Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΠΙ ΤΗ 30Η ΕΠΕΤΕΙΩ ΑΠΟ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ Α΄ - Μητροπολίτου Φθιώτιδος ΝΙΚΟΛΑΟΥ


ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΕΠΙ ΤΗ 30Η ΕΠΕΤΕΙΩ ΑΠΟ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ
ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ Α΄

Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Φθιώτιδος κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Στό νόημα τῆς Παυλείου ἐντολῆς «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ...» (Ἑβρ. 13,7) καί τοῦ χρέους τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς ἐν εὐσεβείᾳ καί πίστει τελειωθέντας», πραγματο­ποιοῦμε σήμερα οἱ κατά σάρκα συγγενεῖς τοῦ ἀειμνή­στου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Ἱερωνύμου τοῦ Α΄, Ἱερόν Μνημόσυνον ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του, ἐπί τῇ συμπληρώσει 30 ἐτῶν ἀπό τῆς κοιμήσεώς του καί ἐκ προοιμίου εὐχαριστοῦμε Ὑμᾶς, Μακαριώτατε καί ἀδελφοί ἀγαπητοί, διά τήν εὐλογητήν παρουσίαν σας.

Ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος ὑπῆρξε μιά ἐμβληματική φυσιογνωμία, ἡ ὁποία ἄφησε ἔντονα τά ἴχνη τῆς διαβάσεώς της, ἀσχέτως ἄν οἱ ὀργανωμένοι ἐργάτες τῆς ἀνομίας, ἀπό  τότε πού ζοῦσε μέχρι σήμερα, προσπαθοῦν νά ἀμαυρώσουν τό ἔργο του καί τήν προσωπικότητά του. Ἡ ἱστορία ὅμως καί ἡ ἀλήθεια, ὅπως λέγει ὁ προφητάναξ Δαβίδ «ἀπό ἀκοῆς πονηρᾶς οὐ φοβηθήσεται» (Ψ. 111).

Συνοπτικά καί σύντομα θά προσπαθήσω νά σκιαγραφήσω τή ζωή του καί τό ἔργο του, χωρίς ὑπερβολή συναισθήματος ἤ μειωμένη παρρησία, ἀλλά ἀντικειμενικά, βάσει ὅσων προσωπικά ἐγνώρισα καί ἐψηλάφισα, χάριν τῆς οἰκοδομῆς τῶν πιστῶν καί πρός δόξαν Θεοῦ.
Τήν ζωή του ἄρχισε μέ τήν δυστυχία καί τήν φτώχεια τῆς ὀρφάνειας καί τήν ἔκλεισε μέ τόν πόνο του γιά τήν Ἐκκλησία, ὅπως τόν περιέγραψε στό βιβλίο του «Τό δράμα ἑνός Ἀρχιεπισκόπου».
Ἐγεννήθη τό 1905, στό χωριό Ὑστέρνια τῆς Τήνου, τρεῖς μῆνες μετά τόν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ πατέρα του Ἱερωνύμου.
Ἡ μητέρα του Ἀγγελική, ἡ ὁποία ἦταν τότε 22 ἐτῶν, ἀναγκάσθηκε νά ἐργασθεῖ στήν Ἀθήνα, ὡς ὑπηρέτρια μεγάλων κυριῶν, μέχρις ὅτου μετά τό Δημοτικό Σχολεῖο ἐνέγραψε τόν μικρό Ἱερώνυμο στήν Ριζάρειο Σχολή, ἀναθέτουσα τό παιδί της ὑπό τήν προστασία τοῦ Σχολάρχου Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπού­λου, τοῦ μετέπειτα σοφοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος.
Μετά τήν Ριζάρειο ἐφοίτησε στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν καί μετά ἀπό αὐτήν ἀνεχώρησε διά Γερμανία καί Ἀγγλία γιά εὐρύτερες σπουδές. Ἐπιστρέψας διορίσθηκε Γραμματεύς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου. Διάκονος ἐχειροτονήθη ἀπό τόν Μητροπολίτη Σάμου Εἰρηναῖο, τῇ ἐντολῇ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσάνθου (4 Ἰανουαρίου 1939) καί Πρεσβύτερος ὑπό τοῦ ἰδίου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσάνθου (23 Ἰουνίου 1940), διορισθείς Γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Ὑπηρέτησε ὡς ἐφημέριος τοῦ Νοσοκομείου Εὐαγγε­λι­σμός καί μετά τήν Κατοχή διορίσθηκε Πρωθιερεύς τῶν Βασιλικῶν Ἀνακτόρων καί Πνευματικός τῆς Βασιλι­κῆς Οἰκογενείας (29 Σεπτεμβρίου 1949).
Τό 1959 ἐξελέγη τακτικός Καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καί τῆς Ποιμαντικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, ἀναπτύξας συχρόνως μεγάλο συγγραφικό ἔργο.
Τόν Μάϊο τοῦ 1967 ἐξελέγη ὑπό τῆς Ἀριστίνδην Ἱερᾶς Συνόδου ἀπό Ἀρχιμανδρίτης Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὅπως καί ὁ προστάτης του Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ἀναγνωρισθείς ὑπό συμπάσης τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διατηρήσαντος ἐπιφυλάξεις ἑνός μόνον Μητροπολίτου. Τό τεράστιο ποιμαντικό, φιλανθρωπικό, διοργανωτικό ἔργο του δέν περιγράφεται μέσα σέ λίγες λέξεις.
Στά ἕξ χρόνια τῆς Ἀρχιεπισκοπείας του παρήγαγε ἔργο ὅσο δέν εἶχε παραχθεῖ ἀπό τῆς ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Χαρακτηριστικός εἶναι ὁ χαρακτηρισμός τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου, παλαιοῦ ἀντιπά­λου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου:
«Σπανίως θά ἐμφανισθῆ τοιοῦτος Ἀρχιεπίσκοπος, τοῦ ὁποίου τό ἔργον δέν ἐφάνη εἰς ὅλην του τήν ἔκτασιν, διότι διῴκησεν εἰς πολύ δύσκολον καί τεταραγμένην ὑπό τῶν πολιτικῶν παθῶν ἐποχήν».
Ἀπαριθμοῦντες τά μεγαλύτερα καί σπουδαιότερα ἔργα του ἐπισημαίνουμε:

1.   Ἀνασυγκρότησε τίς ὑπηρεσίες τῆς Ἱ. Συνόδου ἱδρύο­ντας τίς Μόνιμες Συνοδικές Ἐπιτροπές καί με­τα­φέ­ρο­ντας αὐτές ἀπό τά ὑπόγεια τῆς Ἀρχιεπισκο­πῆς τῆς ὁδοῦ Ἁγίας Φιλοθέης, εἰς τήν Ἱερά Μονή Πετράκη καί συγκεκριμένα εἰς τό Θεο­λογικό Οἰκοτροφεῖο τῆς Ἀποστολικῆς Διακο­νίας, τό ὁποῖο μετέφερε σέ πολυκατοικία τῆς ὁδοῦ Μαρτι­νέ­γκου, ἄνωθεν τοῦ Γηροκομείου Ἀμπελοκή­πων.
2.   Ἐξύψωσε τό κῦρος τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου μέ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τό Ἱερό Θυσιαστήριο τῶν ἀναξίων Κληρικῶν καί τήν προσέλευση ἀδιορίστων θεολόγων καί ἄλλων ἐπιστημόνων.
3.   Ὑπήγαγε τήν Ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευση ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας στήν Ἱερά Σύνοδο, ἱδρύοντας διεύθυνση Ἐκκλησιαστικῆς Ἐκπαιδεύσεως καί ἀνα­διοργανώνοντας τίς Ἐκκλησιαστικές Σχολές.
4.   Ἵδρυσε τό Νοσοκομεῖο Κληρικῶν Ἑλλάδος διά τήν περίθαλψη τῶν Κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμίδων, τῶν Μοναχῶν καί τῶν οἰκογενειῶν τους.
5.   Ἵδρυσε τό Διορθόδοξο Κέντρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Ἱερά Μονή Πεντέλης διά τήν διοργά­νωση συνεδρίων καί ἡμερίδων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καθώς ἐπίσης καί διά τήν φιλοξενίαν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων καί τῶν συνοδειῶν τους καί λοιπῶν Κληρικῶν τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν.
6.   Συνεκρότησε μεγάλο ἐπιτελεῖο εἰδικῶν διά τήν καταγραφή τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί ὀργάνωσε τήν ἀξιοποίησή της. Ἡ ὑλοποίηση τοῦ προγράμματος αὐτοῦ θά καθιστοῦσε αὐτάρκη οἰκο­νο­μικά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Δυστυχῶς μετά τήν παραίτησή του τό πρόγραμμα ἐγκατα­λεί­φθη­κε.
7.   Ἵδρυσε σέ κάθε Ἐνορία τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Σπίτια Γαλήνης, γιά τήν ἀνακούφιση τῶν ἐμπεριστάτων ἀδελφῶν μας.
8.   Καθιέρωσε τήν ἀνακύκλωση σέ ὅλες τίς Ἐνορίες τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς μέ τούς ρακοσυλλέκτες ἱερεῖς ὑπό τήν ἐποπτείαν τοῦ διωκομένου ἀπό τήν δικτατορία Ἱερέως Γεωργίου Δημητριάδου, τόν ὁποῖο προσέλαβε ὡς ἄμεσο συνεργάτη εἰς τήν Ἀρχιεπισκοπή.
9.   Ὑπερασπίσθηκε μέ παρρησία τό δίκαιο τῶν διωκο­μέ­νων διά τά φρονήματά τους ἀπό τήν δικτατορία καί μέ ἐπιστολές καί παραστάσεις του πολλούς ἔσωσε.
10. Κατωχύρωσε νομοθετικά τήν μισθολογική ἐξέλιξη τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου καί ἐξέδωσε εἰδικό Νόμο διά τήν χειροτονία ἱερέων μειωμένων προσόντων γιά τίς ἐνορίες τῶν παραμεθορίων περιοχῶν.
Τά ἀνωτέρω καί ἄλλα πολλά ἐπετεύχθησαν μέ μεγάλο ἀγῶνα, συγκρούσεις μέ τούς ἰσχυρούς, πιεστική ἐπιμονή πρός τούς κρατοῦντες καί ἀνυποχώρητη ἀδιαλλαξία ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας.
Γεγονός εἶναι, ὅτι ἡ Ἀρχιεπισκοπική θητεία του ὑπῆρξε περιπετειώδης καί ταραχώδης, διότι οἱ περισσότεροι Ἐκκλησιαστικοί, μή δυνάμενοι νά συλλάβουν τό ὅραμά του, οἱ δέ ἐκτός, προσκρούσαντες εἰς τόν ἀδαμάντινο χαρακτῆρα του, ὁ ὁποῖος δέν τούς ἐπέτρεπε νά τόν χρησιμο­ποιήσουν κατά τά συμφέροντά τους, τόν ἐπολέμησαν ἀνηλεῶς.

Κουρασμένος καί ἀπογοητευμένος ἀπό τήν πολεμική τῆς διαφθορᾶς ὑπέβαλε τήν παραίτησή του (15 Δεκεμβρίου 1973) καί ἀπεσύρθη στή γενέτειρά του Ἱερά Νῆσο Τῆνο, ἀφιερώσας τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς του στήν προσευχή, στήν συγγραφή καί στήν ἡσυχία.
Τό κείμενο τῆς παραιτήσεώς του εἶναι ἕνα μνημειῶδες κείμενο, στό ὁποῖο καθρεπτίζεται τό βάθος τῆς πνευματι­κότητός του καί ἡ ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας ἀγάπη του. Ἐνδεικτικά ἀναφέρομε ἕνα μικρό ἀπόσπασμα: 
«Ἤδη ἀπό τοῦ παρελθόντος φθινοπώρου διά τῶν συνεχιζομένων καί ἐντεινομένων κατ΄ἐμοῦ ἐπιθέσεων, μετά τῆς βλάβης, ἡ ὁποία ἐπεδιώκετο νά γίνῃ κατά τοῦ προσώπου μου, εἶχεν ἀρχίσει νά τραυματίζεται μετ΄ἐμοῦ γενικῶς καί ὁ κλῆρος καί ἡ Ἐκκλησία. Τό γεγονός ὅμως τοῦτο, ἤτοι τό νά βλέπω καταρρακούμενον τό κῦρος τῆς Ἐκκλησίας μοί ἦτο ἀδύνατον νά τό ἀνθέξω. Ἐπί πλέον ἐνῷ διηρχόμεθα σοβαρωτάτην ἐθνικήν κρίσιν καί πληθώρα προβλημάτων κατέκλυζε καί κατακλύει τήν Ἐκκλησίαν, ὁ Λαός ἔβλεπεν ἐπί μῆνας νά ἀποδεκατοῦται «τό ἄνηθον καί τό κύμινον» καί νά ἀφίνωνται νά βαδίζουν εἰς τήν τύχην των «τά βαρύτερα τοῦ νόμου»....
Ἐντεῦθεν, ἵνα μή, ἔστω καί ἀκουσίως, γίνωμαι συνεργός εἰς τήν φθοράν τοῦ κύρους τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεφάσισα ὅπως ἀποσυρθῶ τῆς ἐνεργοῦ ὑπηρεσίας ἐπί τῇ ἐλπίδι καί τῇ εὐχῇ, ὅτι διά τοῦ παραμερισμοῦ τοῦ προσώπου μου, θά κοπάσουν τά πάθη καί θά ἐπέλθῃ πάλιν ἡ ἀπαραίτητος εἰς τάς ψυχάς τῶν Χριστιανῶν μας γαλήνη.
Ἀποσύρομαι ὡσαύτως, ἵνα ἐξασφαλίσω καί τήν ἰδικήν μου ψυχικήν ὑγείαν. Διότι πολλάκις τά συμβαίνοντα τελευταίως ἐν τῇ Ἐκκλησία ἐκινδύνευε νά ἐμβάλουν εἰς τήν ψυχήν μου αἰσθήματα ἀντίθετα πρός τήν ἀνοχήν, τήν ὑπομονήν καί τήν πρός πάντας, ἔτι δέ καί τούς ἐχθρούς ἡμῶν ἀγάπην, τήν ὁποίαν ὅσοι πιστεύομεν εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν ὀφείλομεν νά ἔχωμεν ἔναντι πάντων τῶν ἀνθρώπων, μάλιστα δέ ἡμεῖς οἱ ἔχοντες τό καθῆκον νά εἴμεθα «οἱ ἀγρυπνοῦντες» ὑπέρ τῶν ψυχῶν των».
Ἡ πρώτη του ἐνέργεια μετά τήν μόνιμη ἐγκατάστασή του στό ἡσυχαστήριό του ἦταν νά τελέσει Σαραντα­λείτουργο, εὐχαριστώντας τόν Κύριο γιά ὅσα ὑπέρ Αὐτοῦ ὠκωνόμησε κατά τήν ἑπταετή θητεία του στόν πρῶτο θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Στόν κατάλογο τῶν ὀνομάτων, πού ἐμνημόνευε στήν προσκομιδή ἦταν ὅλοι οἱ συνεργάτες του, οἱ φίλοι, οἱ ἀντίπαλοι καί πολέμιοί του. Ἀμέσως μετά τό προσωπικό του ἀφιέρωμα ἐζήτησε μέ ἐπιστολή του ἀπό τόν Μητροπολίτη Σύρου, Τήνου Δωρόθεο Α΄ νά τοῦ παραχωρή­σει ἕνα ἱερό Θυσιαστήριο γιά νά λειτουργεῖ κάθε Κυριακή.  Ὁ Μητροπολίτης Σύρου τοῦ ἀπήντησε μέ μιά συγκινητική ἐπιστολή, προσφέροντας τήν κανονική ἄδεια νά ἱεροῦργεῖ εἰς ὅποιο Ἱερό Ναό τῆς Τήνου ἤθελε.

Ὁ πρώην Ἀθηνῶν τότε προτίμησε νά γίνει Ἐφημέριος τῆς Ἁγίας Τριάδος Καρδιανῆς, πού τήν ἐποχή ἐκείνη ἐστερεῖτο Ἐφημερίου. Τό μικρό χωριό ἐγνώρισε ἡμέρες δόξης καί πνευματικοῦ μεγαλείου. Κάθε Κυριακή καί στίς μεγάλες ἑορτές Χριστουγέννων καί Μεγάλης Ἑβδομάδος γέμιζε ἡ Ἐκκλησία ἀπό ἐκλεκτούς ἐπισκέπτες, πού πή­γαι­ναν ἐκεῖ γιά νά συναντήσουν τόν πρώην Ἀρχιεπίσκοπο.
Στήν παραίτησή του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο εἶχε γράψει: «Ἀπο­μακρύνομαι, τέλος, ἐκ τῆς ἐνεργοῦ ὑπηρεσίας, διότι ἕνεκα τῶν συνεχῶν κατ΄ ἐμοῦ ἐπιθέσεων, μοῦ ἦτο ἀδύνατον νά ἀπασχολοῦμαι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ δημιουργι­κῶς.
 Ἀντί τῶν ἀγόνων ἀγώνων, προέκρινα, ὅπως κατά τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς μου, τό ὁποῖον θά μοῦ χαρίσῃ ὁ Κύριος, στρατευθῶ εἰς τήν ἐκπλήρωσιν ἔργου, τό ὁποῖον δέν προϋποθέτει οὔτε θέσεις, οὔτε ἀξιώματα καί τό ὁποῖον, μετά τήν ἀπαραίτητον πνευματικήν προπαρα­σκευήν, ἐλπίζω νά ἀρχίσῃ προσεχῶς».

Τό ἔργο αὐτό ἦταν ἡ Διεθνής τῆς Ἀγάπης. Τά σχέδιά του ἀνεκοίνωσε στίς 8 Ἰουλίου 1978 στούς ἐν Ἀθήναις ἀνταποκριτές τοῦ Ξένου Τύπου, κατά τή διάρκεια γεύματος, πού παρέθεσαν οἱ ξενοδοχειακές ἐπιχειρήσεις τῶν Κ. Νικολακάκη καί Σ. Γκιών, στήν Τῆνο.
Στή Διακήρυξη ἐκάλεσε ὅλους νά ἑνώσουν τή φωνή τους γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἀγάπης σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο καί ἐζήτησε τή βοήθεια  τῶν ἀνταποκριτῶν, ὥστε τό μήνυμα αὐτό νά φθάσει παντοῦ. Γιά τήν Διεθνή τῆς Ἀγάπης συγχρόνως ἀπευθύνει ἔγγραφο εἰς τήν Ἱερά Σύνοδο καί ζητεῖ τήν ἔγκριση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ καί τῶν Συνοδικῶν Μελῶν (29 Αὐγούστου 1978). Ἡ Ἱερά Σύνοδος μέ ἕνα θερμό ἀπαντητικό ἔγγραφο συγχαίρει, ἐγκρίνει καί ἐπευλογεῖ. Τό ἔγγραφο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Πρός τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον πρ. Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμον.
Μακαριώτατε καί ἀγαπητέ ἐν Χριστῷ ἀδελφέ,
Ἀπαντῶντες εἰς τό ὑμέτερον, ἀπό 9-7-1978 ἔγγραφον, δι΄οὗ γνωρίζετε τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ τήν ἵδρυσιν, ἐν τῇ Χώρᾳ ἡμῶν, τῆς, οὕτως ἀποκληθείσης «Διεθνοῦς τῆς ἀγάπης», σύν τῇ πληροφορίᾳ, περί τῶν ἐπιδιώξεων καί διακηρύξεων αὐτῆς καί αἰτεῖσθε τήν εὐλογίαν καί συμπαράστασιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς εὐόδωσιν τοῦ ἔργου τῆς ὡς εἴρηται «Διεθνοῦς», Συνοδικῇ ἀποφάσει, ληφθείσῃ ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς 17ης λήγοντος μηνός, γνωρίζομεν τῇ Ὑμετέρᾳ Μακαριότητι, ὅτι μετά χαρᾶς ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐπληροφορήθη ὅτι τά ὑψηλά καί εὐγενῆ συνθήματα τῆς «Διεθνοῦς τῆς ἀγάπης» ἅτινα ἀντιποιοῦνται ἄλλοι δι΄ἄλλους σκοπούς, ἤδη περιέχονται τῇ μερίμνῃ καί τῷ ὑπευθύνῳ καί συνετῷ χειρισμῷ τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος καί τοῦ περί Αὐτήν ἐντιμοτάτου Συμβουλίου, οὕτω δέ παρέχεται ἡ δέουσα ἐγγύησις διά τήν ἀπό περιωπῆς καί μετά χριστιανικῆς ἀντιλήψεως προώθησιν καί ἐπιτυχίαν τοῦ ὡς οἶον τε ἀρίστου ἀποτε­λέ­σματος.
 Ἐφ΄ὧ καί συγχαίροντες Αὐτῇ ἐπευχόμεθα πᾶσαν ἄνωθεν εὐλογίαν τῆς καλῆς ταύτης προσπαθείας καί διατελοῦμεν μετά τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης. ὁ Ἀθηνῶν Σεραφείμ, πρόεδρος».
Τά περί ἀγάπης καί ὁ ἀγῶνας του γιά τήν καθιέρωση τῆς ἀγάπης σέ διεθνές ἐπίπεδο ὡς σύστημα ζωῆς δέν ἦταν γιά τόν πρώην Ἀρχιεπίσκοπο ἰδέες καί θεωρία, ἀλλά καθημερινή πράξη τῆς ζωῆς του. Σέ ὅλη του τή ζωή ἐξασκοῦσε τήν ἀγάπη, ἀκόμα καί σέ ἐποχές ἀνέχειας καί στερήσεως. Εὐεργετημένος ἀπό ἀνθρώπους τῆς ἀγάπης ἔθεσε ἀπό μικρός ὡς στόχο τῆς ζωῆς του τήν προσφορά ἀγάπης. Δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἀναφέρωμε παραδείγματα συγκινητικῆς προσφορᾶς του, τά ὁποῖα ὄντως φαίνονται ἀπίστευτα. Μέ κάθε τρόπο προσπα­θοῦσε νά βοηθήσει πτωχούς, νά στηρίξει πονεμένους, νά ἐξυπηρετήσει καθένα πού ἔκρουε τήν πόρτα τῆς οἰκίας του. Ἀφιλάργυρος εἰς τό ἔπακρον διένειμε τά περισσεύο­ντα τοῦ μισθοῦ του σέ ἱδρύματα, πτωχές οἰκογένειες, ἀσθενεῖς, φοιτητές καί γενικά σέ ἀνθρώπους, πού εἶχαν ἀνάγκη ἀπό βοήθεια.

 Ὡς Ἀρχιεπίσκοπος διέθετε ὅλα τά ἐκ τῶν παραστάσεων τυχηρά τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, εἰς τό Νοσοκομεῖο τῶν Κληρικῶν. Ὁσάκις διέμενε στήν Ἱερά Μονή Πεντέλης κατέβαλε τά τροφεῖα.
Ὡς συνταξιοῦχος κάθε μῆνα ἔστελνε δεκάδες ἐπιταγές ἀπό τήν Τῆνο σέ πολύτεκνες καί ἄπορες οἰκογένειες καί σέ φιλανθρωπικά ἱδρύματα. Ἀγαποῦσε νά εἶναι κοντά στούς ἀνθρώπους ἰδιαίτερα στούς ἀνήμπορους καί ἐμπεριστάτους. Τίς μεγάλες ἡμέρες τῶν ἑορτῶν περνοῦσε στό Γηροκομεῖο τῆς Τήνου μαζί μέ τούς ἀπόμαχους τῆς ζωῆς, στούς ὁποίους ἑτοίμαζε δῶρα καί εὐλογίες. Ἀδιακρίτως ἤθελε νά προσφέρει ἀγάπη.
Ὅλα τά πράγματα στή ζωή παίρνουν κάποτε τέλος. Ὁ γέροντας Ἀρχιεπίσκοπος ἔφθανε τά 80 χρόνια καί διαισθάνθηκε, ὅτι ἐπλησίαζε τό τέλος. Ὅλα τά εἶχε τακτοποιήσει. Τά ἄμφιά του, τά βιβλία του, τά ἐγκόλπια καί τά πολύτιμα παράσημά του εἶχε καταθέσει στήν Ἱερά Σύνοδο, στό Ἱερό Ἵδρυμα Εὐαγγελιστρίας Τήνου, στήν Ἱερά Μονή Σουμελᾶ καί ἄλλα τά εἶχε δωρήσει στά πνευματικά του παιδιά. Ἕνα θέμα παρέμενε σέ ἐκκρεμότητα. Ἡ συμφιλίωσή του μέ ἀνθρώπους, πού τόν εἶχαν πικράνει.
 Ἔβαλε λοιπόν εἰς τό πρόγραμμά του τήν συνάντηση μέ τούς ἀνθρώπους αὐτούς, τήν ὁποία καί ἐπραγμα­τοποίησε μέ πατερική ταπείνωση καί ἀνεξικα­κία.
Ἡ πλήρης ἀποκατάσταση τῶν σχέσεών του μέ τόν διάδοχό του Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ πραγματοποιήθηκε πολύ ἐνωρίτερα στά ἐγκαίνια τῆς Στέγης Κατακοίτων Λόφου Σκουζέ. Ἐκεῖ εἶχε προσκληθεῖ καί ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος, ἐμπνευστής τοῦ ἔργου αὐτοῦ. Ἐκεῖ ἀγκαλιάσθηκαν οἱ δύο Ἀρχιεπίσκοποι καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ἐνέδυσε μέ τά ἄμφιά του τόν Γέροντα Ἱερώνυμο διά νά τελέσει τόν ἁγιασμό. Μέ συγκινητικά λόγια ὁ ἴδιος ὁ Σεραφείμ ἀναφέρθηκε στό πρόσωπο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου καί ἐκεῖνος στόν ἴδιο τόνο ἀνταπέδωσε τήν ἀγάπη πρός μεγάλη ἱκανοποίηση καί χαρά τῶν παρισταμένων.
Συγκινητική καί ἄγνωστη στούς πολλούς ὑπῆρξε καί ἡ στάση τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ στό θάνατο τοῦ Ἱερωνύμου. Ἔδωσε ἐντολή νά κηδευθεῖ ὁ προκάτοχός του στόν Καθεδρικό Ναό Ἀθηνῶν μέ τιμές Ἀρχιεπισκόπου ἐν ἐνεργείᾳ. Ὁ κοιμηθείς ὅμως στή Διαθήκη του ἐπιθυμοῦσε νά κηδευθεῖ καί νά ταφεῖ στό χωριό του Ὑστέρνια, ὡς ἁπλός Μοναχός.
Δεύτερη πορεία συγνώμης ἦταν ἡ Κόρινθος. Ὁ Μητροπολίτης Κορίνθου Παντελεήμων ἦταν ἐκ τῶν πλέον φανατικῶν ἀντιπάλων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου. Εἶχε δημοσίως ἀντιταχθεῖ σέ διάφορες πρωτοβουλίες τοῦ Ἱερωνύμου, πρᾶγμα πού εἶχε προκαλέσει μεγάλη πικρία στόν Ἀρχιεπίσκοπο. Μέσα εἰς τό πνεῦμα τῆς συνδιαλλαγῆς προσεκάλεσε τόν Γέροντα στήν ἐπαρχία του γιά νά συλλειτουργήσουν εἰς τά ἐγκαίνια τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Λουτρακίου. Πρός ἔκπληξη πάντων ὁ ἅγιος Κορίνθου ὡς διάκονος ἔντυσε μέ τά δικά του ἄμφια τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί ἐκάλεσε τό ἐκκλησίασμα νά ψάλλουν ὅλοι μαζί τή φήμη του ὡς ἐν ἐνεργείᾳ Ἀρχιεπισκόπου.
Ἡ πρόσκληση τοῦ ἁγίου Κορίνθου ἦταν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στήν ἐπιθυμία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου.

Ὁ Μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος ἦταν ἀντίπα­λος τοῦ Ἱερωνύμου ἀπό τήν ἐποχή, πού ἦταν καί οἱ δύο Ἀρχιμανδρίτες. Ἀν καί ἐξελέγη Μητροπολίτης ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἱερώνυμο, ἐν τούτοις πολλές φορές μέ ἐνέργειες καί πρωτοβουλίες του τόν εἶχε πικράνει.
 Ὁ ἄκακος Ἀρχιεπίσκοπος ποτέ δέν ἐμνησικάκισε, ἀλλά μέ ἱκανοποίη­ση ἔλεγε: «Τό καλύτερον ἔργον, πού ἔπραξα εἰς τά ἔτη, πού διηκόνισα τήν Ἐκκλησία, εἶναι πού ἔκανα τόν Αὐγουστῖνο Μητροπολίτη Φλωρίνης».
Τό φθινόπωρο τοῦ 1985 ἐπισκέφθηκε τόν Αὐγουστῖνο στήν Φλώρινα. Ἄς ἀκούσωμε, πῶς περιέγραψε τήν συνάντηση αὐτή ὁ ἴδιος ὁ Αὐγουστῖνος στό περιοδικό «Σπίθα»:
«Πρό 4-5 ἐτῶν ἤκουσα μίαν φωνήν εἰς τό τηλέφωνον. Αὐγουστῖνε, πῶς εἶσαι; Ποιός εἶσθε, παρακαλῶ; ἠρώτησα. Ὁ Ἱερώνυμος εἶμαι. Μέ δέχεσαι στή Φλώρινα; Σᾶς δέχομαι εὐχαρίστως, τοῦ ἀπήντησα. Ἦλθε λοιπόν εἰς τήν Φλώριναν. Τόν ὑπεδέχθην εἰς τόν Μητροπολιτικόν Ναόν καί ἐνώπιον πυκνοῦ ἐκκλησιάσματος τοῦ ἐζήτησα συγνώμην διά τήν πικρίαν, πού τοῦ ἐπροξένησα μέ τά λόγια μου. Ἔκλαιεν αὐτός, ἔκλαια καί ἐγώ. Ἦταν μία ἀπό τάς πλέον συγκινητικάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».

Ὁ Μητροπολίτης Κίτρους Βαρνάβας, ὡς ὑποψήφιος Ἀρχιεπίσκοπος σέ πολλές Ἀρχιεπισκοπικές ἐκλογές, εἶχε πολλές φορές λυπήσει τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο καί πρό καί μετά τήν ἐκλογή του.
Τόν θεωροῦσε ἀντίπαλό του καί μετείρχετο πολλούς τρόπους διά νά ἔχει τό προβάδισμα ἔναντι παντός ἄλλου ὑποψηφίου. Πληροφορηθείς ὁ Γέροντας ὅτι προσεβλήθη ἀπό τήν ἐπάρατη ἀσθένεια ἔκανε εἰδικό ταξίδι ἀπό τήν Τῆνο στή Θεσσαλονίκη, διά νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Λίγο ὅμως πρίν φθάσει στό Νοσοκομεῖο ἐκοιμήθη ὁ Βαρνάβας καί ἔτσι δέν κατώρθωσε νά τόν συναντήσει ζωντανό. Στό Νοσοκομεῖο προσευχήθηκε διά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του καί ἐπέστρεψε πάλι στήν Τῆνο.

Τό καλοκαῖρι τοῦ 1987 ἦταν πολύ δύσκολο γιά τόν Γέροντα. Ἠσθάνετο, ὅτι ἡ ὑγεία του καί οἱ δυνάμεις του συνεχῶς τόν ἐγκατέλειπαν. Παρά ταῦτα συνέχιζε νά γράφει, νά ἐπικοινωνεῖ μέ ἀνθρώπους καί νά συνεχίζει τήν διακονία τῆς ἀγάπης. Τόν Αὔγουστο ἐκεῖνο μέ τούς ἰσχυρούς καύσωνες φροντίζοντας τόν μικρό κῆπο του ὑπέστη ἠμιπληγία, ἡ ὁποία τόν ἀχρήστευσε οὐσιαστικά. Μεταβάς στήν Αἰδηψό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1988 γιά φυσικοθεραπεία, ὑπέστη κάταγμα τῆς λεκάνης καί νοσηλευθείς ὀλίγας ἡμέρας στό Ἰατρικό Κέντρο Ἀθηνῶν ὑπέκυψε τήν 15 Νοεμβρίου, μεταλαβών ὀλίγον πρό τῆς κοιμήσεώς του τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
 Ἡ κηδεία του ἔγινε κατά τήν ἐπιθυμία του στό χωριό του, τά Ὑστέρνια τῆς Τήνου καί ἡ ταφή του στήν αὐλή τῆς οἰκογενειακῆς τους ἐκκλησίας στόν λόφο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Εἶχε γράψει στή Διαθήκη του:
«Ἀπέριττος καί ἁπλῆ, ὡς ἀναξίου Μοναχοῦ, ἐπιθυμῶ νά γίνη καί ἡ κηδεία μου. Ἤτοι πρῶτον μετά τό ἐκ τοῦ Παναγίου Τάφου σάββανόν μου καί νά περιβληθῶ ἕνα ἁπλοῦν ζωστικό καί μίαν δερματίνην ζώνην, ὡς κάλυμμα δέ τῆς κεφαλῆς νά ἔχω ἕνα σκοῦφον μου. Ἡ ἐξόδιος Ἀκολουθία μου παρακαλῶ νά ἀναγνωσθῆ εἰς τόν ἐν Ὑστερνίοις Ἱερόν Ναόν τῆς Παναγίας τῆς Ἑβλεπούσης, εἰς τόν ὁποῖον συνήθιζαν νά ἐκκλησιάζονται ἡ ἀείμνηστος Μητέρα μου, ὡς κόρη καί οἱ ἀείμνηστοι γονεῖς της, Ἰωάννης καί Πηνελόπη Ρήγου. Ἡ Ἀκολουθία νά ἀναγνωσθῆ ὑπό ἑνός μόνου ἱερέως, κατά προτίμησιν τοῦ Ἐφημερίου Ὑστερνίων καί νά μή ἐκφωνηθοῦν οὔτε ἐπικήδειοι, οὔτε ἐπιτάφιοι λόγοι. Τέλος, ἡ σορός μου νά ταφῇ εἰς τό παρά τήν θέσιν Μύλοι παρεκκλήσιον τῆς οἰκογενείας μου, τό τιμώμενον ἐπ΄ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, ὅπου εἰ δυνατόν νά γίνωνται καί τά ἐτήσιά μου μνημόσυνα».

Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος Κοτσώνης ἀνήκει πιά στήν ἱστορία. Ὅσο κι΄ἄν θέλουν οἱ θαυμαστές του νά τόν ἐξυψώσουν ἤ οἱ ἀντίπαλοί του νά τόν ἀμαυρώσουν, αὐτή μόνο «ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν» θά ζωγραφίσει τό πορτραῖτο του καί θά τό βάλει στή θέση, πού τοῦ ἀνήκει.
Ἀναμφιβόλως ὑπῆρξε παράδειγμα ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου, φιλοστόργου ποιμένος, ἀληθινοῦ διδασκάλου, γνησίου πατριώτου. Ὑπῆρξε προσωπικότητα αὐθεντική καί δυναμική. Κράτησε μέ πιστότητα καί θυσιαστική ἐμμονή τήν αὐτοτέλεια καί τόν χριστιανικό προσανατολι­σμό τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Καθηγητής τῆς Ἰατρικῆς καί Ἀκαδημαϊκός Γεώργιος Μερίκας λίαν ἐπιτυχῶς σκιαγραφεῖ μέ αὐτά τά λόγια τήν προσωπικότητα τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύ­μου σέ ὁμιλία του στήν Ἀρχαιολογική Ἑταιρεία Ἀθηνῶν κατά τό φιλολογικό Μνημόσυνο ἐπί τῇ συμπληρώσει ἔτους ἀπό τόν θάνατό του (22 Νοεμβρίου 1989):
«Ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος Κοτσώνης ὑπῆρξε μία πολυεδρική προσωπικότητα μέ ἀπαράμιλ­λα πνευμα­τικά καί ψυχικά τάλαντα καί ὑποδειγματική Ἐθνικοκοινω­νική δημιουργία. Μέγας Ἱεράρχης. Ἀπαράμιλλος κοινωνικός ἐργάτης. Μέ ὅσιο βίο, ὑπαγορευ­μέ­νον ἀπό φανατική πίστη στό Χριστιανισμό, στήν ἀγάπη.
Ὁ κλῆρος τῆς χώρας, προπαντός αὐτός καί οἱ φιλόχριστοι πολίτες της, ποτέ δέν θά λησμονήσουν τήν κορυφαία αὐτή χριστιανική πνευματική μορφή. Καί ὅσον ὁ καιρός περνάει τόσο καί περισσότερο θά εὐλαβοῦνται τήν μνήμην του».
Ἄς εἶναι ἡ μνήμη του αἰωνία ἐν τῇ ἀγήρῳ μακαριότητι!

Δεν υπάρχουν σχόλια: