Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ . ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΙΝ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ

ΟΜΙΛΙΑ
ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ κ. ΕΥΓΕΝΙΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΙΝ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ
ΤΟΥ ΣΕΒ. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ κ.κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ
Ἡ­ρά­κλει­ο, 23 Αὐ­γού­στου 2017

Διαβάσετε παρακάτω τήν Ὁμιλία πού ἐκφώνησε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου κ. Εὐγένιος, ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, κατά τήν Συνοδική Ἐπετειακή Ἐκδήλωση πρός τιμήν τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Εἰρηναίου, γιά τήν συμπλήρωση 10 ἐτῶν ἀρχιεπισκοπικῆς διακονίας του. Ἡ ἐκδήλωση πραγματοποιήθηκε τό ἑσπέρας τῆς Τετάρτης 23ης Αὐγούστου 2017 στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Πέτρου Μπεντενάκι, στήν παραλιακή Λεωφόρο τοῦ Ἡρακλείου.

   Ἡ Ἱ­ε­ρά Ἐ­παρ­χια­κή Σύ­νο­δός μας, μοῦ ἀ­νέ­θε­σε νά ὁ­μι­λή­σω αὐ­τήν τήν ἐ­πί­ση­μη ὥ­ρα ἤ κα­λύ­τε­ρα, ὅ­πως προ­σω­πι­κά τό αἰ­σθά­νο­μαι, αὐ­τήν τήν ὄ­μορ­φη οἰ­κο­γε­νεια­κή μας ἑ­ορ­τή γιά τόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πό μας, γιά τόν Πρῶ­το μας, ὄ­χι στό ἀ­ξί­ω­μα μέ κο­σμι­κή θω­ριά, ἀλ­λά στήν θυ­σί­α, στήν ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τα, στήν πνευ­μα­τι­κή ἀ­ξι­ω­σύ­νη, στήν ἀ­λη­θι­νή λε­βεν­τιά τῆς πι­στό­τη­τας καί τοῦ ἱ­ε­ροῦ χρέ­ους.

   Στό κέ­λευ­σμα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χια­κῆς μας Συ­νό­δου ὑ­πα­κού­ον­τας καί μέ­σα στό χρό­νο πού μοῦ χα­ρί­ζει ἡ ἀ­γά­πη τῶν ὑ­πό τήν προ­ε­δρί­α τοῦ ἁ­γί­ου Κι­σά­μου Σε­βα­σμί­ων Με­λῶν τῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς γιά τήν Ὀρ­γά­νω­ση τῶν Τι­μη­τι­κῶν αὐ­τῶν Ἐκ­δη­λώ­σε­ων, τήν Ὁ­ποί­α καί εὐ­χα­ρι­στῶ ἀ­πό καρ­διᾶς, στέ­κο­μαι μπρο­στά σας γιά νά ἀρ­θρώ­σω λό­γο τι­μῆς στόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πό μας γιά τήν συμ­πλή­ρω­ση δέ­κα καί πλέ­ον ἐ­τῶν δι­α­κο­νί­ας.
   Νοι­ώ­θω τό­σο ἀ­μή­χα­να κυτ­τά­ζον­τάς Τον καί κυτ­τά­ζον­τάς σας καί ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι. Τώ­ρα τί νά πῶ; Ἕ­νας ἄν­θρω­πος πού αἰ­σθά­νε­ται ἀμ­μό­λο­φος τί μπο­ρεῖ νά ψελ­λί­σει γιά τόν Ψη­λο­ρεί­τη; Μό­νο νά τόν θαυ­μά­ζει μπο­ρεῖ καί νά τόν κα­μα­ρώ­νει... Τί ἄλ­λο μπο­ρεῖ νά κά­νει ἀ­πό τό νά  σκαρ­φα­λώ­νει κά­πο­τε στίς πλα­γι­ές του γιά νά γε­μί­σουν τά πνευ­μό­νια του ἀ­έ­ρα κα­θα­ρό, νά ἀ­νε­βαί­νει στήν κο­ρυ­φή του γιά νά ἀ­νοί­γε­ται ἡ σκέ­ψη καί ἡ μα­τιά του στούς ὁ­ρί­ζον­τες. Νά πιά­νει τό μί­το καί νά πο­ρεύ­ε­ται ὅ­που τόν πά­ει τό κου­βά­ρι, γιά νά βρεῑ, γιά νά βγεῑ, γιά νά μά­θει, γιά νά ζή­σει.
   Κά­πως ἔ­τσι εἶ­μαι βέ­βαι­ος νοι­ώ­θει κα­θέ­νας μας ἐ­δῶ καί ὄ­χι μό­νο ἐ­γώ, ἀ­δύ­να­μος νά ψελ­λί­σει ὅ­σα ἡ καρ­διά αἰ­σθά­νε­ται καί ὑ­πα­γο­ρεύ­ει στή σκέ­ψη καί τό λό­γο. Αὐ­τήν τήν ἀ­δυ­να­μί­α λοι­πόν, πού γί­νε­ται δύ­να­μη, ἤλ­θα­με ἀ­πό­ψε νά κα­τα­στρώ­σο­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς ἐ­δῶ σέ ἕ­να ἱ­ε­ρό κώ­δι­κα, βου­τών­τας τίς πέ­νες μας στῶν καρ­δια­κῶν μας χώ­ρων τά με­λα­νο­δο­χεῖ­α, γιά νά τό προ­σφέ­ρο­με στόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πό μας, ἐ­λά­χι­στο ἀν­τι­δώ­ρη­μα φι­λο­πά­το­ρος εὐ­γνώ­μο­νος δι­α­θέ­σε­ως.

   Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Ἅ­γι­ε Σε­βα­στεί­ας κ.κ. Δη­μή­τρι­ε, Ἐκ­πρό­σω­πε τῆς Αὐ­τοῦ Θει­ο­τά­της Πα­να­γι­ό­τη­τος, τοῦ Πα­τρός καί Πα­τριά­ρχου μας κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, καί τῆς Μη­τέ­ρας μας Ἐκ­κλη­σί­ας.
   Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Ἅ­γι­ε Πέ­τρας, ἐκ­πρό­σω­πε τοῦ Μα­κα­ρι­ω­τά­του Πα­τριά­ρχου Ἀλ­ξαν­δρεί­ας κ.κ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ τοῦ Κρη­τός.
   Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Ἅ­γιοι Ἀ­δελ­φοί.
   Ἐν­τι­μό­τα­τοι Ἄρ­χον­τες καί ὅ­σοι ἐκ­προ­σω­πεῖ­τε ἀ­πό­ψε ἐ­δῶ τό Πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κρή­της.
   Θά ἤ­θε­λα ξε­κι­νών­τας, καί πρίν στρέ­ψω τόν λό­γο πά­λι σέ ἐ­σᾶς, νά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε νά ἀ­πευ­θυν­θῶ στόν τι­μώ­με­νο Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πό μας, γιά νά τοῦ πῶ εὐ­θύς ἐ­ξαρ­χῆς.
   Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, γνω­ρί­ζω κα­λά πώς ἀ­πό­ψε ὑ­πο­φέ­ρε­τε. Πώς ὅ­λα αὐ­τά πού λέ­γω καί πού θά πῶ στήν συ­νέ­χεια, στ᾿ αὐ­τιά Σας ἠ­χοῦν ἀ­νυ­πό­φο­ρα. Πώς θά προ­τι­μού­σα­τε νά μήν τά ἀ­κού­γα­τε, ἀ­κό­μη καί νά μήν γί­νον­ταν πο­τέ αὐ­τές οἱ ἐκ­δη­λώ­σεις γιά Σᾶς. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι δέν τίς χρει­ά­ζε­σθε. Τίς χρει­α­ζό­μα­στε ὅ­μως ἐ­μεῖς. Τίς χρει­ά­ζε­ται ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας. Καί πα­ρα­κα­λῶ νά τίς δε­χθεῖ­τε μέ τόν ἴ­διο τρό­πο πού πρίν λί­γα χρό­νια ὁ Γέ­ρον­τάς Σας, ὁ πο­λιός Κι­σά­μου καί Σε­λί­νου Εἰ­ρη­ναῖ­ος, τίς ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε λέ­γον­τας χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Μιά ἐκ­δή­λω­ση ὅ­μως σάν τήν ἀ­πο­ψι­νή μπο­ρεῖ νά ἑρ­μη­νευ­θεῖ σάν πε­ρι­αυ­το­λο­γί­α ἤ σάν μαρ­τυ­ρί­α. Ἡ ἰ­δι­ό­τη­τά μου καί ἡ ἡ­λι­κί­α μου δέν ἐ­πι­τρέ­πουν τήν πε­ρι­αυ­το­λο­γί­α. Ὁ Χρι­στός πα­ράγ­γελ­νε στούς Μα­θη­τές Του καί μα­ζί μ᾿ αὐ­τούς σέ ὅ­λους ἐ­κεί­νους πού θά Τόν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν στούς αἰ­ῶ­νες, νά μή ζη­τοῦ­νε ἀ­μοι­βές καί ἐ­παί­νους γιά αὐ­τό πού κά­νου­νε καί λέ­νε. Γι᾿ αὐ­τό σᾶς εἶ­πα ὅ­τι εἶ­χα καί ἔ­χω ἀ­κό­μη δι­σταγ­μούς γι᾿ αὐ­τήν τήν ἐκ­δή­λω­ση. Τήν ἀ­πο­δέ­χο­μαι ὅ­μως σάν Μαρ­τυ­ρί­α, μέ τήν ἔν­νοι­α πού τή δέ­χτη­καν πάν­τα οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς πί­στης καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γιά νά με­τα­δώ­σουν στούς ἄλ­λους ὄ­χι τά λό­για καί τά ἔρ­γα των, ἀλ­λά τά λό­για καί τά ἔρ­γα πού ὁ Θε­ός με­τα­φέ­ρει στόν κό­σμο μέ­σα ἀ­πό τήν καρ­διά καί τή ζω­ή των».
   Μιά μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι αὐ­τό πού γί­νε­ται καί ἀ­πό­ψε μέ πρω­το­βου­λί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χια­κῆς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κρή­της, μιά παι­δα­γω­γί­α γιά ὅ­λους μας, καί ὄ­χι μί­α φι­λο­φρό­νη­ση, μί­α «πρόσ­ρη­σις ψι­λή», ὅ­πως θά ἔ­γρα­φε ὁ ἱ­ε­ρός Πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού δέν ὠ­φε­λεῖ, ἀλ­λά πού ἀ­πό αὐ­τήν «μᾶλ­λον θό­ρυ­βος γί­νε­ται» καί μό­νο «ἀ­γά­πην γνη­σί­αν» δέν φα­νε­ρώ­νει.
   Θά μπο­ρού­σα­τε, καί τό κά­νε­τε μέ τόν δι­κό Σας τρό­πο κα­θη­με­ρι­νά, νά ἐ­πα­να­λά­βε­τε τό παύ­λει­ο· «ἐ­μοὶ δὲ μὴ γέ­νοι­το καυ­χᾶ­σθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, δι᾿ οὗ ἐ­μοὶ κό­σμος ἐ­στα­ύ­ρω­ται κἀ­γὼ τῷ κό­σμῳ» (Γα­λάτ. στ΄ 14). Θά μπο­ρού­σα­τε ἀ­κό­μη καί νά μέ δι­α­κό­ψε­τε, ἀλ­λά μήν τό κά­με­τε. Για­τί ἀ­πό­ψε τι­μοῦ­με τό πρό­σω­πό Σας καί συ­νά­μα τόν θε­σμό, ἀ­πό­ψε ὅ­λοι ἐ­μεῖς, στήν Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κρή­της, στήν ἡ­μι­αυ­τό­νο­μη Ἐκ­κλη­σί­α πού ἔ­χει τήν κα­νο­νι­κή ἐ­ξάρ­τη­ση της ἀ­πό τό Οἰ­κου­με­νι­κό μας Πα­τρι­αρ­χε­ῑ­ο, στήν συν­τε­ταγ­μέ­νη μας Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως θά ἔ­λε­γε καί ὁ Γέ­ρον­τάς μου, ὁ μα­κα­ρι­στός Νε­κτά­ριος, τι­μοῦ­με τόν Πρῶ­το μας καί τι­μού­μα­στε ταυ­τό­χρο­να ὅ­λοι. Ἄν θέ­λε­τε μπο­ρεῖ­τε νά τά ἀρ­νη­θεῖ­τε, ἀ­φοῦ καί ὁ λα­ός μας ὁ σο­φός τό προ­στά­ζει αὐ­τό μέ τόν τρό­πο του· «στόν ἄν­δρα δέν εἶ­ναι πρε­πό νά λέ­ει, νά καυ­χι­έ­ται· οἱ ἄλ­λοι νά τά δι­α­λα­λοῦν κι ἐ­κεῖ­νος νά τ᾿ ἀρ­νι­έ­ται»· ἀλ­λά ἀ­φῆ­στε μας πρῶ­τα νά τά δι­α­λα­λή­σο­με.
   Θά ἤ­θε­λα λοι­πόν, ξε­κι­νών­τας, νά Σᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­σω μέ βα­θειά συγ­κί­νη­ση τά ὅ­σα ἔ­λε­γε σέ Ἐ­σᾶς, σα­ράν­τα δύ­ο χρό­νια πρίν, τήν 23η Φε­βρου­α­ρί­ου 1975, ἡ βα­θειά φω­νή ἑ­νός ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ γί­γαν­τα, τοῦ Κρή­της Εὐ­γε­νί­ου, μέ­σα στόν Να­ό τοῦ Ἁ­η Κα­πε­τάν-Μη­νᾶ τοῦ Με­γά­λου Κά­στρου, κα­τά τήν με­γά­λη ὥ­ρα τῆς εἰς Ἐ­πί­σκο­πον χει­ρο­το­νί­ας Σας:
   «Θε­ο­φι­λέ­στα­τε»,Σᾶς ἔ­λε­γε ὁ Με­γά­λος Πρω­θι­ε­ράρ­χης, «Ἡ χα­ρά ἐκ τῆς ἀ­να­δεί­ξε­ως ὑ­πό τῆς Ἱ­ε­ρᾶς ἡ­μῶν Συ­νό­δου καί τῆς Πα­τρι­αρ­χι­κῆς Ἐ­ξαρ­χί­ας, διά παμ­ψη­φί­ας,... πλη­ροῦ­ται σή­με­ρον ὡς με­γά­λη χα­ρά τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς ἡ­μῶν Ἐκ­κλη­σί­ας, διά τῆς εἰς Ἐ­πί­σκο­πον χει­ρο­το­νί­ας τῆς Θε­ο­φι­λί­ας σου, τοῦ Ἐ­ψη­φι­σμέ­νου Μη­τρο­πο­λί­του τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Κυ­δω­νί­ας καί Ἀ­πο­κο­ρώ­νου.
   Συ­να­γάλ­λε­ται δ᾿ ἡ­μῖν καί ἡ ἐκ­θρε­ψα­μέ­νη σε εἰς τήν Ἱ­ε­ράν Ἐ­πι­στή­μην στορ­γι­κή πνευ­μα­τι­κή Τρο­φός, γε­ρα­ρά Ἱ­ε­ρά Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή Χάλ­κης, καί ἡ Προ­κα­θη­μέ­νη τῆς ἀ­γά­πης τῶν κατ᾿ ἀ­να­το­λάς Ἐκ­κλη­σι­ῶν, Μή­τηρ Ἁ­γί­α τοῦ Χρι­στοῦ Με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α, τοῦ σε­βα­σμί­ου σώ­μα­τος τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­χώ­ρι­στον μέ­λος τυγ­χά­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α Κρή­της, τι­μῶ­σα σε ὡς τέ­κνον Αὐ­τῆς πε­φι­λη­μέ­νον διά τῶν συλ­λει­τουρ­γούν­των Σε­βα­σμι­ω­τά­των Μη­τρο­πο­λι­τῶν ἐκ τῶν συγ­κρο­τούν­των τήν Ἁ­γί­αν καί Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον, Σταυ­ρου­πό­λε­ως κ. Μα­ξί­μου - τοῦ πο­λυ­σε­βά­στου πνευ­μα­τι­κοῦ Πα­τρός καί σο­φοῦ Σχο­λάρ­χου σου - καί Κο­λω­νί­ας κ. Γα­βρι­ήλ.
   Ἡ ἀρ­τί­α θε­ο­λο­γι­κή καί θύ­ρα­θεν κα­τάρ­τι­σίς σου, ἡ ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τος ὀρ­θό­δο­ξος πνευ­μα­τι­κό­της σου καί ἡ μέ­χρι τοῦ­δε ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ καί τῇ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῇ Ἐκ­παι­δεύ­σει πλου­σί­α δι­α­κο­νί­α καί προ­σφο­ρά σου ἐ­πι­μαρ­τυ­ροῦ­σιν, ὅ­τι μέλ­λεις νά δι­α­κο­νή­σῃς θε­ο­φι­λῶς τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ ἐν τῇ λα­χού­σῃ σοι Θε­ο­σώ­στῳ ἐ­παρ­χί­ᾳ ὡς «ὁ Κα­λός Ποι­μήν», λα­όν τοῦ Θε­οῦ, ἔρ­γοις λάμ­που­σιν Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὡς πι­στός Φύ­λαξ τῆς κα­νο­νι­κῆς τά­ξε­ως καί τῆς κοι­νῆς ἑ­νώ­σε­ως ἐν τῷ σώ­μα­τι τῆς Το­πι­κῆς ἡ­μῶν Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἡ­μῶν Πα­τρι­αρ­χεί­ου, ὡς πι­στός Ἐκ­φρα­στής τῆς ἀ­λη­θεί­ας τῆς Μιᾶς ἐν ὅ­λῳ τῷ κό­σμῳ Ἐκ­κλη­σί­ας καί ὡς δι­ά­κο­νος τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἑ­νό­τη­τος, ἥ­τις, κα­τά τόν ἱ­ε­ρόν Χρυ­σό­στο­μον, ἀ­πο­τε­λεῖ τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κόν στοι­χεῖ­ον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὑ­πό τήν πε­πνυ­μέ­νην ἡ­γε­σί­αν τῆς Α. Θει­ο­τά­της Πα­να­γι­ό­τη­τος, τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἡ­μῶν Πα­τριά­ρχου κ.κ. Δη­μη­τρί­ου καί τῆς πε­ρί Αὐ­τόν Ἁ­γί­ας καί Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου. (...) Μί­μη­σις Χρι­στοῦ καί μαρ­τυ­ρί­α αἰ­τεῖ­ται ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά εἶ­ναι ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ του διά τόν ἄν­θρω­πον. (...)  Ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἡ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ ἐν ἀν­θρώ­ποις. Θε­ο­φι­λέ­στα­τε, Ἐν τῇ Πί­στει ταύ­τῃ βί­ω­σον τήν ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νην σου: «Κα­κο­πά­θη­σον ὡς κα­λός στρα­τι­ώ­της Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ» ἐν τῇ ἀ­πο­στο­λι­κῇ δι­α­κο­νί­ᾳ σου διά τόν λα­όν τοῦ Θε­οῦ... Ἐν τῇ πο­λυ­ευ­θύ­νῳ δέ ταύ­τῃ δι­α­κο­νί­ᾳ σου ἔ­χε πάν­το­τε κα­τά νοῦν καί τούς λό­γους τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­γνα­τί­ου: «Οὐ­δέν μοι ὠ­φε­λή­σει τά τερ­πνά τοῦ κό­σμου. Κα­λόν μοι ἀ­πο­θα­νεῖν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ. Ἐ­κεῖ­νον ζη­τῶ τόν ὑ­πέρ ἡ­μῶν θα­νόν­τα. Ἐ­κεῖ­νον θέ­λω τόν δι᾿ ἡ­μᾶς Ἀ­να­στάν­τα». Ἡ Χά­ρις αὐ­τοῦ με­τά σοῦ».
   Σκέ­πτο­μαι, στρέ­φον­τας τόν λό­γο σέ ἐ­σᾶς, ἀ­γα­πη­τοί συν­δαι­τη­μό­νες τῆς ἀ­πο­ψι­νῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας συ­νε­στι­ά­σε­ως, πό­σο προ­φη­τι­κός ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται τε­λι­κά αὐ­τός ὁ λό­γος τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τί­ες με­τά. Γιά τόν δι­ά­δο­χό του καί ἄ­με­σο δι­ά­δο­χο τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Τι­μο­θέ­ου, τόν 85ο στόν ἱ­ε­ρό κα­τά­λο­γο τῶν Μη­τρο­πο­λι­τῶν καί Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­πων Κρή­της, τόν ἀ­πό Κυ­δω­νί­ας καί Ἀ­πο­κο­ρώ­νου Εἰ­ρη­ναῖ­ο τόν Ρε­θύ­μνιο. Σκέ­πτο­μαι ἀ­κό­μη πώς ὅ,τι ἔ­γι­νε ἀ­πό τό­τε κι ἔ­πει­τα, γιά ἐ­κεῖ­νον καί ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον, σέ αὐ­τούς τούς ἄ­ξο­νες κι­νή­θη­κε, σέ αὐ­τά τά ἐ­φαλ­τή­ρια δο­κι­μά­σθη­κε, ἄν­τε­ξε, κα­τόρ­θω­σε, μέ αὐ­τά τά αἰ­ώ­νια ὑ­λι­κά οἰ­κο­δό­μη­σε ψυ­χές καί συ­νε­χί­ζει νά τό πράτ­τει ἀ­κού­ρα­στα.
   Φυλ­λο­με­τρών­τας τό βι­βλί­ο τῆς ζω­ῆς του, πού μά­λι­στα σή­με­ρα ἀ­πέ­κτη­σε τί­τλο πού τοῦ ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος ὁ Πα­τριά­ρχης μας, ὀ­νο­μά­ζον­τας το «Ὁ Θε­ός στήν Κρή­τη» στό Σε­πτό Πα­τρι­αρ­χι­κό μή­νυ­μα πού κό­μι­σε ὁ ἐκ­πρό­σω­πος Του Σεβ. Ἅ­γιος Σε­βα­στεί­ας, στα­μα­τῶ σέ δυ­ό-τρεῖς μό­νο σε­λί­δες της, γιά νά σᾶς τίς προ­σφέ­ρω ὡς ἔ­ναυ­σμα γιά νά προ­ο­δεύ­ε­τε στήν ἀ­νά­γνω­σή του.
   Πρώ­τη στά­ση σέ ἕ­να κε­φά­λαι­ο πού ἐ­πι­γρά­φε­ται «Κων­σταν­τι­νού­πο­λη - Χάλ­κη - Ἱ­ε­ρά Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή». Ἠ­χοῦ­σαν ἀ­κό­μη, ὅ­ταν τό 1953 ἀ­νέ­βαι­νε στό Λό­φο τῆς Ἐλ­πί­δος στήν ἐ­ρα­τει­νή Χάλ­κη, οἱ λό­γοι τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Ἰ­κο­νί­ου Ἰ­α­κώ­βου, κα­τά τήν ἀ­νά­λη­ψη τῶν κα­θη­κόν­των του ὡς Σχο­λάρ­χου δύ­ο χρό­νια πρίν ἐ­νώ­πιον τοῦ Πα­τριά­ρχη Ἄ­θη­να­γό­ρα: «Κα­τά τήν ἐ­πί­ση­μον δέ ταύ­την στιγ­μήν δι­α­βε­βαι­οῦ­μαι ὅ­τι οὐ­δε­νός θέ­λω φει­σθῇ κό­που καί μό­χθου πρός δι­καί­ω­σιν τῶν ἐπ᾿ ἐ­μέ στη­ρι­χθει­σῶν ἐλ­πί­δων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οὐ­δε­μί­αν θέ­λω ἀ­πο­φύ­γει θυ­σί­αν πρός πραγ­μά­τω­σιν τοῦὑ­πό τῆς Τρο­φοῦ Σχο­λῆς στο­χα­ζο­μέ­νου ἱ­ε­ροῦ σκο­ποῦ, τοῦ κα­ταρ­τι­σμοῦ δη­λο­νό­τι ψυ­χι­κῶς καί πνευ­μα­τι­κῶς κλη­ρι­κῶν ἀ­ξί­ων της κλή­σε­ως αὐ­τῶν, κλη­ρι­κῶν δι­α­πνε­ο­μέ­νων ὑ­πό πνεύ­μα­τος Χρι­στοῦ, (...) προ­θύ­μων νά θυ­σι­ά­σω­σι τό πᾶν πρός ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­σιν τοῦ πλη­σί­ον...». Καί αὐ­τοί οἱ λό­γοι βρῆ­καν τήν δι­καί­ω­σή τους καί στό πρό­σω­πο τοῡ Ἄρ­χι­ε­πι­σκό­που μας, πού τούς ἔ­κλει­σε βα­θειά στήν ψυ­χή του, πού τούς ἐν­στερ­νί­στη­κε.
   Ἑ­ξήν­τα χρό­νια πέ­ρα­σαν ἀ­πό τό 1957, ἀ­πό τήν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῶν σπου­δῶν Του στή Χάλ­κη, κι ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι σάν ἐ­κεί­νην τήν ὥ­ρα πού κα­τέ­βαι­νε τά σκα­λο­πά­τια τῆς Σχο­λῆς, ἕ­τοι­μος νά ἀ­νοι­χθεῖ σέ ὁ­ρί­ζον­τες προ­σφο­ρᾶς θυ­σι­α­στι­κῆς, ὅ­πως ἔ­μα­θε ἀ­πό τό ἦ­θος τῆς Μη­τέ­ρας Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως δι­δά­χθη­κε σέ ἐ­κεῖ­να τά ἁ­γι­α­σμέ­να ἕ­δρα­να.
   Δεύ­τε­ρη στά­ση στό κε­φά­λαι­ο πού ἐ­πι­γρά­φε­ται «Πί­σω στήν Κρή­τη». Κά­πο­τε, με­τά τήν δι­α­κο­νί­α Του στήν Ἀγ­γλί­α, μα­κριά ἀ­πό τήν πα­τρί­δα, ἦλ­θε στήν Κρή­τη ἤ μᾶλ­λον ἐ­πέ­στρε­ψε, ὅ­πως ὅ­λοι, ξέ­νοι καί δι­κοί, πού ἐ­δῶ στήν Κρή­τη μας δέν ἔρ­χον­ται ἀλ­λά ἐ­πι­στρέ­φουν.
   Καί ἀ­φουγ­κρά­στη­κε ἕ­να φλο­γε­ρό κή­ρυ­κα πού ξε­σή­κω­νε συ­νει­δή­σεις, τόν Κι­σά­μου Εἰ­ρη­ναῖ­ο, νά λέ­ει: «Γιά ὅ­λη τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα ὁ Χρι­στός στά­θη­κε ὁ ἐν­σαρ­κω­μέ­νος Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ὁ Θε­άν­θρω­πος· καί γιά τήν Κρή­τη ὁ Χρι­στός ἐν­σαρ­κώ­θη­κε... Κρη­τι­κός· Ἀμ­πε­λουρ­γός, Ζευ­γᾶς, Ποι­μέ­νας, Σύν­τε­κνος καί Κα­πε­τά­νιος. Ἀ­λέ­τρι­σε μέ τό Εὐ­αγ­γέ­λιό Του τό γό­νι­μο χω­ρά­φι τῆς κρη­τι­κῆς ψυ­χῆς, ἡ­μέ­ρω­σε μέ τή λα­τρεί­α Του τ᾿ ἄ­γρια πα­λι­κά­ρια τῶν βου­νῶν μας, κά­θι­σε μου­σα­φί­ρης στό σκα­μνί μας, τρα­γού­δη­σε στή λύ­ρα μας πά­νω ἀ­πό τά κά­στρα καί τά μο­να­στή­ρια τοῦ με­γά­λου νη­σιοῦ, στά­θη­κε προ­μά­χος μας». Καί ἔ­γι­νε τό­τε ἀ­κό­λου­θός Του σέ μιά πο­ρεί­α, σέ μιά ἱ­ε­ρα­πο­δη­μί­α, σέ μιά ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή, πού φθά­νει ἕ­ως τήν ὥ­ρα τού­τη καί μέ­χρι νά θέ­λει ὁ Θε­ός.
   Καί ἔ­μα­θε κον­τά του νά αἰ­σθά­νε­ται καί νά λέ­ει αὐ­τό πού συ­χνά ἐ­κεῖ­νος ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε: «Πό­σο μοῦ ἀ­ρέ­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι πού κρα­τοῦν στόν ἕ­να ὤ­μο τόν Σταυ­ρό καί στόν ἄλ­λο τήν ἀ­γά­πη! Κεῖ­νοι πού πί­νουν ἀ­δι­ά­κο­πα ἀ­πό τό πο­τή­ρι τῆς πί­κρας καί ὅ­μως μι­λοῦν πάν­τα μέ ὡ­ραί­α λό­για. Κεῖ­νοι πού ζοῦ­νε σέ ἕ­να κα­μί­νι πυ­ρω­μέ­νο καί ὅ­μως τρα­γου­δοῦν γιά τόν Θε­ό. Κεῖ­νοι πού πο­νοῦν ἴ­σως στήν λά­σπη καί στίς σκλη­ρές πέ­τρες τῶν δρό­μων τῆς ζω­ῆς, μά τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς τους εἶ­ναι στραμ­μέ­να στά ὑ­περ­κό­σμια ὁ­ρά­μα­τα καί στόν Θε­ό!».
   Καί ξε­κί­νη­σε μιά στρά­τα ζω­ῆς, κυτ­τά­ζον­τας τήν μιά ψη­λά στόν οὐ­ρα­νό,  στόν Θε­ό, ζη­τών­τας νά τοῦ γνω­ρί­σει τήν ὁ­δόν Του γιά νά πο­ρεύ­ε­ται (πρβλ. Ψαλμ. ρμβ΄ 8), καί τήν ἄλ­λη κυτ­τά­ζον­τας στήν γῆ, στόν ἄν­θρω­πο, γιά νά τοῦ πεῖ μέ τά λό­για πά­λι τοῦ γέ­ρον­τα Εἰ­ρη­ναί­ου: «Θέ­λω νά ἔρ­θω νά σέ βρῶ, ὦ ἅ­γιο θῦ­μα τῆς ζω­ῆς, ἄν­θρω­πε τῆς θυ­σί­ας καί τῆς προ­σφο­ρᾶς, καί νά σέ ἀ­σπα­στῶ στό φω­τει­νό σου, μαρ­τυ­ρι­κό μέ­τω­πο. Ἄν εἶ­σαι τα­πει­νός ἄν­θρω­πος καί εἶ­σαι σκυμ­μέ­νος στό χω­ρά­φι σου, στό ἐρ­γα­στή­ρι σου, στό νοι­κο­κυ­ριό, στό γρα­φεῖ­ο σου καί μο­χθεῖς καί δι­α­κο­νεῖς καί θυ­σι­ά­ζε­σαι ἀ­θό­ρυ­βα καί τα­πει­νά γιά τό κα­λό τῶν ἄλ­λων, τό­τε κά­νε πι­στά τήν σι­ω­πη­λή σου θυ­σί­α καί νά εἶ­σαι σί­γου­ρος ὅ­τι θά ἔρ­θει ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση. Τό ΦΩΣ θά λάμ­ψει καί ἡ ΑΡΕΤΗ θά θρι­αμ­βεύ­σει».
   Μιά τρί­τη στά­ση ἐ­πι­χει­ροῦ­με στό κε­φά­λαι­ο πού ἐ­πι­γρά­φε­ται «Ὕ­παρ­ξη Θε­ο­ει­δής – Πο­λι­τεί­α Ἀγ­γε­λο­ει­δής». Σ᾿ αὐ­τό κα­τα­γρά­φε­ται πῶς ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πός μας ἔ­κα­νε ὅ­λη τήν ζω­ή του λι­τή καί Λι­τή. Ζω­ή πού ἐ­πι­δέ­χε­ται τό ἐ­πί­θε­το «λι­τή», μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς λι­τό­τη­τας, πού ἔ­χει γί­νει ταυ­τό­ση­μη μα­ζί του, ἀλ­λά καί μέ τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἐ­κεί­νη ἔν­νοι­α τῆς Λι­τῆς, τοῦ οὐ­σι­α­στι­κοῦ πού πα­ρά­γε­ται ἀ­πό τό ρῆ­μα «λί­το­μαι», πού ση­μαί­νει «ἱ­κε­τεύ­ω» καί «θερ­μο­πα­ρα­κα­λῶ», τῆς ἀ­έ­να­ης ἐ­κεί­νης λι­τα­νευ­τι­κῆς πομ­πῆς ἀ­πό τό Ἅ­γιο Βῆ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στόν Νάρ­θη­κα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας γιά νά εὐ­λο­γη­θεῖ ἡ τρά­πε­ζα τῶν ἄρ­των πού θά χορ­τά­σει τόν πνευ­μα­τι­κό μας λι­μό καί θά θρέ­ψει, ὡς οὐ­ρά­νιο μάν­να στήν ἐ­ρη­μη­τι­κή πο­ρεί­α τοῦ κό­σμου, τίς ὑ­πάρ­ξεις μας.
   Ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Εἰ­ρη­ναῖ­ος, ἔ­χον­τας βα­θειά τήν συ­ναί­σθη­ση τῆς εὐ­θυ­νο­φό­ρου δι­α­δο­χῆς τοῦ Ἀ­πο­στό­λου τῶν Ἐ­θνῶν καί τοῦ νη­σιοῦ μας, Παύ­λου, καί τοῦ συ­νεκ­δή­μου του, Ἀ­πο­στό­λου καί Πρω­τε­πι­σκό­που τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, Τί­του, συ­νε­χί­ζει τό δι­κό τους ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό ἔρ­γο, ἱ­ε­ρουρ­γών­τας μυ­στι­κά στίς καρ­δι­ές μας τό Μυ­στή­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί καλ­λι­ερ­γών­τας τήν ἄμ­πε­λο τῆς Κρη­τι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί σπεί­ρον­τας ἀ­έ­να­α τόν λό­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἄλ­λο­τε «εἰς τὴν γῆν τὴν ἀ­γα­θήν» καί ἄλ­λο­τε «ἐ­πὶ τὴν πέ­τραν» (πρβλ. Λουκ. η΄ 5-8), μέ τήν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι «Θε­οῦ γάρ ἐ­σμεν συ­νερ­γοί» (Α΄ Κορ. γ΄ 9) στό γε­ώρ­γιό Του καί Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι πού τε­λι­κά αὐ­ξά­νει καί καρ­πο­φο­ρεῖ.
   Ὀ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Εἰ­ρη­ναῖ­ος, ἔ­τσι τό αἰ­σθά­νο­μαι, ἔ­τσι τό βλέ­πω καί ἔ­τσι τό κα­τα­θέ­τω στήν ἀ­γά­πη σας, κρα­τᾶ στό ἕ­να του χέ­ρι πό­τε τήν ἀ­ξί­να καί πό­τε τό πο­τι­στή­ρι καί στό ἄλ­λο ἕ­να εἰ­λη­τά­ριο μέ ἀ­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νο τόν παύ­λει­ο λό­γο πού ἀ­πε­στά­λη «πρός Τί­τον» κά­πο­τε καί πρός τούς Κρῆ­τες δι­α­χρο­νι­κά. Ἀ­πό ἐ­κεῖ δι­α­βά­ζει καί ἀ­πό ἐ­κεῖ μᾶς νου­θε­τεῖ: «Σὺ δὲ λά­λει ἃ πρέ­πει τῇ ὑ­γι­αι­νο­ύ­σῃ δι­δα­σκα­λί­ᾳ. Πρε­σβύ­τας νη­φα­λί­ους εἶ­ναι, σε­μνο­ύς, σώ­φρο­νας, ὑ­γι­α­ί­νον­τας τῇ πί­στει, τῇ ἀ­γά­πῃ, τῇ ὑ­πο­μο­νῇ. Πρε­σβύ­τι­δας ὡ­σα­ύ­τως ἐν κα­τα­στή­μα­τι ἱ­ε­ρο­πρε­πεῖς, ... κα­λο­δι­δα­σκά­λους, ἵ­να σω­φρο­νί­ζω­σι τὰς νέ­ας φι­λάν­δρους εἶ­ναι, φι­λο­τέ­κνους, σώ­φρο­νας, ἁ­γνάς, οἰ­κου­ρο­ύς, ἀ­γα­θάς... Τοὺς νε­ω­τέ­ρους ὡ­σα­ύ­τως πα­ρα­κά­λει σω­φρο­νεῖν, πε­ρὶ πάν­τα σε­αυ­τὸν πα­ρε­χό­με­νος τύ­πον κα­λῶν ἔρ­γων...» (Τίτ. α΄ 1-7).
   Ὀ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Εἰ­ρη­ναῖ­ος κά­νει πρά­ξη δια­ρκῶς τούς στί­χους τοῦ τρα­γου­διοῦ πού τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει, γι᾿ αὐ­τό καί τό ἀ­γα­πᾶ καί τό σι­γο­τρα­γου­δᾶ συ­χνά-πυ­κνά: «Ν᾿ ἀ­γα­πᾶς τά βου­νά καί τά πέ­λα­γα, τούς γνω­στούς καί τούς ἄ­γνω­ρους τό­πους, τά που­λιά, τά λου­λού­δια, τά σύν­νε­φα, καί πο­λύ ν᾿ ἀ­γα­πᾶς τούς ἀν­θρώ­πους. Τά θε­ριά ν᾿ ἀ­γα­πᾶς καί τ᾿ ἀ­νή­με­ρα, τά νη­σιά, τά πο­τά­μια, τ᾿ ἀ­στέ­ρια. Κι ἄν πο­τέ σέ πλη­γώ­σουν κα­τά­στη­θα φί­λοι, ἀ­γρί­μια, λευ­κά πε­ρι­στέ­ρια, ν᾿ ἀ­γα­πᾶς, νά ξε­χνᾶς καί νά χαί­ρε­σαι τή δι­κή σου γα­λή­νη καί κεῖ­να πού μ᾿ ἀ­γά­πη τό νοῦ μας φω­τί­ζου­νε, καί βλα­σταί­νουν ἀ­μά­ραν­τα κρί­να».
   Τό γνή­σια ἀ­σκη­τι­κό καί ὅ­λο τα­πεί­νω­ση πρό­σω­πό Του φα­νε­ρώ­νει πώς στό ἔρ­γο τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ ὑ­πάρ­χουν πρό­σω­πα πού μέ τό νη­πτι­κό καί κα­θα­ρό βλέμ­μα τους σα­γη­νεύ­ουν καί πού μέ τή φω­νή τους, ὅ­σο ἰ­σχνή καί ἄν φαί­νε­ται, κα­θη­λώ­νουν καί πα­ρα­πέμ­πουν σέ μιά ἄλ­λη φω­νή, αὐ­τήν πού ἐ­ξέρ­χε­ται ἀ­πό τά τα­μι­εῖ­α τῶν ψυ­χῶν, αὐ­τή πού ἐ­γεί­ρει σώ­μα­τα καί ἀ­να­σταί­νει συ­νει­δή­σεις. Δέν ξέ­ρω ἐ­άν ἀ­κου­σθεῖ ὑ­περ­βο­λι­κό, ἀλ­λά αἰ­σθά­νο­μαι βα­θειά πώς ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος ἔ­χει ἐ­νω­τι­σθεῖ ἐ­κεῖ­νον τόν εὐ­αγ­γε­λι­κό λό­γο καί ἀ­γω­νί­ζε­ται νά εἶ­ναι εὐ­θυ­γραμ­μι­σμέ­νος σέ αὐ­τόν: «ὃς δ᾿ ἂν ποι­ή­σῃ καὶ δι­δά­ξῃ, οὗ­τος μέ­γας κλη­θή­σε­ται ἐν τῇ βα­σι­λε­ί­ᾳ τῶν οὐ­ρα­νῶν» (Ματθ. ε΄ 19). Γι᾿ αὐ­τό καί γί­νε­ται πυ­ξί­δα σέ τού­τους τούς και­ρούς, πού χά­νο­με εὔ­κο­λα τόν προ­σα­να­το­λι­σμό μας. Γι᾿ αὐ­τό καί γί­νε­ται τό­πος καί τρό­πος προ­σω­πι­κῆς συ­νάν­τη­σης σέ τού­τους τούς και­ρούς πού κα­τα­φέ­ρα­με νά μήν συ­ναν­τι­ό­μα­στε οὔ­τε μέ τόν ἑ­αυ­τό μας τόν ἴ­διο.
   Με­τά ἀ­πό αὐ­τές τίς στά­σεις, σκέ­πτο­μαι, προ­σπα­θών­τας νά ἀ­πα­ριθ­μή­σω, μέ­σα μου πρῶ­τα καί ἔ­πει­τα ἐ­νώ­πιόν σας, τίς ἀ­ρε­τές τοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που μας, πώς ἴ­σως τό κα­λύ­τε­ρο σχῆ­μα μοῦ τό προ­σφέ­ρει ἐ­κεῖ­νος ὁ μέ­γας παι­δα­γω­γός τῆς ἐ­ρή­μου, ὁ Ὅ­σιος Ἰ­ω­άν­νης «τῆς Κλί­μα­κος», μέ τούς ἀ­να­βαθ­μούς τῆς ἁ­γί­ας συγ­γρα­φῆς του, πού ἀ­νε­βά­ζουν στόν οὐ­ρα­νό. Θέ­λω νά βλέ­πω τόν Γέ­ρον­τα τῆς Κρη­τι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς ἕ­να ἀ­πό ἐ­κεί­νους τούς με­λα­νο­χί­τω­νες πού ἔ­χουν φθά­σει στό ὑ­ψη­λό­τε­ρο σκα­λο­πά­τι, με­τά ἀ­πό ἀ­γῶ­να μιᾶς ὁ­λό­κλη­ρης ζω­ῆς, με­τά ἀ­πό πτώ­σεις καί ἀ­να­στά­σεις, μέ­σα ἀ­πό λύ­πες καί χα­ρές, «διὰ δό­ξης καὶ ἀ­τι­μί­ας, διὰ δυ­σφη­μί­ας καὶ εὐ­φη­μί­ας, ὡς πλά­νοι καὶ ἀ­λη­θεῖς, ὡς ἀ­γνο­ο­ύ­με­νοι καὶ ἐ­πι­γι­νω­σκό­με­νοι, ... ὡς παι­δευ­ό­με­νοι καὶ μὴ θα­να­το­ύ­με­νοι, ὡς λυ­πο­ύ­με­νοι ἀ­εὶ δὲ χα­ί­ρον­τες, ὡς πτω­χοὶ πολ­λοὺς δὲ πλου­τί­ζον­τες, ὡς μη­δὲν ἔ­χον­τες καὶ πάν­τα κα­τέ­χον­τες» (Β΄ Κορ. στ΄ 8-10).
   Ἀ­να­φέ­ρω μο­νο­λε­κτι­κά με­ρι­κά ἀ­πό αὐ­τά τά σκα­λο­πά­τια πού τόν ὁ­δή­γη­σαν ψη­λά καί ὁ κα­θέ­νας μας ἀ­πό τήν προ­σω­πι­κή του ἐμ­πει­ρί­α, ἀ­πό τήν γεύ­ση τῆς σχέ­σε­ώς του μέ τόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο, θά ἔ­χει τήν εὐ­χέ­ρεια συ­νειρ­μι­κά νά αἰ­σθαν­θεῖ πώς δέν λα­θεύ­ο­με ὅ­ταν λέ­με πώς σέ ὅ­λα αὐ­τά τά σκα­λο­πά­τια, σέ ἄλ­λο λι­γό­τε­ρο καί σέ ἄλ­λο πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἔ­κα­νε τή στά­ση του, ἔ­δω­σε καί πῆ­ρε, προ­πάν­των ἀ­ξι­ο­ποί­η­σε, ἕ­τοι­μος πάν­τα γιά τό ἑ­πό­με­νο. Ἀ­πο­τα­γή, ξε­νι­τεί­α, ὑ­πα­κο­ή, με­τά­νοι­α, χα­ρο­ποι­ό πέν­θος, ἀ­μνη­σι­κα­κί­α, σι­ω­πή, ἁ­γνεί­α, ἀ­φι­λαρ­γυ­ρί­α, ἀ­γρυ­πνί­α, πρα­ό­τη­τα, ἁ­πλό­τη­τα, τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, δι­ά­κρι­ση, ἱ­ε­ρά ἡ­συ­χί­α, προ­σευ­χή, ἀ­πά­θεια, ἀ­γά­πη, ἐλ­πί­δα, πί­στη.
   Ὅ­λα αὐ­τά καί μα­ζί οἱ λέ­ξεις ἀ­νι­δι­ο­τέ­λεια, ἱ­ε­ρο­πρέ­πεια, σο­βα­ρό­τη­τα καί σε­μνό­τη­τα, στό Λε­ξι­κό τῶν συ­νώ­νυ­μων τῆς σκέ­ψης μας συγ­κλί­νουν σέ ἕ­να ὄ­νο­μα: «Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος».
   Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος.  Εἰ­ρη­νι­κός καί εἰ­ρη­νευ­τής, εἰ­ρη­νό­φι­λος καί εἰ­ρη­νι­στής, εἰ­ρη­νο­ποι­ός καί εἰ­ρη­νό­δω­ρος, εἰ­ρη­νο­φύ­λα­κας καί εἰ­ρη­νο­δό­της, εἰ­ρη­νώ­νυ­μος κα­τά τήν κλή­ση Του, πού ταί­ρια­σε τό­σο ἁρ­μο­νι­κά, θαρ­ρεῖς ἀ­πό πάν­τα, μέ τό χα­ρα­κτῆ­ρα Του.
   Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Μί­α ἐ­λε­ή­μων καρ­διά πού δέν κρα­τᾶ τί­πο­τε γιά τόν ἑ­αυ­τό Του. Ὅ­λα γιά τούς ἀ­ναγ­κε­μέ­νους, γιά τούς ἐ­λά­χι­στους ἀ­δελ­φούς τοῦ Χρι­στοῦ, στούς ὁ­ποί­ους δέν δί­δει, ἀλ­λά δί­δε­ται.
   Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Ἕ­νας Δά­σκα­λος πού δι­δά­σκει πώς νά βλέ­πεις στά μά­τια τοῦ συ­ναν­θρώ­που τήν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ χω­ρίς δι­α­κρί­σεις καί ἀ­πο­κλει­σμούς καί πώς, ὅ­πως θά ἔ­λε­γε καί ὁ ποι­η­τής « Ὁ Θε­άν­θρω­πος Κύ­ριος (ἔ­γι­νε) ὁ πρῶ­τος ξε­νι­τε­μέ­νος, ἀ­νέ­στιος καί ἀλ­λη­λέγ­γυ­ος γιά τήν ἀ­γά­πη (αὐ­τοῦ) τοῦ συ­ναν­θρώ­που Του». ( Ἐμμ. Δουν­δου­λά­κης, Δε­σμά ὑ­πο­βρύ­χια). Καί ἔ­τσι τε­λι­κά με­τά ἀ­πό αὐ­τό τό μά­θη­μα ζω­ῆς νά ρα­γί­ζεις ἤ ἀ­κό­μη κα­λύ­τε­ρα νά θρυμ­μα­τί­ζεις, νά κο­νι­ορ­το­ποι­ε­ῑς τή σκλη­ρο­καρ­δί­α σου.
   Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Ἕ­νας ἀ­ει­κί­νη­τος ἄν­θρω­πος πού χά­νε­ται ἀ­νά­με­σά μας κι αὐ­τό τόν ἀ­να­δει­κνύ­ει πε­ρί­βλε­πτο, ἕ­νας ἀν­θρω­πος πού αὐ­το­μει­ώ­νε­ται δια­ρκῶς καί ὅ­μως προ­σθέ­τει, πού λι­γο­στεύ­ει καί ταυ­τό­χρο­να αὐ­ξά­νε­ται ὁ ἴ­διος πνευ­μα­τι­κά καί αὐ­ξά­νει τήν ἐ­κλο­γά­δα πού τοῦ ἐμ­πι­στεύ­θη­κε ὁ Θε­ός.
   Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Συ­νε­χί­ζον­τας τή με­λέ­τη τοῡ βι­βλί­ου τῆς ζω­ῆς του νο­μί­ζεις πώς δι­α­βά­ζεις «Φι­λο­κα­λί­α», «Εὐ­ερ­γε­τι­νό», «Γε­ρον­τι­κό». Ἕ­νας ἀβ­βᾶς τοῦ Γε­ρον­τι­κοῦ ἀ­νά­με­σά μας. Ἕ­νας ἀ­να­χω­ρη­τής μέ­σα στή βο­ή τῆς πό­λης, πού σέ προ­κα­λεῖ ἄ­θε­λά Του νά Τοῦ βά­λεις με­τά­νοι­α, νά Τοῦ πεῖς «εὐ­λό­γη­σον», νά πά­ρεις εὐ­χή, νά λά­βεις τε­λι­κά εὐ­λο­γί­α, ἀ­παν­το­χή, πα­ρη­γο­ριά, ἐλ­πί­δα, ἀ­νά­σα ζω­ῆς πα­ρού­σης καί μελ­λού­σης.
   Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Ἡ ὁ­σια­κή καί ἀ­έ­ρι­νη τρυ­φε­ρό­καρ­δη μορ­φή, πού στούς ἀ­σθε­νι­κούς ὤ­μους της κι ἄν ἔ­χει ση­κώ­σει πό­νους ἀν­θρώ­πων, κα­η­μούς καί βά­σα­να, στε­ναγ­μούς καί ἀ­νέ­χει­ες.
   Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Ἀ­νε­πι­τή­δευ­τος, ὀ­τρη­ρός, ἀ­λη­θής Ποι­μήν μέ εὐ­αγ­γε­λι­κή πο­λι­τεί­α. «Τύ­πος τῶν πι­στῶν ἐν πᾶ­σι» (πρβλ. Τι­μόθ. Α΄ δ΄ 12) καί ταυ­τό­χρο­να ἄν­θρω­πος τῆς δι­πλα­νῆς πόρ­τας γιά ὅ­λους, ἀ­δι­ά­κρι­τα καί ἀ­νυ­πό­κρι­τα. Ἐν­σαρ­κω­μέ­νη τα­πεί­νω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἄρ­νη­ση τῶν κα­τά κό­σμον ἀ­να­γνω­ρί­σε­ων, σο­φί­α τῶν «μω­ρῶν τοῦ Θε­οῦ» πού κα­ται­σχύ­νει τούς δῆ­θεν «σο­φούς» τοῦ κό­σμου (πρβλ. Α΄ Κορ. α΄ 27). Ἕλ­ξη θεί­α πρός τό θεῖ­ον καί ὄ­χι πρός ἑ­αυ­τόν.
   Ναί, αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πός μας. Ὅ­σο τόν πα­ρα­τη­ρεῖς ἀ­να­κα­λύ­πτεις πώς κου­βα­λᾶ ἐ­κεί­νην τήν αἰ­ώ­νια κλη­ρο­νο­μιά τοῦ με­γά­λου νη­σιοῦ μας μέ τίς ἱ­στο­ρι­κές ἐ­ναλ­λα­γές, ἔ­χει κά­τι ἀ­πό τόν Ἀν­δρέ­α Κρή­της, κά­τι ἀ­πό τόν Ἀ­θα­νά­σιο τόν Ἀ­θω­νί­τη, τόν Νί­κω­να τόν «Με­τα­νο­εῖ­τε», τόν Ἰ­ω­άν­νη τόν Ξέ­νο, τόν Ἰ­ω­άν­νη τόν Ἐ­ρη­μί­τη, τόν Μύ­ρω­να καί τόν προ­κά­το­χό του Γε­ρά­σι­μο τόν Νε­ο­ϊ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρα.
   Ὅ­σο τόν πλη­σιά­ζεις, ὅ­σο τόν ἀ­κοῦς, ὅ­σο τόν βλέ­πεις, κα­τα­νο­εῖς πώς ὁ Κρή­της εἶ­ναι ὅ­λος Κρή­τη, εἶ­ναι ὅ­λη ἡ Κρή­τη, μέ ὅ,τι αὐ­τό συ­νε­πά­γε­ται. Ἕ­νας ἀ­χθο­φό­ρος πα­ρα­κα­τα­θή­κης βα­ριᾶς, πο­λι­τι­σμοῦ μο­να­δι­κοῦ, πα­ρά­δο­σης ἁ­γι­α­σμέ­νης στό διά­βα τῶν αἰ­ώ­νων, πού πο­λι­το­γρά­φη­σε πο­λῖ­τες τῆς ἀ­πά­νω Κρή­της τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, πού θα ἔ­λε­γε κι ὁ Πρε­βε­λά­κης.
   Ναί, αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πός μας. Ἕ­νας ἀ­κα­τα­πό­νη­τος ἀ­γω­νι­στής, ἕ­νας ἀ­θλη­τής τοῦ πνεύ­μα­τος, πού ἀ­σκεῖ­ται δια­ρκῶς νά κά­νει πρά­ξη αὐ­τό πού τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, μέ τόν δι­κό του μο­να­δι­κό τρό­πο, ὡς αἰ­ώ­νια σω­στι­κή προ­τρο­πή, ἔ­χει κα­τα­γρά­ψει ὁ π. Βα­σί­λει­ος Γον­τι­κά­κης: «Νὰ ξε­πε­ρά­σης τὶς ἀ­ρε­τές σου, ὅ­πως θέ­λει ὁ ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ ὁ­μο­λο­γη­τής. Νὰ μὴν ἔ­χεις καμ­μιὰ ἰ­δέ­α γιὰ τὶς ἀ­ρε­τές, τὶς ἱ­κα­νό­τη­τες ἢ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τά σου. Νὰ φθά­σης στὸ μὴ ὄν. Τό­τε ὁ Θε­ὸς ἔρ­χε­ται καὶ χα­ρί­ζει δω­ρε­ὰν τὰ ὑ­πὲρ φύ­σιν καὶ αἴ­σθη­σιν. Καὶ τὰ χα­ρί­ζει στοὺς τα­πει­νούς, τὰ μω­ρά, τὰ ἀ­σθε­νῆ, τὰ ἀ­γε­νῆ, τὰ ἐ­ξου­θε­νη­μέ­να καὶ τὰ μὴ ὄν­τα. Για­τὶ τὰ μὴ ὄν­τα, ὡς μὴ ἔ­χον­τα καμ­μιὰ ἰ­δέ­α γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό τους, δὲν νο­θεύ­ουν τὰ ἅ­για, ἄ­σπι­λα καὶ τί­μια. Ἐ­νῶ o­ἱ «ἐ­νά­ρε­τοι», αὐ­τοὶ ποὺ παρ᾿ ὅ­λες τὶς ἀ­ρε­τὲς ἢ τὶς γνώ­σεις τους ἢ ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τῶν καὶ τῆς με­γά­λης ἰ­δέ­ας ποὺ ἔ­χουν γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό τους γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ καὶ μὲ ὅ­λα αὐ­τὰ μο­λύ­νουν καὶ νο­θεύ­ουν τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ· τὸν ἀ­να­κα­τεύ­ουν μὲ τὶς δι­κές τους το­ξί­νες καὶ τὸν κά­νουν ἀ­χώ­νευ­το καὶ ἀ­ποῤ­ῥι­πτέ­ο ἀ­πὸ τὸ στο­μά­χι τοῦ πει­να­σμέ­νου ἀν­θρώ­που».
   Ναί, αὐ­τά ἔ­χει ὁ Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Χρι­στο­μί­μη­τη προ­σφο­ρά πού Τόν ἀ­να­δει­κνύ­ει κα­θη­με­ρι­νά σέ «Εὐ­αγ­γε­λι­στή τῆς εἰ­ρή­νης». Δέν ἐ­πι­θύ­μη­σε πο­τέ «φι­λό­ϋ­λον καὶ φι­λο­κτή­μο­να βί­ον» (πρβλ. τροπ. β΄ ᾠ­δῆς Μεγ. Κα­νό­νος). Ἄ­γνω­στες λέ­ξεις στό λε­ξι­κό Του ἡ φι­λαυ­τί­α, ἡ φι­λο­πρω­τί­α, ἡ φι­λα­ρέ­σκεια. Πο­λύ γνω­στές ἡ φι­λο­θε­ΐ­α, ἡ φι­λευ­σπλα­χνί­α, ἡ φι­λαν­θρω­πί­α, ἡ φι­λερ­γί­α, ἡ φι­λο­πο­νί­α, ἡ φι­λο­ξε­νί­α Του. Μα­κριά ἀ­πό Ἐ­κεῖ­νον οἱ ἀν­θρω­πα­ρέ­σκει­ες, μέ­λη­μά Του «πῶς ἀ­ρέ­σει τῷ Κυ­ρί­ῳ» (πρβλ. Α΄Κορ. ζ΄ 32). Εὐ­χή μας νά γί­νει τε­λι­κά καί κα­τόρ­θω­μά Του.
   Ἀ­γα­πη­τοί μου, σᾶς κού­ρα­σα καί πρέ­πει νά στα­μα­τή­σω. Βλέ­πε­τε δέν δι­δά­χθη­κα τί­πο­τε ἀ­πό τήν σι­ω­πή τοῦ τι­μω­μέ­νου τό­σα χρό­νια. Ἄς μέ συγ­χω­ρή­σει καί Ἐ­κεῖ­νος κι ἐ­σεῖς γιά τήν ἀ­πό μέ­ρους μου κα­τα­πό­νη­ση σας.
   Πρίν ἀ­πό μί­α δε­κα­ε­τί­α καί πλέ­ον ἀ­να­λάμ­βα­νε τούς οἴα­κες τοῦ σκά­φους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Τόν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ ἔ­τους 2006, οἱ Συ­νο­δι­κοί Συμ­πά­ρε­δροι τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Τόν ἄ­κου­γαν μέ συγ­κί­νη­ση, κα­τά τήν πρώ­τη Του φο­ρά ἀ­πό τήν θέ­ση τοῦ Προ­έ­δρου τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χια­κῆς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κρή­της, νά λέ­γει αὐ­τά τά ὁ­ποῖ­α ἐ­κεῖ­νος πού ὁ­μι­λεῖ, ἀ­πό τήν θέ­ση τό­τε τοῦ Ἀρ­χι­γραμ­μα­τέ­ως, κα­τέ­γρα­φε στά Πρα­κτι­κά Της:
   «Εὐ­θύς ἀ­μέ­σως», τό­νι­ζε τό­τε, «ἐκ­φρά­ζω τήν ὁ­λό­θυ­μον καί σφο­δράν ἐ­πι­θυ­μί­αν μου, ὅ­πως συ­νερ­γα­σθῶ καί συ­να­γω­νι­σθῶ μεθ᾿ ὑ­μῶν, «ἕ­ως ὑ­πάρ­χω», εἰς τούς ἀ­γῶ­νας καί τό ἔρ­γον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Δέν ἔ­χω ἄλ­λα ὄ­νει­ρα καί φι­λο­δο­ξί­ας. Μό­νον νά δι­α­κο­νή­σω τήν Ἐκ­κλη­σί­αν μας ἐν πλή­ρει συμ­πνοί­ᾳ, ἀ­γά­πῃ καί συ­νερ­γα­σί­ᾳ με­τά πάν­των ὑ­μῶν. Ἐν πνεύ­μα­τι συ­νο­δι­κῷ, ἀ­δελ­φι­κῷ καί συλ­λο­γι­κῷ. Δέν ἀ­παι­τῶ ἀλ­λά πα­ρα­κα­λῶ διά τήν συ­νερ­γα­σί­αν πάν­των ὑ­μῶν. Διά τήν Ἐκ­κλη­σί­αν μας, τήν Ἐκ­κλη­σί­αν Κρή­της, τόν Ἱ­ε­ρόν Κλῆ­ρον καί τόν εὐ­σε­βῆ λα­όν αὐ­τῆς. Διά τήν Ἱ­στο­ρί­αν, τό πα­ρόν καί τό μέλ­λον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Διά τήν ἀν­τι­με­τώ­πι­σιν τῶν πολ­λῶν, πο­λυ­πλό­κων καί συν­θέ­των προ­βλη­μά­των τά ὁ­ποῖ­α σή­με­ρον ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας. Διά τήν συμ­με­το­χήν πάν­των ἡ­μῶν εἰς τά προ­βλή­μα­τα καί τούς πό­θους τοῦ λα­οῦ μας. Διά τήν ἀν­τα­πό­κρι­σίν μας εἰς τάς προσ­δο­κί­ας καί τά ὄ­νει­ρά του. Διά τήν σω­τη­ρί­αν τῶν ψυ­χῶν τοῦ λα­οῦ μας. Διά τήν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ».
   Ὅ­λη ἡ ζω­ή Του κλεί­νε­ται σ᾿ αὐ­τήν τήν ἀ­πο­στρο­φή, σ᾿ αὐ­τές τίς λέ­ξεις. Ὅ­λη ἡ ζω­ή Του «διά τήν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ». Ὅ­λη ἡ ζω­ή του ἕ­να «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ». «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ», ἀ­πό Ἐ­κεῖ­νον, «πάν­των ἕ­νε­κεν». Ἀλ­λά καί «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ» καί ἀ­πό ἐ­μᾶς πού τόν ἔ­χο­με ἀ­νά­με­σά μας, μα­ζί μας καί κον­τά μας.
   Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, «δι᾿ εὐ­χῶν Σας» καί πά­λι ὁ λό­γος, φθά­νον­τας στήν κα­τα­κλεῖ­δα του, στρέ­φε­ται πρός Ἐ­σᾶς, πού ὅ­πως μοῦ εἶ­πε ἕ­νας μαν­τι­να­δο­λό­γος ἀ­πό τά Ἀ­νώ­γεια τῆς ἐ­παρ­χί­ας μου: «Στό πρό­σω­πο σας φαί­νον­ται ρυ­τί­δες τί­μιου κό­που, καί ἡ ὄ­ψη ἑ­νός πα­νά­ρε­του καί ἀ­λη­θι­νοῡ ἀν­θρώ­που»Καί «ἡ με­τρι­ο­φρο­σύ­νη Σας καί ἡ ἁ­πλό­τη­τα σας, εἶ­ναι τά ὅ­πλα τῆς τι­μῆς καί τά πα­ρά­ση­μα σας».
   Ὅ­ταν γιά πρώ­τη φο­ρά ὡς Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος ἀ­νε­βαί­να­τε στό Θρό­νο τοῦ πε­ρι­καλ­λοῦς Μη­τρο­πο­λι­τι­κοῦ Να­οῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Μη­νᾶ, Σᾶς εἴ­δα­με νά μᾶς κυτ­τᾶ­τε στά μά­τια ὅ­λους μα­ζί καί τόν κα­θέ­να χω­ρι­στά καί νά μᾶς ἀ­πευ­θύ­νε­τε, κα­τά τόν Ἐν­θρο­νι­στή­ριο Λό­γο Σας, τού­τους τούς λό­γους:
   «Εἶ­ναι ἡ πρώ­τη πα­τρι­κή καί ἀ­γα­πη­τι­κή μα­τιά μου, ὡς Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κρή­της... Ἦρ­θα σή­με­ρα καί βρί­σκο­μαι ἐ­δῶ, πού στέ­κο­μαι μό­νον ἀ­πό ἀ­γά­πη, ὅ­πως αὐ­τή βι­ώ­νε­ται εἰς τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας, εἰς τά πρό­σω­πα τῶν Ἁ­γί­ων μας μό­νον ἀ­πό τήν δι­ά­θε­ση νά δώ­σω τά πάν­τα καί τήν ζω­ή μου σέ και­ρό εἰ­ρή­νης, χω­ρίς νά θέ­λω νά πά­ρω τί­πο­τα καί ἀ­πό κα­νέ­ναν, μέ τήν πρό­θε­ση νά δι­α­κο­νή­σω, νά εἶ­μαι ὁ Δι­ά­κο­νος ὅ­λων ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως, τῶν σε­βα­σμί­ων Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων τῆς Κρή­της, τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χια­κῆς Συ­νό­δου μας, ἡ ὁ­ποί­α ἑ­δρεύ­ει εἰς τό Ἡ­ρά­κλει­ον, τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς καί ὅ­λης τῆς Κρή­της.
   Μέ τή δί­ψα καί τό πό­θο νά βο­η­θῶ, νά συμ­πα­ρί­στα­μαι σέ ὅ­λους, μέ ὅ­λες τίς δυ­νά­μεις, μέ ὅ­σες δυ­νά­μεις καί δυ­να­τό­τη­τες μοῦ ἔ­δω­κεν ὁ Θε­ός, νά εἶ­μαι ταυ­τι­σμέ­νος, ὀν­το­λο­γι­κά καί ἀ­γα­πη­τι­κά, μέ ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους, τούς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ός ἀ­να­θέ­τει εἰς τούς ἀ­σθε­νι­κούς ὥ­μους μου ἀ­πό σή­με­ρα. Μέ τήν ἐλ­πί­δα καί τή χα­ρά, ὄ­χι μό­νο νά ζή­σω, ἀλ­λά καί νά θυ­σια­στῶ καί νά σταυ­ρω­θῶ καί νά τα­φῶ, χά­ριν τῶν ἀν­θρώ­πων, τούς ὁ­ποί­ους θά δι­α­κο­νή­σω, γιά νά ἀ­να­στη­θῶ καί νά συ­νυ­πάρ­ξω­μεν ὅ­λοι μα­ζί εἰς τήν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.
   Δι­α­κα­τέ­χο­μαι τού­τη τήν ὥ­ραν ἀ­πό τή λα­χτά­ρα, νά εἶ­μαι καί νά φέ­ρω­μαι ὅ­πως οἱ Προ­φῆ­τες τοῦ Θε­οῦ, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, οἱ μάρ­τυ­ρες, οἱ Πα­τέ­ρες, οἱ ἀ­δελ­φοί. Νά εἶ­μαι ὁ φί­λος, ὁ πα­τέ­ρας, ὁ ἀ­δελ­φός, ὁ ὑ­πη­ρέ­της, ὁ βο­η­θός, ὁ συμ­πα­ρα­στά­της, ἡ χα­ρά, ἡ ἐλ­πί­δα, τό στή­ριγ­μα τῶν ἀ­δυ­νά­των, ἡ χα­ρά ὅ­λων. Δέν ἐ­πι­θυ­μῶ καί δέν ἐ­πι­δι­ώ­κω τί­πο­τε ἄλ­λο».
   Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ὅ­λα αὐ­τά κα­τα­φέρ­νε­τε νά γί­νον­ται ἀ­γα­πη­τι­κή πρά­ξη, δι­α­κο­νί­α καί προ­σφο­ρά, πη­γή ἐ­λέ­ους ἀλ­λά καί ἐμ­πνεύ­σε­ως γιά ὅ­λους μας κα­θη­με­ρι­νά. Σᾶς πα­ρα­κα­λοῦ­με νά μᾶς κρα­τᾶ­τε στήν θε­ό­τευ­κτο, θε­ο­φι­λῆ καί θε­ο­τερ­πῆ ἑ­νό­τη­τα πού ἀ­πο­τρέ­πει θε­ο­στυ­γε­ῑς δι­χό­νοι­ες καί ἔ­τσι νά μᾶς  χα­ρί­ζε­τε πάν­το­τε τήν ἀ­γά­πη Σας αὐ­τή, για­τί αὐ­τό τε­λι­κά εἶ­ναι καί τό δι­κό Σας κρι­τή­ριο, ὅ­πως εἶ­ναι καί θά εἶ­ναι παν­το­τει­νά τό κρι­τή­ριο τῶν δι­α­κό­νων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τῶν οἰ­κο­νό­μων τῶν μυ­στη­ρί­ων τοῦ Θε­οῦ, ἀ­φοῦ καί πά­λι κα­τά τόν Ὅ­σιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Σι­να­ΐ­τη, «Ποι­μέ­να ἀ­λη­θι­νόν ἀ­πο­δεί­ξει ἀ­γά­πη· δι᾿ ἀ­γά­πην γάρ ὁ Ποι­μήν ἐ­σταύ­ρω­ται» («Κλῖ­μαξ» Ἰ­ω­άν­νου Σι­να­ΐ­του, Λό­γος ἕ­τε­ρος «Εἰς τόν Ποι­μέ­να», 24).
   Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη πού ὑ­πάρ­χε­τε, πού ἀ­γω­νιᾶ­τε, πού ἀ­γω­νί­ζε­στε, πού ἀν­τι­στέ­κε­στε, πού μᾶς ἐ­πι­στη­ρί­ζε­τε, πού μᾶς δι­δά­σκε­τε, πού μᾶς συγ­χω­ρεῖ­τε, πού μᾶς χα­ρί­ζε­τε ἀ­φει­δώ­λευ­τα ἀ­πό τή σο­φί­α καί τή σύ­νε­σή Σας, πού προ­σεύ­χε­σθε, πού λει­τουρ­γεῖ­τε γιά τόν Πα­τριά­ρχη μας καί τούς συγ­κυ­ρη­ναί­ους Του στήν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νη Μη­τέ­ρα μας Ἐκ­κλη­σί­α, πού λει­τουρ­γεῖ­τε γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἀ­πο­στο­λο­βά­δι­στου νη­σιοῦ μας, γιά τούς συ­νε­πι­σκό­πους Σας, γιά τούς κλη­ρι­κούς μας, γιά τίς μο­να­χι­κές μας ἀ­δελ­φό­τη­τες, γιά ἐ­μᾶς, γιά τά παι­διά, γιά τούς νέ­ους, γιά τίς οἰ­κο­γέ­νει­ες, γιά ὅ­λους, γιά τήν Κρή­τη, γιά τήν Ἑλ­λά­δα, γιά τόν κό­σμο ὁ­λό­κλη­ρο. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με πού εὔ­χε­σθε γιά τήν κα­τά Θε­όν προ­κο­πή μας, πού ζη­τᾶ­τε νά κρα­τή­σου­με Ὅ­σια καί Ἱ­ε­ρά γιά νά κρα­τη­θοῦ­με. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με πού δα­κρύ­ζε­τε καί πού χα­μο­γε­λᾶ­τε. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με πού δέν ἀ­να­παύ­ε­σθε λε­πτό γιά νά μᾶς ἀ­να­παύ­ε­τε πνευ­μα­τι­κά συ­νε­χῶς. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με πού κά­νε­τε τό πᾶν γιά νά μᾶς μά­θε­τε πῶς μπο­ρεῖ νά ξα­να­βρεῖ ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα τήν ἀν­θρω­πιά της.
   Ἔ­χε­τε τήν τι­μή καί τό βα­θύ­τα­το σε­βα­σμό μας, προ­πάν­των ὅ­μως τήν ἀ­γά­πη μας, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πε καί Πρό­ε­δρε τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χια­κῆς μας Συ­νό­δου, πο­λύ­τι­με, πο­λυ­τί­μη­τε καί πο­λυ­φί­λη­τε Γέ­ρον­τα μας.

   Ἕ­νας κα­λός συ­νερ­γά­της μας, ὁ κ. Γε­ώρ­γιος Κα­λο­γε­ρά­κης, ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νος στήν πα­ρά­κλη­ση μας συ­νέ­θε­σε τοῦ­τα πού σᾶς ἀ­φι­ε­ρώ­νο­με αὐ­τήν τήν ὄ­μορ­φη γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας βρα­δυ­ά.

Σε­βά­σμι­έ μας γέ­ρον­τα, κορ­φή τση Ἐκ­κλη­σί­ας,
πο­λύ­τι­με κι ἀ­στρα­φτε­ρέ λί­θε τσ’ Ὀρ­θο­δο­ξί­ας,
στόν πό­δα στέ­κεις που ’­στε­κεν μέ τοῦ Χρι­στοῡ τή χά­ρη
ὁ Τί­τος, ὁ Ἀ­πό­στο­λος, τση Κρή­της μας κα­μά­ρι.
Σα­ράν­τα τρί­α πορ­πα­τε­ῑς στήν Ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νη
τά ἔ­τη, μέ πρα­ό­τη­τα καί τα­πει­νο­φρο­σύ­νη.
Ἀ­να­βα­στάς στό ποί­μνιο σ­τσί πό­νους του καί τώ­ρα,
ὡς ἔ­δια­χνές το πάν­το­τες καί στῶ Χα­νι­ῶ τή χώ­ρα.
Τσί χρό­νους δέ­κα λου­τρου­γᾶς εἰς τό Με­γά­λο Κά­στρο
καί λάμ­πεις μές στήν Ἐκ­κλη­σά σάν τοῡ βο­ριᾱ τό ἄ­στρο,
κα­θώς μέ σέ­βας στέ­κου­σι λα­ός κι ἀρ­χον­το­λό­ι
τση νή­σου οὔ­λης γύ­ρω σου, σάν ἀ­κρι­βό σου σό­ι.
Εὐ­ω­διά­ζουν ἀ­ρε­τές, τά μυ­ρο­βό­λα κρί­να,
ποι­μνί­ου ξόμ­πλι ἀ­κρι­βό, θα­μά­ζει σε γιά κε­ῑ­να!
Χα­ρί­ζεις ἄ­φθαρ­τα κλει­διά καί μαρ­γα­ρι­τα­ρέ­νια,
π’ ἀ­νοί­γουν τοῡ Πα­ρά­δει­σου πόρ­τα μα­λα­μα­τέ­νια,
σάν πού στή στρά­τα τση τι­μῆς τό ζά­λο σου ξε­τρέ­χει
κι ὅ­ποι­ος ξω­πί­σω σ’ ἀ­κλου­θᾱ λει­μώ­ναν ἀ­παν­τέ­χει.
Τά ἔ­τη να ’­χεις πε­ρισ­σά ἀ­γῶ­νες σάν πα­σχί­ζεις,
σέ κά­θε διά­ξη τση πρε­πιᾶς!

Δεν υπάρχουν σχόλια: