Β’ Σταυροφορία (1147-1149)
-Ιστορική Επιτομή
τής Σοφίας Καυκοπούλου
Μετά την κατάκτηση τής
Παλαιστίνης, ως αποτέλεσμα τής Α’ Σταυροφορίας (1096-1099), η νέα γη ονομάστηκε
Utremere (1099-1186), δήλα
δη η γη πέρα από την θάλασσα. Τα νέα
κράτη που δημιουργήθηκαν, ήσαν εκτός από το Λατινικό Βασίλειο τής Ιερουσαλήμ, η
Κομητεία τής Εδέσσης, η Κομητεία τής Τριπόλεως, το Πριγκηπάτο τής Αντιοχείας,
και το Αρμενικό Βασίλειο τής Μικρής Αρμενίας τής Κιλικίας. Ωστόσο, όταν η
Κομητεία τής Εδέσσης έπεσε στα χέρια τού Νουρεντίν, οι Δυτικοί που βρίσκονταν
στην Παλαιστίνη, ζήτησαν επιτακτικά την βοήθεια τού πάπα.
Ο πάπας Ευγένιος Γ’ (1145-1153),
κήρυξε την Β’ Σταυροφορία, την 1η Δεκεμβρίου 1145, με σκοπό την
προστασία των εδαφών τής Utremere
(Ουτρεμέρ), από τούς απίστους, διακηρύσσοντας πως στους συμμετέχοντες θα δοθεί
άφεση αμαρτιών και οι οικογένειές τους θα τεθούν υπό την προστασία τής
Εκκλησίας. Ο Βερνάρδος τού Κλερβώ (1090-1153), οργάνωσε την Σταυροφορία σε
Γαλλία και Γερμανία. Σε αντίθεση με την Α’ Σταυροφορία, τώρα εκτός από τούς
απλούς ευγενείς, συμμετείχαν και οι Δυτικοί βασιλείς, με επί κεφαλής τον
Κονράδο Γ’ Χοχενστάουφεν τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τον Λουδοβίκο Ζ’
τής Γαλλίας.
Ο αυτοκράτωρ Μανουήλ Κομνηνός,
έβλεπε με θετικό βλέμμα την Σταυροφορία αυτή, καθώς υπήρξε διαποτισμένος από τα
ιπποτικά ιδεώδη, ενδιαφερόταν για μία συμμαχία ιδίως με τούς Γερμανούς για την
ανάκτηση των ιταλικών εδαφών που είχαν καταλάβει οι Νορμανδοί. Ακόμη, ήθελε να
περιορίσει την σελτζουκική δύναμη στην Ανατολή. Ωστόσο, ο Μανουήλ πήρε κάθε
προφύλαξη για να αποτρέψει τυχόν παρεκκλίσεις των δυτικών στρατευμάτων, όμως
μετά από εισβολή στην Ήπειρο τού βασιλιά τής Σικελίας Ρογήρου Β’, υπέγραψε
ειρήνη με τούς Σελτζούκους τού Ικονίου. Αυτή η πράξη τού Μανουήλ, δημιούργησε
αντιπάθεια των Φράγκων προς εκείνον.
Η Σταυροφορία ξεκίνησε το 1147
και μέσω τής Ουγγαρίας τα στρατεύματα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο,
μία μερίδα σταυροφόρων, υπό τις εντολές τού Φρειδερίκου τής Σουαβίας, μετέπειτα
αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α’ Μπαρμπαρόσσα, επέλεξε να επιτεθεί στην Πόλη. Οι
Βυζαντινοί, απώθησαν με σθένος αυτήν την επίθεση. Οι Σταυροφόροι, συνεχίζοντας
την πορεία τους προς το Ρούμ, γνώρισαν συντριπτική ήττα, από τούς Σελτζούκους
(1147). Στην Πόλη, είχε φθάσει εν τω μεταξύ, ο βασιλιάς τής Γαλλίας, Λουδοβίκος
Ζ’ με την σύζυγό του, Ελεονώρα τής Ακουιτανίας (βλ. μητέρα Ριχάρδου τού
Λεοντόκαρδου).
Ο Λουδοβίκος Ζ’, έφτασε στην
Έφεσο και ενώθηκε με τα αποδεκατισμένα γερμανικά στρατεύματα και το 1147 έλαβε
μέρος σε δύο μάχες. Στα 1148, έγινε μία ακόμη μάχη στην Λαοδικεία τής Πισιδίας,
όπου οι Φράγκοι ηττήθησαν. Εν τέλει, ελάχιστοι Σταυροφόροι που κατάφεραν να
φθάσουν στην Αντιόχεια, όπου τούς υποδέχθηκε ο Ρεϋμόντ τού Πουατιέ. Ο Κονράδος από
την άλλη, προχώρησε με τούς Γερμανούς στην Ιερουσαλήμ, όπου μετά από λίγο
έφτασε και ο Λουδοβίκος με τούς Φράγκους. Αποφασίστηκε τότε, ο επόμενος στόχος
των Σταυροφόρων να είναι η Δαμασκός.
Στο σημείο αυτό, παρατηρείται η κύρια
παρέκκλιση τής Β’ Σταυροφορίας, η οποία κηρύχθηκε για την ανακατάληψη τής
Εδέσσης και των γύρω από την Αντιόχεια εδαφών, όμως εν τέλει εστράφη κατά τής
Δαμασκού. Μέσα σε τέσσερις ημέρες μάχης, οι Μωαμεθανοί νίκησαν τούς
Χριστιανούς, η ταπείνωση των οποίων έγινε γρήγορα γνωστή στην Ευρώπη. Ο
Κονράδος, μετά την ήττα στην Δαμασκό, επιβιβάστηκε σε πλοίο και από την Άκρα,
ταξείδεψε στην Θεσσαλονίκη. Από εκεί, πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο
αδελφός του Heinrich τής Αυστρίας νυμφεύθηκε την ανηψιά τού Μανουήλ, Θεοδώρα, και
πραγματοποιήθηκε συμφωνία μεταξύ Βυζαντίου και Γερμανών, για την ανακατάκτηση
των Νορμανδικών κτήσεων και τον δίκαιο διαμοιρασμό τους. Ο Λουδοβίκος, από την
άλλη, θεωρώντας υπευθύνους τούς Βυζαντινούς για την νίκη των Μωαμεθανών, επεδίωξε
συμφωνία με το νορμανδικό βασίλειο τής Σικελίας.
Ο St. Runciman, αναφερόμενος στην Β’ Σταυροφορία, λέει: «Καμιά
μεσαιωνική επιχείρηση δεν ξεκίνησε με πιο λαμπρές ελπίδες. Σχεδιασμένη από τον
πάπα, κηρυγμένη και εμπνευσμένη από τη χρυσή ευγλωττία τού Αγίου Βερνάρδου και
υπό την ηγεσία των δύο μεγαλύτερων ηγεμόνων τής δυτικής Ευρώπης, είχε δώσει
τόσες πολλές υποσχέσεις για τη δόξα και τη σωτηρία τής
Χριστιανοσύνης. Αλλά όταν έφθασε στο επαίσχυντο τέλος της, με την θλιβερή
υποχώρηση από τη Δαμασκό, το μόνο που είχε κατορθώσει ήταν να οξύνει τις
σχέσεις μεταξύ των δυτικών χριστιανών και των Βυζαντινών, σχεδόν ως το σημείο
τής ρήξεως. Να σπείρει υποψίες μεταξύ των νεοφερμένων σταυροφόρων και των
Φράγκων που ήταν εγκαταστημένοι στην Ανατολή, να χωρίσει τούς δυτικούς Φράγκους
ηγεμόνες μεταξύ τους, να φέρει τούς μωαμεθανούς πλησιέστερα τούς μεν προς τούς
δε, και να καταφέρει θανάσιμο πλήγμα στη φήμη των Φράγκων ως ανίκητων
πολεμιστών.
Μπορεί οι Γάλλοι να επιζήτησαν
να επιρρίψουν την ευθύνη για την αποτυχία σε άλλους, στον δόλιο αυτοκράτορα
Μανουήλ ή στους χλιαρούς Παλαιστινίους βαρόνους, και ο Άγιος Βερνάρδος μπορεί
να εκσφενδόνιζε μύδρους εναντίον των κακών ανθρώπων οι οποίοι έφεραν εμπόδια
στους σκοπούς του Θεού. Αλλά στην πραγματικότητα η Β’ Σταυροφορία κατέληξε στο
μηδέν εξ αίτιας των αρχηγών της, με τη βαναυσότητά τους, την αμάθειά τους και
την άκαρπη ανοησία τους.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου