Με την ευκαιρία της αιφνίδιας εκδημίας του ανθρώπου και πολιτικού Τάσου Μητσόπουλου, Υπουργού Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας, το μεσημέρι του Σαββάτου, 22 Μαρτίου 2014, παραθέτουμε εις μνημόσυνον την ομιλία του που μας παραχώρησε τον Μάρτιο του 2012, με την ευκαιρία της Επετείου της Εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821.
Προσευχόμαστε ο Θεός της ζωής και της αναστάσεως, να αναπαύει τη ψυχή του εν χώρα ζώντων και δικαίων.
Αιωνία αυτού η μνήμη!
Γραφείο Ενημερώσεως και Επικοινωνίας της Εκκλησίας της Κύπρου
Ομιλία του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του Δημοκρατικού Συναγερμού
κ. Τάσου Μητσόπουλου
στη δοξολογία για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821
«Οὐκ ἔχω γλῶτταν ἀξίως εἰπεῖν τά λίαν μεγάλα. Ἰσχνόφωνος γάρ καί βραδύγλωσσος,
καί οὐκ εὔλαλος ὑπάρχω, ἵν’ οὕτως εἴπω, περί τῆς μεγαλωνύμου ταύτης ημέρας...».
Φωνή Στέντορα και γλώσσα Δημοσθένη θα έπρεπε να έχω για
να μπορέσω με το φτωχικό μου λόγο να υμνήσω το ανεπανάληπτο έπος της εθνικής μας
Παλιγγενεσίας. Δεν εορτάζουμε σήμερα ένα απλό ιστορικό συμβάν, ένα ξέσπασμα ιδεολογικών
ανατάσεων, έναν ακόμη πόλεμο. Αλλά κοινωνούμε των αχράντων μυστηρίων ενός αγώνα
που έμελλε να βγάλει το νεώτερο Ελληνισμό από τη λήθη της ιστορίας. Το ‘21
είναι ένα μεγαλούργημα πάνω από τη λογική, είναι το ξεκίνημα μιας αδυσώπητης πορείας
που αψήφησε τη λογική των αριθμών. Που σημαδεύτηκε και καθαγιάστηκε από τα
κατορθώματα των επωνύμων και ανωνύμων ηρώων του, που παραμένουν ακόμη και
σήμερα ασύλληπτα για τον ανθρώπινο νου. Υπερβαίνουν κατά πολύ τα γήινα μέτρα
και είναι δύσκολο να περιγραφούν με λέξεις όσο κι αν είναι αστείρευτος ο
πλούτος της ελληνικής μας γλώσσας.
Η μνήμη μας σήμερα φτεροκοπάει 191 χρόνια πίσω στο
ταπεινό εκείνο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Εκεί οπού οι ραγιάδες Ρωμιοί,
τόλμησαν να υψώσουν το ανάστημά τους. Να αναμετρηθούν με τη συνείδηση και την
ιστορία τους και να ξεκινήσουν έναν αγώνα επικό και ανεπανάληπτο σε αυταπάρνηση
και αυτοθυσία. Όταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωνε το λάβαρο της Επανάστασης
και οι οπλαρχηγοί ξεχύνονταν με τα γυμνά σπαθιά και τα καρυοφύλλια τους,
σήκωναν στους ασθενικούς τους ώμους τριάντα αιώνων αγωνιστική παράδοση.
Έβγαιναν από τον στενό κύκλο ενός πρόσκαιρου χώρου και χρόνου, για να εισέλθουν
στο ανέσπερο στερέωμα της απαράγραπτης ιστορίας.
Η επανάσταση του 1821 είναι η ώριμη απάντηση του Γένους
των Ελλήνων στη μακραίωνη σκλαβιά που ακολούθησε την τραγική άλωση της Πόλης το
1453. Ένα κοσμοϊστορικό γεγονός που σημαδεύτηκε από την αξιοθαύμαστη εκείνη
απάντηση του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, προς
το Μωάμεθ τον Πορθητή. Μια απάντηση που κρυστάλλινη αντηχεί σε κάθε διαδρομή
της ελληνικής ιστορίας: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ’ εμόν έστιν ούτ’ άλλου
των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν
και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Μυριάδες οι πράξεις λεβεντιάς και αυτοθυσίας κοσμούν τα
χρόνια της παλιγγενεσίας. Σούλι, Μανιάκι, Γραβιά, Δερβενάκια και Μεσολόγγι
προκαλούν έναν ξέφρενο ενθουσιασμό στο υπόδουλο γένος και το αφυπνίζουν από το
μακραίωνο λήθαργο της δουλείας. Η μικρή μας πατρίδα Κύπρος δεν θα μπορούσε να
μείνει αμέτοχη στο μεγάλο εθνικό ξεσηκωμό. «Μεσ’ στους ανέμους τους κρυφούς
είσιεν το μερτικόν της». Μετά από σωρεία μικρών και μεγάλων επαναστατικών
κινήσεων, κορυφαία πράξη αξιοπρέπειας, ψυχικού μεγαλείου και αυτοθυσίας, αποτελεί
ο απαγχονισμός του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού και η σφαγή των άλλων
αρχιερέων και προκρίτων, την αποφράδα ημέρα της 9ης Ιουλίου, όπως μας τη
μεταφέρει με απαράμιλλη ενάργεια ο ποιητής μας Βασίλης Μιχαηλίδης.
«Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου. Κανένας δεν
εβρέθηκε για να την ιξελείψη. Κανένας γιατί σιέπη την που τα ΄ψη ο Θεός μας. Η
Ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψει».
Η 25η Μαρτίου δεν είναι μόνο το κορυφαίο
γεγονός στο νεώτερο εθνικό μας βίο. Αποτελεί μέρα λύτρωσης και λευτεριάς για όλους
εμάς τους χριστιανούς. «Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιο». Είναι μέρα
φωτοστόλιστη και σφραγισμένη με το εκθαμβωτικό γεγονός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Είναι η μέρα που θέλησε ο Θεός να κατέβει στη γη για να διαλύσει τα σκοτάδια της
πλάνης. Να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα γήινα δεσμά της πόνου και της αμαρτίας.
Μέσα από την πανευφρόσυνη μέρα αυτή, θα ξεπηδήσει η πανανθρώπινη ελευθερία και
η προοπτική της αιώνιας σωτηρίας. Μεγάλη η νύχτα που έχει προηγηθεί κι εδώ. Βαθύ
και αδιαπέραστο το σκοτάδι. Ανείπωτος ο ανθρώπινος ξεπεσμός. Κι έρχεται στη γη
ο Θεός να απλώσει το πατρικό του χέρι και να ανασηκώσει τον πεπτοκώτα άνθρωπο.
Κι έτσι με τα δυο αυτά μεγάλα γεγονότα, με τον
Ευαγγελισμό της Θεοτόκου από τη μια και με την έναρξη της Επανάστασης από την
άλλη, η μέρα η σημερινή γίνεται η μεγάλη μέρα της λευτεριάς. Μέρα ανάτασης,
ζωής και αισιοδοξίας. Είναι αλήθεια πως αδυνατούμε μια τέτοια πολυσήμαντη μέρα,
να διακρίνουμε τα όρια θρησκευτικής και εθνικής γιορτής.
Που θα κατατάξουμε άραγε την Μπουμπουλίνα που με παρρησία
ψιθύριζε «Ευλογητός ο Θεός», σα μάθαινε τον ηρωικό θάνατο των παιδιών και του
συζύγου της;
Ποια τα όρια μεταξύ Πίστεως και Πατρίδας, όταν ο
Κολοκοτρώνης σε μια κρίσιμη καμπή του αγώνα, απελπισμένος από την εγκατάλειψη
των συντρόφων του και τον εμφύλιο σπαραγμό, μπαίνει στην εκκλησιά στο
Χρυσοβίτσι, προσπίπτει μετά δακρύων στην εικόνα της Παναγιάς μας και την
ικετεύει να ρύση εξ αιμάτων τον απεγνωσμένο λαό;
Ενώ ο θυμόσοφος Μακρυγιάννης, αναφερόμενος στο ρόλο
του κλήρου και αποδοκιμάζοντας όσους επιχειρούσαν από τότε να αμφισβητήσουν την
προσφορά του, σημειώνει: «…καὶ βρίζουν, οἱ πουλημένοι εἰς τοὺς ξένους, καὶ τοὺς παπάδες μας, ὁποῦ τοὺς ζυγίζουν ἀπόλεμους. ᾽Εμεῖς τοὺς παπάδες τοὺς εἴχαμε μαζὶ εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καὶ δυστυχίαν. Ὄχι μόνον διὰ νὰ βλογᾶνε τὰ ὅπλα τὰ ἱερά, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ μὲ ντουφέκι καὶ γιαταγάνι, πολεμώντας ὡσὰν λεοντάρια. Ντροπὴ Ελληνες! Ὅ,τι καὶ ἂν ἐκάμαμεν ἦτο ἔμπνευσις καὶ ἔργον τῆς Θείας προνοίας».
Ενώ η άλλη ηγετική μορφή του ξεσηκωμού, ο θρυλικός
Γέρος του Μωριά, ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης, αποτυπώνει με θαυμαστή ενάργεια το
πνεύμα του αγώνα δίνοντας αποστομωτική και διαχρονική απάντηση σε όλους
εκείνους που επιχειρούν την παραχάραξή του μέσα από αυθαίρετες ερμηνείες του: «Σὰν μία βροχὴ ἦρθε σὲ ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας καὶ ὅλοι, καὶ οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ γραμματισμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, ὅλοι συμφωνήσαμε στὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ κάναμε τὴν ἐπανάσταση… Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμίαν ἀπὸ ὅσας γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών τους εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος· ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτο πλέον δίκαιος. Ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλον ἔθνος».
Τι άραγε δείχνει το ‘21; Μας προσφέρουν οι σεβάσμιες και
αξεθώριαστες μορφές του αγώνα, το αειθαλές μήνυμα ότι ο άνθρωπος νοείται
άνθρωπος μόνο ως ελεύθερος, ότι η ανθρώπινη ζωή νοείται μόνο μέσα σε συνθήκες
πνευματικής πρώτα και μετά φυσικής ελευθερίας. Κι αυτό το μήνυμα δεν είναι για
το μουσείο. Παραμένει ενεργό όσο οι δυνάμεις της τυραννίας παραμένουν επίσης
ενεργές μέσα στις διαδικασίες της ιστορίας.
Το ήθος όμως και την ποιότητα του αγώνα μπορούμε να
ψηλαφίσουμε μέσα από τις πνευματικές παρακαταθήκες των μεγάλων μορφών του.
Εκείνων που ξεχύθηκαν με ακατάβλητη αντρειοσύνη στην επιτέλεση ενός αξόφλητου
χρέους προς την πατρίδα. Κι είδαν δυστυχώς στην πορεία, το οικοδόμημα της
Επανάστασης να κινδυνεύει να σωριαστεί λόγω της διχόνοιας, των προσωπικών παθών
κι εγωισμών και των αχαλίνωτων φιλοδοξιών που είχαν εμφιλοχωρήσει. Σε τέτοιο
μάλιστα σημείο ώστε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός να απευθύνει
απεγνωσμένη έκκληση προς τους ερίζοντες Έλληνες:
«Μην ειπούν στο στοχασμό τους
τα ξένη έθνη αληθινά
εάν μισούνται ανάμεσό τους
δεν τους πρέπει ελευθεριά».
Την απάντηση στο ιστορικό αίτημα της ενότητας, θα δώσει
και πάλι ο στρατηγός Μακρυγιάννης: «Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και
σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι
πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να
ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί, να την φυλάξομεν και όλοι μαζί. Και
να μην λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο
καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκιάση ή χαλάση, να λέγη «εγώ». Όταν
όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέη «εμείς». Είμαστε εις το
«εμείς» και όχι εις το «εγώ».
Και καθώς στις μέρες μας ανησυχητικά πυκνώνουν τα σύννεφα
στον ορίζοντα και αχός βαρύς ακούγεται, ανοίγουμε σιγά - σιγά τα σαρακιασμένα
σεντούκια, με τους παιάνες, τους θούριους, τις ραψωδίες και τις ωδές,
ξεκλειδώνουμε τα συρτάρια με τα πνευματικά εμβατήρια, ξεσκονίζουμε βιαστικά τα
ιερά κειμήλια, φυλλομετράμε την ιστορία και τρέχουμε πάλι να ζητήσουμε έμπνευση
κι αρωγή από το ηρωικό μας παρελθόν.
Ίσως γιατί είμαστε έθνος «ανάδελφο» και μας πνίγει πάντα
η μοναξιά. Μπορεί και επειδή δεν καταφέραμε μέχρι σήμερα να αποκτήσουμε
συνείδηση του εαυτού μας, ώστε να αντλούμε δυνάμεις από το παρόν και να
προχωρούμε χωρίς να μπερδεύουμε τις αρετές με τα ελαττώματα. Ποιος να ξέρει;
Έτσι μοιραία, εξακολουθούν να πολλαπλασιάζονται τα λάθη μας. Προβάλλονται ως
επιτεύγματα τα ημίμετρα και τα μπαλώματα. Κυριαρχεί στο δημόσιο βίο η οίηση, η
έπαρση και η αλαζονεία. Τις μύχιες επιθυμίες της, εκλαμβάνει ως υπαρκτή
κοινωνική ανάγκη η πολιτική και μένουν «σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη
χώρα…» όπως γράφει ο Κωστής Παλαμάς.
191 τόσα χρόνια μετά κι αυτός ο παράξενος τόπος του
φιλότιμου, των αντιθέσεων, των αντιφάσεων, της εσωστρέφειας και της γκρίνιας,
που εξακολουθεί να αγωνίζεται για τα δίκαια του, ξέρει καλά πόσα χρωστάει σε
όλους εκείνους τους γενναίους μα δυστυχώς πικραμένους. «Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά
λιβάνι…».
Ελληνίδες, Έλληνες,
Είναι αλήθεια πως ως Έλληνες δεν έχουμε καλή σχέση με τη
μνήμη. Ανακαλούμε τις περισσότερες φορές μηχανικά έναν μακρύ κατάλογο
ημερομηνιών, μια ατελεύτητη λίστα ηρώων, μια «αγγαρεία» εθνικών μνημοσύνων.
Γιατί αν είχαμε ζωντανή και ειλικρινή σχέση με τη μνήμη, θα ήταν αυτή μια ζώσα
πραγματικότητα στο «είναι» μας. Μια συνεχής και άσβεστη φλόγα υπόμνησης του
χρέους απέναντι στην ιστορία. Απέναντι στο παρόν και το μέλλον μας. Αντί αυτού
επιλέγουμε δυστυχώς να αναμασούμε επαναληπτικά, κατορθώματα και θυσίες ηρώων,
που αυτόβουλα επέλεξαν να έχουν επιλογή ελευθερίας και στη ζωή και στο θάνατο.
Έτσι και με τη σημερινή επέτειο. Την κοντύναμε ίσα με το
μπόι μας. Αυτή που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα και την ιστορία. Τιμούμε τους
ήρωες των εθνικών μας αγώνων για να κρύψουμε τη δική μας μικρότητα κι
ανημποριά. Γιατί δεν έχουμε το ήθος να αναμετρηθούμε με το δικό τους ήθος. Να
παραβγούμε με το ανάστημα της ψυχής τους και το μεγαλείο της θυσίας τους. 191 χρόνια
μετά το μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους, όσα κι αν σήμερα ειπωθούν, θα είναι φτηνά
και ανέξοδα συνθήματα. Γιατί αν πραγματικά θέλαμε να σταθούμε με σεβασμό στη
μνήμη του ‘21, θα έπρεπε πρώτα να αναδεχτούμε με γενναιότητα τις δικές μας
ευθύνες. Να αναγνωρίσουμε με αυτοκριτική διάθεση ότι η νεότερη ιστορία μας,
είναι μια πορεία ασύγγνωστων λαθών και τραγικών παραλείψεων.
Μιλώντας για τους ήρωες, προτιμούμε συνήθως να μένουμε
προσκολλημένοι στον έπαινο και αρνούμαστε να στρέψουμε το βλέμμα στην
προβληματική. Κλείνουμε τα μάτια και τα αυτιά μας μπροστά σε ότι θα μπορούσε να
αποτελεί όχι θριαμβολογία, αλλά αυτοέλεγχο και αυτοκριτική.
Κάθε άνθρωπος, κάθε λαός, γίνεται άξιος της ιστορικής του
αποστολής όσο βαθαίνει η συνείδηση που έχει για την ιστορία του. Το μεγαλείο
του πολιτισμού ενός έθνους είναι πάντα ανάλογο με την καθαρότητα και το βάθος της
ιστορικής του μνήμης. Γι αυτό και οφείλουμε σθεναρά και αποφασιστικά να αποκρούσουμε
κάθε όψιμη προσπάθεια, που στο όνομα μιας κίβδηλης επιστημοσύνης κι ενός
επίπλαστο προοδευτισμού, επιχειρεί να χωρέσει την ιστορία μας μέσα στα μέτρα
ευτελών επιδιώξεων και μικρόψυχων σκοπιμοτήτων.
Είναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια, η
αθλιοποίηση κι ο ευτελισμός της ζωής δεν περιορίζεται στον εαυτό μας.
Επεκτείνεται στο παρελθόν. Επιχειρείται μία αναίτια υποβάθμιση, ένα κατέβασμα
του χθες, για να μη γίνεται σύγκριση με το δικό μας νανικό ανάστημα. Αν οι λαοί
που πάσχουν από ιστορική αμνησία πεθαίνουν, εξίσου πεθαίνουν και οι λαοί που
θυμούνται χωρίς να στοχάζονται, που παθαίνουν χωρίς να μαθαίνουν, που ζουν
ανώφελα χωρίς να διδάσκονται από το παρελθόν.
Αν δεν υψωθούμε στο επίπεδο
ενός 1821, οι μελλοντικές γενιές των Ελλήνων της Κύπρου θα υποχρεωθούν να
ζήσουν ανεχόμενες τα αφόρητα και υποφέρουσες τα ανυπόφορα. Σήμερα κάποιοι δρουν
συστηματικά όχι για να προβάλλουν άλλα για να προσβάλλουν τους εθνικούς μας
αγώνες. Επιδίδονται μετά μανίας όχι στο να επιδείξουν - κάτι που άλλωστε θα
ήταν θεμιτό - τις μαύρες κηλίδες που έχει το κάθε ανθρώπινο έργο, αλλά να τις
μεγεθύνουν, να τις υπερβάλουν και με τον τρόπο αυτό να συγκαλύψουν την
λαμπρότητα ασύλληπτων κατορθωμάτων.
Και θα μου επιτρέψετε στο σημείο ετούτο να μιλήσω
εξομολογητικά. Νιώθω συγκλονισμό, οδύνη και συντριβή κάθε φορά που επιχειρώ να
μιλήσω στα παιδιά μου για την κατεχόμενη γη μας. Ντρέπομαι να τα κοιτάξω στα
μάτια. Να τους πω, πόσο μικροί, μοιραίοι κι άβουλοι σταθήκαμε μπροστά στα
γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας μας αφού απερίσκεπτα κατορθώσαμε να
αποδεκατίσουμε το πολυτιμότερο εθνικό μας κεφάλαιο. Αυτό που μας παρέδωσαν οι
πρόγονοί μας με το αίμα και την θυσία τους. Την ελευθερία μας. Πόσο κατώτεροι
αλήθεια φανήκαμε των ιστορικών περιστάσεων, αφού με ανεπίτρεπτους εγωισμούς και
υψιπετείς φιλοδοξίες, διχάσαμε το λαό και διχοτομήσαμε την πατρίδα.
Νιώθω το όνειδος να με συντρίβει και θέλω από συστολή να
απολογηθώ για όλα εκείνα που οφείλαμε να πράξουμε και δεν πράξαμε. Για το ότι
επιμένουμε ακόμη και σήμερα να οχυρωνόμαστε πίσω από ανέξοδα συνθήματα.
Πιστεύοντας πως με το βολικό αυτό τρόπο, εξαντλούμε το χρέος μας, την ώρα που
νωχελικά βυθιζόμαστε ολοένα και περισσότερο στην καθημερινή καταναλωτική μας
νωθρότητα. Και επιμένουμε δυστυχώς να επαναλαμβάνουμε με την ίδια ανησυχητική
συχνότητα σφάλματα και παραλείψεις. Παραμένουμε πεισματικά δέσμιοι των παθών
και των λαθών μας. Αποκρούουμε την προοπτική μιας γνήσιας, επώδυνης πλην όμως
καθαρτήριας αυτοκριτικής. Και αναζητούμε με την ίδια πάντοτε ευκολία να βρούμε
τους δεύτερους και τους τρίτους για να τους επιρρίψουμε τις δικές μας ευθύνες.
Η τραγωδία της Κύπρου, μάς υποχρεώνει να κρατούμε διαρκώς
ζωντανή την ανάμνηση του φρικτού αυτού εγκλήματος και να υπενθυμίζουμε στον
πολιτισμένο κόσμο την ανεξίτηλη και απαράγραπτη ευθύνη της Τουρκίας. Πρέπει
όμως να πω ότι ο καταγγελτικός λόγος από μόνος του δε φτάνει. Χρειάζεται κάτι
περισσότερο. Χρειάζεται όραμα, σχέδιο και στρατηγική. Χρειάζεται απέναντι στις
όποιες μεθοδεύσεις να οικοδομήσουμε ένα ισχυρό πλέγμα συμμαχιών χωρίς ποτέ μα
ποτέ να ακυρώνουμε μέσα από αμφιλεγόμενες επιλογές, τη θέση και το ρόλο μας
μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Χρειάζεται να υψώσουμε ένα αδιαπέραστο τείχος
αποφασιστικότητας. Ενωμένοι στις κορυφαίες επιλογές μας, απαλλαγμένοι από
αισθήματα μικροψυχίας και φανατισμού, έχουμε χρέος, αδιακρίτως πολιτικών ή
ιδεολογικών διαφορών, να συμβάλλουμε στην προσπάθεια για τον τερματισμό της
κατοχής. Για την ελευθερία και την επανένωση της πατρίδας.
Οφείλουμε να υπερβούμε τα διχαστικά σύνδρομα και τις τραυματικές
εμπειρίες του παρελθόντος. Να ψηλαφίσουμε με κριτική διάθεση τα λάθη και τα
ελαττώματα μας. Να βαθύνουμε την αυτοσυνειδησία μας και με περίσσευμα
γενναιότητας να αναλάβουμε τις ατομικές και συλλογικές μας ευθύνες. Χωρίς ποτέ
να λησμονούμε ότι η τραγωδία του 1974 δεν ήταν το αποτέλεσμα της ενότητας, αλλά
η αναπόφευκτη συνέπεια του εθνικού διχασμού.
Κι αν σήμερα τα πεδία των μαχών είναι τα σαλόνια και οι
αίθουσες διασκέψεων της διεθνούς διπλωματίας, μιας διπλωματίας που καθορίζεται
από την στυγνή πραγματικότητα των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, των
ιερών και ανίερων συμμαχιών, των απειλών, των ανατροπών και των ευκαιριών, τα
βασικά συστατικά της επιτυχίας ενός λαού παραμένουν τα ίδια όπως τότε. Φιλοπατρία,
θάρρος, πίστη στο Θεό και στο δίκαιο αλλά και σχέδιο για την επίτευξη των
εθνικών στόχων.
Ιδιαίτερης
σημασίας για μας, σήμερα στην Κύπρο, είναι η ποιότητα και το βάθος του
πολιτικού μας πολιτισμού. Ένας πολιτικός πολιτισμός που για να υπηρετεί το συμφέρον
της πατρίδας θα πρέπει να εδράζεται στο ήθος και την σεμνότητα. Στο «είναι» και
όχι στο «φαίνεσθαι». Να μην κυριαρχείται από ρηχές ρητορείες, φιλαυτία,
κομπασμούς και έπαρση. Να ενσωματώνει την κουλτούρα του δημοκρατικού διαλόγου,
της ανοχής της διαφορετικότητας και του ανυπόκριτου σεβασμού της άλλης άποψης.
Θα καταθέσω και πάλι τη θέση μου ότι «η δημοκρατία είναι ευαγγελική και έχει ως
κίνητρό της την αγάπη». Με όλο τον κίνδυνο σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η
ολοκληρωτική λογική του «άσπρο – μαύρο», να θεωρηθώ αφόρητα ρομαντικός. Προτιμώ
παρά ταύτα ρομαντικός παρά κυνικός.
Ας μετρήσουμε λοιπόν
την προσφορά μας στην πατρίδα όχι από την ένταση των συνθημάτων που
εκστομίζουμε και από την οξύτητα των προσωπικών επιθέσεων που εξαπολύουμε για
να μειώσουμε τους άλλους. Αλλά από την ευθυκρισία, το ήθος και την ποιότητα του
πολιτικού πολιτισμού που διαμορφώνουμε καθημερινά και από την καθαρότητα και τη
νηφαλιότητα των πολιτικών επιχειρημάτων που καταθέτουμε.
Όπως και τον αγώνα του ’21 έτσι και τον κάθε εθνικό μας
αγώνα κινδύνεψε να υπονομεύσει η δική μας αφροσύνη και το σαράκι του
αδελφοκτόνου διχασμού. Γιατί ναι, θα πρέπει να ομολογήσουμε πως είμαστε
δυστυχώς ο λαός εκείνος που γέννησε έναν Κολοκοτρώνη για να τον καταδικάσει σε
θάνατο, ανάθρεψε έναν Ανδρούτσο για να τον δολοφονήσει, εξέλεξε έναν
Καποδίστρια για να τον εκτελέσει στα σκαλιά της εκκλησίας, ανέδειξε τόσους και
τόσους λαμπρούς αγωνιστές για να τους στολίσει μετά με μικρόψυχα επίθετα και
τον απαξιωτικό πάντοτε μα τόσο εύκολα αποδιδόμενο χαρακτηρισμό του προδότη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου