ΦΩΣ
Οι λυγμοί του, φάνταζαν
εκκωφαντικοί μέσα στο στενάχωρο δώματιο του. Μαργαριταρένια δάκρυα πότισαν τα
σφιχτά του μάγουλα. «Γιατί σε μένα, Θεέ μου;» ρώτησε κοιτώντας ψηλά με το
πρόσωπο του να έχει μεταμορφωθεί σε μια τσακισμένη μάσκα.
Τι θα έκανε τώρα; Ο
αδερφός του ήταν τα πάντα για αυτόν. Οι γιατρός το είχε πει ρητά: «Δεν μπορεί
να γίνει τίποτε άλλο. Ο καρκίνος έχει κάνει μετάσταση σε όλο του το σώμα. Είναι
θέμα ημερών. Λυπάμαι.» Θυμάται την στιγμή εκείνη. Ο κόσμος του κατέρρευσε. Η
ζωή για εκείνον είχε τελειώσει. Αλλά και για τον αδερφό του, τον Δημήτρη. Τουλάχιστον
αυτός θα είναι εντάξει εκεί που θα είναι, σκέφτηκε λίγο εγωιστικά. Ο αδερφός
του ήταν τα πάντα για αυτόν. Ήταν παρηγοριά, προστασία, χαρά , πρότυπο, κουράγιο. Ήταν… Ελπίδα. Μόνο
που κάθε ελπίδα τώρα θα πέθαινε μαζί του. Στο νεκροκρέβατο του. Ένα καθαρό, άσπρο
νοσοκομειακό κρεβάτι. Κάθε ελπίδα να αρχίσει την ζωή του από την αρχή.
Ο καρκίνος του αδερφού
του είχε ξεκινήσει από το παχύ έντερο. Από την αρχή οι γιατροί δεν έδειξαν
μεγάλη αισιοδοξία. Ήταν κακοήθης. Επιθετικός όγκος. Όλα αυτά είχαν ξεκινήσει
έναν χρόνο πριν. Ένα χρόνο αργότερα δεν θα περίμενε το βέλος που διαπέρασε την
πανοπλία. Ήλπιζε ότι ο αδερφός του θα ζούσε περισσότερο. Θα ζούσε να τον δει να
περνάει στην σχολή που ήθελε. Θα ζούσε να τον δει να περνάει την πρώτη νύχτα
του, εκτός σπιτιού. Θα ζούσε να τον δει με πρώτη του κοπέλα. Θα ζούσε να τον
δει να παντρεύεται. Να κάνει παιδιά.
Έσφιξε την γροθιά του
και την κοπάνησε στον τοίχο. Η οργή σκότωσε τον πόνο. Συνέχισε μέχρι που
μάτωσε. Ξεθύμανε λίγο. Σωριάστηκε
ανάσκελα στο κρεβάτι του. Κοίταξε στο κενό. Ανέκφραστος. Δεν μπορούσε να βγάλει
από το μυαλό του αυτά τα δύο μάτια. Δύο κενά μάτια. Μαύρα κενά μάτια. Απύθμενα.
Άβυσσος. Αλλά, αν υπήρχε πυθμένας, εκεί θα καραδοκούσε ο πόνος, η λύπη, η
απογοήτευση. Η χαρά και η κάθε ελπίδα για ζωή είχαν εξανεμιστεί. Δεν είχε πια
το δικαίωμα να ελπίζει. Μόνο να πονά, να υποφέρει και να παρακαλά το Θεό να
απλώσει το μαύρο και μυστηριώδες πέπλο του θανάτου πάνω του. Ο Θεός θα του
έκανε την χάρη σύντομα.
Ήταν τα μάτια του Δημήτρη. Του αδερφού του. Tά μάτια που τον συντρόφευαν από
μικρό παιδί. Τον πρόσεχαν. Τον περιγελούσαν. Τον καμάρωναν. Τον επιβράβευαν. Τώρα
αυτά τα μάτια μισοκλείνουν. Αργοπεθαίνουν. Χάνουν την λάμψη της ζωής και
υιοθετούν μια νεκρική… ζωντάνια.
Η πόρτα έτριξε. «Ποιος
είναι;» ρώτησε με την βραχνιασμένη φωνή του, από το κλάμα, ο Γιάννης αν και
ήξερε ποιος ήταν. «Εγώ είμαι», απάντησε η μητέρα του με την χαϊδευτική της φωνή.
Άκουσε τα ελαφριά της βήματα να τρίζουν στο παλιό πάτωμα. Toν πλησίασε. «Πως είσαι, Γιάννη;» Ο
Γιάννης δεν απάντησε, μόνο επεξεργαζόταν το κενό. Την κοίταξε με το ψυχρό του
βλέμμα. Βαθιές ρυτίδες αυλάκωναν το πρόσωπο της μητέρας του. Ρωγμές είναι, σκέφτηκε
ο Γιάννης. Η ψυχή της φθείρεται. Η μάσκα σπάει. Τα μαλλιά της, χυτά, ξεχύνονταν
στους ωμούς της σαν έναν ορμητικό χείμαρρο. Έναν γκρίζο χείμαρρο, χωρίς ίχνος
ζωντάνιας μέσα του. Τα σκελετωμένα χέρια της του χαίδεψαν τα καστανόξανθα
μαλλιά του. Έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε, σφιχτά, σχεδόν ασφυκτικά. «Σε
αγαπάω!», του ψιθύρισε μυστικά στα αυτί. Ήταν ένα μυστικό. Έπρεπε να το κρύψει.
Αν το άκουγε ο θάνατος, ίσως να ήθελε να πάρει μαζί του και αυτό τον γιό της. Εξάλλου
ο θάνατος είναι γνωστό πως είναι αχάριστος.
Ο Γιάννης έκλαψε,
βροντερά στον ώμο της. Πρέπει να φανώ δυνατή, σκέφτηκε η μητέρα του. Αν και
δάκρυα ανέβλυζαν, δειλά, από τα μάτια της. Έχανε το σπλάχνο της, για όνομα του
Θεού! Πώς στο καλό να φανεί δυνατή; Τα δειλά δάκρυα έγιναν δυνατοί λυγμοί. Αποκολλήθηκε
από τον Γιάννη και σκέπασε το πρόσωπο της. Οι λυγμοί την τράνταζαν βίαια. Ένα
ρίγος διαπέρασε όλο της το σώμα. Πως τον θυμόταν τον Δημήτρη.
Θυμήθηκε πως τον
θήλαζε. Θυμάται με τι λαιμαργία έπινε το γάλα του.Θυμάται με τι περηφάνια τον
κοιτούσε. Κάποια μέρα, σκεφτόταν, θα γίνει τεράστιος. Γερός και δυνατός! Πόσο
τον αγαπούσε! Ύστερα, αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια κατέκλυσαν το μυαλό
της. Τα πρώτα του βήματα. Αδέξια σηκώθηκε στα δύο μικρά του ποδαράκια και έκανε
δύο βηματάκια. Θυμόταν που έπεσε κάτω, γελώντας, καμαρώνοντας για το κατόρθωμα
του.Το βρεφικό του προσωπάκι φωτίστηκε όταν η μανούλα του τον βράβευσε με δύο
φιλιά.
Το μυαλό της έκανε ένα
άλμα στο ολάνοιχτο βιβλίο των αναμνήσεων και θυμήθηκε την μέρα που πέρασε στο
πανεπιστήμιο, «Μάνα, πέρασα!», της είχε πει. Με μια τόσο απλή φράση θυμάται πως
είχε πετάξει στον έβδομο ουρανό. Τον συνέθλιψε στην αγκαλιά της με δάκρυα χαράς
να λαμπυρίζουν στα πράσινα μάτια της.
Τα δάκρυα χαράς και
περηφάνιας αντικαταστάθηκαν από χαρά λύπης δύο χρόνια αργότερα. Όταν
ανακοινώθηκε ο καρκίνος του Δημήτρη. Είχε σκεφτεί, τότε, πως είχε χάσει ήδη τον
σύζυγο της και δεν θα επέτρεπε να χάσει και τον μεγάλο γιό της. Θα έκανε τα
πάντα για να το αποτρέψει. Φαίνεται, όμως, δεν είχε αυτή το πάνω χέρι. Ο
καρκίνος ήταν κακοήθης και αρκετά
επιθετικός.
Ένα χρόνο αργότερα, φτάσαμε
στο σημείο όπου είμαστε τώρα. Φτάσαμε να δούμε μια μάνα και έναν αδερφό να
θρηνούν ένα από τα σημαντικότερα πράγματα στην ζωή τους. Ίσως και το
σημαντικότερα.
Η νύχτα είχε σκεπάσει
τον ουρανό. Η μάνα του Γιάννη και του Δημήτρη καληνύχτισε μόνο τον Γιάννη, αφού
μόνο αυτός της έμεινε πια. Ο Γιάννης δεν απάντησε. Η νύχτα δεν θα ήταν καλή. Ούτε
θα κοιμόταν και κανένας από τους δύο τους.
Θα έπρεπε να είμαστε
στο πλευρό του Δημήτρη,σκέφτηκε ποιος άλλος αν όχι η μάνα του. Ήταν αλήθεια όμως,
είχαν μείνει ήδη μια ολόκληρη εβδομάδα εκεί. Το σπίτι χρειαζόταν ένα συμμάζεμα,
αφού ο μόνος που έμπαινε και έβγαινε στο σπίτι ήταν ο Γιάννης για να κάνει τα
μαθήματα του ή να αλλάξει ρούχα. Τύψεις κατέκλυσαν την ψυχή της.
Περασμένα
μεσάνυχτα.Κουδούνισματα τηλεφώνου γέμισαν το σκοτεινό σπίτι που δεν του έλειπε
μόνο το φως αλλά και η ελπίδα. Η σπιτονοικοκυρά πετάχτηκε από το κρεβάτι της
και απάντησε στο τηλέφωνο. Το μόνο που κράτησε από όλη την τηλεφωνική συζήτηση ήταν:
«Ελάτε γρήγορα ίσως είναι τα τελευταία του λεπτά».
Χωρίς να σκέφτεται, ξύπνησε
τον Γιάννη και τον παρότρυνε να ντυθεί, αφού του εξήγησε τι γινόταν. Δεν είναι
ώρα για κλάματα, σκέφτηκε ο Γιάννης, πρέπει να φανώ δυνατός. Την περίμενε αυτήν
την στιγμή, ήξερε ότι θα ερχόταν.
Μέτα από μια διαδρομή
χωρίς λέξεις, έφτασαν στο νοσοκομείο και μπήκαν στο δωμάτιο του Δημήτρη. Μπήκαν
μέσα διστακτικά και στάθηκαν από πάνω του. Τους κοίταξε και τους δύο, στοργικά,
πασχίζοντας να μειδιάσει. Δεν τα κατάφερε. Το άτριχο κεφάλι του έλαμπε κάτω από
τα ψυχρά φώτα του δωματίου. Ο Γιάννης μπορούσε, αμυδρά, να θυμηθεί τα κατάμαυρα
μαλλιά του.Κοίταξε τα απύθμενα μάτια του. Ό,τι είχε απομείνει από έναν κάποτε
νεαρό. Όλα τα άλλα είχαν χαθεί.
Ο Δημήτρης πήρε μια
βαθειά ανάσα. Κάτι πάει να μας πει, σκέφτηκε ο Γιάννης. Ο Δημήτρης την άφησε
πάλι να βγει, απότομα. Πήρε άλλη μια, με φανερή δυσκολία και την άφησε να βγει
κουβαλώντας μαζί του τα στερνά του λόγια:
«Σας αγαπάω!».
Ο Γιάννης και η μητέρα
του το έδωσαν ένα αποχαιρετιστήριο φιλί. Αυτός τους κοίταξε και τους
ανταποκρίθηκε με ένα ζορισμένο και πονεμένο χαμόγελο.
Ξαφνικά, το πρόσωπο του
ζωντάνεψε. Φωτίστηκε. Τα μάτια του σπινθήριζαν όπως παλιά. Κοίταξε για λίγο στο
κενό προσηλωμένος και έκπληκτος και ύστερα αναφώνησε «Φως!».
Ο Δήμητρης ξεψύχησε.Το
κορμί του έχασε κάθε ζωντάνια και οι σπίθες στα μάτια του έσβησαν. Μαζί με τον
Δημήτρη, όμως, και κάποιοι άλλοι έχασαν αναντικατάστατα κομμάτια του εαυτού
τους. Για πάντα.
ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ,
ΠΑΤΡΑ 2013
Ο μαθητής Γιακουμάκης Γεώργιος κέρδισε το 3ο βραβείο στον 6ο Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος
2 σχόλια:
Μπράβο παλληκάρι μου συνέχισε να γράφεις.
Σε ευχαριστώ γι’ αυτό που μας πρόσφερες.
Σας ευχαριστω για την δημοσιευση του διηγηματος μου στον ιστοτοπο σας.Ελπιζω να αποτελεσει πηγη συναισθηματων και σκεψης για ολους.
Δημοσίευση σχολίου