Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Η συντροφιά - π. Δημήτριος Μπόκος

Χριστουγεννιάτικη ιστορία

«... περιζώσεται καὶ ἀνακλινεῖ αὐτοὺς καὶ παρελθν διακονήσει αὐτοῖς» (Λουκ. 12, 37).

Μιὰ φο­ρὰ κι ἕ­ναν και­ρὸ σ’ ἕ­ναν τό­πο μα­κρι­νό, ποὺ δὲν ἔ­μα­θε πο­τὲ κα­νέ­νας κα­τὰ ποῦ ἔ­πε­φτε καὶ μό­νο ἀ­κου­στὰ τὸν εἶ­χαν ἀ­κό­μα καὶ οἱ πιὸ πα­λιοί, ἔ­γι­νε ἕ­να πο­λὺ με­γά­λο γε­γο­νός.
Ἡ βα­σί­λισ­σα τῆς χώ­ρας, ποὺ γιὰ πολ­λὰ χρό­νια ἦ­ταν ἄ­τε­κνη, γέν­νη­σε ἕ­να πα­νέ­μορ­φο ἀ­γο­ρά­κι. Καὶ τό­σο πο­λὺ χά­ρη­καν γι’ αὐ­τὸ ὁ βα­σι­λιὰς καὶ ἡ βα­σί­λισ­σα, ποὺ θέ­λη­σαν νὰ τὸ κά­νουν γνω­στὸ σ’ ὅ­λους τοὺς ὑ­πη­κό­ους τους καὶ νὰ τοὺς κα­λέ­σουν νὰ λά­βουν κι αὐ­τοὶ μέ­ρος στὴ με­γά­λη τους χα­ρά.
Ἔ­τσι λοι­πὸν οἱ τε­λά­λη­δες τοῦ πα­λα­τιοῦ γύ­ρι­σαν τὶς πο­λι­τεῖ­ες καὶ τὰ χω­ριὰ καὶ φώ­να­ξαν παν­τοῦ δυ­να­τά, πὼς ὁ βα­σι­λιάς τους ἀ­πέ­κτη­σε ἐ­πι­τέ­λους τὸν μο­νά­κρι­βο δι­ά­δο­χο ποὺ πε­ρί­με­νε μιὰ ζω­ή. Καὶ πὼς θέ­λει νὰ χα­ροῦν ὅ­λοι στὴ με­γά­λη του αὐ­τὴ χα­ρὰ καί, ὅ­σοι θέ­λουν, μπο­ροῦν νὰ πᾶ­νε στὸ πα­λά­τι καὶ νὰ γι­ορ­τά­σουν μα­ζί του. Καὶ πρό­σθε­ταν, ὅ­τι ὁ βα­σι­λιὰς θὰ δε­χτεῖ καὶ τὸν πιὸ ἁ­πλὸ ἄν­θρω­πο χω­ρὶς ἐ­ξαί­ρε­ση, θὰ ἀ­φή­σει κά­θε ἐ­πι­ση­μό­τη­τα στὴν ἄ­κρη καὶ θὰ γι­ορ­τά­σει τὸ με­γά­λο γε­γο­νὸς σὰν κοι­νὸς θνη­τὸς ἀ­νά­με­σα στοὺς ὑ­πη­κό­ους του.

Πολ­λοὶ ἄν­θρω­ποι ἄ­κου­σαν ἀ­δι­ά­φο­ρα τὴν εἴ­δη­ση καί, ἀ­πορ­ρο­φη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὶς κα­θη­με­ρι­νές τους ἔ­γνοι­ες, δὲν ἔ­δει­ξαν καμ­μιὰ συγ­κί­νη­ση.
-  Τυ­χε­ρὸς ὁ βα­σι­λιάς, εἶ­παν, ἀλ­λὰ σὲ μᾶς δὲν πρό­κει­ται ν’ ἀλ­λά­ξει τί­πο­τε.
Με­ρι­κοὶ στε­νο­χω­ρή­θη­καν κι­ό­λας μὲ τὸ νέ­ο, για­τὶ ἦ­ταν ἄν­θρω­ποι μὲ κα­κί­α καὶ δὲν ἤ­θε­λαν νὰ βλέ­πουν κα­νέ­ναν, καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα τὸν βα­σι­λιά τους, νὰ χαί­ρε­ται.
Ἀλ­λὰ πολ­λοὶ ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι χά­ρη­καν μὲ τὸ χαρ­μό­συ­νο νέ­ο, για­τὶ ἀ­γα­ποῦ­σαν τὸν βα­σι­λιὰ καὶ τὴ βα­σί­λισ­σά τους καὶ τοὺς ἤ­θε­λαν εὐ­τυ­χι­σμέ­νους. Καὶ ἔ­τσι, ἄλ­λοι ἀ­πὸ λα­χτά­ρα νὰ δοῦν τὸ νε­ο­γέν­νη­το βρέ­φος καὶ ἄλ­λοι ἀ­πὸ πε­ρι­έρ­γεια γιὰ τὴν «πα­ρα­ξε­νιὰ» τοῦ βα­σι­λιά, νὰ γί­νει, ἔ­στω καὶ προ­σω­ρι­νά, ἕ­να μὲ τοὺς κοι­νοὺς θνη­τούς, πολ­λοὶ ἄν­θρω­ποι τε­λι­κὰ ἀ­πὸ τὰ τέσ­σε­ρα ση­μεῖ­α τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα καὶ ἀ­π’ ὅ­λες τὶς γω­νι­ὲς τῆς χώ­ρας ξε­κί­νη­σαν, μι­κρὲς-μι­κρὲς συν­τρο­φι­ές, γιὰ τὴ με­γά­λη πο­λι­τεί­α. Σμί­γον­τας ἡ μιὰ συν­τρο­φιὰ μὲ τὴν ἄλ­λη σχη­μά­τι­ζαν με­γά­λα κα­ρα­βά­νια, ποὺ ἀ­πὸ δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς δρό­μους βά­δι­ζαν σι­γὰ-σι­γὰ γιὰ τὸ πα­λά­τι.
Ἕ­νας κη­που­ρὸς μὲ τὸ ἕ­να του πό­δι κου­τσὸ κι ἕ­νας τσαγ­κά­ρης, ἕ­νας βο­σκὸς μὲ τὸ ἕ­να του χέ­ρι πα­ρά­λυ­το κι ἕ­νας ρά­φτης, ἕ­νας πρα­μα­τευ­τὴς ἀ­π’ τὸ ’­να του μά­τι στρα­βὸς κι ἕ­νας ξυ­λουρ­γός, βρέ­θη­καν νὰ βα­δί­ζουν ἀν­τά­μα στὴν ἴ­δια συν­τρο­φιά.
Μα­ζί τους κου­βα­λοῦ­σαν καὶ τὰ δῶ­ρα τους γιὰ τὸν νε­ο­γέν­νη­το βα­σι­λιά. Ἕ­να ζευ­γά­ρι μι­κρο­σκο­πι­κὰ ὑ­πο­δή­μα­τα ἀ­πὸ μα­λα­κὸ δέρ­μα ὁ τσαγ­κά­ρης, μιὰ ζε­στὴ μω­ρου­δί­στι­κη φο­ρε­σιὰ ἀ­π’ τὸ κα­λύ­τε­ρό του ὕ­φα­σμα ὁ ρά­φτης, μιὰ σκα­λι­στὴ κού­νια ἀ­πὸ κόκ­κι­νο ξύ­λο κε­ρα­σιᾶς ὁ ξυ­λουρ­γός, δυὸ φοῦ­χτες ξε­ρα­μέ­να δα­μά­σκη­να καὶ ἀ­μύ­γδα­λα ὁ κη­που­ρὸς καὶ μιὰ ὑ­φαν­τὴ ὁ­λό­μαλ­λη φλο­κά­τη ὁ βο­σκός. Ὁ πρα­μα­τευ­τὴς ὅ­μως κου­βα­λοῦ­σε μό­νο τὴν πρα­μά­τεια του. Γέ­λα­σε κι­ό­λας ὅ­ταν εἶ­δε τὰ δῶ­ρα τῶν συν­τρό­φων του.
-  Θαρ­ρεῖ­τε πὼς ἕ­νας βα­σι­λιὰς ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ τι­πο­τέ­νια πραγ­μα­τά­κια ποὺ κου­βα­λᾶ­τε; τοὺς πέ­τα­ξε εἰ­ρω­νι­κά. Καὶ πρό­σθε­σε:
-  Τὸ μό­νο ποὺ σκέ­φτο­μαι ἐ­γὼ εἶ­ναι τὸ πό­σα θὰ βγά­λω ἀ­π’ αὐ­τὸ τὸ ντα­βαν­τού­ρι. Τό­σος κό­σμος, τέ­τοι­ο πα­νη­γύ­ρι, ἔ, δὲν μπο­ρεῖ, θὰ κερ­δί­σω ἀρ­κε­τά. Ἴ­σως καὶ νὰ κά­νω τὴν τύ­χη μου. Ποι­ὸς ὁ λό­γος ἄλ­λω­στε νὰ κά­μω τέ­τοι­ο τα­ξί­δι, ἂν εἶ­ναι νὰ μὴ βγά­λω τί­πο­τε; Καὶ σί­γου­ρα στὸ τέ­λος θὰ γλεν­τή­σω πο­λύ, για­τί κά­ποι­α φάρ­σα θὰ μᾶς ἑ­τοι­μά­ζει ὁ βα­σι­λιάς. Τί ἄλ­λο θὰ μπο­ροῦ­σε ἄ­ρα­γε νὰ ἐν­νο­εῖ, ὅ­ταν λέ­ει ὅ­τι θὰ γί­νει ἕ­να μὲ μᾶς τοὺς ἀ­χα­ΐ­ρευ­τους;
Περ­πα­τοῦ­σαν ἀ­δι­ά­κο­πα μὲ­ς ἀ­πὸ ἄ­γνω­στα μέ­ρη, ἡ μιὰ συν­τρο­φιὰ κον­τὰ στὴν ἄλ­λη, γιὰ νὰ μὴ χά­νουν τὸν δρό­μο τους. Τὰ πό­δια τους πο­νοῦ­σαν καὶ φου­σκά­λι­α­ζαν ἀ­π’ τὶς κα­κο­το­πι­ές. Ὁ χρό­νος κυ­λοῦ­σε ἀ­στα­μά­τη­τα. Οἱ μέ­ρες γί­νον­ταν βδο­μά­δες, οἱ βδο­μά­δες μῆ­νες κι αὐ­τοὶ ἀ­κό­μα τα­ξί­δευ­αν.
Τὶς νύ­χτες κοι­μόν­του­σαν στὸ ὕ­παι­θρο. Μὲ πό­ση λα­χτά­ρα πε­ρί­με­ναν τὸ βα­σί­λε­μα τοῦ ἥ­λιου, νὰ ξα­να­σά­νουν λί­γο ἀ­π’ τ’ ὁ­λο­ή­με­ρο περ­πά­τη­μα! Ἀ­να­βαν φω­τι­ὲς σὰν ἔ­πε­φτε τὸ σού­ρου­πο καὶ μα­ζευ­όν­του­σαν τρι­γύ­ρω τους γιὰ προ­στα­σί­α ἀ­π’ τὸ νυ­χτε­ρι­νὸ κρύ­ο καὶ τ’ ἀ­γρί­μια. Ἔ­φτι­α­χναν ὅ,τι πρό­χει­ρο μπο­ροῦ­σαν γιὰ φα­γη­τὸ κι ἀ­κουμ­πι­σμέ­νοι κον­τὰ ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λον ἔ­πε­φταν νὰ κοι­μη­θοῦν κά­τω ἀ­π’ τ’ ἀ­στέ­ρια.
Μὰ καὶ τό­τε οἱ φί­λοι μας δὲν εὕ­ρι­σκαν ἡ­συ­χί­α. Πολ­λοὶ ὑ­πέ­φε­ραν γύ­ρω τους. Ἀ­πὸ ’­δῶ φώ­να­ζαν τὸν τσαγ­κά­ρη γιὰ τὰ χα­λα­σμέ­να πα­πού­τσια τους, ἀ­πὸ ’­κεῖ τὸν ρά­φτη γιὰ τὰ ξε­σχι­σμέ­να τους ροῦ­χα. Ἄλ­λος δὲν εἶ­χε νε­ρό, ἄλ­λος πει­νοῦ­σε. Οἱ κα­λοί μας φί­λοι μοι­ρά­ζον­ταν πρό­θυ­μα ὅ,τι τοὺς βρι­σκό­ταν μὲ ὅ­σους δὲν εἶ­χαν.
Μό­νο ὁ πρα­μα­τευ­τὴς δὲν ἔ­δι­νε τί­πο­τε. Που­λοῦ­σε ἀ­π’ τὴν πρα­μά­τεια του σὲ ὅ­σους εἶ­χαν λε­φτὰ νὰ ἀ­γο­ρά­σουν. Μὰ ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἀ­δι­ά­φο­ρος γιὰ ὅ­σους δὲν εἶ­χαν. Ἔ­βλε­πε τοὺς συν­τρό­φους του νὰ τρέ­χουν γιὰ τοὺς ἄλ­λους καὶ γε­λοῦ­σε.
-  Μυα­λὸ δὲν ἔ­χε­τε κα­θό­λου, μοῦ φαί­νε­ται! τοὺς ἔ­λε­γε. Δὲν βλέ­πε­τε ποὺ ὅ­λοι σᾶς ἐκ­με­ταλ­λεύ­ον­ται; Ἡ ζω­ὴ χρει­ά­ζε­ται καὶ λί­γη ἐ­ξυ­πνά­δα. Συ­νε­χί­στε, κο­ρό­ι­δα μου, μὲ τὸν τρό­πο ποὺ πά­τε, καὶ στὸ τέ­λος θὰ πε­θά­νε­τε ἐ­σεῖς γιὰ νὰ ζή­σουν οἱ ἄλ­λοι.
Ἐ­πι­τέ­λους με­ρι­κοί, ποὺ κα­μώ­νον­ταν πὼς ἤ­ξε­ραν τὰ πάν­τα καὶ εἶ­χαν γί­νει αὐ­τό­κλη­τοι ὁ­δη­γοὶ τῶν κα­ρα­βα­νι­ῶν, εἶ­παν κά­πο­τε πὼς ἦ­ταν πιὰ κον­τὰ στὸ τέρ­μα τοῦ τα­ξι­διοῦ τους. Καὶ πὼς τὸ βρά­δυ ἐ­κεί­νης τῆς ἡμέ­ρας θὰ ἔ­φτα­ναν στὸν βα­σι­λιά.
Μὰ ὅ­ταν νύ­χτω­σε, μπρο­στά τους δὲν εἶ­δαν τὴ με­γά­λη πο­λι­τεί­α μὲ τὸ πα­λά­τι, πα­ρὰ μο­νά­χα ἕ­να μι­κρὸ χω­ριὸ μὲ λί­γες ἀ­χυ­ρο­κα­λύ­βες. Ἡ νύ­χτα ἦ­ταν κρύ­α. Ἕ­νας ψυ­χρὸς ἄ­νε­μος φυ­σοῦ­σε καὶ στρί­μω­χνε ἀ­δι­ά­κο­πα στὸν οὐ­ρα­νὸ ἀ­πὸ πά­νω τους μαῦ­ρα σύν­νε­φα.
Οἱ κου­ρα­σμέ­νοι ὁ­δοι­πό­ροι ζή­τη­σαν κα­τα­φύ­γιο στὴ φι­λό­ξε­νη δι­ά­θε­ση τῶν χω­ρι­κῶν. Ἡ μι­κρή μας συν­τρο­φιὰ στρι­μώ­χτη­κε στὴν πρώ­τη ἀ­χυ­ρο­κα­λύ­βα ποὺ βρέ­θη­κε μπρο­στά τους. Προ­σπά­θη­σαν νὰ βο­λευ­τοῦν ὅ­πως-ὅ­πως στὸ θαμ­πὸ φῶς τοῦ σού­ρου­που.
Ὁ ἄν­τρας ποὺ τοὺς κά­λε­σε νὰ μποῦν, κά­θι­σε σὲ μιὰν ἄ­κρη κα­τά­χα­μα, δί­πλα στὴ γυ­ναί­κα του. Ἐ­κεί­νη κά­τι πα­σπά­τευ­ε σ’ ἕ­να μι­κρὸ σω­ρὸ ἀ­πὸ ἄ­χυ­ρα, στοι­βαγ­μέ­να στὴ γω­νιά. Πό­ση ὅ­μως ἦ­ταν ἡ ἔκ­πλη­ξή τους, ὅ­ταν τὴν εἶ­δαν νὰ ση­κώ­νει ἀ­πὸ ’­κεῖ ἕ­να μω­ρὸ καὶ νὰ τὸ παίρ­νει στὴν ἀγ­κα­λιά της! Ἡ φτώ­χεια τους ἦ­ταν παν­τοῦ φα­νε­ρή. Καὶ οἱ δυό τους ἦ­ταν σχε­δὸν ρα­κέν­δυ­τοι. Τὸ μω­ρό, τυ­λιγ­μέ­νο μὲ κου­ρέ­λια κι αὐ­τό, ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει για­τὶ πει­νοῦ­σε καὶ κρύ­ω­νε.
Ἡ φτω­χειὰ γυ­ναί­κα τό ’­σφι­ξε στὸ στῆ­θος της νὰ τὸ ζε­στά­νει. Τὸ πρό­σω­πό της ἦ­ταν γε­μά­το ἐγ­καρ­τέ­ρη­ση, ἐ­νῶ στὰ μά­τια της ἀν­τι­φέγ­γι­ζε ἀ­νεί­πω­τη τρυ­φε­ρό­τη­τα κα­θὼς τὸ κοί­τα­ζε.
-  Κρυ­ώ­νει καὶ πει­νά­ει, εἶ­πε, μὰ δὲν ἔ­χου­με τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ τοῦ δώ­σου­με. Δὲν ἔ­χω πιὰ γά­λα νὰ τὸ θη­λά­σω. Ἔ­χου­με κι ἐ­μεῖς δυὸ μέ­ρες νὰ φᾶ­με. Δὲν εἴ­χα­με σο­δειὰ φέ­τος.
Οἱ πέν­τε φί­λοι ἔ­μει­ναν κα­τά­πλη­κτοι. Ἀ­μέ­σως ὁ κη­που­ρὸς ἔ­βγα­λε τὶς τσακ­μα­κό­πε­τρες καὶ ἄ­να­ψε πο­λὺ προ­σε­κτι­κὰ φω­τιὰ στὴ σβη­σμέ­νη ἑ­στί­α τῆς κα­λύ­βας. Ὁ ρά­φτης ἔ­βγα­λε τὴ ζε­στὴ μω­ρου­δια­κὴ φο­ρε­σιὰ καὶ τὴν ἔ­δω­σε στὴ μη­τέ­ρα τοῦ μω­ροῦ.
-  Ἴ­σως νά ’­χει δί­κιο ὁ πρα­μα­τευ­τής, σκέ­φτη­κε. Τὸ βα­σι­λό­που­λο δὲν θὰ τὴν ἔ­χει πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­νάγ­κη, ἐ­νῷ αὐ­τὸ τὸ δύ­στυ­χο θὰ πε­θά­νει ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο, ἂν δὲν τοῦ τὴ δώ­σω.
Ὁ τσαγ­κά­ρης τὸν μι­μή­θη­κε. Ἔ­βγα­λε τὰ μα­λα­κὰ ὑ­πο­δή­μα­τα ποὺ εἶ­χε γιὰ τὸν μι­κρὸ βα­σι­λιὰ καὶ τὰ φό­ρε­σε στὰ πο­δα­ρά­κια τοῦ μω­ροῦ ποὺ ἔ­τρε­μαν ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο. Ὁ ξυ­λουρ­γὸς ἔ­δω­σε τὴ σκα­λι­στὴ κού­νια καὶ ὁ βο­σκὸς τὴν ὑ­φαν­τὴ φλο­κά­τη γιὰ νὰ τὸ τυ­λί­ξουν καὶ νὰ τὸ κοι­μί­σουν. Τέ­λος ὁ κη­που­ρὸς πρό­σφε­ρε στοὺς πει­να­σμέ­νους γο­νεῖς τοὺς καρ­ποὺς ποὺ κου­βα­λοῦ­σε γιὰ δῶ­ρο στὸν βα­σι­λιά, τὸ μό­νο φα­γη­τὸ ποὺ τοὺς εἶ­χε πλέ­ον ἀ­πο­μεί­νει.
Μό­νο ὁ πρα­μα­τευ­τὴς κα­θό­ταν στὴν ἄ­κρη του ἀ­δι­ά­φο­ρος. Ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὶς προ­μή­θει­ές του, ποὺ τὶς ἀ­γό­ρα­ζε πάν­το­τε μπό­λι­κες καὶ ἔ­φα­γε. Ἔ­ρι­ξε ἕ­να βλέμ­μα τρι­γύ­ρω ψυ­χρὸ καὶ σκο­τει­νό.
-  Πά­λι τὰ ἴ­δια μ’ αὐ­τοὺς τοὺς ἀ­δι­όρ­θω­τους! μουρ­μού­ρι­σε θυ­μω­μέ­νος. Τί ξε­ρο­κέ­φα­λοι ἄν­θρω­ποι! Τί ἄλ­λο πρέ­πει νὰ δοῦν γιὰ νὰ βά­λουν μυα­λό; Ἂς κοι­τά­ξουν καὶ λί­γο τὸν ἑ­αυ­τό τους. Πῶς μπο­ροῦν νὰ δί­νουν χω­ρὶς ἀν­τάλ­λαγ­μα; Αὐ­τὸ γιὰ μέ­να εἶ­ναι σκέ­τη ἀ­νο­η­σί­α. Δὲν βλέ­πουν ὅ­τι ἔ­φτα­σαν στὴν κα­τα­στρο­φή; Τί τοὺς ἀ­πο­μέ­νει πιά; Ἔ­δω­σαν ὅ,τι εἶ­χαν καὶ δὲν εἶ­χαν. Δὲν τοὺς κα­τα­λα­βαί­νω!
Τέ­λος ἔ­γει­ρε στὸ πλά­ι νὰ κοι­μη­θεῖ γρυλ­λί­ζον­τας τὰ γνω­στά του.
-  Τό ’­ξε­ρα πὼς θά ’­στε πάν­το­τε κο­ρό­ι­δα. Κα­θί­στε τώ­ρα νη­στι­κοί, νὰ πε­θά­νε­τε ἐ­σεῖς γιὰ νὰ ζή­σουν οἱ ἄλ­λοι!
Μὰ οἱ σύν­τρο­φοί του δὲν τοῦ ’­δω­σαν ση­μα­σί­α. Ἄλ­λω­στε κι αὐ­τοὶ δὲν κα­τα­λά­βαι­ναν τὸν πρα­μα­τευ­τή. Ἀ­να­ρω­τι­οῦν­ταν πάν­τα πῶς γι­νό­ταν νά ’­ναι τό­σο τυ­φλός. Νὰ μὴ βλέ­πει πώς, ὅ­ταν ἀ­γα­πᾶς, κα­ταρ­γοῦν­ται οἱ νό­μοι τῆς λο­γι­κῆς. Λει­τουρ­γοῦν οἱ νό­μοι τοῦ Θε­οῦ. Κι ἀν­τὶ νὰ ζη­μι­ώ­νε­σαι, κερ­δί­ζεις. Πάν­τα. Ψη­λα­φεῖς μὲ τὰ χέ­ρια σου τὴν εὐ­τυ­χί­α.
Μὰ τώ­ρα δὲν εἶ­χαν και­ρὸ ν’ ἀ­σχο­λη­θοῦν μα­ζί του. Τὸ μω­ρό, ντυ­μέ­νο στὰ ζε­στά, τοὺς κοί­τα­ζε μὲ τὰ φω­τει­νά του μα­τά­κια καὶ τοὺς ἔ­στελ­νε ἕ­να τό­σο γλυ­κὸ χα­μό­γε­λο, ποὺ τοὺς γέ­μι­ζε ἔκ­στα­ση. Οἱ φτω­χοὶ γο­νεῖς κοί­τα­ζαν πό­τε τὸ μω­ρό τους καὶ πό­τε τὴ συν­τρο­φιά. Στὰ μά­τια τους ἔ­λαμ­πε ἀ­πέ­ραν­τη γλυ­κύ­τη­τα καὶ ἀ­γά­πη. Ἂν καὶ τσα­κι­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὴν κού­ρα­ση οἱ πέν­τε φί­λοι καὶ θε­ο­νή­στι­κοι, ἔνοι­ω­σαν ἐν τού­τοις στὸ ἀ­τέ­νι­σμα αὐ­τῶν τῶν μα­τι­ῶν νὰ τοὺς τυ­λί­γει κά­τι θε­ϊ­κό. Μιὰ ὑ­περ­κό­σμια ζε­στα­σιὰ καὶ εὐ­τυ­χί­α ἔ­σβη­σε ἀ­πὸ μέ­σα τους καὶ τὴν πεί­να καὶ τὴν κού­ρα­ση. Ἔ­νοι­ω­σαν πὼς κά­τι ἀ­συ­νή­θι­στο συ­νέ­βαι­νε ἐ­δῶ.
Ὁ πρα­μα­τευ­τὴς δί­πλα τους ρο­χά­λι­ζε, μὰ αὐ­τοὶ ζοῦ­σαν σ’ ἕ­να ὄ­νει­ρο. Οὔ­τε ποὺ κα­τά­λα­βαν πό­τε τοὺς πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος. Για­τὶ καὶ κοι­μι­σμέ­νοι συ­νέ­χι­σαν νὰ ὀ­νει­ρεύ­ον­ται. Μό­νο ποὺ στὸ ὄ­νει­ρό τους τώ­ρα ἡ μι­κρὴ ἀ­χυ­ρο­κα­λύ­βα εἶ­χε γί­νει ἕ­να τε­ρά­στιο ἀ­στρα­φτε­ρὸ πα­λά­τι. Τὰ φτω­χι­κά τους δῶ­ρα εἶ­χαν κι αὐ­τὰ με­τα­μορ­φω­θεῖ. Τὸ βρέ­φος βρι­σκό­ταν σ’ ἕ­να χρυ­σο­στό­λι­στο λί­κνο, ἐ­νῷ οἱ ρα­κέν­δυ­τοι γο­νεῖς του, ντυ­μέ­νοι μὲ χρυ­σο­ΰ­φαν­τα ροῦ­χα, κά­θον­ταν στὸν θρό­νο τοῦ βα­σι­λιὰ καὶ τῆς βα­σί­λισ­σας. Ὅ­λα ἄ­στρα­φταν καὶ κο­λυμ­ποῦ­σαν στὸ φῶς.
Ὁ βα­σι­λιὰς καὶ ἡ βα­σί­λισ­σα τοὺς κά­λε­σαν νὰ πλη­σιά­σουν. Καὶ ὅ­ταν οἱ πέν­τε φί­λοι ἔ­κα­ναν μὲ δι­σταγ­μὸ με­ρι­κὰ βή­μα­τα, ἐ­κεῖ­νοι κα­τέ­βη­καν ἀ­π’ τὸ θρό­νο τους, τοὺς ἀγ­κά­λι­α­σαν σφι­χτὰ καὶ τοὺς φί­λη­σαν.
Οἱ φτω­χοὶ ἄν­θρω­ποι εἶ­δαν τό­τε πὼς κι αὐ­τοὶ εἶ­χαν ἀλ­λά­ξει. Τὰ ροῦ­χα τους εἶ­χαν γί­νει λαμ­πε­ρά. Ὁ τσαγ­κά­ρης ἔ­νοι­ω­σε ξαφ­νι­κὰ τὸ κου­τσὸ πό­δι του νὰ ἰ­σι­ώ­νει, νὰ γί­νε­ται ἕ­να μὲ τὸ ἄλ­λο. Τὸ κορ­μί του γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἀ­νορ­θώ­θη­κε. Καὶ ὁ βο­σκὸς εἶ­δε πα­ρα­ξε­νε­μέ­νος τὸ πα­ρά­λυ­το χέ­ρι του νὰ ζων­τα­νεύ­ει. Μπο­ροῦ­σε πιὰ νὰ τὸ κου­νά­ει ἐ­λεύ­θε­ρα ὅ­πως καὶ τὸ ἄλ­λο. Κυ­ρι­εύ­τη­καν ἀ­πὸ φό­βο καὶ ἔκ­στα­ση.
Μὰ τὸ βλέμ­μα τοῦ βα­σι­λιὰ εἶ­χε τὴν ἴ­δια γλυ­κύ­τη­τα καὶ ἀ­γά­πη, ὅ­πως καὶ πρὶν στὴν ἀ­χυ­ρο­κα­λύ­βα. Μὲ ἥ­με­ρο χα­μό­γε­λο τοὺς εἶ­πε:
-  Μᾶς δεί­ξα­τε ἀ­γά­πη λί­γο νω­ρί­τε­ρα. Γι’ αὐ­τὸ εἶ­στε ἄ­ξιοι νὰ μεί­νε­τε μα­ζί μας στὸ πα­λά­τι καὶ νὰ ζεῖ­τε βα­σι­λι­κά.
-  Μά, βα­σι­λιά μου, τόλ­μη­σε δει­λὰ ὁ ρά­φτης, ἐ­μεῖς κά­τι φτω­χοὺς ἀν­θρώ­πους βο­η­θή­σα­με λι­γά­κι σὲ μιὰ κα­λύ­βα, ὄ­χι ἐ­σᾶς.
-  Ὁ γιός μου, ἡ βα­σί­λισ­σα κι ἐ­γὼ εἴ­μα­στε οἱ φτω­χοὶ ποὺ βο­η­θή­σα­τε. Δὲν σᾶς μή­νυ­σα πὼς θὰ μὲ βρεῖ­τε ἀ­νά­με­σά σας; Σὰν ἕ­ναν ἀ­πό σᾶς; Μὲ τὴ θέ­λη­σή μου τὸ ἔ­κα­μα, γιὰ νὰ σᾶς δο­κι­μά­σω. Γιὰ νὰ δεί­ξε­τε τὸν πραγ­μα­τι­κὸ ἑ­αυ­τό σας. Καὶ νὰ σᾶς δώ­σω τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ γί­νε­τε, ἂν θέ­λε­τε, κι ἐ­σεῖς σὰν ἐ­μᾶς.
Μι­λοῦ­σε ἀ­κό­μα ὁ βα­σι­λιάς, ὅ­ταν πρό­βα­λε ἀ­πὸ μιὰν ἄ­κρη ὁ πρα­μα­τευ­τής. Μὰ σ’ αὐ­τὸν δὲν εἶ­χε ἀλ­λά­ξει τί­πο­τε. Τὰ ἴ­δια πα­λι­ό­ρου­χα ποὺ φο­ροῦ­σε καὶ πρὶν κρέ­μον­ταν πά­νω του καὶ ἦ­ταν τὸ ἴ­διο στρα­βὸς ἀ­π’ τό ’­να του μά­τι ὅ­πως καὶ πρῶ­τα. Τὸ βλέμ­μα τοῦ βα­σι­λιὰ στρά­φη­κε πά­νω του αὐ­στη­ρό.
-  Ὅ­μως ἐ­σύ, πρα­μα­τευ­τή, δὲν εἶ­σαι ἄ­ξιος νὰ βρί­σκε­σαι ἐ­δῶ! Δὲν ἔ­χει θέ­ση στὸ πα­λά­τι μου ὅ­ποι­ος δὲν ἀ­γα­πά­ει καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ κά­νει τὸ κα­λό.
-  Μά, βα­σι­λιά μου, ψέλ­λι­σε σκυ­φτὸς ὁ πρα­μα­τευ­τής, ἂν ἤ­ξε­ρα πὼς εἶ­χα μπρός μου τὴ με­γα­λει­ό­τη­τά σου, θά ’­δι­να ὁ­λό­κλη­ρο τὸ βιός μου.
-  Ἀ­φοῦ δὲν μπό­ρε­σες νὰ δεί­ξεις κα­λο­σύ­νη στοὺς φτω­χούς σου ἀ­δελ­φούς, οὔ­τε σὲ μέ­να θὰ τὴν ἔ­δει­χνες πο­τέ. Ἀ­πὸ ’­δῶ καὶ μπρὸς λοι­πὸν καὶ μέ­χρι νὰ κα­τα­λά­βεις τί ση­μαί­νει ν’ ἀ­γα­πᾶς, δὲν θά ’­σαι πα­ρὰ ἕ­νας φτω­χός, τα­λαί­πω­ρος ζη­τιά­νος. Αὐ­τὴ ἡ θέ­ση σοῦ ται­ριά­ζει καὶ μό­νος σου τὴ δι­ά­λε­ξες.
Σ’ ἕ­να νεῦ­μα τοῦ βα­σι­λιὰ δυὸ φρου­ροὶ ἅρ­πα­ξαν στὰ στι­βα­ρά τους μπρά­τσα τὸν πρα­μα­τευ­τὴ καὶ τὸν πέ­τα­ξαν ἀ­μέ­σως ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πύ­λη τοῦ πα­λα­τιοῦ.
Πλημ­μυ­ρι­σμέ­νοι ἀ­πὸ δέ­ος οἱ πέν­τε φί­λοι ἔ­πε­σαν νὰ προ­σκυ­νή­σουν τὸν βα­σι­λιὰ καὶ τὴ βα­σί­λισ­σα, μὰ αὐ­τοὶ δὲν τοὺς ἄ­φη­σαν.
-  Ὄ­χι, ἀ­γα­πη­τοί μας! εἶ­παν, κα­θὼς τοὺς ἔ­πι­α­ναν ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια καὶ τοὺς σή­κω­ναν. Ἐ­σεῖς θὰ εἶ­στε πιὰ οἱ φί­λοι μας. Θὰ τρῶ­τε πάν­τα καὶ θὰ πί­νε­τε μα­ζί μας στὸ τρα­πέ­ζι μας.
Καὶ μὲ τὰ λό­για αὐ­τὰ ἕ­να φαν­τα­στι­κὰ πλού­σιο τρα­πέ­ζι στρώ­θη­κε ἀ­μέ­σως γιὰ τὴν κα­λό­τυ­χη συν­τρο­φιά.
Μὰ πό­ση ἦ­ταν ἡ ἔκ­πλη­ξή τους, ὅ­ταν εἶ­δαν τὸν βα­σι­λιὰ καὶ τὴ βα­σί­λισ­σα νὰ ση­κώ­νον­ται καὶ νὰ τοὺς ὑ­πη­ρε­τοῦν! Μὲ πρό­σχα­ρη δι­ά­θε­ση ὁ βα­σι­λιὰς σέρ­βι­ρε τὸ φα­γη­τὸ στὰ πιά­τα τους καὶ τοὺς πα­ρέ­στε­κε, ἐ­νῷ ἡ βα­σί­λισ­σα, γε­μά­τη ὀ­μορ­φιὰ καὶ χά­ρη, γέ­μι­ζε τὰ πο­τή­ρια τους γλυ­κὸ κρα­σί.
Μιὰ γλυ­κειὰ μου­σι­κὴ ἀ­πὸ τὴ μπάν­τα τοῦ πα­λα­τιοῦ, ποὺ ὅ­μοι­ά της δὲν εἶ­χαν ξα­να­κού­σει, χά­ι­δευ­ε τὰ αὐ­τιά τους ὅ­λη τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­τρω­γαν.
Κι ἀ­φοῦ ἡ λαμ­πρὴ παν­δαι­σί­α ἔ­λα­βε τέ­λος, λε­πτο­ΰ­φαν­τα με­τα­ξω­τὰ σκε­πά­σμα­τα στρώ­θη­καν γιὰ τοὺς φί­λους μας πά­νω σὲ κρε­βά­τια ἀ­πὸ χρυ­σὸ καὶ φίλ­ντι­σι. Ἕ­νας ὕ­πνος βα­θὺς μ’ ἕ­να γλυ­κὸ ἀ­τε­λεί­ω­το ὄ­νει­ρο σκέ­πα­σε τὰ βλέ­φα­ρά τους, βυ­θί­ζον­τάς τους στὴν πιὸ πρω­τό­γνω­ρη εὐ­τυ­χί­α τῆς ζω­ῆς τους...
... Στὸ ἀ­χνο­φῶς τῆς αὐ­γῆς ξύ­πνη­σε πρῶ­τος ὁ βο­σκός. Χω­ρὶς ν’ ἀ­νοί­ξει τὰ μά­τια του, γιὰ νὰ μὴ χά­σει τὴ γλυκειὰ αἴσθηση ποὺ τὸν πλημμύριζε, προ­σπά­θη­σε νὰ κα­τα­λά­βει τί γί­νε­ται. Ἀ­μέ­σως θυ­μή­θη­κε πὼς εἶ­χαν στοι­βα­χτεῖ ἀ­πο­βρα­δὶς στὴν ἀ­χυ­ρο­κα­λύ­βα.
-  Ὄ­νει­ρο ἦ­ταν!... Τί κρί­μα! σκέ­φτη­κε με­λαγ­χο­λι­κὸς κι ὅ­λη του ἡ δι­ά­θε­ση χά­θη­κε. Μὰ τί πε­ρί­με­νες; Ἦ­ταν πο­λὺ κα­λὸ πράγ­μα­τι γιὰ νά ’ναι ἀ­λη­θι­νό.
Κα­θὼς ἔ­κα­νε ὅ­μως νὰ κου­νη­θεῖ, ἀ­να­πή­δη­σε. Τὸ πα­ρά­λυ­το χέ­ρι του ἦ­ταν γε­ρό. Κα­τά­γε­ρο σὰν τὸ ἄλ­λο. Ἔ­βα­λε μιὰ φω­νὴ χα­ρᾶς. Τι­νά­χτη­καν ὅ­λοι ἐ­πά­νω. Μιὰ δεύ­τε­ρη κραυ­γὴ ἀ­κού­στη­κε. Ἀ­π’ τὸν τσα-γκά­ρη αὐ­τὴ τὴ φο­ρά, κα­θὼς ἀ­να­κά­λυ­πτε τὸ κου­τσό του πό­δι θε­ρα­πευ­μέ­νο.
Καὶ τό­τε εἶ­δαν ὅ­λοι γε­μά­τοι κα­τά­πλη­ξη, πὼς δὲν βρί­σκον­ταν στὴν ἀ­χυ­ρο­κα­λύ­βα ποὺ τοὺς φι­λο­ξέ­νη­σε τὸ βρά­δυ, μὰ σ’ ἕ­να πα­λά­τι.
-  Ὁ πρα­μα­τευ­τής; ρώ­τη­σε κά­ποι­ος.
Κοί­τα­ξαν γύ­ρω τους. Δὲν ἦ­ταν που­θε­νά. Εἶ­χε γί­νει ἄ­φαν­τος. Τά ’­χα­σαν. Μὰ πρὶν προ­λά­βουν νὰ ποῦν ὁ­τι­δή­πο­τε, ἡ πόρ­τα ἄ­νοι­ξε. Μπρο­στά τους στέ­κον­ταν ὁ βα­σι­λιὰς καὶ ἡ βα­σί­λισ­σα, μ’ ἕ­να θε­ό­μορ­φο μω­ρὸ στὴν ἀγ­κα­λιά της.
-  Ναί, φί­λοι μου, ἀ­γα­πη­μέ­νοι φί­λοι μου! εἶ­πε χα­μο­γε­λα­στὸς ὁ βα­σι­λιάς. Δὲν ὀ­νει­ρεύ­ε­στε πιά! Εἶ­ναι ὅ­πως τὸ βλέ­πε­τε. Τε­λεί­ω­σε πλέ­ον κά­θε πό­νος καὶ τα­λαι­πω­ρί­α γιὰ σᾶς. Ἀ­πὸ ’­δῶ καὶ μπρὸς θά ’­μα­στε πάν­το­τε μα­ζί.
-  Μὰ πῶς γί­νε­ται νὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό; σκε­φτόν­του­σαν ἐκ­στα­τι­κοί. Τὸ ὄ­νει­ρο νά ’­ναι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα!
Καὶ σὰ νὰ δι­ά­βα­ζε τὴ σκέ­ψη τους ἡ βα­σί­λισ­σα, μὲ τὸ γλυ­κό της πάν­τα χα­μό­γε­λο, εἶ­πε:
-  Σᾶς φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νο, ἔ; Μὰ ἡ ἀ­γά­πη κά­νει θαύ­μα­τα, δὲν τό ’χε­τε ἀ­κού­σει; Ἀ­να­τρέ­πει τὰ πάν­τα, ἀ­κό­μα καὶ τοὺς νό­μους τῆς φύσης. Δὲν ὑ­πάρ­χει πιὸ κα­τα­λυ­τι­κὴ δύ­να­μη ἀ­π’ αὐ­τήν. Ζεῖ­τε καὶ σεῖς τὸ θαῦ­μα τῆς ἀ­γά­πης τώ­ρα. Καὶ θὰ τὸ ζεῖ­τε γιὰ πάν­τα!

... Καὶ ζή­σα­με ἐ­μεῖς κα­λά, μὰ ὄ­χι σὰν κι αὐ­τούς, ποὺ ἔ­ζη­σαν πο­λὺ κα­λύ­τε­ρα ἀ­π’ ὅ­λους μας, ...σὲ κά­ποι­ον τό­πο μα­κρι­νό, ...μιὰ φο­ρὰ κι ἕ­ναν και­ρό… 
π. Δημήτριος Μπόκος

Δεν υπάρχουν σχόλια: