Oι δύσκολες ημέρες που διέρχεται ο τόπος μας καλούν την Εκκλησία να δείξει και πάλι την προφητική διάσταση της διακονίας της, δηλαδή την εν Πνεύματι Αγίω διάγνωση των αιτίων της κρίσεως και την κλήση σε μετάνοια, προς υπέρβαση των συνεπειών του εκτροχιασμού μας από τον σωστό δρόμο.
Η οικονομική κρίση είναι το πιο επώδυνο σύμπτωμα μιας νόσου, η οποία είναι πρώτιστα πνευματική και θέτει άμεσα το ερώτημα πώς βιώνουμε την Εκκλησία εμείς οι ίδιοι και για ποιον λόγο και με ποια Εκκλησία επιθυμούν να διαλεχθούν οι σύγχρονοι φορείς της εξουσίας. Από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα δύο εντελώς αντίθετες τάσεις οδήγησαν στην επικράτηση του ατομοκεντρισμού. Από τη μία πλευρά το πνεύμα του διαφωτισμού, προβάλλοντας τον αυτοπροσδιορισμό και την υποβάθμιση της Θρησκείας και της Παράδοσης. Και από την άλλη πλευρά η συνειδητή ή ανεπίγνωστη προσπάθεια μεταλλαγής της παραδοσιακής ευσέβειας σε ευσεβισμό, που καλλιεργούσε τη νοοτροπία της ατομικής σωτηρίας και τη φοβία της συμμετοχής στα κοινά.
Αυτά είναι ξένα προς την παράδοσή μας. Η πίστη των Ορθόδοξων είναι Χριστοκεντρική και Εκκλησιοκεντρική και γι΄ αυτό καλλιεργεί ολοκληρωμένες προσωπικότητες και γεννά συλλογικά πολιτισμικά επιτεύγματα. Για τον ορθόδοξο Χριστιανό δεν υπάρχουν εκκλησιαστικές και πολιτικές διακρίσεις όσον αφορά την ηθική υπόσταση του πολίτη ως πιστού ή του πιστού ως πολίτη.
Η λαϊκή μας παράδοση είναι ασυγχύτως και αδιαιρέτως ζυμωμένη με την εκκλησιαστική μας παράδοση. «Η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης, δεν είναι κάτι ξεχωριστό ή αποσπασματικά δικό του· είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία· κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα- είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα ΄21» υπογραμμίζει ο Γ. Σεφέρης.
Πώς θα ξαναβρούμε αυτό το πνεύμα; Πώς θα πείσουμε τους εαυτούς μας, τον λαό και τους άρχοντές μας να αλλάξουμε νοοτροπία; Πώς θα συνειδητοποιήσουμε ότι τα ιερά και τα όσια τοποθετούνται υπεράνω οικονομικών κρίσεων και συμφερόντων; Σήμερα, που διατυπώνονται θρασείες προτάσεις από εταίρους μας περί εκποιήσεως των μνημείων μας, ο λόγος του Μακρυγιάννη είναι αποκαλυπτικός;
«Είχα δυο αγάλματα περίφημα (...) τα ΄χαν πάρει κάτι στρατιώτες και στ΄ Αργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν (...) Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι΄ αυτά πολεμήσαμε». Ιδού πώς σχολιάζει ο Γ. Σεφέρης αυτή τη στάση: «Καταλαβαίνετε; Δε μιλά ο Λόρδος Βύρων, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος· μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. “Γι΄ αυτά πολεμήσαμε”. Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες Ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου». Η κρίση που διαπερνά την οικουμένη δεν προέκυψε ξαφνικά. Αλλο αν, χρόνια τώρα, κωφεύουμε στις προειδοποιήσεις, αγνοούμε τα σημεία των καιρών και εθελοτυφλούμε στις ορατές επιπτώσεις της απληστίας και της αλαζονικής διαχειρίσεως του κτιστού κόσμου και των αδύναμων αδελφών μας απανταχού της γης. Οι ειδικοί επιστήμονες μας προειδοποιούν από καιρό ότι η κρίση των θεσμών και η ηθική έκπτωση και αδιαφορία που διέπουν τη ζωή των ανθρώπων αλληλοτροφοδοτούνται, και το τελικό τους αποτέλεσμα γίνεται ορατό στις αποτυχίες και τα προβλήματα που σωρεύονται στην παγκόσμια οικονομία. Μεταφράζοντας αυτές τις σκέψεις σε θεολογικούς όρους, θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η φιλαυτία που διέπει τον σύγχρονο κόσμο συνεπάγεται μια αλαζονική διαχείριση της ζωής και της κτίσεως. Συνεπάγεται την άρνηση οιουδήποτε περιορισμού της απληστίας και ευοδώνει την αναίσχυντη ανοχή του πλουτισμού σε βάρος των πτωχών και των αδυνάτων.
Και τώρα που έγιναν αισθητές οι συνέπειες της ύβρεως, της οργάνωσης της ζωής μας σαν να μην υπάρχει Θεός- οπότε όλα επιτρέπονται- καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της αφροσύνης και του ατομικοκεντρικού πολιτισμού που οικοδομήθηκε με τα ιδεολογικά υλικά της νεωτερικής αλαζονείας.
Δεν είναι, όμως, δυνατόν να αναμετρηθούμε με τα βαθύτερα ζητήματα που θέτει η παρούσα κρίση, εάν δεν διαλεχθούμε πρώτα με τον εαυτό μας και δεν αντιμετωπίσουμε με πνεύμα μετανοίας τα ενδοεκκλησιαστικά μας προβλήματα. Χρειάζεται, επίσης, να συνειδητοποιήσουμε με νηφαλιότητα ότι σήμερα ακόμη και οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι έχουν ανατραφεί με τη νοοτροπία της εκκοσμικευμένης νεωτερικότητας και αγνοούν ή τελούν σε σύγχυση σχετικά με το τι είναι η Εκκλησία και ποιο είναι το έργο και ο σκοπός της.
Στη σύγχυση συμβάλλουμε και εμείς οι Ιεράρχες, όταν πολιτικολογούμε ή καλλιεργούμε εντάσεις και υποθάλπουμε ιδεολογικές αντιπαλότητες. Τούτο εν τέλει διευκολύνει την πόλωση και αυτούς που την επιθυμούν και την εκμεταλλεύονται αλλά υπονομεύει την προσπάθειά μας. Ο λαός περιμένει από εμάς νηφαλιότητα και ειρηνοποιό παρουσία. Αθόρυβη αλλά αποτελεσματική διαχείριση των μειζόνων θεμάτων που μας συνέχουν όλους. Αλλο χύνω το αίμα μου για την πατρίδα όταν χρειαστεί και άλλο ευκαίρως- ακαίρως προβάλλω μία εικόνα της Εκκλησίας ωσάν να είναι θεσμός προσόμοιος του στρατού ή των κομματικών παρατάξεων.
Ιδιαίτερα, καθώς η ιστορία των νεότερων χρόνων έχει δείξει ότι πολλές φορές, όταν η κρατική εξουσία βρέθηκε σε δύσκολη θέση, πολιτική ή οικονομική, η εύκολη λύση ήταν η μετάθεση της προσοχής του λαού προς στην Εκκλησία, διά της προβολής αρνητικών εικόνων ή μεγαλοποιώντας μεμονωμένα ατοπήματα. Ομως, ακόμη και αν κάποιες από τις ρίζες ενός δέντρου χρειάζονται εξυγίανση, με ποιους χυμούς θα θρέψει τον καρπό του αν καταστρέψουμε όλη τη ρίζα;
Η ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας αφορά και σε υλικούς τομείς. Το 96% της εκκλησιαστικής περιουσίας έχει ξοδευτεί άλλοτε για αγαθοεργίες αλλά και πολλές φορές εξανεμιζόμενο ή απαλλοτριούμενο. Είναι καιρός να γίνει μια ενδελεχής μελέτη ώστε να γνωρίζουμε τι και πώς αξιοποιήθηκε, τι χάθηκε και τι πρέπει να κάνουμε με το εναπομείναν 4%, με σκοπό τη διακονία του πλησίον και την αλληλέγγυα στάση προς την πολιτειακή ευαισθησία στα προβλήματα του χειμαζόμενου λαού μας.
Το καθήκον μας σήμερα είναι διπλό. Εχουμε χρέος να εργασθούμε δυναμικά για τον επανευαγγελισμό του λαού μας και την αναβάθμιση της ενορίας και των κληρικών μας. Και, ταυτοχρόνως, να σηκώσουμε τα μανίκια- πρώτοι οι Αρχιερείς- και να δραστηριοποιηθούμε στην αρωγή του λαού μας με έργα και συγκεκριμένες προσφορές. Και αν σταθούμε σωστά, όπως πάντοτε έπραξε σε κρίσιμες ώρες η Εκκλησία μας, τότε και μόνον θα έχουμε δικαιώματα απαιτήσεων, κριτικής ή και καταγγελίας όσων δεν ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της κοινωνικής και πολιτειακής τους θέσης και απέναντι στο εθνικό και ιστορικό καθήκον.
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος Β΄
1 σχόλιο:
Πολύ σωστά!
Ας αρχίσουμε όμως από την αυλή μας.
Οσοι συνεργάτες μας δεν αναδύουν άρωμα Χριστού ας τους απομακρύνουμε.
Τις αδικίες που κάναμε ας τις επανορθώσουμε!
Ο Σεβασμιότατος Αττικής βρίσκεται εκτός του θρόνου του για 36 χρόνια.
Πότε επιτέλους θα αποκατασταθεί για να έχει δικαίωμα η Εκκλησία να μιλά για τις αδικίες που συμβαίνουν σε άλλους χώρους;
Δημοσίευση σχολίου