Ομιλία του
Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου
προς τα στελέχη του Υπουργείου Παιδείας
και Πολιτισμού της Κύπρου με θέμα:
Οἱ κοινωνικές ἀξίες στά ὅρια τῆς
χριστιανικῆς ἠθικῆς
καί τῆς ὀντολογίας.
1. Ἡ προσέγγιση τῶν κοινωνικῶν ἀξιῶν,
μέ βάση τά πατερικά κείμενα, καί τήν ἀναφορική τους σχέση πρός τίς ἀρχές τῆς
χριστιανικῆς ἠθικῆς καί τῆς ὀντολογίας, ἀπαιτεῖ ὁρισμένες ἀξιωματικές ἀρχές, ὡς
πρός τή σημασία καί τή λειτουργικότητα τῶν ἀξιῶν αὐτῶν στά πλαίσια τῆς ἀνθρώπινης
κοινωνίας.
Ἐξαρχῆς θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι
τά πατερικά κείμενα, ὡς κείμενα ἐκκλησιαστικά καί μόνο, δέν ἐκφράζουν μία ἰδεολογία,
οὔτε περιγράφουν κάποια θρησκευτικά μορφώματα, ἀπό τά ὁποῖα προσπαθοῦν νά ἀντλήσουν
τήν αὐθεντία τους ἤ νά διεκδικήσουν τήν ἀναγκαιότητά τους στό χῶρο καί στό
χρόνο.
Τά πατερικά κείμενα εἶναι
πρώτιστα κείμενα βιωματικά καί ἐμπειρικά, μέ τά ὁποῖα περιγράφεται – «σημαίνεται»
ἕνα συγκεκριμένο μοντέλο ζωῆς καί ὕπαρξης. Ἕνα μοντέλο ζωῆς, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ
τό ἀντικατόπτρισμα τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν καί πρός τόν κάθε ἄνθρωπο,
τόν συνάνθρωπο, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» δημιούργημα, καί ὁ ὁποῖος
μαζί μέ ὅλους τούς ἄλλους ἔχει ἕναν προορισμό μέσα στήν ἱστορική πορεία τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας καί πραγματικότητας. Ὁ προορισμός αὐτός
εἶναι τελείως διαφορετικός ἀπό αὐτόν πού
ὑποδεικνύεται στά διάφορα κοινωνικά μοντέλα ἤ οἰκονομικά πρότυπα. Εἶναι ἕνας
προορισμός, στόν ὁποῖον ὁ ἄλλος, ὁ ξένος, ὁ πλησίον ἀνυψώνεται στό ἐπίπεδο τοῦ ἀδελφοῦ
καί μέ τόν τρόπο αὐτό γίνονται ὅλοι μαζί «κοινωνοί τοῦ ἐγώ καί τοῦ ἐμεῖς» καί
συγχρόνως «τέκνα καί υἱοί Θεοῦ».
Αὐτός ὁ νέος «κοινωνικός» προορισμός
εἶναι πού δίδει καί στίς λεγόμενες κοινωνικές ἀξίες, στό χῶρο τῆς πατερικῆς
γραμματείας, διαχρονικά ἕνα ἄλλο νόημα, περισσότερο ἀνοικτό, εὐρύ καί δυναμικό,
ἐπειδή δέν τίς περιορίζει στά στενά ὅρια ἕνας ἀξιακοῦ συστήματος ἠθικῆς καί συμπεριφορᾶς,
ἀλλά τίς προσδίδει ἕνα ὑπαρξιακό καί ὀντολογικό περιεχόμενο καί τίς συσχετίζει
μέ τήν ἴδια τήν ζωή καί τόν προορισμό αὐτῆς τῆς ζωῆς.
Ἡ ἀξία λοιπόν, ἀκόμη καί ὡς
κοινωνική, στήν πατερική σκέψη, προσδιορίζεται ὄχι ἀπό μία χρηστική
λειτουργικότητα, ἡ ὁποία κινεῖται στά ὅρια τοῦ συμφέροντος, ὅπου ὑποκρύπτει καί
μία ὠφελιμιστική ἰδιοτέλεια καί εὐδαιμονιστική ἐπιδίωξη, ἀλλά καθορίζεται ἀπό
τήν ἀρχή τῆς ἀναφορικότητας. Ἔχει δηλαδή μία λειτουργικότητα σχεσιακή, ἀφοῦ
περιγράφεται καί συγχρόνως ὁριοθετεῖται ἀπό τή σχέση τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλον,
γεγονός τό ὁποῖο συνεπάγεται, ὅτι ὁ ἄλλος καί ὄχι ἐγώ μόνος καί ἀποκλειστικά ἀποτελεῖ
τό ἀξιακό μου κριτήριο γιά τό σκοπό καί τή σημασία τῆς ζωῆς καί τόν προορισμό τῆς
ἀνθρώπινης κοινωνίας.
2. Ἡ ἀνατρεπτική αὐτή θεώρηση καί
λειτουργικότητα τῶν κοινωνικῶν ἀξιῶν, θεμελιώνεται στή βιβλική θεώρηση τῆς ἀξίας
τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅπου οἱ διακρίσεις δέν χωροῦν καί ἡ κοινωνική
διάσπαση περιθωριοποιεῖται. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὅμως ὅλες οἱ κοινωνικές ἀξίες
διαφοροποιοῦνται τόσο στό χῶρο, ὅσο καί στό χρόνο, ἀφοῦ ἡ συλλογικότητα ἐκτοπίζει
τόν ἀτομισμό καί ἡ κοινωνικότητα διαφοροποιεῖται ἀπό κάθε μορφή κοινωνικοῦ ἀπομονωτισμοῦ.
Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ κοινωνικές ἀξίες ἀποκτοῦν μία ἄλλη δυναμική καί ἕνα ἄλλο
περιεχόμενο, ἐνῶ ἡ ἀναγωγή τους στό ἐπίπεδο τῆς θρησκευτικότητας τούς δίνει
τή δυνατότητα νά κινοῦνται μέσα στό πνεῦμα τῆς φιλάνθρωπης ἀλληλεγγύης, τῆς ἰσότητας
καί τῆς ἰσοτιμίας, καί πάντοτε ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀνταποδοτικότητας.[1]
Γιά νά γίνει κατανοητή αὐτή ἡ
διαφοροποίηση τῶν κοινωνικῶν ἀξιῶν στό χῶρο τῆς θρησκευτικότητας θά μοῦ ἐπιτρέψετε
νά χρησιμοποιήσω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, ἕνα ἀπό τό χῶρον τοῦ
βουδδισμοῦ καί τό ἄλλο ἀπό τά ἀρχαῖα κινεζικά θρησκεύματα, προκειμένου στή
συνέχεια νά καταστῇ ἐμφανής καί ἡ συμβολή τῆς χριστιανῆς θεώρησης τῶν ἀξιῶν αὐτῶν,
ὄχι τόσο στό ἐπίπεδο τῆς ἀντιθετικότητας ἤ τῆς ἀπολογητικῆς, ὅσο κυρίως στό ἐπίπεδο
τῆς διαφορετικῆς νοηματοδότησης καί κατανόησης
τῆς λειτουργικότητας τῶν κοινωνικῶν αὐτῶν ἀξιῶν.
Στό βουδδισμό γιά παράδειγμα ἡ ἰδέα
τῆς φιλανθρωπίας, συσχετίζεται ἄμεσα πρός τήν ἰδέα τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀρετῆς, ὡς
γνωρίσματα ὅμως μόνον τῶν τελείων καί ὁλοκληρωμένων ἀνθρώπων. Ὑπ’ αὐτή τήν προοπτική
ἡ ἀγάπη στό βουδδισμό λαμβάνει ἔντονο ἀρνητικό, παθητικό καί στάσιμο χαρακτῆρα,
ἐνῶ χρησιμεύει ὡς συνετό μέσο πρός διατήρηση τῆς ψυχικῆς ἠρεμίας καί ἐπιβεβαίωσης
τῆς τελειότητας.[2]
Ἔναντι τῆς ψυχικῆς αὐτῆς θεώρησης
τῆς φιλάνθρωπης ἀγάπης οἱ ἀρχαῖοι κινέζοι (Λάο-Τσέ) δίδασκαν μέν τήν ἀγάπη
πρός τόν πλησίον, μάλιστα δέ μέ τήν ριζοσπαστική θέση, ὅτι φτάνει μέχρι καί
τούς ἐχθρούς, αὐτή ὅμως ἡ σοφιολογική ἀναφορά
ἀποβλέπει ὄχι στόν ἄνθρωπο, ὡς στοιχεῖο ἑνός συνόλου, ἀλλά ἀποκλειστικά καί
μόνο στό σύνολο, ἀφοῦ φαίνεται ὅτι «ἀδιαφορεῖ»
γιά τόν κάθε ἕναν ἄνθρωπο καί γιά τίς ἐπιμέρους ἀνθρώπινες προσωπικότητες
καί μονάδες. Ἡ ἀγάπη ὑπό αὐτή τήν προοπτική λαμβάνει διάφορες θεωρήσεις ὡς πρός
τή λειτουργία τῆς ὁμάδας.[3]
Καί οἱ δύο αὐτές θεωρήσεις τῆς ἀγάπης,
ὡς βασικοῦ κριτηρίου ἔκφρασης τῆς φιλανθρωπίας, ἔχουν διαφορετικές ἀφετηριακές
ἀρχές ἀλλά καί διάφορη σκοποθεσία ἀπό αὐτήν τήν ἔκφραση τῆς φιλανθρωπίας, ὅπως
αὐτή καταγράφεται στήν πατερική σκέψη, γιατί στήν μέν πρώτη τήν βουδιστική ἔχουμε
μία ἀντίληψη περί ἀγάπης, ἡ ὁποία περιορίζεται σέ ἕνα μέρος τοῦ ἀνθρώπου, τήν
ψυχική-πνευματική σφαίρα, καί ἀποβλέπει στήν ἱκανοποίηση αὐτῆς τῆς ἀνθρώπινης
διάστασης, τό σῶμα γιά παράδειγμα βρίσκεται ἔξω ἀπό αὐτήν τήν διαδικασία, στή
δέ δεύτερη, στά κινέζικα θρησκεύματα, ἡ μοναδικότητα, τό ἀνεπανάληπτο καί ἡ
διάκριση τῆς κάθε ἀνθρώπινης προσωπικότητος συνθλίβεται καί ἰσοπεδώνεται ἀπό τό
σύνολο. Στόν ὅμως χριστιανισμό χριστιανισμό αὐτό τό ὁποῖο προέχει εἶναι τό
πρόσωπο, ὡς παράγοντας ὑπαρξιακῆς σχέσης, καί ἕπεται τό σύνολο, στή σύνολη καί
κοινωνική συγχρόνως λειτουργικότητά του. Ἐπίσης κάθε θεώρηση καί δράση τοῦ ἀνθρώπου κατανοεῖται ὡς ἀποτέλεσμα
τοῦ ὅλου καί ὄχι διχοτομιστικά (σῶμα-ψυχή) ἤ τριχοτομιστικά (σῶμα-πνεῦμα-ψυχή),
γιαυτό καί ἡ ἀγάπη ὁδηγεῖ πρός τήν τελειότητα, ὡς τό περιεχόμενο μιᾶς ἀσκητικῆς
πορείας.
Ἔτσι
λοιπόν ἀγάπη, ὡς ἡ κινητήριος ἀξιακή ἀρχή τῆς φιλανθρωπίας, ἔχει
μία ἀναφορικότητα πρός τόν ἄλλον, τόν πλησίον, ἡ ὁποία ἀφετηριακά ὁριοθετεῖται
ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀγαπᾶ κάποιος τόν «ἄλλον», τόν πλησίον, ἐνῶ ἡ ἴδια αὐτή
ἀγάπη κορυφώνεται στήν ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς καί μάλιστα ὄχι λιγότερο ἀπό ὅσο
ἀγαπᾶ κάποιος τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του (Λουκ. 6, 27 κ΄ 31). Ἡ ἀποκορύφωση ὅμως αὐτῆς
τῆς φιλάνθρωπης ἀγάπης ἀπαιτεῖ καί τό ἀνάλογο ἀσκητικό ἦθος, μέσα ἀπό τό ὁποῖο ἐπιτυγχάνεται
ἡ καταξίωση τοῦ ἀνθρωπίνου ἤθους, γιατί τό χριστιανικό ἦθος εἶναι στάση ζωῆς
(σταύρωση γιά τούς ἄλλους τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας καί τῆς φιλαυτίας μας) καί ὄχι
ψυχολογικό, συναισθηματικό ἤ ἰδεολογικό περιεχόμενο μιᾶς συστημικῆς ἠθικῆς. Εἶναι
ἡ θυσιαστική προσφορά καί ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ ἑνός γιά τή ζωή καί τήν ὕπαρξη τοῦ
ἄλλου, ὥστε ὁ ἕνας νά μήν μπορεῖ νά πεῖ στόν ἄλλο "χρείαν σου οὐκ ἔχω"
(Α΄ Κορινθ. 21, 21), ἀλλά ἀντίθετα νά μπορεῖ νά συμπάσχει, νά συγχαίρει καί νά
συγχωρεῖ. Γι’ αὐτήν τήν τελευταία ἀξία, τήν συγχωρητικότητα, θά μοῦ ἐπιτρέψετε
νά τονίσω μία διάσταση τῆς λειτουργικότητάς της, στά ὅρια τῆς κοινωνικῆς
συνύπαρξης καί φιλάνθρωπης ἀλληλεγγύης, μέ τήν ὁποία θά καταστεῖ περισσότερο
κατανοητό τό ἰδιάζον χαρακτηριστικό κάθε ἀξίας στά ὅρια τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς
καί τῆς ὀντολογίας, καί στά πλαίσια τῆς ζωῆς καί τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας.
Ὑπ’ αὐτή τήν προοπτική ἡ ἀγάπη σέ
σχέση καί πρός τήν ἐλευθερία δέν κατανοεῖται ὡς ἁπλή ἀνοχή, ἀλλά ὡς ἔμπρακτη
θυσιαστική ἀγάπη πρός τόν ἄλλον, τόν πλησίον.
Ἡ ἔννοια τῆς «συγχώρησης», πού
σήμερα συνήθως χρησιμοποιεῖται μέ τήν σημασία τῆς παροχῆς ἤ τῆς ἀποδοχῆς τῆς
συγχνώμης καί ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ἤ προϋποθέτει τήν «μετάνοια» (ἄλλη δυναμικά μεταμορφωτική
κοινωνική ἀξία στούς πατέρες), ὑπό τήν ἔννοια τοῦ «συγκλίνω» πρός τήν
κατεύθυνση κάποιου, «βαδίζω», «προχωρῶ μαζί μέ κάποιον», ἐμπεριέχει καί τή
σημασία τοῦ «ζῶ μαζί σέ ἕνα χῶρο» ἤ «συγχωρῶ ἐπί τό αὐτό», «συναντιέμαι μέ
τούς ἄλλους», στήν πιό ἐνεργητική της μάλιστα σημασία δηλώνει, ὅτι «δίνω χῶρο
στόν ἄλλο». Ἔτσι ἡ συν-χώρηση λαμβάνει διαστάσεις ὀντολογικῆς κατανόησης τῆς ζωῆς,
καί τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί συν-ὕπαρξης, καί δέν ἀποτελεῖ ἁπλᾶ τήν ἔκφραση
μιᾶς διάθεσης ἠθικῆς, συναισθηματικῆς ἤ ψυχολογικῆς καταγραφῆς μιᾶς συμπεριφορᾶς, ἡ ὁποία τίς περισσότερες μάλιστα
φορές ἐμπεριέχει καί τή δυναμικότητα τῆς ταύτισης καί πρό αὐτή τή γνώμη, ὡς
συν-γνώμη.
3. Ὕστερα ἀπό τήν παραπάνω
διαφοροποίηση, νομίζω ὅτι μποροῦμε νά προχωρήσουμε στόν καθορισμό τῶν ἀξιωματικῶν
ἀρχῶν προσέγγισης τῶν κοινωνικῶν ἀξιῶν.
Ὡς πρώτη λοιπόν ἀξιωματική ἀρχή
θεώρησης τῶν κοινωνικῶν ἀξιῶν στήν πατερική γραμματεία, καταγράφεται ὁ τρόπος
μέ τόν ὁποῖον ἀποδεχόμαστε τόν «πλησίον» ἀκόμα καί ἄν αὐτός εἶναι ὁ ἐχθρός μας,
σύμφωνα μέ τήν προτροπή «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν» (Ματθ. 5,44).
Ὡς δεύτερη ἀξιωματική ἀρχή,
παρουσιάζεται ἡ διάπραξη καί ἡ ἐκδήλωση ἐνεργειῶν τέτοιων, πρός τόν «πλησίον»,
οἱ ὁποῖες «ἡδέως» θά γινόντουσαν ἀποδεκτές καί ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους. «Ὅσα ἐάν
θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως»
(Ματθ. 7,12. Λουκ. 6,31), ἐνῶ τήν ἀρνητική καί ἀποτρεπτική θεώρησή τους, ὑποδεικνύει
ἡ ἔκφραση «ὅ,τι δέν θά θέλατε νά κάνουν σέ σᾶς οἱ ἄλλοι νά μή τό κάνετε καί ἐσεῖς
σέ ἄλλους», ἔτσι ὅπως τό διασώζει καί τό ἐκφράζει ἡ ἑλληνική θυμοσοφία.
Τρίτη ἀξιωματική βάση, ἡ προσφορά
καί ἡ ἔκφραση ἀγάπης χωρίς διακρίσεις, γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά μισήσεις τόν ἕναν
καί νά ἀγαπᾶς τόν ἄλλον (πρβλ. Λουκ. 16,13), ἀλλά ἀπαιτεῖται νά προσφέρης τήν ἀγάπη
σου ἀπροσωπόληπτα, ὅπως ὁ πραγματικός πατέρας (πρβλ. Α΄ Πέτρου Α, 17), τότε μόνο
εἴμαστε εἰλικρινεῖς καί τίμιοι πρός τά ἀνθρώπινα. Ἔτσι μόνο καταξιώνεται ἡ ἐλευθερία
μας ὡς μία διαδικασία παραίτησης ἀπό
κάθε διεκδίκηση ἤ ἐπιβολῆς τοῦ δικαιώματός μου ἔναντι τοῦ δικαιώματος τοῦ ἄλλου.
Τετάρτη ἀξιωματική θεώρηση εἶναι ὅτι
ἡ φιλάνθρωπη ἀγάπη δέν ἐμφανίζεται ὡς μία διάσταση τοῦ γεγονότος τῆς πίστης, ἀλλά
εἶναι αὐτός καθεαυτός ὁ τρόπος ἔκφρασης τοῦ γεγονότος τῆς πίστης, ἀφοῦ κατά τόν
βιβλικό λόγο, ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεόν καί μισεῖ τόν ἀδελφό του εἶναι ψεύτης (Α΄ Ἰωαν.
4,20). Ὁ ἀληθινά λοιπόν καί γνήσιος πιστός εἶναι αὐτός πού προσωποποιεῖ στήν
ζωή τοῦ ἀδελφοῦ του τόν ἴδιο τόν Θεόν ἀγαπητικά, κι’ αὐτό γιατί ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ
τήν ταυτότητα τῆς ὀντολογικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων (Α΄ Ἰωαν.
4, 8). Συνεπῶς ἡ ἀγάπη πρός τόν
«πλησίον» ἀποτελεῖ τό κατεξοχήν ἀξιολογικό κριτήριο ἔμπρακτης καί τροπικῆς ἐπιβεβαίωσης
τῆς πίστης μας ὡς τό περιεχόμενο τοῦ ἀνθρωπίνου ἤθους μας πρός τόν ἴδιο τόν Θεόν
καί ἔνδειξης τῆς πνευματικῆς μας ὡριμότητας (πρβλ. Α΄ Κορ. 13,2-3).
4. Ἄς δοῦμε ὅμως τί συνεπάγονται ὅλα
τά παραπάνω γιά τήν κοινωνική διάσταση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί τήν νοηματοδότησή
της.
α) Ὁ ὁρισμός τῆς ἔννοιας τοῦ «πλησίον», ἀπό τούς
πατέρες καί τούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, στήν προσπάθειά τους νά ἑρμηνεύσουν
τήν Παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη καί μάλιστα σέ σχέση πρός τό ἐρώτημα «καί τίς
ἐστίν μου πλησίον» (Λουκ. 10,25-36), ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ «πλησίον»
καθορίζεται, ὄχι τοπικά, φυλετικά ἤ ὅμαιμα, ἀλλά τροπικά, ἀπό τόν τρόπο δηλαδή
μέ τόν ὁποῖον ἀνταποκρινόμαστε πρός αὐτόν καί τόν ἀποδεχόμεθα, ἐνῶ ἡ ἀποστροφή,
ὁ φόβος ἤ ἡ διαφοροποίηση ἀποτελοῦν τρόπους ἔκφρασης μιᾶς μή κοινωνικά ἀξιακῆς
καί ἠθικῆς συμπεριφορᾶς.
β) Ἡ πατερική ἑρμηνεία τῆς ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας
μέ τούς Μακαρισμούς καί τίς ὑποδείξεις τοῦ Χριστοῦ γιά ἀναθεώρηση τῶν διατάξεων
τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, διερμηνεύει μέ τόν καλύτερο καί ἐποπτικότερο τρόπο τόν
καθορισμοῦ καί τή νοηματοδότηση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, τούς ἠθικούς καί
κοινωνικούς πειρασμούς, τή φιλαργυρία, τήν ἀγνωμοσύνη κ.ἄ. ἀλλά καί τή σημασία
τῶν εὐθυνῶν μας ὡς κοινωνικῶν φορέων πρός τούς ἄλλους. Μέτρο δηλαδή ὅλων αὐτῶν
τῶν ἀναφορῶν ἀποτελεῖ ἡ φιλαδελφία καί ἡ ἀλληλεγγύη, ὡς ἐκφράσεις τῆς ἀγάπης
πρός τόν «πλησίον».[4]
γ) Τό περιεχόμενο αὐτῆς τῆς ἀγάπης
χαρακτηρίζεται ἀπό τήν μακροθυμία καί τήν καλοσύνη. Δέν ζηλοφθονεῖ, δέν
κομπάζει καί δέν ὑπερηφανεύεται, ἀντίθεται
εἶναι ἔκφραση εὐπρέπειας, δέν εἶναι ἐγωϊστική διάθεση, οὔτε εὐερέθιστη
συμπεριφορά, ἐνῶ κυριαρχεῖ ἡ ἀμνησικακία ἀλλά μετέχει στή χαρά γιά τό ὀρθό.
Ἡ
ἀγάπη αὐτή ἐμπεριέχει τήν ἀνοχή, τήν ἐμπιστοσύνη, τήν ἐλπίδα καί τήν ὑπομονή
(πρβλ. Α΄ Κορ. 13,4-7).
δ) Τόν τρόπο τῆς κοινωνικῆς δράσης καί τῆς παρουσίας
τῶν χριστιανῶν, μᾶς ἀποτυπώνει μέ τρόπο ἔντονα περιγραφικό ἡ «Πρός Διόγνητον Ἐπιστολή»
(περ. 200 μ.Χ.). Τό κείμενο παρουσιάζει
μέ ἀνάλογα ἐπιχειρήματα τό νέο κοινωνικό
ἦθος πού ὑποδεικνύουν οἱ τῶν χριστιανοί. Ἀναφέρει, ὅτι τούς χαρακτηρίζει ἡ
μεταξύ τους «φιλοστοργία», ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται ὅταν ἀποκτήσει κάποιος ἐπίγνωση τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖον ὁ ἴδιος ὁ
Θεός ἐξέφρασε τήν εὐεργετική του ἀγάπη σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Τότε μέσα ἀπό αὐτήν
τήν ἐπίγνωση κατανοοῦμε ὅτι δέν μιμούμεθα τόν Θεόν ὅταν καταδυναστεύουμε τούς διπλανούς μας, οὔτε
ὅταν τούς ἐκμεταλλευόμαστε, οὔτε ὅταν πλουτίζουμε εἰς βάρος τους, ἀλλά ὅταν
σηκώνουμε τό βάρος τοῦ διπλανοῦ μας, ὅταν εὐεργετοῦμε τούς ἀδυνάτους, ὅταν
προσφέρουμε σέ ὅλους πού ἔχουν ἀνάγκη ὅσα μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός. Τότε μεταμορφωνόμαστε
καί γινόμαστε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πραγματικοί Θεοί (Χ).
Γι’ αὐτό καί οἱ «Χριστιανοί οὔτε
γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσιν ἀνθρώπων. Οὔτε γάρ που
πόλεις ἰδίας κατοικοῦσιν οὔτε διαλέκτῳ τινί παρηλλαγμένῃ χρῶνται οὔτε βίον
παράσημον ἀσκοῦσιν. Οὐ μήν ἐπινοίᾳ τινί καί φροντίδι πολυπραγμόνων ἀνθρώπων
μάθημα τοῦτ’ αὐτοῖς ἐστίν εὑρημένον, οὐδέ δόγματος ἀνθρωπίνου προεστᾶσιν ὥσπερ ἔνιοι.
Κατοικοῦντες δέ πόλεις Ἑλληνίδας τε καί βαρβάρους ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη, καί τοῖς
ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες ἔν τε ἐσθῆτι καί διαίτῃ καί τῷ λοιπῷ βίῳ,
θαυμαστήν καί ὁμολογουμένως παράδοξον ἐνδείκνυνται τήν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν
πολιτείας. Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ’ ὡς πάροικοι˙μετέχουσιν πάντων ὡς πολῖται,
καί πάνθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι˙πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν. καί πάσα πατρίς
ξένη... Ἐπί γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. Πείθονται τοῖς ὡρισμένοις
νόμοις, καί τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τούς νόμους. Ἀγαπῶσι πάντας, καί ὑπό
πάντων διώκωνται. Ἀγνοοῦνται, καί κατακρίνονται˙ θανατοῦνται καί ζωοποιοῦνται.
Πτωχεύουσι, καί πλουτίζουσι πολλούς˙ πάντων ὑστεροῦνται, καί ἐν πᾶσι
περισσεύουσιν. Ἀτιμοῦνται, καί ἐν ἀτιμίαις δοξάζονται˙ βλασφημοῦνται, καί
δικαιοῦνται. Λοιδοροῦνται καί εὐλογοῦσιν˙ ὑβρίζονται, καί τιμῶσιν. Ἀγαθοποιοῦντες
ὡς κακοί κολάζονται˙ κολαζόμενοι χαίρουσιν ὡς ζωοποιούμενοι. Ὑπό Ἰουδαίων ὡς ἀλλόφυλοι
πολεμοῦνται, καί ὑπό Ἑλλήνων διώκονται, καί τήν αἰτίαν τῆς ἔχθρας εἰπεῖν οἱ
μισοῦντες οὐκ ἔχουσιν» (V,1-17).
Τό νέο αὐτό κοινωνικό μοντέλο, ὑποδεικνύει ἀκριβῶς τόν κοινωνικό δυναμισμό τῆς ἴδιας
τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ὡς κοινότητας καί ὄχι ὡς ὁμάδας, μέσα σέ ἕναν κόσμο, ἀπό
τόν ὁποῖον διαφοροποιεῖται ἀπόλυτα, ἀφοῦ τό ἴδιο τό περιεχόμενο τῆς μεταξύ
τους κοινωνίας εἶναι τό χαρακτηριστικό τοῦ περιεχομένου τῆς πίστης τους καί
συγχρόνως ἐκφράζεται μέ ἕναν τρόπο τελείως διάφορο ἀπό αὐτόν μέ τόν ὁποῖον ἐκφράζεται
κάθε φορά τοπικά καί χρονικά ἡ ἐπικρατοῦσα κοσμική πολιτεία.
Συνέπεια
τοῦ "ἰδιόρρυθμου" αὐτοῦ τρόπου ζωῆς καί τοῦ ἰδιότροπου κοινωνικοῦ ἤθους
τῶν χριστιανῶν, ἀποτελεῖ ἡ ἔκφραση τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ὅπου
συνδυάζονται ἡ συνύπαρξη καί ἡ συνεργασία, ὄχι μόνο ἐπ’ ὠφελείᾳ τῶν ἐπί μέρους
μελῶν μιᾶς κοινωνίας ἤ τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου μόνον, ἀλλά ὅλων πρός ὅλους.
δ) Τέλος τό κοινωνικό μοντέλο, πού ὑποδεικνύει ἡ
χριστιανική διδασκαλία καί διερμηνεύεται ἄριστα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική
κοινότητα, ὡς ἦθος ὀντολογικό, εἶναι αὐτό πού περιγράφεται, μέ τρόπο ἁπλό ἀλλά
οὐσιαστικό, στό σχετικό χωρίο τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων : «Ὅλοι ὅσοι
πίστεψαν εἶχαν μία καρδιά καί μία ψυχή. Κανείς δέ θεωροῦσε ὅτι κάτι ἀπό τά ὑπάρχοντά
του ἦταν δικό του, ἀλλά ὅλα τά εἶχαν κοινά. Δέν ὑπῆρχε κανείς ἀνάμεσά τους πού
νά στερεῖται τά ἀπαραίτητα. Γιατί ὅσοι εἶχαν χωράφια ἤ σπίτια τά πουλοῦσαν,
κι’ ἔφερναν τό ἀντίτιμο αὐτῶν πού πουλοῦσαν, καί τό ἔθεταν στή διάθεση τῶν ἀποστόλων.
Ἀπ’ αὐτό δινόταν στόν καθένα ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες του» (Πραξ. 4, 32-35).
Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις καί μέ ἕνα
τέτοιο κοινωνικό μοντέλο εἶναι δυνατόν νά ἀντιμετωπιστοῦν τά ἀναφυόμενα σύγχρονα
κοινωνικά προβλήματα ἀκόμη καί νά ἀξιολογηθοῦν, ἐνῶ μποροῦμε νά ἐπισημάνουμε
συγχρόνως καί τίς κοινωνιολογικές, ἠθικές καί κοινωνικές προεκτάσεις τῶν
προβλημάτων αὐτῶν ἀλλά καί τήν διακοινωνική
τους ἐμβέλεια σέ ἕνα περιβάλλον καθαρά μετανεωτερικό καί παγκοσμιοποιημένο.
Συμπερασματικά θά μπορούσαμε νά
ποῦμε ὅτι ὁ ὅρος τοῦ ὅλου ἀξιακοῦ καί ἀξιολογικοῦ κριτηρίου, τοῦ ὑποδεικνυόμενου
κοινωνικοῦ μοντέλου ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι ὁ «πλησίον», ὄχι ὡς
μονάδα, οὔτε ἀπομονωμένος ἀπό τό κοινωνικό σύνολο, ἀλλά θεωρούμενος ὁλιστικά
μέσα στό πλαίσιο καί τό πλέγμα τῶν διανθρώπινων καί διαπροσωπικῶν σχέσεων, ὅπου
δοκιμάζονται ἀφενός οἱ ἀντοχές τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας καί ἀφετέρου
ἡ ἴδια ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου. Εὑρισκόμενος ὁ ἄνθρωπος σέ σχέση καί ἀναφορά
πρός τόν «πλησίον» του, ἡ ἴδια ἡ ἐλευθερία του δέν ἀποτελεῖ πλέον ἕνα ἀτομικό κτῆμα ἤ ἀτομικό δικαίωμα ἀλλά ἀφορμή καί γεγονός
ὕπαρξης, δράσης καί παρουσίας, ἡ δέ καταξίωσή της ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἔμπρακτη ἔκφραση
ἀποδοχῆς τοῦ ἄλλου καί σεβασμοῦ τῆς προσωπικότητάς του, ὡς τοῦ «πλησίον», τοῦ
ἀδελφοῦ καί τοῦ συνανθρώπου, ὁ ὁποῖος «διαλέγεται» συνεχῶς μαζί του καί ἐξαιτίας
αὐτῆς τῆς διαλεκτικῆς καταξιώνεται ἀξιακά καί στά πλαίσια τοῦ κοινωνικοῦ
γίγνεσθαι.
Ἴσως τελικά ἀποτελέσει τήν ἀπαρχή
ἐπίλυσης τῶν συγχρόνων κοινωνικῶν προβλημάτων τά ὁποῖα πλέον ἔχουν καταστεῖ
προβλήματα ἀνθρώπινης ἐπιβίωσης.
[1]. Πρβλ. Ἀπ.
Νικολαΐδη Κοινωνιολογία τῆς Θρησκείας, Ἀθήνα 2007, σελ. 224.
[2]. Πρβλ. Π.
Μπρατσιώτη, Τό νόημα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, Ἀθῆναι 1956, σελ. 7-8.
[3] . Εὐ. Θεοδώρου, Φιλανθρωπία, ἐν
Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία 11, στ. 1039.
[4] . Βλ. Βασ. Γιούλτση, Οἱ κοινωνικές ἀπόψεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐν
Ἐνατενίσεις 21 (Σεπτ.-Δεκ. 2013), σελ. 33-41.
2 σχόλια:
Υψηλού επιπέδου ομιλία όπως αρμόζει σε Ακαδημαϊκό δάσκαλο. Συνήθως οι επίσκοποι λέγουν πρακτικές επαναλαμβανόμενες ηθικολογίες.
Η Εκκλησία μας τόσο της Ελλάδας όσο και των Μητροπόλεων γιατί δεν καλεί τους κρατικούς λειτουργούς και εκπαιδευτικούς για επιστημονική ομιλία όπως αυτή;
Δημοσίευση σχολίου