Κυριακή Ι´Ματθαίου
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Τά ἀπραγματοποίητα θαύματα
«Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; »
(Ματθ. ιζ΄19)
« Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;»
Τό θαῦμα ἔχει συντελεσθεῖ. Ὁ πονεμένος πατέρας ἀγκαλιάζει τό βασανισμένο
του παιδί ἐλεύθερο ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ διαβόλου, καί τούς ἐννέα Μαθητές τοῦ
Κυρίου βασανίζει τό ἐρώτημα. Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε αὐτό τό
δαιμόνιο; Εἶναι ἡ πρώτη φορά ἀπό τότε πού ὁ Κύριος τούς ἔδωσε τό χάρισμα νά
θαυματουργοῦν, πού τό χάρισμα αὐτό δέν φέρνει ἀποτέλεσμα. Ὁ Κύριος βέβαια, πού
τήν ὥρα τοῦ μεγάλου ἀγώνα τους βρισκόταν μέ τούς ἄλλους τρεῖς Μαθητές στό
Θαβώρ, ἐθεράπευσε τό νέο ἐκεῖνο, τό ἐρώτημα ὅμως παραμένει: Γιατί ἐμεῖς δέν
μπορέσαμε νά βγάλουμε αὐτό τό δαιμόνιο;
Γιατί λοιπόν δέν
μπόρεσαν; Καί γιατί καί ἐμεῖς σέ κάποιες
παρόμοιες περιστάσεις ἀποτυγχάνουμε;
****
« Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;»
Ἡ ἀπάντηση πού τούς δίνει ὁ
Κύριος, ἔρχεται σάν κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ. «Διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν», ἀντηχοῦν στά αὐτιά
τους τά λόγια τοῦ Διδασκάλου. Δέν μπορέ¬σατε νά τό βγάλετε τό δαιμόνιο, διότι σᾶς
λείπει ἡ πίστη. Ἡ ἀπάντηση, ἐλεγκτική καί κατά συνέπεια ὀδυνηρή, τούς
συγκλονίζει καί τούς προβληματίζει. Δέν τούς ἔφθανε ἡ ταλαιπωρία ἀπό τήν πάλη
μέ τό πονηρό πνεῦμα καί ἡ ταπείνωση πού ὑπέστησαν μπροστά στά μάτια τόσων ἀνθρώπων,
μέ τό νά δίνουν ἐντολή στό δαιμόνιο νά φύγει καί αὐτό νά ἀντιστέκεται καί νά
τούς ἐκθέτει στά μάτια τοῦ κόσμου. Ἀκοῦνε τώρα καί ἀπό τό στόμα τοῦ καρδιογνώστη
Διδασκάλου, ὅτι αἰτία ὅλης ἐκείνης τῆς ταλαιπωρίας καί τῆς ταπείνωσης ἦταν ἡ ἀπιστία
τους.
Μά ἦταν ποτέ δυνατόν αὐτοί,
πού ἄφησαν τά πάντα καί ἀκολούθησαν τόν Χριστό μέ τόση πιστότητα καί συνέπεια,
νά ἦταν ἄπιστοι; Ἀσφαλῶς ὄχι. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἦταν πιστοί. Ἦταν ἴσως
περισσότερο πιστοί ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον ἄνθρωπο. Τότε, γιατί ὁ Κύριος τούς ἀποδίδει
ἀπιστία; Τούς ἀποδίδει ἀπιστία, γιατί ἡ πίστη
τους δέν ἦταν ἐπαρκής. Ἦταν λίγη, ἀναιμική.
Ὅταν τά πράγματα πήγαιναν
καλά, ὅταν οἱ ἀσθενεῖς μέ ἕνα τους λόγο θεραπεύονταν καί τά δαιμόνια μέ τήν ἐπίκληση
τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυ¬ρίου φυγαδεύονταν, ἐπίστευαν. Τώρα ὅμως, πού τό σκληρό
δαιμόνιο ἀρνεῖται νά ὑπακούσει, τά χάνουν. Ὄχι μόνο τά χάνουν, ἀλλά ἀρχίζουν
καί νά ἀμφιβάλλουν. Μέσα τους ἀναρωτιοῦνται: «μήπως ἐχάσαμε τό χάρισμα; Διάφορα
"μήπως" τούς χαλοῦσαν τό λογισμό.
Μέσα σ᾽ αὐτή τήν κατάσταση τῆς
ἀμφιβολίας, δέν χρειαζόταν τίποτε ἄλλο. Ἀπό τήν ὥρα πού ἡ ἀμφιβολία εἰσέβαλε
στίς ψυχές τους, ἡ μάχη πλέον εἶχε χαθεῖ.
Ἐδῶ βέβαια ὑπάρχει καί ὁ ἀντίλογος.
Θά ἔλεγε κάποιος: Τί θά μποροῦσαν νά κάνουν ἐκείνη τήν ὥρα οἱ δοκιμαζόμενοι
Μαθητές; Ὅσο κι ἄν φαίνεται παράδοξο, τήν ὥρα ἐκείνη θά ἔπρεπε νά μείνουν ἀνεπηρέαστοι ἀπό τήν ἀντίσταση τοῦ
δαίμονα. Αὐτοί εἶχαν μαζί τους τόν Ἰσχυρό. Μέ τήν δύναμή Του μέχρι τώρα θαυματουργοῦσαν.
Ἔβλεπαν τά δαιμόνια νά φρίττουν καί νά τρέμουν μπροστά στόν Διδάσκαλο, καί μέ ἕνα
ἁπλό λόγο Του νά φυγαδεύονται. Ἑπομένως δέν ὑπῆρχε περίπτωση τώρα ὁ δαίμονας νά
φανεῖ ἰσχυρότερος ἀπό τόν Παντοκράτορα Κύριο πού τούς παρακολουθοῦσε μέ τό
παντέφορο βλέμμα Του καί τούς ἐνίσχυε στόν ἀγώνα τους. Ἑπομένως δέν ἔπρεπε νά
φοβηθοῦν, οὔτε νά ταραχθοῦν. Ἔπειτα θά κατέφευγαν μέ πολύ θερμή προσευχή στόν
Κύριο, ἔχοντας ἀπόλυτη τή βεβαιότητα ὅτι ὁπωσδήποτε θά γίνει τό θαῦμα. Μπροστά
σέ μιά τέτοια ἰσχυρή καί ἐπίμονη πίστη, τό δαιμόνιο θά εἶχε γίνει ἄφαντο.
Αὐτή ἡ λίγη πίστη, ἡ ἀναιμία
ἡ πνευματική τῆς ψυχῆς, εἶναι πού ἔφερε τήν ἧττα. Δέν πρέπει ὅμως νά κατηγοροῦμε
τούς Ἁγίους Ἀποστόλους ἐμεῖς, πού βρισκόμαστε στό ἀπυρόβλητο τῆς δισχιλιόχρονης
νικηφόρας πορείας τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐκεῖνοι βρίσκονταν ἀκόμη πρίν ἀπό τήν
Πεντηκοστή.
****
Εἶναι μυστήριο βαθύ ἡ πίστη,
ἀγαπητοί μου ἀδελφοί! Ἀλλά καί πολύ εὐαίσθητο. Μ᾽ αὐτήν οἱ πιστοί βλέπουμε
τόσες φορές θαύματα χειροπιαστά στή ζωή μας. Δυσκολίες καί κίνδυνοι, πού μοιάζουν
μέ πελώρια βουνά, ξαφνικά μετατοπίζονται. Ἄλυτα προβλήματα καί ἀσφυκτικά ἀδιέξοδα λούζονται ξαφνικά στό φῶς
καί ἀφήνουν διεξόδους λυτρωτικές. Εἶναι πρα-γματικά μυστήριο βαθύ καί ἀνερμήνευτο
ἡ πίστη.
Εἶναι ὅμως ταυτόχρονα καί
μυστήριο εὐαίσθητο. Μόλις κάποια ἀμφιβολία καταλάβει τήν ψυχή μας, ὅλο τό οἰκοδόμημα
τῶν θαυμάτων τοῦ Θεοῦ καταρρέει σάν χάρτινος πύργος. Ἡ προσευχή δέν ἔχει
δύναμη, ἡ ψυχή παρουσιάζεται χωρίς θάρρος καί οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς δέν μεταβάλλονται.
Τά προβλήματα παρα¬μένουν καί πιέζουν ἀσφυκτικά, καί οἱ κίνδυνοι πλησιάζουν ὅλο
καί πιό πολύ ἀπειλητικοί. Σ᾽ αὐτές τίς περιπτώσεις ἡ ψυχή ἔχει προδοθεῖ ἀπό τόν
ἴδιο τόν ἑαυτό της.
Λείπει λοιπόν ἡ πίστη· ἡ
φλόγα ἐκείνη τῆς ψυχῆς, πού κάνει τά μάτια τῆς μητέρας νά λάμπουν μέ ἕνα ἄλλο φῶς.
Φῶς ὄχι τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά φῶς ὑπερκόσμιο, φῶς πού σαλεύει τά ὄρη, σείει
τούς οὐρανούς καί ἀλλάζει τήν πορεία τῶν πραγμάτων, ἀλλάζει τίς βουλές τοῦ Θεοῦ,
πού πάντα χαίρεται νά τόν νικοῦν τά πλάσματά Του σ᾽ αὐτή τήν ἀκατανόητη πάλη τοῦ
χοϊκοῦ ἀνθρώπου μαζί του.
Φῶς πού κάνει ὥστε, ἐνῶ τά αὐτιά τῆς μάνας άκοῦνε τούς γιατρούς νά
δίνουν μόνο λίγες ὧρες ζωῆς στό ἐτοιμοθάνατο
παιδί της, ἐκείνη νά μή τά χάνει, ἀλλά νά στρέφει τά μάτια της στόν οὐρανό καί ἐσωτερικά
νά ψιθυρίζει: « τόσο τό καλύτερο· τό θαῦμα, Κύριε, πού σοῦ ζητῶ νά κάμεις, θά εἶναι
ἀκόμη πιό λαμπρό καί θαυμαστό».
Αὐτή ἡ πίστη, πού γιά τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία δέν εἶναι κάποιες θρηησκευτικές πεποιθήσεις ἤ γνώσεις ἤ κάποια
μεταφυσική ἰδεολογία, ἀλλά τό ὑπαρξιακό ἐκεῖνο γεγονός, γιά τή δυνατότητα
σχέσης κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἡ πίστη πού νοεῖται σάν τό μυστήριο τῆς
καρδιᾶς πού φλέγεται ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ πίστη εἶναι
τόσο δυσεύρετη σήμερα, στήν ἐποχή τῆς ἄτεγκτης λογικῆς τῶν ἀριθμῶν. Τῆς λογικῆς
πού λέγει: πόσα εἶναι τά ἔσοδά μας; Πόσα τά ἔξοδα; Τί ἔξοδα χρειάζεται ἕνα παιδί γιά νά ἔλθει
στόν κόσμο, νά μεγαλώσει καί νά ἀποκατασταθεῖ; Πόσα λοιπόν παιδιά θά κάνουμε; Ἀσφαλῶς
ἕνα. Κι αὐτό μόλις καί μετά βίας θά τό ζήσετε.
Γάμος χωρίς τήν πίστη πού
μετακινεῖ βουνά, εἶναι τό διακριτικό γνώρισμα τῆς ἐποχῆς μας. Μέ μόνο ἐφόδιο τό
χαρτί καί τό μολύβι, γιά νά γίνονται σωστοί λογαριασμοί. Γάμος χωρίς πίστη στό
θαῦμα. Χωρίς πνοή. Χωρίς τή θεϊκή φλόγα
τῆς ψυχῆς. Κι ἔτσι ἡ εὐτυχία μένει ἔξω ἀπό τό σπίτι καί οἱ ψυχές ζοῦν τό βουβό
δράμα πού τούς ἐπιβάλλει ἡ ὁλιγοπιστία τους. Τά ὑλικά ἀγαθά μπορεῖ νά ὑπάρχουν
καί μάλιστα ἄφθονα, ἀλλά οἱ καρδιές μένουν ἄδειες μέ τό φάσμα τῆς κατάρρευσης
νά καραδοκεῖ σέ κάθε στιγμή.
******
« Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;»
«Διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν». Ἄν ἡ
ἔλλεψη θερμῆς καί ἰσχυρῆς πίστης καταδικάζει τόν ἄνθρωπο σέ μαρασμό πνευματικό,
τοῦ στερεῖ τήν χάρη καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη πού σάν τόν κόκκο τοῦ
σιναπιοῦ εἶναι γεμάτη ἐνέργεια κατορθώνει τά μέγιστα.
Μακάριοι καί εὐλογημένοι ἐκεῖνοι οἱ πιστοί πού, μέσα σ᾽ αὐτό τόν κόσμο τῶν
παγωμένων ἀριθμῶν, κρατοῦν τή φλόγα τῆς ψυχῆς τους ἀναμμένη καί προχωροῦν ἀκλόνητοι
καί σταθεροί στό μόνο δρόμο πού ὁδηγεῖ στό ἔκπαγλο φῶς τοῦ οὐρανοῦ. Σ᾽ αὐτῶν τή
χορεία ἄς ἐπιθυμήσουμε νά ἀνήκουμε ὅλοι μας.
Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου