχομένως εντελώς
διαφορετικό.
Η αποδοχή εκ μέρους μας αυτής της αρχής θα μάς
επιτρέψει να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας προκειμένου να ακούσουμε αυτό που
έχει να μάς πει ο προσερχόμενος, αποφεύγοντας δηλαδή την παγίδα να «ακούμε»
αυτά που θα θέλαμε να ακούσουμε. Θεωρώ ότι ένα σημαντικό ποσοστό των
προβλημάτων της ποιμαντικής επαφής, τα οποία εμποδίζουν το Μυστήριο της
Εξομολόγησης να αποδώσει καρπούς, έγκειται στο γεγονός ότι δεν είμαστε
διατεθειμένοι να συναντήσουμε τον πραγματικό άλλον άνθρωπο στο εδώ και τώρα,
αλλά τείνουμε να αναζητούμε ιδανικούς ή φανταστικούς τύπους ανθρώπων, όπως τούς
έχει προκατασκευάσει το μυαλό μας. Με τον τρόπο αυτό συχνά παρερμηνεύουμε αυτό
που μάς λέει, ή ενοχλούμαστε που δεν μάς είπε αυτό το οποίο περιμέναμε.
Η υπόθεση θυμίζει τον διάλογο του στάρετς Ζωσιμά
με μια κυρία, όπως τόν αποδίδει ο Ντοστογιέφσκι. Αυτή του λέει χαρακτηριστικά:
«Γέροντα, υπάρχουν στιγμές που νοιώθω ότι αγαπώ τον κόσμο ολόκληρο, ότι πάει να
σπάσει η καρδιά μου από αγάπη. Αλλά όταν βρίσκομαι με έναν συγκεκριμένο άνθρωπο
στο ίδιο δωμάτιο, κάτι μέ ενοχλεί. Δεν ξέρω τι, ο τρόπος που αναπνέει, που
ρουφά τη μύτη του, που κάνει μορφασμούς...».
Εύκολο είναι να «αγαπά» κανείς το αφηρημένο και
γενικό. Η κλήση μας και το άθλημά μας είναι να αποδεχθούμε τον συγκεκριμένο
άνθρωπο ώστε να βοηθήσουμε στην επίλυση των συγκεκριμένων προβλημάτων του, αλλά
και για να αισθανθεί ότι, αφού τόν αγαπούμε εμείς στην πραγματική του
κατάσταση, θα τον αγαπά και ο Θεός εκεί ακριβώς που βρίσκεται [...]
------------------------
Το βλέμμα στην ενδοχώρα (Μια συνοδοιπορία με τον
πνευματικό) - Εκδόσεις Γρηγόρη (2021)
-Γιάννη.
Ι = Έλα Γιάννη, να 'σαι καλά. Κάτσε να γνωριστούμε. Είσαι φίλος του Κώστα που βγήκε τώρα;
- Ναι.
Ι = Ωραία. Πόσων χρόνων είσαι;
- Δεκατέσσερα.
Ι = Πας, δηλαδή, στη Δευτέρα Γυμνασίου; - Όχι, στην Πρώτη, έχω χάσει μία χρονιά.
Ι = Καλά, δεν πειράζει... Έχεις εξομολογηθεί άλλη φορά;
- Όχι.
Ι = Κοίτα, ο Θεός μάς αγαπάει πολύ, γι' αυτό μάς έδωσε τη δυνατότητα να σβήνουμε τις αμαρτίες μας, εάν θέλουμε. Έκανες πολύ καλά που αποφάσισες να έλθεις. Μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα και ο Θεός που σ' αγαπάει πολύ, Γιάννη, καλό παιδί, θα τὰ συγχωρήσει όλα. Για να δούμε, τι νοιώθεις να σε βαραίνει;
**
«Μα, να μην τού πούμε τίποτε γι' αυτό;» θα αντείπει κανείς. Ίσως πρέπει να του πούμε, αλλά αφού αντιληφθή ότι καταλάβαμε τις αγωνίες του. Τότε μόνο έχει ελπίδες να συντονισθή και αυτός.
**
π. Βασίλειος Θερμός

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου